Συνηθισμένος τρόπος να πεις το φυτό, τον σπασίκλα.
Και «φυτουκλιάρης».
Μέχρι τελευταία στιγμή διαβάζει ο φύτουκλας!
Συνηθισμένος τρόπος να πεις το φυτό, τον σπασίκλα.
Και «φυτουκλιάρης».
Μέχρι τελευταία στιγμή διαβάζει ο φύτουκλας!
Got a better definition? Add it!
1) Συνήθως λέμε τον καλό μαθητή που βγάζει 19 και 20.
2) Η πραγματικότερη σημασία της λέξης είναι ο λιγότερο ευφυής μαθητής που διαβάζει όλη τη μέρα για να φτάσει το επίπεδο του 16-17.
- Πολύ φυτό είναι ο Νίκος, έβγαλε 19 και 3.
- Όχι ρε απλώς είναι έξυπνος.
Αυτή η Ιωάννα πολύ φυτό, δεν βγαίνει ποτέ, κάθεται σπίτι της και διαβάζει.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χαρακτηρισμός προσώπου, κατά κανόνα μειωτικός, απαξιωτικός, ειρωνικός και χλευαστικός.
Τουρίστας είναι ο αργόσχολος, ξυσαρχίδης, αυτός που ψωλάρει, αυτός που έχει της ψωλής του το χαβά, ο αθκειασερός (στα κυπριακά αυτός που αδειάζει, δλδ δεν έχει δουλειά).
Όχι όμως οποιοσδήποτε αργόσχολος και ξυσαρχίδης. Ο τουρίστας νοείται πάντα αναφορικά με ένα συγκεκριμένο μέρος, συνήθως κάποιο χώρο εργασίας. Παρευρίσκεται εντός του χώρου αυτού, όχι όμως για να εκπληρώσει τα εργασιακά του καθήκοντα. Δεν συμμετέχει ενεργά και με ζήλο στο εργασιακό γίγνεσθαι. Είναι αντιπαραγωγικός, χωρίς να φθάνει έως το σημείο να γίνεται σαμποτέρ. Διότι πολύ απλά στ' αρχίδια του. Ενδεχομένως εκτελεί τις προβλεπόμενες υποχρεώσεις του, με τρόπο όμως τελείως μηχανιστικό, χωρίς να νιώθει Χριστό.
Τουρίστες θα δεις πολλούς να «απασχολούνται» σε δημόσιες υπηρεσίες. Μιλάνε με τις ώρες στο κινητό με το βασανάκι τους, αράζουν με την καφεδούμπα και (μέχρις εσχάτως) την τσιγαρούμπα τους, πάνε καμιά βόλτα στα μαγαζιά όταν βαρεθούν απ' το καθισιό και γενικά εννιά έχει ο μήνας.
Το τουριστικό φαινόμενο παρατηρείται κατά κόρον και στα στρατόπεδα, όπου ιδίως οι παλιοί, που πρόκειται να πάρουν απολυτήριο, απέχουν πλέον από οποιαδήποτε δουλειά και το μόνο που κάνουν είναι απλά να υφίστανται, σαν τα φυτά ένα πράμα..
Πρόκειται κατ' ουσίαν για πουθενάδες (αν και η τελευταία είναι ευρύτερη έννοια, περιλαμβάνει και περιπτώσεις βύσματος κλπ)
Τουρίστες λέγονται ακόμη και μαθητές / φοιτητές που εμφανίζονται στα μαθήματα όποτε τους καυλώσει, στη χάση και στη φέξη. Συνήθως ανεβαίνουν μέχρι τη σχολή μόνο για να πιουν καφέ και να χαβαλεδιάσουν με τους φίλους τους. Όταν καμιά φορά δεήσουν και μπουν στην παράδοση - δίκην αλεξιπτωτιστών - αδυνατούν να παρακολουθήσουν. Είναι βαθιά νυχτωμένοι περί του αντικειμένου και περιορίζονται στο να οχλαγωγούν και να καλαμπουρίζουν στα ορεινά έδρανα. Ίσως ανοίξουν και καμιά αθλητική / στοιχηματζίδικη εφημερίδα για να περάσει η ώρα. Τους φοιτητές τουρίστες ενδιαφέρει πρωτίστως η κοινωνικοποίηση (socializing). Μετάφραση: να χτυπήσουν καμιά γκόμενα...
Τουρίστες απαντώνται και στον ιδιωτικό τομέα. Γνωστός του γράφοντος δουλεύει στο σ/μ του Βασιλόπουλου στο Φάρο Ψυχικού, με τετράωρο ωράριο. Επανειλημμένα είχε ζητήσει από το διευθυντή να τον κάνει οχτάωρο, γιατί δεν έβγαινε οικονομικά. Επειδή ο διευθυντής τον έγραφε, ο δικός μου αποφάσισε να γίνει τουρίστας, διαμαρτυρόμενος για τη συμπεριφορά αυτή. Δούλευε δλδ σε ρυθμούς ρελαντί, χαλαρουίτα. Ο διευθυντής εξοργισμένος τον κάλεσε να υπογράψει την παραίτησή του. «Είσαι μαλάκας άνθρωπέ μου που θα παραιτηθώ; Αν δε γουστάρεις, απόλυσέ με, και στάξε μου την αποζημίωση..» Και η απάντηση του διευθυντή: «καλά, συνέχισε να έρχεσαι για δουλειά, δεν είπαμε και τίποτα..»
- Έχεις σημειώσεις για Νεοελληνική Φιλολογία ΙΙΙ;
- Όχι, αλλά νομίζω θα βρω απ' το Μάκη. Μου 'χει πει πως παρακολουθεί.
- Καλά, τώρα ψώνισες από σβέρκο.. Ο άνθρωπος είναι τουρίστας, παντελώς άσχετος με το άθλημα.. Πάει μόνο για να βρει καμιά γκόμενα..
Τουρίστας είναι (στα ομαδικά αθλήματα) ο παίχτης που δεν υπάρχει μες το γήπεδο, απλά σέρνει τα πόδια του πάνω κάτω χωρίς να προσφέρει τίποτα. Τέτοιοι τουρίστες είναι ενίοτε χαρισματικοί παίχτες, που όμως την έχουν δει ντίβες και άρα απαξιούν να ασχοληθούν με το ματς όταν δε βρίσκονται σε φάση...
Got a better definition? Add it!
Αυτός που αφοσιώνεται στη μελέτη επειδή πρέπει και δεν κερδίζει τίποτα από τις γνώσεις που κατέχει, ούτε τις ευχαριστιέται, είναι παθητικός μαθητής του άριστα και αντικοινωνικός, συνήθως άσχημος και αντικείμενο κοροϊδίας για όλους.
Θηλυκό: σπασίκλας ή σπασίκλω. Υποκοριστικό: σπασικλάκι.
Ο Κωστής ήταν πάντα μεγάλος σπασίκλας και κανείς από τους καλούς μαθητές δεν ήθελε να τον παρομοιάζουν μαζί του.
Got a better definition? Add it!
Ο μαθητής που στο λύκειο σηκώνει ακόμη το χέρι στροβιλίζοντας το όπως στο δημοτικό φωνάζοντας «κύριε-κύριε!» . Προσφέρεται για οποιαδήποτε χάρη από τον καθηγητή.
Μεγαλώνοντας στο στρατό γίνεται σκοπάνθρωπος, καπαπής και αγγαρειομάχος. Στον επαγγελματικό τομέα γίνεται γλείφτης όχι από τσατσοσύνη αλλά από έμφυτη μαλακώδη καλοσαμαρειτική άτιτιουντ.
Τον αντιπαθούν όλοι γιατί κανείς δεν καταλαβαίνει πώς προσφέρεται σε κάθε αγγαρεία και χάρη προς ανώτερο.
Με ποιόν ανέλαβες το πρότζεκτ ρε συ;
-Με τον Παπαδόπουλο.
-Είσαι πολύ γκαντέμης. Θα πάρει όλα τα εύσημα αυτός. Είναι σηκωχέρης.
Got a better definition? Add it!
Βαθυστόχαστη ατάκα καθηγητών θετικών επιστημών που θέλουν να μειώσουν τους εκνευριστικούς συνάδελφους φιλόλογους. Η κόντρα αυτή είναι από παλιά γνωστή, καθώς όλοι θυμόμαστε από τα σχολικά μας χρόνια ότι πάντα φυσικοί, χημικοί και μαθηματικοί κάναν μεταξύ τους παρέα και όχι με φελόλογους. Ίσως επειδή συνηθίζεται η φιλόλογος να είναι γυναίκα, πιθανότατα σε κλιμακτήριο, με έλλειψη άντρα ή κάτι άλλο ρε πούστη –δεν ξέρω τι– που την στέλνει συνήθως στα πρόθυρα νευρικής κρίσης και γενικά χαζής και λανθασμένης κρίσης. Ανατρέξτε στη μνήμη σας και όλοι σας θα είχατε μια βλαμμένη /-ο ρηχή /-ό φελόλογο που σας ζάλιζε και δεν εκτιμούσε το χιούμορ σας –μένοντας στην επιφάνεια χωρίς να κοιτάζει το βαθύ νόημα του χαβαλέ και του παλιμπαιδισμού– που βρήκε έπειτα από χρόνια εδώ την ενσάρκωσή του!
(Δεν έχω παράδειγμα, αλλά ό,τι και αν βρίσκεται καταχωρημένο στο slang ο/η φελόλογος θα ήθελε να το ρίξει στην πυρά μαζί με τον server!)
Got a better definition? Add it!
Η ακατάδεκτη. H Diva. Φράση προερχόμενη από την θρυλική Λατινοαμερικανική σειρά «Carrusel», ηρωίδα της οποίας ήτο ανάμεσα σε άλλα παιδάκια και πλούσια ξανθογάλανη κορασίδα περί τα 10, ονόματι Maria Joaquina Villaseñor, η οποία απέρριπτε μετά βδελυγμίας τον ερωτευμένο συμμαθητή της Cirrilo, κυρίως διότι ο τελευταίος ήτο φτωχός και μαύρος.
- Τι λεει Μάκη; Το βαλες χέρι το Χριστινάκι ψε;
- Άσε με ρε μαλάκα.. Στα καλύτερα την πήγα και σημασία δεν με έδινε.. Με το 'παιζε Μαρία Χοακίνα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φίλη τόσο κολλητή που της κοτσάρουμε και μια -ούμπα. Σε υπερθετικό BFF βαθμό: το κολλητουμπινάκι μ.
Μαθητική αργκό τελευταίας κοπής, σπαρταράει.
σορρυ ρ κολλητουμπα μ!! απλα τ σ/κ ειχα παει στν κολλητη μ εκτοσ path κ δν μπηκα καθολου!! τ νεα;; μ ελειψεσ ρρ!!
Εβελίνααααααααααααααααααα: κολλητουμπα μου :D
axxxuuu to... i kollitumpa m.
(Από διάφορα σάη)
Got a better definition? Add it!
Αυτός που φοιτά σε κολέγιο αντί για δημόσιο σχολείο. «Στο Αθήνα», χρησιμοποιείται για τους μαθητές (και τους απόφοιτους) του κολεγίου Αθηνών και Ψυχικού. Περισσότερο χρησιμοποιείται κοροϊδευτικά, υποδηλώνοντας πλουσιόπαιδο, φλώρο, μαμόθρεφτο, κακομαθημένο. Οι ίδιοι μεταξύ τους το θεωρούν τιμητικό. Καταφέρνουν να ξεχωρίζουν λόγω της πανομοιότυπης εμφάνισης και συμπεριφοράς. Εντύπωση μάλιστα προκαλεί το γεγονός πως κάνουν παρέα μόνο μεταξύ τους.
- Είχα πάει στο PJs και ήταν πήχτρα στα κολεγιόπαιδα που το παίζαν μάγκες με τα λεφτά του μπαμπά.
Συνώνυμα του μαλθακός: άβγαλτος, αΐδρωτος, βουτυρομπεμπές, βουτυρόπαιδο, κολεγιόπαιδο, λάκης, λαπάς, μαμάκιας, μαμόθρεφτο, μπουκμαμάς, παπαδάκι, πούδρας, σουβλίτσα, σοφτ, τρυφερό πόδι, φλούφλης, φλώρος, χαλβάς.
Got a better definition? Add it!
Συμπληρώνει με τη σειρά του το πάνθεον των απανταχού slang καπεταναίων.
Η αφεντομουτσουνάρα του φιγουράρει μέσα σε κάθε παρεξήγηση, φιλονικία, διαμαρτυρία, δυναμική διεκδίκηση κλπ. Είναι ο αρχικαβγατζής, πρόκειται γιο πολύ bizarre άτομο. Προκαλεί μεγάλο θόρυβο. Είναι διαβόητος και σαματατζής. Όμως κατα βάθος είναι καλόψυχος και όχι, κατά κανόνα, επικίνδυνος.
Αποκτά τον βαρύτιμο τίτλο του από τα πρώτα του μαθητικά χρόνια, που κυρίως του απονέμεται (μεταξύ αστείου και σοβαρού) από δασκάλους του και που συνήθως διατηρεί εφ' όρου ζωής.
Η μητέρα: - Πώς πάει το παιδί μου;
Η δασκάλα: - Είναι ο «καπετάν-φασαρίας» της τάξης!
Got a better definition? Add it!