Σε διάφορες περιοχές της Ελλάδος (π.χ. Ήπειρο, Αρκαδία κ.α.), οι καταλήξεις (είτε ρημάτων, είτε ουσιαστικών) -άσεις, -ήσεις, -ίσεις, -ώσεις προφέρονται με σίγηση του -σ- και μετατροπή του τελικού -ς σε -ζ, λίγο παχύ, από άτομα μεγάλης ηλικίας. Σπάνιο σε νέους, αλλά άμα ακούσετε καναν τέτοιονα, πάρ' τε το μπούλο γιατί θα 'ναι πολύ γύφτουλας.

- Τι βλέπεις παππού;
- Τι να βλέπω; Ειδήειζ βλέπω, παιδάκι μου, ειδήειζ.
- Έγινε τίποτα το σοβαρό;
- Τι να γένει; Όλο παρελάειζ, δηλώειζ, καταπατήειζ... Α, όταν γυρίειζ, φέρε μου ένα πακέτο «Σέρτικα Λαμίας». Και βάλε το παλτό σου μην κρυώειζ. Α, και φόρα καπότα άμα πας να γαμήειζ!

Πρβλ και να βοηθή'εις, αύξη, ζγκατάψυξ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άπατος, ο άμπακας, ο αγλέουρας (στα επτανησιακά ιδιώματα).

Σημ:. ο όρος προέρχεται από το στερητικό α- και το ρήμα «βλέπω» (πβ. βλέμμα).

- Πάλι έφαγε τον αβλέμμονα ο Γεράσιμος.
- Και μετά παραπονιέται ότι έχει αποκτήσει μπάκα!

Ο Αβλέμονας Κυθήρων. Μαγεία. (από patsis, 26/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασυζητητί, το δίχως άλλο, το πράμα δεν σηκώνει αντίρρηση (όρος σχηματισμένος κατά τα αρχαϊκά επιρρήματα εις -ί, πβ. αποινί, ασκαρδαμυκτί κ.λπ.).

— Θα έρθεις απόψε να τα πιούμε;
— Αβλεπί!

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγαπώ, αλλά με σεξουαλική ή ειρωνική διάθεση. Λογοπαιγνιακός σλαγκοόρος που προέρχεται από σύμφυρση του «αγαπώ» και του «γαμώ», καθότι τα δύο έχουν κάποια κοινά φωνήματα, αλλά και μοιράζονται κάποιες σημασίες (βλ. π.χ. στίχους όπως «Έλα ν' αγαπηθούμε». Μη μου πείτε ότι εννοεί «έλα να νιώσουμε αγάπη ο ένας για τον άλλον». Πότε; Τώρα δα να τη νιώσουμε;).

Το ρήμα «αγαμώ» και ασυναίρετο «αγαμάω» (που ακούγεται ακόμα καυλύτερα), δίνει τα εξής παράγωγα:

αγάμη, αγαμημένος /-η, αγαμητός (και όχι «αγάμητος»), αγαμητικός /-ιά, αγαμησιάρης /-α κ.ά.

Έχει ιδιαίτερη φάση όταν η προηγούμενη λέξη λήγει σε -α, οπότε μόνο το «μ» μένει να κάνει τη διαφορά από το «γαμώ» και τα παράγωγά του. Π.χ. «θ (-α/α-) γα[μ/π]ηθούμε».

Μόνο από το http://www.poiein.gr/archives/7660/index.html αντλήσαμε τα εξής παραδείγματα:

Αγαμημένη
Αγάμησέ με σού είπα
Σ’ αγαμώ μού είπες
Μ’ αγαμάς σού έλεγα
Σ’ αγαμώ μού έλεγες
Κι αγαμηθήκαμε
Το γάμμα τής αγάπης έφαγε ολόκληρο το πι
και την έκανε ολόκληρη αγάμη
Ω αγάμη αγάμη
Ω αγάμη μου
αγάμη μου
Αγαμημένη μου
Αγαμημένε μου
Αγάπη και αγάμη ένα μαζί

Θέλετε κι άλλα;!;

να αγαμηθούμε απ\' την αρχή... (από Khan, 19/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εργαλείο, εξάρτημα, πράγμα γενικώς που το παίρνεις για καλό και σου βγαίνει άχρηστο.

Ο όρος επειδή τέτοια πουλάνε την Πρωτοχρονιά στα πανηγύρια και στα σταντ των πλανόδιων μικροπωλητών.

Συνώνυμο: πανηγυριώτικα, πανηγυρτζίδικα, κατά τον ορισμό του notheitis.

-Σου άρεσε το ραδιοκασετόφωνο που σου έφερα δώρο στα γενέθλιά σου;
-Τι να μου άρεσε... Αυτό ήταν αγιοβασιλιάτικο! Με το που πήγα να πατήσω το κουμπί μου έμεινε στο χέρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στη φράση «θα σου αλλάξω τον Ανανία» ή «μου άλλαξε τον Ανανία», με την έννοια «θα σου αλλάξω τα φώτα / τα πετρέλαια κ.λπ.» (στο κεφαλληνιακό ιδίωμα).

- Ήρτε κειος ο Σπυράγγελος και ζήταε δανεικά.
- Τώδωκες;
- Ωρέ του άλλαξα τον Ανανία, που θα τώδινα κι από πάνω...

(από Khan, 05/10/11)(από GATZMAN, 05/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άγαρμπος, ο ατσούμπαλος ή ανατσούμπαλος (στην πυργιώτικη αργκό).

- Αμάν, σκοτώθηκ' απάνω στη γωνιά του τραπεζού!
- Αφού 'σαι αντούβιανος, μάνα μ', τι περμένεις;

Επίσης και αντούβγαινος και αντούβιανο(ς)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα που έχει απαλό αιδοίο, άλλως πύλη του Παραδείσου.

Συνώνυμο: γλυκομούνα.

- Καλά, η τύπισσα είναι να πηδάς μέχρις αποφράξεως σπερματοφόρων αγωγών.
- Τόσο απαλομούνα είναι, ρε;

Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που δεν έχει στήθος, η πλακοβύζα.

Ο Γιώργος; Άσε, από τότε που τα 'φτιαξε μ' αυτή την απλώστρα την Κατρίνα, τον έχουμε χάσει.

Βλ. και πλάκα, κόντρα πλακέ, παντόφλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απόλυτα Μεσανατολίτης και / ή Καυκάσιος στη μάπα (και στην ψυχή). Ο Homo neanderthalensis. Όταν πρόκειται για γυναίκα, είναι η απόλυτη φρίκη.

Και ένα σχετικό ρωσικό ανέκδοτο: «- Τι κάνουν δώρο οι Γεωργιανοί στις κόρες και στις γυναίκες τους, όταν αυτές έχουν γενέθλια; - Ένα κουτί ζιλέτ!»

Συγγενική είναι και η έκφραση «καρφώνει μπιφτέκι».

- Γιατί δε σ' αρέσει ρε η Περιστέρα; Μια χαρά κοριτσάκι είναι: μαγειρεύει, πλένει, σκουπίζει, είναι παρθένα, είναι ηθική...
- Άσε ρε Τζίμη. «Αρμενάκι είμαι κυρά μου» είναι το άτομο!

Αρμενιστής (αργκό: Αρμένι) = Ειδικότητα στο Πολεμικό Ναυτικό, ο "τα κάνω όλα" του πλοίου, αγγλ. boatswain (από HODJAS, 14/04/10)Argumentum a contrario (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 14/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified