Κάθε παιχνίδι στο οποίο οι (πάνω από δύο) παίκτες παίζουν όλοι εναντίον όλων. Προκειμένου συγκεκριμένα για παιχνίδια που τυπικά παίζονται ανάμεσα σε δύο μόνο ομάδες ή παίκτες, ο μαχαιροβγάλτης ή κοψολαίμι είναι μία παραλλαγή που μπορεί να αφορά και δύο και τρεις ή και παραπάνω ομάδες ή παίκτες –και έτσι να αποτελεί ιδανική λύση για συναθροίσεις ατόμων περιττού πλήθους.

Παραδείγματα μαχαιροβγάλτη είναι στα βελάκια το γνωστό κρίκετ (δείτε εδώ) και στο μπριτζ το ραμί (δείτε επίσης και εδώ).

Συγκεκριμένα στο μπιλιάρδο, το κοψολαίμι για τρία άτομα παίζεται ως εξής: οι μπάλες διακρίνονται όχι πλέον σε δύο ομάδες (μονόχρωμες και δίχρωμες), αλλά σε τρεις, τις κάτω ή μικρές (μπάλες 1 ώς 5), τις μεσαίες (μπάλες 6 ώς 10, μαζί και η μαύρη δηλαδή) και τις πάνω ή μεγάλες (11 ώς 15)· οι μπάλες στήνονται στο τρίγωνο αυθαίρετα· ο πρώτος που βάζει μπάλα διαλέγει μία από τις τρεις ομάδες και ο δεύτερος μία από τις δύο που απομένουν, ενώ ο τρίτος αυτόματα έχει την τελευταία· κάθε παίκτης αποσκοπεί στο να βάζει μπάλες των άλλων παικτών ώστε να μείνει ο μόνος που θα 'χει μπάλες στο τραπέζι· το παιχνίδι δεν είναι δηλωτό και συγκεκριμένα ένας παίκτης χάνει τη σειρά του μόνον αν (α) δεν βάλει μπάλα (αν βάλει από τύχη ή κι' αν βάλει δικιά του ακόμα, συνεχίζει), (β) βάλει την άσπρη (η οποία ξαναμπαίνει στο τραπέζι απ' τον επόμενο αυθαίρετα), ή (γ) δεν έχει δική του μπάλα στο τραπέζι (οπότε και έχει χάσει).

Η εμπειρία δείχνει ότι οι μαχαιροβγάλτες είναι παιχνίδια για δεμένες παρέες, μια και η ένταση του ανταγωνισμού, σε σύγκριση με το τι συμβαίνει στην εκάστοτε τυπική βαριάντα του παιχνιδιού, είναι συχνά τόσες φορές πολλαπλάσια όσοι και οι αντίπαλοι.

Οι λέξεις αποδίδουν το αγγλικό cutthroat. Εκτός από το μεταφραστικό προηγούμενο του μαχαιροβγάλτη, προτείνεται και η μπρουτάλ λεξιπλασία κοψολαίμι, ως πιο ταιριαστή στα στυγνά ένστικτα που ξυπνάει το παιχνίδι (τσεκάρετε και τις αργκό σημασίες του cutthroat στο Ούρμπαν ντίξιονάρι).

Συνώνυμο: όλοι εναντίον όλων.

ΚΟΥΛΗΣ: Έπ! Καυλώς τηνε την πέρδικα που περπατεί λεβέντικα!...
ΣΟΥΛΗΣ: Έλα ρε σαχλαμάρα, τί γίνεται;... Απο 'δώ ο φίλος μου ο Τούλης που σού 'λεγα.
ΚΟΥΛΗΣ: Χαίρω πολύ Τούλης. Και στεκάτος βλέπω!...
ΤΟΥΛΗΣ: Δώρο της γκόμενας, μή μασάς.
ΚΟΥΛΗΣ: Αυτά ειναι... Κι' ο Μπούλης πού είναι, θά 'ρθει μόνος του;
ΣΟΥΛΗΣ: Δέν θά 'ρθει μωρ' ο φαλαινοθήρας, μού 'στειλε μήνυμα. Έκανε λέει χθές κάτι ακροβατικά με την καινούργια κι' έπαθε θλάση στον ώμο.
ΚΟΥΛΗΣ: Μπινιάαα... Και τώρα εμείς τί θα παίξουμε, πρωταθληματάκια;
ΤΟΥΛΗΣ: Εγώ παιδιά λέω να πάμε 'ναν μαχαιροβγάλτη μέχρι να σκάσει κάνας άλλος στο μαγαζί.
ΚΟΥΛΗΣ: Τί 'ν' αυτό;
ΣΟΥΛΗΣ: Τσάκω τις οδηγίες, τις τύπωσα τ' απόγευμα.
ΚΟΥΛΗΣ: «Σλάνγκ τζι άρ»;... Τί λέ' ρε φίλε...
ΣΟΥΛΗΣ: Μή κοροϊδεύεις ρε μάπα. Οι άνθρωποι εκειπέρα ξέρουν τα πάντα.
ΚΟΥΛΗΣ: Κααλά. Γιά να δούμε... «Κάθε παιχνίδι» μπλά μπλά «όλοι εναντίον όλων» μπλά μπλά μπλά «παραλλαγή» μπλά «συναθροίσεις» μπλά μπλά μπλά «κρίκετ» μπλά «μπρίτζ» μπλά «ραμί»... Καλά, ποιός μαλάκας τα γράφει αυτά ρε;
ΣΟΥΛΗΣ: Γιατί;
ΚΟΥΛΗΣ: Τί «ραμί» και «κρίκετ» στα ελληνικά ρε π'στ', να ξεχάσουμε κι' αυτά που ξέρουμε θέλει;... Ψωνάρες, το κέρατό μου μέσα... Τέ'ς πά'... «Συγκεκριμένα στο μπιλιάρδο» –ά, νά εδώ τα λέει... Χμμ... Μά'ιστα... Χμμ... Αχά... Βάζουμε και δικές μας άμα θέμε δηλαδή;
ΤΟΥΛΗΣ: Αμέ, άμα σε βολεύει.
ΚΟΥΛΗΣ: Μά'ιστα... ... Χμμ... ... ;... ;!... !!!... !!!!!... Ρε μαλάκες;!... Εδώ ρε μας έχει κι' εμάς ρε!... Εδώ ρε μιλάει για 'μάς!... Ρέ!... Έχει ακριβώς τι λέμε τώρα ρε μαλάκα!...
ΣΟΥΛΗΣ: Οι άνθρωποι εκειπέρα ξέρουν τα πάντα λέμε!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Παραθέτω ορισμό σύμφωνα με τη χρήση που εχω συναντήσει. Malakia, αν εννοούσες κάτι άλλο, σορρυ).

Το Famous Grouse είναι γνωστή μάρκα σκωτσέζικου ουίσκυ, με σήμα μια πέρδικα. Η διαφήμιση που καθιέρωσε την πέρδικα αυτή ως σήμα κατατεθέν του αυτού ουίσκυ, ήταν μια κατά την οποία γέμιζαν την πέρδικα με φιλιά.

Όταν κάποιον τον φιλάνε συνεχώς, λέμε ότι «τον έκαναν famous grouse». Στους ελληνάρες οφείλεται η λανθασμένη ανάγνωση του «famous» αντί για «φέημους», ως φάμους -ή στους μη-αγγλομαθείς;

Πωπω, η Μαρία είναι τρομερά διαχυτική! Με γέμισε στα φιλιά! Φάμους γκράους μ' έκανε!

(από Khan, 14/01/12)

Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα πηκτά κομμάτια αίμα που «πέφτουν» από το αιδοίο κατά τις ημέρες της περιόδου.

Είναι μικρού μεγέθους και συνήθως επιπλέουν στη λεκάνη ή βολτάρουν στη μπανιέρα (ανάλογα το που βολεύεται κάποια να πλένεται). Το χρώμα τους κυμαίνονται ανάμεσα στα traffic red, rose, strawberry και coral red. Στην Κρήτη, συναντώνται και «μπριτζόλες», κατά την τοπική διάλεκτο.

- Όταν κατούρησα μου έπεσε μια μπριζόλα σκέτο σίχαμα.

Μπριζόλα συνομοταξίας "σταβλίσια" (από Vrastaman, 22/08/11)

Βλ. συμπληρωματικά και καφέ, ροζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπακαλιάροι αποκαλούνται οι κλισεδιάρικες, προκάτ, ξύλινες και βαρύγδουπες πλην κενές περιεχομένου μπούρδες και κοινοτοπίες που ορισμένοι δημοσιοκάφροι, πολιτικοί κ.ά. άντρηδοι, πούστηδοι και καραγκιόζηδοι τραβάν από το οπλοστάσιό τους για να καλύψουν την λεξιπενία και ασχετοσύνη τους.

Ξεκίνησε ως ραδιοφωνική σλανγκιά, καθώς πολλές ραδιοπερσόνες μπακαλιαρίζουν στον αέρα όταν πρέπει να καλύψουν ραδιοφωνικό χρόνο αλλά δεν έχουν κάτι ουσιαστικό να πουν.

Πού κολλάει όμως ο συμπαθής κατά τα λοιπά βακαλάος; Ίσως στο ότι δεν είναι φρέσκος και διατηρείται παστός στο ράφι μέχρι να ανατρέξουμε σε αυτόν.

1.
Ο Στέφανος Κασιμάτης υπογράφει ένα άρθρο στην Καθημερινή με τίτλο: «Χρήσιμοι ηλίθιοι και εμετικοί «μπακαλιάροι» αλλά σίγουρα το άρθρο αυτό το εμπνεύστηκε....από τον εαυτό του και τα δικά του πεπραγμένα στη δημοσιογραφία, άλλωστε πάντα κινείται στους «εμετικούς μπακαλιάρους»

2.
Πρόκειται, δηλαδή, για διατυπώσεις αποφθεγματικού ύφους, των οποίων ο γλοιώδης στόμφος προκαλεί κάτι ανάμεσα σε οίκτο και αηδία. (Αυτό, ωστόσο, δεν στερεί το μάλλον παρεξηγημένο είδος των «μπακαλιάρων» από την πρακτική χρησιμότητά τους - εγώ, π.χ., τους καταγράφω σε μια ατζέντα για ώρα ανάγκης και τους διαβάζω όταν χρειάζομαι επειγόντως πλύση στομάχου...) Εξοχο δείγμα του είδους ήταν το «τουίτ», με το οποίο ο ογκόλιθος της Ροδόπης Ευριπίδης Στυλιανίδης παρενέβη στην τελευταία ενδοκυβερνητική διένεξη σχετικά με τον επιμερισμό των ευθυνών για όσα μας έφεραν στην χρεοκοπία: «τ. πρωθυπουργοί που με τα ΝΑΙ τους στιγμάτισαν (sic) την σύγχρονη ιστορία, μιλούν για ηγέτες που με τα ΟΧΙ τους έγραψαν Ιστορία».

  1. Παραδείγματα δημοσιογραφικών και μη μπακαλιάρων παρατίθενται στον ορισμό και τα σχόλια τση ξύλινης γλώσσα.

Μπακαλιάρος μπακαλιαρίζει (από σφυρίζων, 11/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αναγνώριση κλήσης στο σταθερό.

- Καλά, πού κατάλαβες ότι σε πήρα;
- Έχω χαφιέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεολογισμός (όχι ντε και καλά σλανγκ, αλλά μάλλον, προς το παρόν, ανήκει στο λεξικό αυτό) για τα γκαφρά, ο οποίος θαρρώ έρχεται από το νεοπλουτέ στρώμα, το παπακαλιατέ ας πούμε.

Ακούγεται χλιαρή λέξη, αλλά πιστεύω ότι είναι ωμότερη (και το μήνυμά της βαθύτερο και η πρόθεση του λέγοντος υποτιμητικότερη) από το να μιλήσεις στα ίσα για χρήμα, φράγκα, μπαγιόκο, υλικά αγαθά, κλπκλπ.

Κι αυτό γιατί, λέγοντας «ύλη», αφενός χρησιμοποιούμε μια πολύ μικρή λέξη, η οποία ξαφνιάζει, γιατί τρυπάει σαν καρφί τα αυτιά μας με τον ρυθμό εκφοράς της και με τα διαπεραστικά της φωνήεντα και με το ειδικό της βάρος, αφεδύο καθότι είναι λέξη-υπεκφυγή (δηλ. την λέμε για να μην πούμε στα ίσα «χρήμα» κλπ) είναι ακόμα χειρότερη, γιατί το τελικό αποτέλεσμα είναι να ακούγεται σα να υποβαθμίζουμε το τεράστιο και όχι απαραιτήτως καταδικαστέο ζήτημα της ευμάρειας, στην μονοδιάστατη έννοια ενός αντικειμένου (υλικού) με το οποίο μάλλον μόνο η Φυσική αξίζει να ασχολείται...

- Κάτσε ρε συ λιγάκι, δεν καταλαβαίνω τι μου λες... Τι ανασφάλειες και λοιπά σου δημιουργώ; Δεν είμαι δα και κανας ξυπόλυτος, έχω την δουλίτσα μου, το σπιτάκι μου, όλα θα πάνε καλά, βλέπεις κανα λόγο να χωρίσουμε; Τα λεφτά σου φταίνε ή μήπως έχεις βρει γκόμενο;
- Βρε αγάπη μου, δεν μου αρκεί αυτό που βλέπω, πώς αλλιώς να σου το πω, η δουλειά σου είναι στον αέρα, το σπίτι θα το ξεπληρώνεις για τα επόμενα 20 χρόνια, δεν μπορώ να μας ζω εγώ, χρειάζομαι να ξέρω ότι πατάμε και οι δυο γερά, δεν έχεις ύλη, το καταλαβαίνεις;;; Δεν μπορούμε να ζήσουμε όπως θέλουμε και να κάνουμε παιδιά και και και.

βλ. και λίπος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο με τον αόριστο κιότεψα (ρ. κιοτεύω) και την λέξη κότα. Και οι δυο λέξεις σημαίνουν δειλία, έλλειψη θάρρους. Το αποτέλεσμα είναι οτι, με την χρήση της λέξης 'κότα' μεταφορικά, οπτικοποιείται η έννοια της 'δειλίας' στην οποία παραπέμπει το ρήμα, κυριολεκτικά.
Δηλαδή βγάζοντας ένα ι απ' το κιότεψα, είσαι και φαίνεσαι κότα λειράτη.

Χρήση γίνεται μόνο στον αόριστο.
Αντώνυμο είναι το κότησα (ρ. κοτάω), που θα πει τόλμησα.

Σημείωση: Για την πολύ ενδιαφέρουσα προέλευση των λέξεων κότα, κοτάω, κλπ, διάβασε τα σχόλια του Hank στο λήμμα κοτάω.

  • Πάλι κότεψες; Λογικό. Είναι άλλωστε αυτό που σε διακρίνει αληταράς, λαμόγιο αλλά και κοτούλα! (εδώ)

  • Κότεψα και ούτε ένα ρημάδι σεσκέφτομαι δεν μπορώ να γράψω. (εδώ)

  • Ευτυχώς που δεν ξέρω το σαβουάρ βιβρ του καμακιού σε σούπερ μάρκετ και κότεψα, αλλιώς θα'τρωγα ξύλο από το γκόμενό της στο διπλανό διάδρομο.

Βλ. και κοτεύω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γουαναμπεί, γουαναβγεί

Λογοπαίγνιο με το αγγλικό wanna be -που έχει ελληνοποιηθεί προ πολλού και κάνει καριέρα ως γουαναμπή(ς)- και το ομόηχο στο "be" απαρέμφατο (του ρ. μπαίνω), "μπει".
Μετά, ήταν ένα τσιγάρο δρόμος για να εφευρεθεί το γουαναβγεί, αλλά και το ευφυές let it μπει.
Χρησιμοποιείται κυρίως για πιο σοφτ αναπαράσταση της σεκσουαλικής πράκσης.

Σλανγκασίστ, έμπνευση και έναυσμα τα εξής σφυρίΒραστα σχόλjα:

Αναπόφευκτη ερώτηση: τι θα μπορούσε να είναι ο *γουαναβγής; Ίσως το άτομο που συχνά προαναγγέλλει με δραματικές τυμπανοκρουσίες την αποχώρησή του από κάποιο φλώρουμ αλλά τελικά παραμένει. Μη πάει ο νους σας στο κακό, δεν φωτογραφίζω κάποιον κι ετς, χρόνια τώρα προσπαθούσα να σκαρφιστώ λεξιπλασία το σύνηθες φαινόμενο αυτούνο!*

Vrasta, στον γουαναμπή
Ως γουαναβγεί καπνιστές που είναι, κλέβουν θεριακλήδικες λέξεις τ. ντουμάνι (...)

Σφυ, στο ατμίζω

wannabee, wannabi, wannaγκρί

  • Όσο μπάζα είναι οι κλασσικές αριστερές, στην πλειοψηφία τους πολιτικά-ιδεολογικά ημιμαθείς, με επαναστατική σκέψη που σταματάει στο αν θα τις πάρει τελικά ο Μπάμπης, με κουμπάρο και δήμαρχο (ή παπά), άλλο τόσο
    μπάζα είναι και το σχετικά νέο είδος της Γουοναμπεί (πότε θα μπει;) Αντιγόνης, εθνικίστριας, νιμπελούγκεν, κνόμπλαουχ μιτ πίνκελβύρτσχεν, και ξαφνικά εξιδανικεύσαμε τα πάντα, ζούμε με μεγαλόστομες μαλακίες, και για ναξεκαρφωθούμε στη συνείδησή μας (βαρειά η καλογερική να έχεις τη ρετσινιά του ναζιστή), βάζουμε και λίγο Ρίτσο, λίγο αριστερίζουσα συναισθηματική βιτρίνα και έχει ο Θεός. Συμπέρασμα: Οι γυναίκες που πορώνονται με την πολιτική είναι μπάζα, εκτός και αν είναι λαμόγια που πάνε για εξουσία, οπότε είναι γαμώ τις τσιμπούκες και καυλέ. (από δω)

Απ' το τουίτερ

  • γουαναμπί γουαναβγεί, γουαναμπί γουαναβγεί, γουαναμπεί γουαναβγει.. μη με διακόπτεις ρε παιδάκι μου πάνω στο καλύτερο, τελειώνω σε λίγο.. (εδώ)

  • Εξ ορισμου οι αντρες ειναι wanna μπει βγει & φυγει-φυγει!

  • Αν δε σας κάθεται η γκόμενα να κάνετε σεξ τραγουδήστε της το λετ ιτ μπει λετ ιτ μπει!

  • Μια κατουρλίτσα εδώ δίπλα τραγουδάει με μπρίο i wanna scream n shout n let it out. Στο ποτ πουρί ακολουθεί το let it μπει.

  • Nαι οκ ολοι wannaμπει ειστε αλλα ναστε και λιγο wannaβγει, μη γινετε wannadie σε οκτω μηνες.

  • Η άλλη είναι wannabe μοντέλο, ο άλλος wanna μπει σ αυτήν.. Να πως χτίζονται οι καριέρες

  • Μην είστε πολύ wanna be. Wanna μπει είναι κι ο πουτσος μου.

  • -Ο Κώστας τη θέλει τη Μαρία? Είναι wannabe γκόμενός της?
    -Βασικά σκέτο wanna-μπει είναι, δεν την βλέπει σοβαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σάπιο ονομάζουμε ένα αντικείμενο όταν δεν είναι τόσο καλό ποιοτικά.

Το αντίθετο, δηλαδή όταν κάτι είναι πολύ καλό, το ονομάζουμε μουνάρα.

- Καλός ο καφές στο νέο μαγαζί;
- Μπα, σάπιος ήταν.

- Σάπιο το φτηνοκινητό που αγόρασα, ούτε bluetooth δεν έχει.

- Καλή η νέα γκόμενα του Μήτσου;
- Όχι ρε, σάπια ήταν.

- Το ηχοσύστημα στο αμάξι σάπισε, μία διαβάζει τα cd, μία όχι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α. Δυναμώνω.

  1. -καλή η γράμμωση του σώματος μα καλύτερη η γράμμωση του πνεύματος
    -γι αυτό κ εγώ γραμμώνω το πνεύμα και έχω κ την κοιλίτσα μου (εδώ)

Β. Αντί να πληγώ ή να λουφάξω από επιθετική ενέργεια/στάση/συμπεριφορά, πωρώνομαι, θωρακίζομαι και τελικά ισχυροποιούμαι, μοτιβαρισμένος από την επίθεση.

~ Προέρχεται από την έκφραση των μποντιμπιλντεράδων, "είμαι στη γράμμωση".
~ Καμία σχέση με το ιατρικό γραμμώνω και το αριστερίστικης προέλευσης γραμμώνομαι που, παρεμπιφτού, έχει πλέον ευρύτερη χρήση.

  1. Γράμμωσέ μας Γιάννη! (Πρετεντέρη) (εδώ)

  2. -Τις πιο μεγάλες παπαριές δεν τις ακούσαμε ακόμα.
    -Άντε, ξεκίνα.
    -Το μόγγολο που θεωρεί τη γκέι σλανγκ ομοφοβία και συγχέει την κλιμακα με το κλειδι μιλάει για παπαριές
    -Δικαιολογείται. Όποιος συναγελάζεται περισσότερο από μία μέρα με ακροδεξιά σαμαροτρόλ χάνει 60% του iq του.
    -Όποιος χαριεντίζεται με ακροδεξιούς δεν έχει και δεν είχε ποτέ iq.
    -Να μιλάτε για τον εαυτό σας αγαπητοί εγώ με δαύτους τώρα γραμμώνω τραπεζοειδείς. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified