Από το εγγλέζικο «I don't know», «δεν ξέρω». Μαγκιόρικη έκφραση, προφέρεται αγρόσυρτα και σταθερά, με σιγουριά, όχι επιθετικά. Δείχνει αδιαφορία, απαξίωση για τις μικρές (στη ματιά του ομιλητή) λεπτομέρειες, ξεγνοιασιά, και αναδίνει μια ζεστασιά για τη ζωή και τα σημαντικά πράγματα σε αυτή. Γιατί η άγνοια είναι ευτυχία.

- Και τι θα γίνει λες; Θα πιάσουν τόπο οι σπουδές και τα χαρτιά μας ή τσάμπα παιδευόμαστε τόσα χρόνια; Θα βρούμε καμιά δουλειά σχετική ή θά 'μαστε συνέχεια από 'δω κι από 'κει;
- Αρονόου...

(από marooned, 30/01/12)Πάντα ξεκάθαρος στα μηνύματά του ο Ozzy (από marooned, 31/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταπιεστική γυναίκα που μειώνει διαρκώς τον σύζυγό της και τον αναγκάζει να της κάνει όλα τα χατίρια.

- Γιατί ο Νίκος φεύγει πάντα τόσο νωρίς όποτε βγούμε;
- Στο σπίτι τον περιμένει παντόφλα, τον έχει βάλει στο βρακί της η δράκαινα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που απαξιώνει κάθε παραλία της οικουμένης, εντός και εκτός πλανήτη συμπεριλαμβανομένων των Αγίων Πάντων (Μαυρίκιος, Δομίνικος, Βαρβάρα, Βικέντιος, Νάπα, Φραγκίσκος Μπαρτς ο Καραϊβικανός κτλ κτλ) εάν δεν ανήκει στα 2 πόδια της Χαλκιδικής (1ο και 2ο) και την παρανυχίδα προ του Α. Όρους. Χρησιμοποιείται από ακροθεσσαλονικιούς που πηγαίνοντας σε οποιαδήποτε άλλη παραλία αναζητούν φραπεδιά με γάλλλα και «σπορ του βορρά».

Τα τοπωνύμια μαγευτικών παραλιών όπως Πυργαδίκια, Βουρβουρού, Φούρκα, Πούντα και πάει λέγοντας συντελούν στην μυθοποίηση του τόπου.

- Χαθήκαμε Κίτσα μου, πού ήσουν όλο το καλοκαίρι;
- Νάντια μου είχαμε πάει με τον Παναγή στο Κο Σαμούι.
- Ωραία φαντάζομαι ε;
- Ναι δεν λέω καταγάλανα νερά, ευγενέστατοι σερβιτόροι, ολόφρεσκα και φτηνά κοκτέιλς, αλλά σαν την Χαλκιδική δεν είναι.

(από Khan, 16/04/13)

Και σαν τη Χαλκιδική δεν έχει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως είναι γνωστό, η υπό του χύδην όχλου χρησιμοποιούμενη λέξη «κώλος» δηλοί τον πρωκτό ή αφεδρώνα.

Αφεδύο, όπως ισχυρίζεται ο Μπάμπι το Ελαφάκι, «φόδρα» σημαίνει εσωτερική επένδυση ενδύματος ή άλλου αντικειμένου.

«Φόδρα του κώλου», λοιπόν. Εν πρώτοις, ας αφήσουμε κατά μέρος τις κακής ποιότητος εσωτερικές επενδύσεις ενδυμάτων. Δεν είμεθα υφασματέμποροι. Ως φόδρα του κώλου μπορεί να νοηθεί μόνο το ορθόν ή απευθυσμένο, δλδ το ακραίο τμήμα του εντέρου που απολήγει στη λεγόμενη σούφρα.

Ο μόνος τρόπος για να γίνει ορατό το απευθυσμένο είναι η εξαγωγή του, είτε μέσω του στόματος (Βαγγελίστρα μου!), είτε μέσω της σούφρας, μετά την απαραίτητη διεύρυνση των κωλοβάρδουλων. Η απόσταση μεταξύ αυτών των δύο σημείων της ανθρώπινης ανατομίας καθιστά απαγορευτική την επιλογή του στόματος, άρα η προσφορότερη μέθοδος είναι η δια της σούφρας εξαγωγή.

Δεδομένου ότι μέχρι σήμερα δεν έχουν καταγραφεί περιπτώσεις εθελοντών για να υποστούν την εν λόγω επέμβαση, μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι πρόκειται για μάλλον βίαιη και επώδυνη διαδικασία. Η φράση λοιπόν δέον όπως θεωρείται ελάχιστα συγκεκαλυμμένη απειλή που αφορά είτε οθωμανικού στυλ καταναγκασμό, είτε άσκηση σωματικής βίας (ή συνδυασμό των δύο αυτών τεχνικών).

Οίκοθεν νοείται ότι η χρήση ή μη κατάλληλων εργαλείων για την πραγματοποίηση της επέμβασης εξαρτάται από την επιδεξιότητα του κωλοσχίστου.

- Το '69 στη φυλακή Saverov της Adina εγνώρισα έναν Κατάδικο που του χώσανε γκλοπ στον κώλο και μετά το τραβήξανε έξω με δύναμη - το κωλάντερό του κρεμότανε σαν ποτήρι. Ο γιατρός της φυλακής Saverov (ένα κάθαρμα) τον ενοσήλευε για έλκος στομάχου.
(Ηλ. Πετρόπουλου «Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη»).

([...]μπλέχτηκε [...] σε καβγά [...] για χάρη ενός ζωηρού στρατιώτη που θέλανε να πάρουν οι χωροφύλακες [...])
- Διαταγές [...] δέχομαι μόνο από ανωτέρους μου.
- Κι εγώ τι είμαι μωρή καριόλα μπασκίνα ;
- Είστε ομοιόβαθμος και θα σας αναφέρω διότι...
- Θα μου τα κλάσεις.
- Ο στρατιώτης...
- Άμα τον ακουμπήσεις θα σου βγάλω έξω το κωλάντερο σαν κάλτσα !
(Διον. Χαριτόπουλου «525 Τάγμα Πεζικού»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός τηε λέξης ψωλή και σολάριουμ. Αργκό που χρησιμοποιείται για τις ωραίες γκόμενες που εμφανίζονται κατάμαυρες στις παραλίες από το πρώτο μπάνιο γιατί: «τα σοκαλατένια δέρματα τραβάνε τα βλέματα». Πρόκειται για ψωνάρες που παραμένουν όμως πολύ ορεκτικές για τον αντρικό πληθυσμό. Συχνά το παρακάνουν και μοιάζουν με καμμένο κρέας. Το όλο concept του ψωλάριουμ είναι η εν λόγω γκόμενα να κάνει έντονο contrast με όλους τους υπόλοιπους που διατηρούν τα πάχη και το ασπρουλιάρικο χρώμα του χειμώνα.

(σε παραλία)
- Η Μαίρη έχει αναδειχθεί από πέρσυ..
- Κωλάρα έκανε και ωραίο χρώμα... Επίσημα ψωλάριουμ!

(από dimitrakis199, 30/01/12)Σαν Σοκολατένια κουράδα (από alamo, 30/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τέλη δεκαετίας '70, αρχές '80 απεκαλείτο ευρέως καρότσα η σπρωχτή (και όχι κοφτή και μονοκόμματη κομιλφό) στεκιά στο μπιλιάρδο, η οποία εθεωρείτο άκυρη και ζαβολιά.

Παρεμπίπταμπλυ, κορδόνι αποκαλείται το σύνολο των πως-διάολο-τα-λένε, αυτά μωρέ τα τρύπια που είναι περασμένα στον ειδικό άβακα για να μετράνε τις καραμπόλες. Νομίζω ήταν 25 σε κάθε σειρά, άρα 1 κορδόνι= 25 καραμπόλες.

Έχω να πιάσω στέκα από τότε που έπεσε εκείνος ο ρημαδιασμένος ο μετεωρίτης και δεν ενθυμούμαι πλέον ποίαν στεκιάν περιγράφαμε ως «μπρικόλα».

Ακούει κανείς ;

- Πετράκη, κερνάς τις μπύρες έτσι ; Είχα δεν είχα δύο κορδόνια σου 'ριξα στ' αυτιά.
- Άντε ρε μαλάκα, έτσι ξέρω κι εγώ. Αφού οι μισές στεκιές σου καρότσες ήτανε ρε απατεώνα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πλέον βλακώδης, η πιο ανούσια, η βλακιστάτη ευχή στα όρια της ευκοίλιας, της τσίρλας και του εμετού μετά από κατάποση πατσά ανάμικτου χοντροκομμένου με ταμπάσκο και σκορδοστούμπι. Εκστομίζεται πρωτίστως στο facebook από άτομα στερούμενα εγκεφάλου που ξύνουν τη μύτη τους με το δαχτυλάκι του «like» και αν τους υποχρέωναν να γράψουν αφιέρωση στο εμπροσθόφυλλο βιβλίου θα έψαχναν για wall. Κατά ριπάς εκτελούμενη βρωμίζει κατ εμέ τον εορτάζοντα και τον προσβάλλει. Τί έχει να χαρεί ο εν εορτή ων ρε μαλακισμένο βούρλο απ' το όνομά του; Να χαρείς με λίγο καλό μπακλαβά δεκτόν. Αλλά να χαρείς το όνομά σου... πώς ακριβώς; Δώσε καμιά οδηγία, έστω σε pdf ρε γαμώτο! Εκεί που νομίζεις πως η βλακεία έπιασε peak εκεί και ξεπροβάλλει σε νέα δυσθεώρητα ύψη.

Σκηνικό: Ντουβάρι φρεσκοσοβατισμένο, που στην μια γωνιά κατούρησε κόπρος.
Ανίδεος βλαξ παίρνει μπογιά και αναρτά κοτσάνα:
«Χρόνια πολλά Μαριέττα-Λωξάντρα-Μελπομένη μου, να χαίρεσαι το ονοματάκι σου».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην Δημοτική τα ρήματα σε -άω -ω, σχηματίζουν το β' και γ' ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής σε -άς,-α, π.χ. τραγουδώ, τραγουδάς, τραγουδά, τιμώ, τιμάς, τιμά κ.λπ.

Ωστόσο, μπορούμε να προσδώσουμε μια πιο μαγκιόρικη/ψευδολόγια χροιά στον λόγο μας, αν χρησιμοποιήσουμε την πιο καθαρευουσιάνικη κατάληξη -εις, -ει π.χ. τραγουδείς, τραγουδεί, τιμείς τιμεί κ.λπ.

  1. - Και ο αυνάνας ο κοντοπούτανος με βγάζει τάκο για ένα λυμένο κορδόνι...
    - Δε τον γαμείς, λέω 'γω;

  2. Μου τη σπει ιδιαίτερα το να καπνίζει κανείς μέσα στο ασανσέρ.

  3. - Αντί να περάσω την ταινία στο φλασάκι, πέρασα την συντόμευση... - Δε σε χαλεί καθούλου. Γύρνα πίσω τώρα να το κάνεις σωστά.

  4. - Αν πεινείς πολύ και θες να φεις κάτι πρόχειρο, πες μου να σταματήσω σε κάνα βρώμικο. - Μπα, μη σταματείς. Καλά το πατείς, θα φάω σπίτι.

Got a better definition? Add it!

Published

Χιουμοριστική παραφθορά της Ιταλικής μάρκας μοτοσυκλετών Moto Guzzi που δηλώνει την παραδοσιακά κακή ποιότητα των κινητήρων και των ανταλλακτικών τους, καθώς και το θόρυβο που οι πρώτοι παρήγαγαν λόγω του μεγάλου τους κυβισμού. Ο όρος είναι σχεδόν ανύπαρκτος σήμερα, πιθανότατα λόγω της βελτίωσης της ποιότητας των εν λόγω μοτοσυκλετών.

- Θα πάμε με το Μήτσο στον Τσιβλό με τις μηχανές. Έρχεσαι;
- Αν είναι να φέρει τη Μότο Σκούζει μαζί του καλύτερα όχι. Θα κάνουμε δέκα μέρες να φτάσουμε!

(από Nakas, 29/01/12)Στέρεο Νόβα, Μοτοκούζι. (από patsis, 01/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published

H φράση αναφέρεται στην καταπόνηση κάποιου που ξεκωλώνεται στη δουλειά, είτε για πάρτη του είτε όντας στην υπηρεσία κάποιου εργοδότη.

Ας σημειωθεί ότι η λέξη «υπηρέτης» προέρχεται από το υπό + ερέτης = κωπηλάτης. Πρβλ τα σχετικά «κατεργάρης», «πάγκος» κλπ. Ως γνωστόν, οι σκλάβοι στις γαλέρες τραβούσαν κουπί μέχρι θανάτου.

Τούτου δοθέντος, και παραβάλλοντας το γαλλ. travailler / ισπαν. trabajar, η σωστή απάντηση στο πασίγνωστο ελληνικό «τι τραβάω ρε πούστη μου για ένα ξεροκόμματο» είναι «κουπί».

Τέλος, όπως φαίνεται από το παράδειγμα που ακολουθεί, η σχετική με την κωπηλασία ορολογία έβρισκε, τουλάχιστον παλαιότερα, εφαρμογή και σε καταστάσεις που αφορούσαν περισσότερο το χλαπάκιασμα παρά την παραγωγή έργου.

  1. Εννοείται πως, τη φασουλάδα την κατεβρόχθιζαν με το κουπί (χουλιάρι). Στην φυλακή, όταν κάποιος τρώει με λαιμαργία, του λένε : βλέπω τραβάς άγριο κουπί !
    (Ηλ. Πετρόπουλου «η Εθνική Φασουλάδα»).

  2. - Τι γίνεται ρε φίλε, πως πάει η δουλειά ;
    - Άσε μεγάλε, το μαγαζί μπαίνει μέσα και τ' αφεντικό μας έχει να τραβάμε μέρα-νύχτα κουπί μπας και τα φέρει βόλτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified