Κλασική, καθημερινή σλανγκ. Συναντάται σχεδόν πάντα στο τέλος μιας πρότασης και σημαίνει εν κατακλείδι, στην τελική.
(βλέπε μήδι 1, γύρω στο 0:30)
Κλασική, καθημερινή σλανγκ. Συναντάται σχεδόν πάντα στο τέλος μιας πρότασης και σημαίνει εν κατακλείδι, στην τελική.
(βλέπε μήδι 1, γύρω στο 0:30)
Got a better definition? Add it!
Τον τρώω, τον πίνω, τον ρουφάω, ενν. όχι τον πικρό καφέ της παρηγοριάς όπως σαφώς ειρωνικά λέει ο ατσεγκές στον ορισμό του, αλλά τον πέοντα, είτε μεταφορικά, ή κυριολεκτικά.
Μου την κάθονται δηλαδή, εισπράττω τα δέοντα, εννοείται τη στιγμή που μου αξίζει ή τη στιγμή που δεν το περιμένω και δεν το επιθυμώ καθόλου.
Γιατί, όπως γνωρίζουν οι γυναίκες και οι αδελφές και δεν γνωρίζουν οι υπόλοιποι -που έχουν όμως να λένε, όταν τον τρως χωρίς να τον θες, δεν είναι ωραίο πράμα.
Η έκφραση αυτή και τα συνώνυμά της, απαντώνται συνήθως στον αόριστο: τον εισέπραξα, τον ρούφηξα, τον ήπια, τον έφαγα.
Πολύ γαμιάς μας το παίζει, δεν έχει καταλάβει ακόμα πόσο αδελφή είναι... Ε, θά 'ρθει η μέρα που θα τον εισπράξει, θα καταλάβει τη γλύκα του και θα το γυρίσει.
Μαλάκα, ο πατέρας μου τα έμαθε όλα, τον εισέπραξα για τα καλά!
Got a better definition? Add it!
Ίσα-ίσα, απαλά και χωρίς να το παίρνει κανείς χαμπάρι.
Η γάτα είναι ελαφρύ και ευέλικτο ζώο που προσέχει πολύ (όσο γίνεται, βέβαια) πού και πώς βαδίζει, με αποτέλεσμα να μη γίνεται εύκολα αντιληπτή.
Αντίθετο: όσο πατάει ο ελέφαντας.
Εσύ από μόνη σου δεν πρέπει να θέλεις να είσαι κομμάτι μιας σχέσης με κάποιον που σε αγαπά και σε εκτιμά όσο πατάει η γάτα.
Η Ομοιοπαθητική επεμβαίνει στον οργανισμό «όσο πατάει η γάτα» Η θεραπευτική αγωγή δεν έχει «καμμία» βλαβερή συνέπεια Ή θεραπεύεσαι ή όχι, χωρίς παρενέργειες.
(αμφότερα από το νέτι)
Got a better definition? Add it!
Δείχνω αδερφή, αν και, τύποις τουλάχιστον, δεν είμαι. Κάτι όμως, εκεί στο βλέφαρο μάλλον, προδίδει όλη την αλήθεια -την οποία πιθανόν να αγνοώ και γω ο ίδιος και να χαραμίζομαι σε λάθος στόχους.
Συνώνυμο: πουστοφέρνω - ε, και όλα τα σχετικά με το το πνίγει το κουνέλι.
Τι σκατά, πόσα μούσια να αφήσω για να μην αδερφοφέρνω;
Στις 29.12.10 ο κ. Γιακουμάτος πρώην υπουργός εργασίας επί Ν.Δ δήλωσε στις ειδήσεις των 8 του τηλεοπτικού σταθμού Mega για την παραπάνω αρθρογραφία «Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και δεν μοιάζω με ντιντή και τα μαλάκια μου είναι άσπρα, αφού δεν αδερφοφέρνω ας ψάξουν οι άλλοι να βρουν».
(αμφότερα και τα δύο (sic) από το δίχτυ)
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που έχει μικρό στήθος, και ωσεκτουτού είναι πολύ επίπεδη, δηλαδή απλώστρα ή σιδερώστρα. Συνώνυμα: πλάκα, κόντρα πλακέ.
Got a better definition? Add it!
Ως ονοματοποιημένη ρηματική φράση χρησιμοποιείται συχνά ως επιθετικός προσδιορισμός ή κατηγορούμενο και αναφέρεται σε κάτι που είναι πάρα πολύ καλό, σούπερ ντούπερ, τιτανοτεράστιο, ναφάν γκατέ, ανυπέρβλητο, ανοξείδωτο και τα λοιπά συνώνυμα του μεγάλο.
Η σημασία είναι ότι πρόκειται για κάτι που μας υπερβαίνει και θα έπρεπε να μας προκαλεί το δέος. Στην ατυχή περίπτωση που δεν αισθανόμαστε αυτό το σοκ και πέος, γιατί έχουμε περιπέσει σε πώρωση συνειδήσεως, και έχουμε απωλέσει την σωστή ιεράρχηση των μεγεθώνε, έρχεται ο συνομιλητής μας να μας υπενθυμίσει ότι απέναντι σε ένα τέτοιο μέγεθος πρέπει να φερόμαστε σεμνά και ταπεινά συναισθανόμενοι την απόσταση που μας χωρίζει από αυτό μέσα στην ιεραρχία του υπαρκτού. Το κάτσε καλά εντέλει σημαίνει να κάτσουμε καλά στην θέση που μας αρμόζει μέσα σ' αυτή την συμπαντική ιεραρχία, παραδεχόμενοι ότι υπάρχουν πράγματα που μας υπερβαίνουν, έτσι ώστε να μην πέσουμε ακόμη χαμηλότερα αν αποτύχουμε να αναλογιστούμε την αξία του εν λόγω πράγματος. Ή πιο απλούστερα, μπορεί να σημαίνει παρότρυνση να κάτσουμε καλά στην θέση μας για να μην πέσουμε από την έκπληξη που θα μας προκαλέσει το καταπληκτικό αυτό πράγμα.
Συνηθέστερα χρησιμοποιείται στην σόου βυζ για κάτι που είναι enfant gaté, πολύ σικ, μουράτο, τρέντι, χαΐστικο, υψηλής κοινώνιας, κάνοντας τον Ζαμπούνη να χάσει την ζαμπουνιά του.
Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, ο πρώτος που χρησιμοποίησε την έκφραση ήταν ο αρχάγγελος Μιχαήλ, ο οποίος την ώρα που έπεφτε ο Εωσφόρος, φώναξε «στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετὰ φόβου», παρακινώντας τις λοιπές μοναρχικές δυνάμεις των αγγελικώνε ταγμάτωνε να κάτσουν καλά για να μην τους πάρει όλους ο διάολος και βρεθούνε στου διαόλου τη λελέ. Η έκφραση συμπεριελήφθη στην Λειτουργία στην ιερή στιγμή προ της πορδοπροσκυνήσεως.
Άλλος διάσημος που συνδέεται με την έκφραση είναι ο Γεράσιμος Αρσένης, που ως Υπουργός Παιδείας ήθελε να περάσει μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση επί ναϊντίλας, οπότε το μαθητικό κίνημα τον νουθετούσε με το ρυθμικό σύνθημα «κάτσε καλά, κάτσε καλά Γεράσιμε».
Υπάρχει και ως εκπομπή και ως σάιτ.
Είναι ευνόητο ότι η έκφραση κυκλοφορεί όχι μόνο ως ονοματοποιημένη ρηματική φράση για να χαρακτηρίσει αντικείμενο που είναι κάτσε καλά, δηλαδή προκαλούν δέος και αίσθημα μετριοφροσύνης ενώπιόν του, αλλά και ως απευθείας προτρεπτική / νουθετική προστακτική, λ.χ. σε γνωστό άσμα. Με την τελευταία χρήση αποτελεί κλασική έκφραση συντηρητισμού, είτε προς κάποιον που θέλει να επιφέρει έναν νεωτερισμό ανατρέποντας την ηθική τάξη, είτε προς κάποιον που απειλεί κεκτημένα κοινωνικών και ανθρωπιστικών αγώνων.
Και με τις δύο χρήσεις κυκλοφορεί και στις παραλλαγές:
- κατσεκαλάν (γαλλοπρεπές).
- κάτσε καλύτερα (συγκριτικός βαθμός) και στο μακρυνάρι κάτσε καλά για να μην πω κάτσε καλύτερα.
- κατσ' καλά ή πιο παχιά κάtsch' καλά.
- κάτσε καυλά (μπανεύκολο υπονοούμενο).
- κάτσε καλά Γεράσιμε (από το περιστατικό με τον Υπουργό Παιδείας).
Πάντως τα ΑΑV-7 με έναν πύργο της Rafael είναι κάτσε καλά και είναι πολύ χρήσιμα στις αποβάσεις απέναντι σε φυλασόμενες- οχυρωμένες ακτές και σίγουρα δίνουν άλλη πνοή στους Έλληνες Πεζοναύτες. (Εδώ).
Χρησιμοποιείται συχνά ο όρος αντισημιτισμός για οποιαδήποτε αντίδραση στον εβραϊκό εθνικισμό. Πρόσφατο παράδειγμα η έκθεση του παρατηρητηρίου για αντισημιτισμό στην Ελλάδα και στη Γερμανία, επειδή στη δεύτερη περίπτωση οι γερμανοί είπαν στον Σαρόν κάτσε καλά Γεράσιμε. (Δίβατον στη Βικούλα).
Κάτσε καλύτερα με αυτό που θα ακούσεις...! Στη συναυλία του στο Ηράκλειο Κρήτης ο Σάκης Ρουβάς τραγούδησε το Satisfaction...και έβγαζε και το πουκάμισό του !!! ΈΛΕΟΣ ΠΙΑ !! ΤΙ ΑΛΛΟ ΘΑ ΔΟΥΜΕ ;;;; (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Δόκιμα, κάτι το κούφιο, το άσφαιρο.
Σλανγκιστί, πέρα του άουτσης πούτσας, τζούφια αποκαλείται και συνομοταξία υπόκωφων πλην βορβορωδών κλανιών. Οι εν λόγω πορδές επίσης αποκαλούνται πούστικες, ύπουλες και μουλωχτές.
Ο Τριαντάφυλλος το ετυμολογεί εκ του σομφός (πωρώδης). Υποψιάζομαι όμως ότι ίσως και να πρόκειται για ονοματοποιία ή παραφθορά του κούφιο.
Από ΔΠ: Νούλις ο Μπισκοτωμένος.
- Εγώ έφαγα σκόρδο, και έχω αμολήσει και μερικές τζούφιες, και αισθάνομαι μία περίεργη αύρα να με περιτριγυρίζει...
(εδώ)
- Μαλλί λαδωμένο, ρουχαλάκια τσικνισμένα και χιλιολεκιασμένα, να αμολάνε τζούφιες κι εσύ στο σαρδελλέ λεωφορείο να προσπαθείς να βρεθείς όσο πιο κοντά γίνεται σε ένα παράθυρο ή μια πόρτα.
(εκεί)
βλ. και κούφια.
Got a better definition? Add it!
Από το γαλλικό tourbillon που σημαίνει ανεμοστρόβιλος, δίνη.
Ο stratos98 έχει ήδη καταγράψει την συνηθέστερη σημασία της λέξης - τον περιστροφικό μηχανισμό που υπάρχει σε ορισμένα ρολόγια με σκοπό να αντισταθμίσει την επίδραση της βαρύτητας. (Φωτό 1.)
Πέραν τούτου, τουρμπιγιόν λέγεται και ένα σύστημα τακτικής στο ποδόσφαιρο - ήταν στις δόξες του στην δεκαετία του 1950. Η καινοτομία του τουρμπιγιόν ήταν ότι οι επιθετικοί, πέντε τότε, άλλαζαν συνεχώς θέσεις μεταξύ τους. Αυτή η διαρκής κίνηση σε συνδυασμό με τις γρήγορες, μακρινές μπαλιές - επίσης πρωτοποριακό πράγμα για την εποχή - δημιουργούσε μεγάλη σύγχυση στους αντίπαλους αμυντικούς που, μεταφορικά, περιφέρονταν σαν χαμένοι μέσα στη δίνη του κυκλώνα. Τουρμπιγιόν έπαιζαν, μεταξύ άλλων, οι εθνικές ομάδες της Γερμανίας και της Ουγγαρίας που συναντήθηκαν το 1954 στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Βέρνης. (Φωτό 2 και παρ.1). Θεωρείται πρόδρομος του ολλανδικού Total_Football της δεκαετίας του '70. Αντιδιαστέλλεται, ευφυώς, με το τουρλουμπούκι.
Tourbillon λέγεται επίσης και ένα κάστρο κοντά στην Σιόν της Ελβετίας και το στάδιο της ίδιας πόλης. Καμία σχέση, όμως.
Στην τρέχουσα, η λέξη χρησιμοποιείται - σπάνια - για να χαρακτηρίσει συμπεριφορές απροσδόκητες έως αλλοπρόσαλλες, με απότομες εναλλαγές, που αιφνιδιάζουν και μπερδεύουν τον άλλον. (Παρ.2 και Παρ.3)
Σπανιότερα ακόμη, χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ζαλάδα από αλκοόλ. (Παρ.4)
Στη Θεσσαλονίκη, η λέξη προφέρεται ΝΤουρμπιγιόν.
Τότε περίμενα την αντεπίθεσι των Ούγγρων. Πράγματι οι Ούγγροι φιλοτιμηθέντες άρχισαν το «τουρμπιγιόν» των.
(Από εδώ, ένας νεαρός τότε Γιάννης Διακογιάννης γράφει στην «Αθλητική Ηχώ» τις εντυπώσεις του από το Μουντιάλ του 1954).
ο Βγενόπουλος κάνει ένα διπλό τουρμπιγιόν και στέλνει το μήνυμα στον Αντωνίου ότι αυτός πρέπει να προσέχει και όχι ο κόουτς. (Από εδώ).
Δε θα μου το παίξεις τουρμπιγιόν mounitsa (Από εδώ)
καλα ε..εχθες ειχα ενα κεφαλι τουρμπιγιον μετα τις τεκιλιτσες, πςφτω στο κρεβατι και μετα απο 5 λεπτα ρεικι συνηλθα!!!!!. (Από εκεί).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δύο δημόσια έγγραφα γίνονται al dente αν το απαιτήσει η κατάσταση: η ταυτότητα και το διαβατήριο.
α) Η οδήγηση στα όρια, με ελιγμούς λίαν απαιτητικούς σε ικανότητα και ταχύτητα αντίδρασης. Αλλά και με την ψυχή στο στόμα, με τρομερό άγχος, με ακραιφνή ένταση λόγω της συναίσθησης του επαπειλούμενου κινδύνου.
i. Από εδώ:
Εάν δεν σκοπεύεις να χρησιμοποιείς το ποδήλατο υπό βροχή ή υπό υγρές συνθήκες τότε θα σου πρότεινα ένα ελαστικό slick και σχετικά μικρού φάρδους. Ναι, στον χειρισμό του στο όριο ενδεχομένως να είναι πιο απόλυτο αλλά μην ξεχνάμε ότι το χρησιμοποιείς μέσα στην πόλη και όχι σε κάποιο μονοπάτι. Ούτε πας να κατέβεις την Πάρνηθα με την ταυτότητα στα δόντια...
ii. Από εδώ:
αν είσαι cool enough ή έχεις φάει την ζωή σου σε κόντρες ή στρίψιμο με την ταυτότητα στα δόντια και τα βαριέσαι όλα αυτά τα χαριλίκια μπορείς απλά να απέχεις [...] δεν χρειάζεται να δείχνεις πόσο γρήγορος είσαι συνέχεια.
iii. Από εδώ:
Χίλια περαστικά στο παλικάρι και μακάρι να μην έχει τίποτα σοβαρά χτυπήματα. Το συγκεκριμένο μέρος πάντως (όπως και πολλά άλλα στην Εθνική μας, ο Θεός να την κάνει) είναι για να περνάς με την ταυτότητα στα δόντια.
β) Πιο δόκιμα/κυριολεκτικά: Σε ετοιμότητα να αποδείξω το όνομα ή κάποια ιδιότητά μου σε κάποιο όργανο εξουσίας, κρατικής (όπως ο αστυνομικός) ή άλλης, ιδίως όταν αυτή η ετοιμότητα επιβάλλεται καταπιεστικά. Βρίσκομαι υπό το καθεστώς ενός αδίκως αιωρούμενου ελέγχου και μιας σκιώδους απαίτησης σε αχρεώστητη απολογία.
i. Από εδώ:
Σε μια πρωτοφανή και άκρως ρατσιστική ενέργεια η ΕΠΟ ζητούσε ταυτότητα για να πάρεις εισιτήριο. Και λέω ρατσιστική, αφού έπρεπε να είσαι (σύμφωνα με την ΕΠΟ...) Έλληνας πολίτης για να πάρεις εισιτήριο. [...] Αφήστε που είδαμε ρεπορτάζ γεμάτα «εθνική περηφάνια», όπου χιλιάδες άνθρωποι περίμεναν υπομονετικά ώρες ατελείωτες για να πάρουν ένα εισιτήριο. Με την ταυτότητα στα δόντια, βεβαίως, βεβαίως...
ii. Από εδώ:
Ανεξάρτητος πολίτης δε σημαίνει υπεράνω κοινωνικής τάξης, απολίτικος ή κάτι παρόμοιο. Απλά δεν είμαστε όλοι υποχρεωμένοι να κυκλοφορούμε με την κομματική μας ταυτότητα στα δόντια ανά πάσα στιγμή.
iii. Από εδώ:
Τι έγκλημα κατά της δημοκρατίας έχει κάνει και πρέπει ανά πάσα στιγμή να αποδεικνύει τα πολιτικά του φρονήματα; Με ποια λογική πρέπει να περπατάει με την ταυτότητα στα δόντια κάθε φορά που γίνονται επεισόδια;
γ) Εκ του β. Σε ετοιμότητα γενικά, απέναντι σε απρόβλεπτες καταστάσεις, με διάθεση περιπέτειας.
Από εδώ:
- [...] Αν ναι, δώσε «γραμμή» μήπως πάμε παρέα!
- o.k. την ταυτότητα στα δόντια και όπου μας βγάλει , σκέπτομαι για Πέμπτη 4/12 απόγευμα.
Έτοιμος να εγκαταλείψω την χώρα, ιδίως για να διαφύγω τον κίνδυνο ή τις υποχρεώσεις που η παραμονή μου σε αυτή συνεπάγεται. Συνήθως συμβαδίζει με άτακτη εγκατάλειψη της έως τότε εθνικιστικής μου ρητορικής.
i. Από εδώ:
Αφού είναι όλα έτσι απλά πουλήστε τα όλα. Μετοχές, ομόλογα, ακίνητα (θα τα βρείτε τζάμπα αργότερα αν επαληθευτούν όλα αυτά) το διαβατήριο στα δόντια και δρόμο. Διακοπές διαρκείας.
ii.Από εδώ:
Μα τι καραγκιόζης είσαι ρε που θα μιλήσεις για προδότες ανιστόρητε βλακοηλίθιε στρατοκαύλε πανίβλακα που αν γινόταν κανένα τσαφ θα έφευγες εσύ και οι όμοιοί σου με τα σώβρακα και το διαβατήριο στα δόντια.
Η προέλευση της έκφρασης σαφής: σε καταστάσεις αναταραχών, πολέμων, προσφυγιάς και παρόμοιων καταστροφών, αρπάζεις με τα δυο σου χέρια ό,τι μπορείς, παιδιά, βαλίτσες κλπ και τρέχεις πανικόβλητος σε πρεσβείες, σε αεροδρόμια, σε συνοριακούς σταθμούς, μετά τα οποία ελπίζεις ότι θα βρεθείς σε ασφαλές περιβάλλον. Είναι τόση η βιασύνη και η ταραχή σου αλλά και τόσα πολλά τα σημεία ελέγχου που, ελλείψει ελεύθερων χεριών, το διαβατήριο το σφίγγεις αναγκαστικά στα δόντια, σε ετοιμότητα να το επιδείξεις σε οποιονδήποτε μπορεί να σε περάσει στην άλλη μεριά, γινόμενος έτσι ο σωτήρας σου.
Got a better definition? Add it!
Η διαβολή. Τα λόγια. Οι τσίτες, αλλιώτικα.
Μεταφορικά, από το λατινικό focus και manus, δηλαδή τη φωτιά που ανάβει με τα χέρια, με προσάναμμα, κατά λάθος εξεπίτηδες, από κάποιο καλόπαιδο, στο μυαλό του οποίου το αποτέλεσμα της ενέργειας επιφέρει ρίγη συγκινήσεων, είτε λόγω του αναμενόμενου οφέλους, είτε απλώς για πλάκα.
Προϊόν μεσογειακό, κάτι σαν την ελιά, τη ρίγανη, το σκόρδο, λίαν εύχρηστο ως άρτυμα ανιαρής και μονότονης καθημερινότητας σε μικροπεριβάλλοντα επαρχίας, γραφείου, γειτονιάς, σχολείου, δημ. υπηρεσίας κουτουλού, όπου δηλαδή το πήξιμο είναι προεξάρχον στοιχείο της ψυχικής καταστάσεως του υποκειμένου.
Όχι πως στα Βόρεια δηλαδή δεν απαντούν τα μαναφούκια, ο Μπράιαν όμως ο Άγγλος μεταφραστής, δεν ανάβει τόσο εύκολα λόγω φλέγματος, ο δε Φριτς εκφράζει μια λεκτική απαξίωση για την όλη φάση.
Σε αντίθεση με τη φωτιά που ανάβει τυχαία από κεραυνό, έκρηξη ηφαιστείου, ντηζελομηχανής, η επί τη θέα συγκεκριμένου αντιπροσώπου του ωραίου φύλου και προκαλεί επιθυμίες τ. παναφύ ή βαλσίματος, η διαβολή ως έργον του οξαποδώ καταλήγει σε μπουκέτο, πιάσιμο μαλλί με μαλλί, κλωτσοπατινάδα, μπούφλες και τέτοια τρυφερά.
Η λέξη χρησιμοποιείται στην Καρδίτσα και στις Β. Σποράδες. Το πώς πήδηξε το Ιόνιο και την Πίνδο και κατέληξε στο Αιγαίο, δεν είναι ξεκάθαρο.
Ο Παπαδιαμάντης την χρησιμοποιεί αρκετά, εξ ου και το παράδειγμα.
Έπαιρνε λόγια από τη μίαν και έβαζε μαναφούκια εις την άλλην. Και είτα εν ανέσει ενετρύφα εις τον καυγάν.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified