Further tags

Λέξη επιστημονικής φαντασίας που εκφράζει κάτι ιδεατό. Αποδίδεται σε σημείο στο στοίχημα που υποτίθεται ότι είναι άχαστο και χωρίζει το σύνολο της ανθρωπότητας σε δύο εντελώς άνισα μέρη: Στους μαλάκες που δεν θα εκμεταλλευτούν την ευκαιρία για εύκολο κέρδος και στους αίλουρους που θα πλουτίσουν. Στην ουσία αποτελεί λέξη-ιδέα για κάτι που ίσως υπάρξει. Γνωρίζουμε τις ιδιότητές του, γνωρίζουμε το «σχήμα» του, γνωρίζουμε και τη χρησιμότητά του, αλλά απλά δεν υφίσταται. Ακριβώς όπως και το φωτόσπαθο, η μηχανή του χρόνου, τα ιπτάμενα αυτοκίνητα και τα γένια του φίλου μου του Χρήστου που γνωρίζουμε πώς θα είναι όταν δημιουργηθούν.

Λέξη-κράχτης γνωστών «παραγωγών» του ραδιοφώνου, το καλύτερο δόλωμα για τη μαρίδα του στοιχήματος, ο χειρότερος διώχτης για τους «γκουρού» και γενικά μία φράση που πολύ χρησιμοποιείται από τους κύκλους του αθλητικού τζόγου.

(Από γνωστή εκπομπή «μεγαλοπαραγωγού» ραδιοφώνου της Σαλονίκης)

- Έλα Παρ, λέω να παίξω στο στανταράκι το 238 τετραψήφιο ποσό. Ο μεγάλος άσος της Ίντερ έρχεται και πληρώνει. Καταλαβαίνω ότι όποιος δεν έχει φράγκα χάνει μεγάλη ευκαιρία αλλά, έτσι είναι η ζωή... άδικη.
- Δικέ μου λυπάμαι που είναι μέση του μήνα και είμαι στεγνός. Τα φράγκα θα πέσουν όπως και ο Καραγκούνης!

(Θα έγραφα για τον Άρη στον τελικό κυπέλλου που πάνω κάτω είπε τα ίδια αλλά 1ον: Με αυτό το παράδειγμα φαίνεται καλύτερα η ειρωνία, και 2ον: Πονάει ακόμα ρε γαμώτο...)

Συνώνυμο: σιγουράκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαρδόν στα μάγκικα σημαίνει «παρντόν», δηλαδή συγνώμη.

Συνηθίζεται η έκφραση: «με το μπαρδόν».

Να σε ρωτήσω κάτι, με το μπαρδόν δηλαδή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι διασυνδέσεις, από το αγγλικό connections.

  1. - Κάνε ρε Πέτρο κάνα κονέ μπας και πιούμε τίποτα απόψε.
  2. - Έχεις τίποτα κονέ καλά να μας βάλουν τσαμπέ;

Κονέ στα ασανσέρ. Σήμανση ασφαλείας. Εμπορικό κέντρο The Mall, Μαρούσι, Αττική. Φωτογραφία: Νοέμβριος 2014. (από patsis, 11/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται μόνο σαν επιρρηματικό κατηγορούμενο (έφυγε σούμπιτος) ή σαν κατηγορούμενο του αντικειμένου (τον έστειλα σούμπιτο). Σημαίνει γενικά ότι κάποιος φεύγει πολύ γρήγορα, απότομα, ξαφνικά, κατευθείαν. Από το ιταλικό subito = αμέσως.

-Τελέρε μαλάκα! Ο Λέλος είναι νοσοκομείο;
-Άσε, πήγε να περάσει τον δρόμο και τον χτύπησε ένα XT! μοτοσύκ και λετόνι κομπλέντερ κι ο έτσι στο ΚΑΤ!
-Μη μου πεις! Την κλάνω σούμπιτος να τον δω! Έρχεσαι;
-Οκέικ.

Βλ. και σχετικά λήμματα καρφί, dt, πατ-κιουτ, στο καπάκι, σφαιράδην, τσακ-μπαμ, στο πιτς-φιτίλι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κατακάθι του καφέ.

Από την τουρκική λέξη telve.

Του άρεσε τόσο πολύ το καφεδάκι που του 'ψησα, που το ήπιε όλο μέχρι τον ντελβέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που επιθυμεί πολύ ναρκωτική κυρίως ουσία. Το βιομηχανικό τσιγάρο ή το προερχόμενο από άλλου είδους ζαρζαβατικά.

  2. Προέρχεται από το τούρκικο harman, που είναι η έλλειψη τσιγάρου, το χαρμάνιασμα.

  3. Ρήμα: χαρμανιάζω.

  1. «Χαρμάνης είμαι απ΄το πρωί πάω για να φουμάρω...» (το λέει και το song)

  2. Ρε συ πάμε για ένα τσιγάρο, χαρμάνιασα τόση ώρα.

Μαύρα Χαρμάνια (από panos1962, 06/11/09)Χαρμάνης (από panos1962, 06/11/09)Να τελειώνουμε παιδιά, χαρμάνιασα! (από panos1962, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά το ματσούκι είναι το μακρύ και χοντρό ραβδί. Η προέλευση της λέξης είναι ιταλική [ιταλ. mazzoca]. Μεταφορικά, η λέξη σημαίνει ξυλοδαρμός. Συνώνυμη λέξη είναι το μπερντάχι. Ως ρήμα χρησιμοποιείται το γνωστό ματσουκώνω. Βλ. επίσης κρεατομάτσουκο.

  1. Άρθρο του Ριζοσπάστη: Το ματσούκι κι ο μικρός Ματσούκα
    Είχα καιρό να πάω σινεμά. Κι είδα τη χιλιάνικη ταινία «Ματσούκα». Οσοι προλάβετε, σύντροφοι, να τη δείτε γιατί βέβαια δε φιλοξενείται και στα σινεμά-πολυκαταστήματα. Θα θυμηθείτε. Το πραξικόπημα στη Χιλή το '73 μέσα από μια υπέροχη παιδική φιλία δυο ταξικά αντίπαλων εφήβων που ξεπερνούν τη φρίκη της θηλιάς που σφίγγει τη ζωή και τη σχέση τους. Θα πονέσετε με την αφύσικη βιαιότητα γεγονότων και αισθημάτων, αλλά θα αποκρυπτογραφήσετε και το σημερινό νεοταξίτικο «πολιτισμό» της κατανάλωσης και του τρόμου που σκιάζει τα όνειρα των νέων και αλλοτριώνει τους λίγο μεγαλύτερους για να μας τους φέρει κατάμουτρα, εδώ και τώρα, σήμερα. Είναι η ...άρχουσα τάξη.

  2. Σχόλιο αναγνώστη του Ριζοσπάστη: «Θα τους πάρω με το ματσούκι
    Η μαρτυρία ανήκει σε 70χρονο συνταξιούχο, που τηλεφώνησε αγανακτισμένος στην εφημερίδα μας: «Ο γιατρός του ΙΚΑ έδωσε παραπεμπτικό στη γυναίκα μου να κάνει ακτινογραφία για οστεοπόρωση. Και επειδή το ΙΚΑ δεν έχει τέτοιο μηχάνημα, πήγε σε ένα συμβεβλημένο ιδιωτικό εργαστήριο χτες, όπου της κλείσανε ραντεβού για τον Οκτώβρη! Τι να κάνω, θα πάω σε άλλο εργαστήριο και θα τα πληρώσω. Αλλά μην τολμήσουν και περάσουν από δω για να ζητήσουν την ψήφο μου, θα τους πάρω με το ματσούκι». Η μαρτυρία αποτελεί χαρακτηριστικότατο παράδειγμα των πολύμορφων συνεπειών της πολιτικής εμπορευματοποίησης και ιδιωτικοποίησης της Υγείας, που προώθησαν και προωθούν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Οσο για το «ματσούκι», μάλλον είναι η πλέον ενδεδειγμένη απάντηση στους πολιτευτές που στηρίζουν και προωθούν την αντιλαϊκή πολιτική του δικομματισμού και την άλλη ώρα βγαίνουν για να ζητήσουν την ψήφο του λαού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικό που παραπέμπει στην σπόντα, το «καρφί», την λεγόμενη σφήνα ρε παιδί μου, που μπαίνει ανάμεσα σε ζευγάρια / παρέες από τρίτους.

Ακούστηκε πρώτη φορά (;) σε μεσημεριανή εκπομπή, κάνοντας την ομιλούσα να καραφλιάσει, αλλά και να googl-άρει μήπως νοιώσει καλύτερα βρίσκοντας την ετυμολογία. Μάταιος κόπος.

Λέγεται και μαλαφούκι. Σπανίως γίνεται χρήση της λόγω της περίεργης προφοράς της.

- Λοιπόν άκουσα πως αυτή η καημένη, η βήτα διαλογής, βάζει κέρατο στον άντρα της.
- Άι μωρή! γιατί βάζεις μαλαφούκια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος μεζέ που τρώγεται κρύος. Παράγεται από χοιρινό κρέας (κατά τόπους μπορεί να προστεθεί και μοσχαρίσιο) που ανακατεύεται ώρα στην κατσαρόλα, χωρίς νερό ή λάδι, μόνο με αλάτι, πιπέρι (κόκκινο, μαύρο), ρίγανη και άλλα μυρωδικά. Όταν τελειώσει το βράσιμο, τότε πιέζεται και το βάζουνε μέσα σε έντερα (όπως τα λουκάνικα, με τη διαφορά πως είναι πολύ μεγαλύτερος). Αποθηκεύεται και τρώγεται όλο το χειμώνα. Συνοδεύεται κυρίως με κρασί κόκκινο.

Γυναίκα, βάλε να πιούμε ένα κρασί. Φέρε και λίγο καβρουμά με μπούκοβο για μεζέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστή έκφραση που αποκτά νόημα μόνο ως αντικείμενο μεταβατικού ρήματος: φυλάω ή κρατάω τσίλιες. Σημαίνει ότι βρίσκομαι σε εγρήγορση, προσέχω και παρατηρώ, ώστε να μην γίνουμε αντιληπτοί από όργανα της τάξης, τη στιγμή που ο συνεργός μου κάνει κάτι παράνομο ή απαγορευμένο.

Ετυμολογικά, η λέξη είναι ιταλικής προελεύσεως [ιταλ. ουδ. ciglio 'βλεφαρίδα, βλέφαρο', πληθ. ciglia]. Συχνά συναντάται και το ουσιαστικό «τσιλιαδόρος», αυτός δηλαδή που κρατάει τσίλιες.

  1. Τίτλος διαδικτυακού άρθρου:
    Αστυνομικός έπαιρνε «μισθό» 3.000€ για να κρατά τσίλιες σε «φρουτάκια».

  2. Ρεμπέτικο άσμα «Της μαστούρας ο σκοπός»
    «...με τη σειρά μου θα τον πιω
    τώρα τις τσίλιες μου κρατώ..»

  3. Εκ του διαδικτυακού αστυνομικού δελτίου:
    Στις Συκιές, ο τσιλιαδόρος δεν έκανε καλά τη δουλειά του. Έτσι, αστυνομικοί τον συνέλαβαν, μαζί με έξι τζογαδόρους και τον ιδιοκτήτη καφενείου, όπου έπαιζαν ζάρια, με 7.500 ευρώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified