Selected tags

Further tags

Το «δε μας χέζεις» γενικότερα εκφράζει την άποψη χέσε μας καλύτερα, τουλάστιχον αυτό θα είναι κάτι που θα περάσει. Όσο βρομερό κι αν είναι το σκατό σου, είναι πεπερασμένο σε αντίθεση με τη μαλακία σου που είναι απειρίζουσα.

Υποπερίπτωση Μπαρόζο:

Κάθε φορά που εμφανίζεται στα Μέσα Μαζικού Εμέτου ο εκπρόσωπος της κορυφής των κουστουμάτων και των συμφερόντων τους και που εκφράζει τις ανησυχίες και τις αντιρρήσεις του, όλος ο κόσμος που έχει ξεράνει το σκατό του για να τα βγάλει πέρα αναφωνεί: Δε μας χέζεις ρε Μπαρόζο!. Είναι μετεξέλιξη του «δε μας χέζεις ρε Νταλάρα» και εκφράζει αγανάκτηση. Είναι μια εσωτερική αντίδραση σε όλα αυτά τα αόρατα που μας βασανίζουν.

Επειδή η σλαγκουριά είναι δυναμική γλώσσα, προτείνω την αναγνώριση του λήμματος γιατί είμαι σίγουρος ότι όλοι το έχουμε εκφέρει σε κάποια στιγμή της ημέρας.

- Εκφωνητής: Ο κύριος Μπαρόζο δήλωσε ότι....
- Τηλεθεατής: Δε μας χέζεις ρε Μπαρόζο!

Δεν μας χέζεις ρε Μπαρόζο... (από Khan, 04/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Καλή ξεκούραση» σε πιο χαλαρό, coolάτο version.

- Άντε μάγκες, καλή ξεκουράδα, γιατί αύριο θα μας πήξε ο λοχίας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται ως απάντηση στην επιφώνηση «σκατά!» η οποία χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει σκατοκατάσταση.

Η ατάκα πρέπει να είναι άμεση και ευγενική· αν δεν προλάβετε να απαντήσετε άμεσα, μην το επιχειρείτε καθόλου, θα γελάσουν όλοι μαζί σας. Αφήστε το να περάσει και την επόμενη φορά να έχετε το νου σας!

  1. - Όχι, ρε πούστη μου, τρία λιμά σπαθιά σήκωσα. Σκατά!
    - Καλή όρεξη...

  2. - Πήγα να καθαρίσω το registry και μπερδεύτηκαν τα σώβρακα με τις φανέλες. Τα 'κανα σκατά!
    - Καλή όρεξη!

Καλή όρεξη! (από panos1962, 03/11/09)Γερμανικό λουκάνικο με αφρικανικό τυρί. (από panos1962, 21/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευχή που δίνουμε σε κάποιον μετά από χέσιμο, ώστε να καταλήξουν τα κόπρανά του γρήγορα και ανεμπόδιστα στην χαβούζα και από εκεί στους απέραντους ωκεανούς της γης μας όπου βρεχόμαστε τα καλοκαίρια.


- Έλα ρε τι έκανες τόση ώρα στο μπάνιο;

- Έχεζα.

- Καλοτάξιδα να είναι!

Got a better definition? Add it!

Published

Κάνω σκληρή οικονομία.

α. (www.eksegersi.gr) ...αυτών που φτύνουν αίμα καθημερινά για ένα κομμάτι ψωμί και κάνουν το σκατό παξιμάδι για να εξαγοράσουν επιβίωση...

β. (www.sonik.gr) ...και αν ρωτήσετε τους Άγγλους τους φαίνεται ακριβό το εισιτήριο για τα φεστιβάλ αλλά κάνουν το σκατό τους παξιμάδι για να πάνε κάθε χρονιά...

Ψωμί ευλογημένο κατά τας Γραφάς (από Vrastaman, 27/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανδρικό πέος, κατόπιν παρά φύσιν συνουσίας, συμπαρασύρον κατά την έξοδο αδρανή υλικά.

Αηδιαστικό μεν, ευρηματικό δε!

Τον βγάζω και τον βλέπω καφετζόπουλο, αλλά αφού πληρώσαμε μπροστά, λέω δε γαμεί!

(από Khan, 09/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόβλητο από την κωλιακή κοιλότητα κατσικιού - προβάτου. Έχει σφαιρικό σχήμα. Χρώματα: μαύρο, αν το ζώο εκτρέφεται σε εγκαταστάσεις με συγκεκριμένες τροφές και μουσταρδί, αν το ζώο είναι αλανιάρικο και τρώει ό,τι βρει. Περιέχει πρωτεΐνες - κρεατίνες για τα φυτά.

- Ρε Μήτσο, τι ρίχνεις στα φυτά σου και μεγαλώνουν τόσο γρήγορα;
- Ε, απλό είναι, βγάζω βόλτα τα πρόβατα του κυρ Γιώργου στον κήπο μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το αποπάτημα, το σκατό, η κουράδα.

  2. Στα κρητικά το κοπάδι προβάτων.

βλέπε και:
-ξεκουραδώνω: κλέβω από κάποιον το κουράδι του, το κοπάδι με τα πρόβατά του.
-μεγαλοκουραδάρης: ο τσέλιγκας, αυτός που έχει πολλά πρόβατα.

Πολλές παρεξηγήσεις έχουν γίνει -κατά το παρεθόν κυρίως- εξαιτίας αυτής της σύγχισης. Χαρακτηριστικό περιστατικό περιγράφεται στο θεατρικό έργο του Δ. Βυζάντιου Βαβυλωνία, όπου ένας στερεοελλαδίτης πυροβολεί έναν Κρητικό επειδή ο τελευταίος τον κατηγόρησε ότι κατά την τελευταία επανάσταση οι συντοπίτες τού πρώτου κατέβηκαν στην Κρήτη και του έφαγαν τα κουράδια του (=τα πρόβατά του).

- Στον γάμο μου θα φάμε το κουράδι μου!
- Τώρα ποιο από τα δύο, για να δω αν θα έρθω ή όχι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι κουράδες, σκατά του αλόγου, μεγάλες και βρωμερές. Συνήθως απαντώνται σε ιππικούς ομίλους ή σε πανηγύρια με παρελάσεις αλόγων.

- Ρε Μήτσο, τι έπαθα χθες...
- Τι ρε φίλε, με ανησυχείς.
- Γυρίζοντας σπίτι από το μπαρ πάτησα μια κουρατζίνα και την έφερα σπίτι, το τι άκουσα από την κυρά Λένη δεν λέγεται.

(από ΑΙΤΟ, 10/04/11)

βλ. και τούρτα, νάρκες, ναρκοπέδιο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακός χαρακτηρισμός για την «Αυριανή», εφημερίδα την οποία ο Μάνος Χατζιδάκις θεωρούσε χειρότερη κι από το AIDS. Η πατρότητα του λογοπαίγνιου στο όνομα του εκδότη Κουρή αποδίδεται στην γηραιά παρθενοπουτάνα «Εστία», η οποία ωστόσο λόγω μυξοπρεπισμού περιοριζόταν στο κουριάς.

Όπως επισημαίνει ο deinosavros, παίζει και «η ευρηματικότατη λέξη Κουράδιο, ο ραδιοφωνικός σταθμός της Αυριανής στα 80ζ (δια χειρός Γιάννη Ιωάννου στον Τρίτο Δρόμο)».

  1. Δεν θέλω συμπαράσταση από την φυλλάδα του Κουρή (Αυριανή ή Κουριάδα), που είναι ότι πιο συμπυκνωμένο κίτρινο κυκλοφορεί στα περίπτερα.

  2. σήμερα είχαμε τη γνωστή «Κουριάδα» και τις απειλές του, 'οτι...
    ...για δέκα ανεγκέφαλους θα κλείσει το Alter, πάμε και θα τα δούμε ένα ένα...

  3. Αντε να κλείσει να δικαιωθεί έστω και σήμερα ο Χατζιδάκις που καλούσε από το στάδιο να κλείσει η κουριάδα.

(Από το διαδίκτυο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified