Further tags

Τη φράση την μεταχειριζόμαστε όταν θέλουμε να δείξουμε ότι σκυλομετανιώνουμε για μια πράξη ή παράλειψη μας.

Το επώδυνο τράβηγμα των βυζιών μας, σαν εκδήλωση αυτο-βασανισμού και αυτο-τιμωρίας, έρχεται να δηλώσει τη συντριβή μας αλλά και να λειτουργήσει καθαρτικά και να απαλύνει την οδύνη από τις τύψεις ή ενοχές που νιώθουμε.

Συνώνυμο: χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο

Γνώρισα έναν τύπο στο τραίνο Άμστερνταμ-Βρυξέλλες, με κάτι φοβερά mp3 φορτωμένα στο lap top του, που τα σπάγανε. Μιλάμε, τράβαγα τα βυζιά μου που δεν είχα μαζί μου ένα φλασάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η σφαλιάρα που δίνεται στο κούτελο κάποιου. Αφού λοιπόν ρίξουμε τη σφαλιάρα στο κούτελο του άλλου λέμε θριαμβευτικά, «Παστέλι!». Αν ο άλλος είναι έξυπνος, μας ρίχνει κ αυτός μια στο κούτελο φωνάζοντας με ακόμη πιο πολύ θρίαμβο, «Με δέκα κιλά μέλι!». Εξαιρετικά δημοφιλές παιχνίδι στα σχολεία.

(ΠΛΑΦ!) - Πάρτα ρε! Παστέλι!
(ΠΛΑΤΣ!) - Με δέκα κιλά μέλι ρε πούστη!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά.

  1. Έγινα κυριολεκτικά παπί από τον ιδρώτα.

  2. Το σπίτι ήταν κυριολεκτικά μουνί.

  3. Το άτομο κυριολεκτικά δεν υπάρχει.

βλ. και δίκαιο, πλάκα κάνω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο διαχρονικό πια «Κωσταντίνου και Ελένης», ο Μάνθος σε ένα επεισόδιο τα χώνει στον Κωσταντίνο που είναι ακόμα πολύ ντροπαλός με την μνηστή του... έτσι προσπαθεί να του δώσει να καταλάβει ότι πρόκειται για μια ανούσια κατάσταση, καθώς με την ατάκα αυτή υπονοεί ότι ο Κωσταντίνος πρέπει να πλησιάσει ερωτικά τη μνηστή του.

- Βγήκαμε, πήγαμε για καφέ, μετά σινεμά και μετά την πήγα σπίτι της...
- Ρε φίλε τόσον καιρό μέλι μέλι και τηγανίτα τίποτα;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι εκτός του κανονικού αιμοδότη και ο παθιασμένος η άγρια εθισμένος άνθρωπος σε μια συνήθεια. Με τη συνήθεια αυτή πληρώνει σε ορισμένους έμπορους το προς αγορά εμπόρευμα. Τώρα οι έμποροι, αν τον δουν κατά τα λημέρια τους, γελάνε και μεταξύ τους λένε: «Ωπ! Να τονα τον αιμοδότη, έσκασε μύτη».

Αναφέρομαι στο παζάρι (μοναστηράκι), που εκεί το πρωτάκουσα και εννοούν ότι, αφήνοντας χρήματα είναι η αιμοδοσία για τα μαγαζάκια τους.

Αν ο ορισμός παίζει και στα ναρκωτικά δεν το γνωρίζω, μια και δεν το έχω δοκιμάσει το σπορ, εφόσον είναι άκρως εθιστικό και καλα θα κάνουν οι νέοπες να μη δοκιμάζουν και ας λένε παπαγαλάκια για αφορισμούς, δοκιμές και άλλα χαζά. Όσο για τους παλαίοπες, ας κάνουν ότι θέλουν και ας μη διαφημίζουν την συνήθεια τους.

Σκέψεις κάποιου: Αχ ρε γαμώτο, πότε θα έρθει η Κυριακή, να κατέβω στο μοναστηράκι και να βουτήξω στις ευκαιρίες και να αγοράσω οτιδήποτε και ας μη το χρειάζομαι άμεσα που ξέρεις θα το χρειαστώ κάποτε
Σκέψεις κάποιου άλλου: Αχ ρε γαμώτο, ποτέ θα έρθει η Κυριακή, να κατέβω στο μοναστηράκι στο μαγαζί και να πλακώσουν οι αιμοδότες να βγάλουμε κάνα ευρουλάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μαύρη μάκα που μαζεύεται κάτω από το νύχι έπειτα από διάφορες βρώμικες χειρωνακτικές ασχολίες (σκάψιμο, κωλοδάχτυλα σε άπλυτους κώλους κλπ ), ή απλά λόγω έλλειψης προσωπικής υγιεινής και συσσωρευμένης μπίχλας. Έχει διττή έννοια, αφού η μαυρίλα θυμίζει πένθος και επίσης μπορείς να πεις ότι πενθεί το νύχι για τις παρατεταμένες άσχημες συνθήκες υγιεινής που βιώνει.

  1. - Πάμε εδώ να τσιμπήσουμε κανα γύρο;
    - Άσε ρε με τον μπιχλιάρη, το πένθος στο νυχάκι του βγάζει ολόκληρη μερίδα!

  2. - Καλό το Χριστινάκι χθες;
    - Άσε ρε την κωλοδαχτύλωσα και αηδίασα. Ξεσκάτωμα και πένθος στα νύχια...

Δες και νύχι με μεζέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ κοντός άνθρωπος. Το λέμε κυρίως για γκόμενα: Γκόμενα- μπρελόκ.

- Γκόμενα-μπρελόκ, ναι, αλλά πουτσομεζές!

Σχετικά: απολειφάδι, τάπα, πινέζα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χαρακτηριστική ύβρις που χρησιμοποιεί ο Βασίλης Λεβέντης, ο θρυλικός Πρόεδρος της Ενώσεως Κεντρώων, ήτοι του Κόμματος των Ηρώων, προς άπαντα φαρσέρ, που στην πραγματικότητα είναι δάκτυλος του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας. Οι τελευταίοι εννοείται ότι απειλούνται από τον ήρωα πολιτικό και μετέρχονται κάθε αθέμιτου μέσου για να τον παραγκωνίσουν.

Η λέξη απ' το «καθιζάνω» είναι η λόγια εκδοχή του «κατακάθι» και δείχνει την κουλτούρα και τον πολιτικό πολιτισμό του Βασίλη Λεβέντη.

Καθίζημα: Έχεις δίκιο Πρόεδρε, όπως τα λες! Δεν πάει άλλο με το ΠΑΣΟΚ! Για να ρίξεις πούτσο θες τρία χιλιάρικα! Πού θα πάει αυτή η κατάσταση! (Σ.ς.: 9 Ευρώ δηλαδή και διαμαρτύρεται! Αχ, αυτές ήταν εποχές, πριν το Ευρώ!).

Λεβέντης: Αυτό που λέτε, αγαπητέ φίλε, να πάτε να το κάνετε στα γραφεία του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας, στα καθιζήματα!

(από Khan, 05/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν ήδη δύο ορισμοί για το λήμμα, εγώ το ξέρω με διαφορετική σημασία...

Τραβάω τα βυζιά μου λοιπόν σημαίνει ότι βρίσκομαι σε μια εξαιρετικά δυσμενή κατάσταση και δεν την παλεύω κάστανο. Πολύ συχνά το λέει κανείς όταν μετανιώνει για κάτι που έκανε (ή δεν έκανε), γιατί τελικά έπαθε νίλα και τον πήγε γαμιώντα.

  1. - Το απόγευμα έχω ραντεβού με τη Χρύσα φίλε... Θα γίνει χαμός, έχω ξεμπουρδελιάνει τελείως!
    - Μην το μυριστεί η δικιά σου μόνο και τραβάς τα βυζιά σου μετά!

  2. (Από εδώ)
    μενω στο κερατσινι και ειμαι ετοιμος να βαλω hol double play...
    οποιο double play και αν κοιταξω εχουν προβλημα απο ολες τισ εταιριες.
    τελικα να βαλω με ρισκο hol;;
    εχει αλλος στο κερατσινι και να εινια ευχαριστιμενος;;;
    η στο τελος θα τραβαω τα βυζια μου;;;

  3. (Από εδώ)
    Απλά όταν είσαι ο εαυτός σου, ζείς! Όταν δεν είσαι ο εαυτός σου, είσαι ένας μ@λ@κας που κοροϊδεύεις εσένα κι άλλους χίλιους και στην ουσία φυτοζωείς. Η κατάληξη θα είναι να τραβάς τα βυζιά σου (όχι τα δικά σου, προς Θεου, έκφραση είναι) μετά από ένα χρονικό διάστημα γιατί δε σου κάθησαν τα πράγματα όπως θα ήθελες. Έτσι είναι το θέατρο. Καμία απόλυτη μίμηση δεν πέτυχε τόσο όσο το πρωτότυπο.thanks!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοκοβιός λέγεται κυρίως ο φλώρος ή φλούφλης ο οποίος είναι ολίγον τι και χαζός ή αγαθιάρης. Χρησιμοποιείται περισσότερο όταν η εμφάνιση συνάδει και με την ιδιοσυγκρασία αυτού που αποκαλείται κοκοβιός.

Το επίθετο κοκοβιός προέρχεται από το ψάρι κοκωβιός (λατ. gobius, αλλά και στα Ελληνικά πολλές φορές γωβιός). Κατατάσσεται μάλλον στα «χαζόψαρα»... πιάνεται εύκολα και δεν μεγαλώνει πολύ.

Το κοκοβιός προέκυψε και ως παρατσούκλι στον ηθοποιό Πέτρο Γιαννακό, από το ρόλο του «Κοκοβιού» σε μια ταινία του Τζαβέλα. Ο Πολύκαρπος Πολυκάρπου περιγράφει το συγκεκριμένο ρόλο ως εξής: «...Ο τύπος ήταν κάτι ανάμεσα σε καραγκιόζη, φασουλή, αρλεκίνο και κλόουν. Ήταν ο υπερφυσικός μπεμπές, το παιδί που δε μεγάλωσε, χαζοέξυπνος και βλακοϊδιοφυής...».

  1. Κοίτα ρε έναν κοκοβιό με γλειφιτζούρι, τί γκομενάκι που συνοδεύει... Χου ρε!

  2. Καλά ρε πώς σε κουρέψανε έτσι; Πώς θα βγεις έξω σαν κοκοβιός;

(από Malinowsky, 17/03/09)(από Malinowsky, 17/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified