Υπάρχουν τρεις μεγάλες και συχνά αλληλοκαλυπτόμενες κατηγορίες σκαταδούρας:

  • Οι σκουληκιάρηδες, τα ανθρώπινα αποβράσματα (παρ. 1),
  • Η αγγαρεία / σκατοδουλειά που κάποιος φορτώνει σε όποιον βρεθεί ένα κλικ παρακάτω στην τροφική αλυσίδα (παρ. 2),
  • Τα σκατά per se (παρ. 3).

Λολοπαίγνιο, εν πάτση περιπτώσει, στην σκαρταδούρα.

1.
Αλεξη προσεξε δεν θελουμε κι αλλους ΔΟΥΡΕΙΟΥΣ ΙΠΠΟΥΣ .Μαζεψαμε ολο το..βαθυ ΠΑΣΟΚ μην παρουμε και τη σκαταδουρα που εχει σκοπο να μας διαλυσει

2.
Αυτο απ την αλλη βολευει τους καθηγητες γιατι αυτοι ασχολουνται με «σοβαρες» δουλειες και βαζουν τους κατωτερους να βγαλουν την σκαταδουρα

3.
Για κοιτάξτε προσεκτικά τη σκαταδούρα που επιπλέει στην περιοχή που οι αγωγοί είναι σπασμένοι και όλη η δυτική Ιτέα βρωμάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σύριγγα με την οποία τρυπιέται (σουτάρει) το ζάκι. Εκ του αγγλικάνικου (warm) gun.

Εναλλακτικά: γκαν, γκάνι, σέο.

1.
Στο βαγόνι γινόταν χαμός, κάτι πρεζόνια με το γκανάκι να εξέχει από την τσέπη (πρώτη φορά είδα ανθρώπους να κυκλοφορούν με το γκανάκι εμφανές στην τσέπη) προσπαθούσαν να πείσουν τους επιβάτες ότι δεν είναι πρεζόνια αλλά απλώς άνεργοι που δεν έχουν να φάνε, και «βοηθήστε μας καλέ κύριοι» και τέτοια.

2.
Με το «γκανάκι» βρίσκεις τη φλέβα, κάνεις αναρρόφηση κι όταν βλέπεις ότι είσαι μέσα τότε «σουτάρεις» και αισθάνεσαι το «φλας». Παίρνεις σήμα και «νταγκλάρεις». Οταν η δόση είναι μικρή στανιάρεις, γίνεσαι φυσιολογικός. Οταν η δόση είναι κανονική νταγκλάρεις, μαστουρώνεσαι. Αισθάνεσαι σπουδαίος και δυνατός. Ετοιμος να κατακτήσεις τον κόσμο.

3.
Μέρες του '79......Αχ τι μου θύμισες.. Το Ντούφη.. τα Youth Hostels που στέγαζαν Γερμανούς κάθε ηλικίας στο δρόμο από και για Ινδίες (που έκοψε η πτώση του Σάχη ακριβώς το '79).. Τα μαύρα μαύρα.. τα τάι, η μορφίνη (που συχνά ήταν Romidon και μας έκαψε) το ένα γκανάκι για μέρες και μέρες διότι δεν έδιναν σύριγγες οι φαρμακοποιοί..

Happiness is a warm gun (από σφυρίζων, 09/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Φακελάκι ή άλλη συσκευασία που μοιάζει με ναρκωτικό αλλά δεν είναι· ή που, στην καλύτερη περίπτωση, είναι μπουρούχα. Πρόκειται για κλασική μέθοδο απόσπασης μπαγιόκου από άσχετους και ψημάρια.

Κατ' επέκταση, πακέτο αποκαλείται η φιδιά, η μούφα. Εξ ου και η έκφραση τρώω πακέτο.

1.
Έφαγα πακέτο : όταν σου πουλήσουνε ψεύτικο πράγμα. Συνταγή: Κύβος Κnor διαλύεται σε μίξερ με προσθήκη ζάχαρης άχνης για να ασπρίσει. Δεν το ξεχωρίζεις. Το θύμα που αγοράζει συνήθως σε δημόσιο χώρο δεν έχει τον χρόνο να το ελέγξει .Το καταλαβαίνει όταν πάει σπίτι και αναφωνεί : έφαγα πακέτο

  1. Συνήθως αυτοί που μοιράζουν πακέτα , φροντίζουν να εξαφανιστούν για ένα διάστημα για να μην εισπράξουν τίποτα μαχαιριές.
    (Λ. Χρηστάκη και Ν. Επάρατου, Το λεξικό της ντάγκλας, Εκδόσεις Opera 1995, σελ. 71)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαζούλης, ο χαμένος στο υπερδιάστημα της σκέψης του, ο απρόσεκτος και ευκολόπιστος για οποιαδήποτε μπούρδα ακουστεί.

Ένα άτομο χωρίς συγκεκριμένο στόχο, με βλέμμα απλανές και μνήμη ψαριού.

  1. Ρε κοκορνιόκο, πόσες φορές σου έχω πει να μην με στήνεις, δεν μπορώ να μπω στο μαγαζί.

  2. Τι κοκορνιόκος που είσαι ρε μαλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη άριστης ηχητικής, ειδικά όταν εχρησιμοποιείται εν μέσω κλητικής (βλ. παράδειγμα).

Δηλώνει τον άνθρωπο που μόνο να μιλάει ξέρει, μα ποτέ δεν κάνει, ο οποίος μιλά συνεχώς χωρίς να έχει δηλώσει σχεδόν ποτέ κάτι το αξιόλογο. Αυτό συνήθως συμβαίνει για να τραβήξει τη προσοχή, μα καταλήγει σε υποσυνείδητη, αν όχι και ενσυνείδητη γελοιοποίησή του στα μάτια των άλλων.

  1. - Πω πω μαλάκα θέλω να την σκίσω την Τζίνα
    - Πάλι για γκόμενες μιλάς ρε μπουρδεμπέ, ξεκόλλα ρε μαλάκα.

  2. - Γύρνα.. - Έλα;
    - Γύρνα το ρε μαλάκα..
    - Να περιμένεις..
    - Άμα φας καμιά σφαλιάρα...
    - Άσε ρε μπουρδεμπέ που θα χαλάσεις αυτά τα μούτρα τώρα, δεν χαλάνε..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναρκοσλάνγκ για τον μικρό σωλήνα, συνήθως από τυλιγμένο χαρτονόμισμα, που χρησιμοποιείται σε μύτινγκ για το σνιφάρισμα κοκού ή (σπανιότερα) ηρωίνης. Οι ξιπασμένοι άρχοντες της νύχτας και οι καγκουρογιάπηδες τση πούτσας χρησιμοποιούν χρυσά ή πλατινένια γιούφι.

Γιούφι αποκαλείται και ο αυτοσχέδιος σωλήνας από αλουμινόχαρτο που χρησιμοποιείται για το κάπνισμα ηρωίνης (βλ. 4ο παράδειγμα).

Βλ. επίσης: γιουφ, σνιφάρω, ♪♫ κι αν τα ρουθούνια μου μείνουν μισά, κανένα πρόβλημα, θα βάλω χρυσά ♪♫.

1.
Τα νεαρά χέρια μου μεταμορφώθηκαν πρόωρα σε χέρια υπερήλικης μαστροπού. Εκδίδω τα θηλυκά σοφίσματα που γεννούν οι απειροελάχιστες συνευρέσεις με το κοκό πολύ πριν ενηλικιωθούν. Οι ψευδαισθήσεις μου ροφούν την νεότητά τους με γιούφι φτιαγμένο από σελίδα της Βίβλου. Τελικά η ζωή μου είναι διεστραμμένη, όχι εγώ.

2.
Υπουργός “σνιφάρει”;; Ε όχι ρε παιδιά! Εμείς τι θα έπρεπε να κάνουμε δηλαδή; Θα μας τρελλάνει τελείως το dream team τις Πασοκάρας που μας έριξε στα νύχια του ΔΝΤ. Βγαίνει τώρα ότι υπάρχει υπουργός της κυβέρνησης που έχει “αναπνευστικά προβλήματα” και ακολουθεί θεραπεία με “γιούφι” στα ρουθούνια.

3.
♪♫ για να σε εκδικηθώ
σου βρέχω τα χαρτάκια
σου πίνω το κοκό
το γιούφι που αγαπούσες ♪♫

4.
Για το κάπνισμα, η ηρωίνη τοποθετείται σε ένα αλουμινόχαρτο ή ένα λεπτό κομμάτι μέταλλο. Ένας κωνικός σωλήνας σε μέγεθος τσιγάρου ή στιλό, από αλουμινόχαρτο επίσης (το λεγόμενο “γιούφι”) μπαίνει στο στόμα και κρατιέται πάνω από το ναρκωτικό. Μία φλόγα κρατιέται κάτω από το μέταλλο, η ουσία θερμαίνεται και βγάζει καπνό και ο χρήστης κυνηγά τον καπνό που ανεβαίναι με το σωλήνα. Μετά από μερικές χρήσεις, σημαντική ποσότητα ουσίας κρυσταλλώνεται μέσα στο γιούφι, το οποίο χρησιμοποιείται πλέον ως βάση, με ένα άλλο γιούφι.

Γιούφι από χαρτονόμισμα (από σφυρίζων, 08/07/13)Ο John Lennon σε λολοπαιγνιώδη διάθεση σκιφάρει κόκα (από σφυρίζων, 08/07/13)Γιούφι για κάπνισμα ηρούς (από σφυρίζων, 08/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το ξύλινο παγούρι σε διάφορα μέρη της Ελλάδας

αλλά, αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο:

  1. νεόκοπη έκφραση των νεαρών (από το μπούλης και κούκλος) για τον κούκλο άντρα που είναι όμως και λίγο μπούλης, είναι δηλ. θεός, μουνάρα, αλλά δεν έχει τόση αντρίλα (ακόμα ή ποτέ) και έχει πίσω-πίσω ένα μπουλέ χμου -που οκ, δεν μας χαλούλου.

Ωραίο παιδί ο Μαρτάκης, μπούκλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάω σκαστός: αποδημώ από τον μάταιο τούτο κόσμο πνιγμένος από το δίκιο, έχοντας πληγεί ψυχολογικά («σκάσει») από κάποιο καημό, κάποια αδικία, κάποιο σαράκι.

Συμπλήρωμα στον εξαιρετικό ορισμό του Πάτσμαν.

1.
«Ο Γιάννης πήγε σκαστός. Πρόκειται για μια ακόμη κρατική δολοφονία. Αντιμετώπιζε ένα πρόβλημα σακχάρου το οποίο προφανώς επιδεινώθηκε λόγω του άγχους και των προβλημάτων που βιώναμε ως σύλλογος από τα χρήματα που μας έφαγαν και τις ζωές που μας κατέστρεψαν όσοι μας κυβερνούν» δήλωσε στην εφημερίδα Δημοκρατία ο ενεργός πρόεδρος του σωματείου μικροομολογιούχων...

2.
Δείτε το βίντεο όπου ο εξάδελφος του 62χρονου, μιλώντας στο ilialive, υποστηρίζει ότι ο Νίκος Π., γνωστός με το παρατσούκλι «Κουτάλας», «πήγε σκαστός» από την αδικία που υφίστατο κάθε μέρα.

3.
«Ο Μανώλης πήγε σκαστός. Έσκασε από το άγχος του και από την στενοχώρια του. Μίλησα με την μητέρα του. Ήταν σαν το λιοντάρι μέσα στο κλουβί τις τελευταίες μέρες. Κάτι περίεργο τον είχε αγχώσει τρομερά. Από τη μία η συρρίκνωση προσωπικού, οι απολύσεις και το φάσμα της ανεργίας και από την άλλη οι δυσχερείς συνθήκες εργασίας, τον είχαν καταβάλει. Κρίμα. Η οδύνη μας είναι απερίγραπτη»

Got a better definition? Add it!

Published

Ο συγγραφέας που έχει γράψει ένα ή περισσότερα μπεστ σέλερ (αγγλ. bestseller, βιβλίο με υψηλές πωλήσεις).

Η λέξη συχνά φέρει ένα φορτίο για το τι άποψη έχει ο ομιλών για τους μπεστσελεράδες, είτε θετική (ότι ο μπεστσελεράς έχει αυξημένο κύρος) είτε αρνητική (ότι ο μπεστσελεράς βγάζει στα πανέρια μια τέχνη υψηλή).

  1. Από εδώ:
    Έτσι καταπολεμάται η μοναξιά, λέει ο Nassim Taleb που είναι και μπεστσελεράς.

  2. Από εδώ:
    Ο Θαφόν είναι πιο προσγειωμένος,συνειδητός μπεστσελεράς.

  3. Από εδώ:
    Πρόσφατα γνώρισα έναν νεαρό, επίδοξο συγγραφέα, που μου εξομολογήθηκε με αξιοζήλευτη ειλικρίνεια ότι δεν φιλοδοξούσε με το γράψιμο ν΄ ανακαλύψει τον εαυτό του, να εξερευνήσει κρυφές πτυχές της ύπαρξης, να κατακτήσει μια θέση στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων και άλλα τέτοια, αλλά, πολύ απλά, να βγάζει καλά λεφτά από τα βιβλία του. Με άλλα λόγια, να γίνει μπεστσελεράς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που το έχει σκάσει από κάπου, αυτός που δεν βρίσκεται εκεί που οφείλει. Βλ. και κατσάκι, κοπάνα, την κοπανάω, το σκάω.

    α. Από εδώ:
    Είμασταν μονάδα από τις πιο καραχύμα της επικράτειας, οι μισοί ήταν σκαστοί, και με το που μυρίστηκαν όλοι ότι κάτι παίζεται, σε λίγα λεπτά ήταν όλοι πίσω χωρίς να τους έχει φωνάξει κανένας

    β. Από εδώ:
    Hταν πολύ φιλικός σαν να με ήξερε χρόνια. Εκτίμησα το γεγονός ότι ήρθε σκαστός από την δουλειά του.[/I]

  2. Αυτός που κάνει ήχο έκρηξης, κυρίως μεταφορικά. Η ενέργεια που ολοκληρώνεται με ένταση, με πάταγο. Βλ. και σκάω, σκασίδι. Πρβλ. σκασάκια, μπραφ.

    α. Από εδώ:
    H κυβέρνηση θέλει να πνίξει το σκαστό σκάνδαλο της Zίμενς

    β. Από εδώ:
    Σκαστό ψεύδος!

    γ. Από εδώ:
    Παρακαλώ, δώστε ένα σκαστό φιλί στο γιο σας όταν έρθει, και τα συγχαρητήριά μου φυσικά!

    Ως εδώ λεξικογραφημένα, π.χ. εδώ.

  3. Το κομμάτι της ποινής φυλάκισης ή κάθειρξης που κάποιος πραγματικά εκτίει στη φυλακή. Έλκει την νοηματική του προέλευση πιθανόν από το 2 παραπάνω, ως δηλαδή «καταβαλλόμενα» χρόνια που δεν σηκώνουν βερεσέ.

    α. Από εδώ:
    Δεν ελπίζω πια σε καμία αποφυλάκιση. Με το σύστημα των συγχωνεύσεων, παρανομούν εις βάρος μου. Δηλαδή εγώ για να αποφυλακιστώ θα πρέπει να εκτίσω 30 χρόνια “σκαστά” και ό,τι μου έχει καταλογιστεί με την ποινή του κ. Περικλή Παναγόπουλου.

    β. Από εδώ:
    Ο Παπακ. πρέπει να φυλακισθεί για καμιά δεκαριά χρόνια, -σκαστά, εννοώ-, μόνο και μόνο για το θράσος του να λέει κατάμουτρα στον ελληνικό Λαό ότι “έχασε” το CD.

    γ. Από εδώ:
    Εξίμισι χρόνια σκαστά στην Κέρκυρα, δεσποινίς μου. Εξίμισι χρόνια και τις πλήρωσα όλες τις μέρες, μία προς μία. Εχεις πάει ποτέ στην Κέρκυρα;[/I]

  4. Η μπαλιά, το σουτ, το γκολ ή το καλάθι κλπ που περιλαμβάνει γκέλα της μπάλας στο έδαφος.

    Από εδώ:
    ο Καραγκούνης εκτέλεσε φάουλ, ο Πατς έδιωξε, ο Μήτρογλου έκανε ένα σκαστό σουτ και ο «Τόρο» μπήκε στην πορεία της μπάλας και [...]

  5. Το μηχανοκίνητο μεταφορικό μέσο (ιδίως μηχανάκι) όταν το βάζουμε μπρος με σμπρώξιμο και εισαγωγή ταχύτητας στο κιβώτιο (λόγω αποφόρτισης της μπαταρίας κλπ).

    α. Από εδώ:
    Τώρα που το συζητάμε έχω μια απορία, στη γριά αρκετές φορές το έβαλα «σκαστό» με ψεκαστά όμως τι παίζει; Υπάρχει πρόβλημα να το «σκάσεις» αν δεις ότι δεν έχεις άλλη επιλογή;

    β. Από εδώ:
    δεν περνει μπρος... ουτε «σκαστό»!!! Καλημέρα! χθες έμεινα απο...(δε ξερω τι) στο παρκιν στα carrefour ευκαρπίας. πηγα μια χαρά και εκεί που θέλησα να φήγω... τίποτα...!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified