Selected tags

Further tags

Ένα παιχνίδι που παίζεται από 14-16,συνοδεύεται από μια κίνηση των χεριών δείχνοντας στο ματζαφλάρι του καθενός και ποικίλει σε φαντασία. Μπορεί να περιλαμβάνει απλές ερωτήσεις, ανέκδοτα, και εάν κάποιος είναι αφηρημένος, και μόνον τότε, μπορεί να την πατήσει.

- Ε, ξέρεις σ' αγαπάει... - Ποιος;
- ΑΥΤΟΣ!!!!!!! ΧΑΧΑΧΑ
(καντήλες)

(από Άγης, 04/12/10)(από Άγης, 04/12/10)

Βλέπε και αυτός! 1-0.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απ' το SOS, χρησιμοποιείται κυρίως για θέματα που είναι πολύ πιθανόν να πέσουν σε εξετάσεις και κατ' επέκταση για ό,τι είναι ιδιαίτερα σημαντικό και πρέπει να του αποδοθεί προτεραιότητα. Χρησιμοποιείται πολύ στα πληθωριστικά μεγεθυντικά του σοσάρα, καρασοσάρα, σουπερσοσάρα, σουπερκαρασοσάρα κ.ο.κ.

Στο Δ.Π. υπό ΑΝ21.

  1. SOS ΤΑ ΣΟΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΦΥΣΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 2010 ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ (εδώ).

  2. Γιατί αν δεν τον στεναχωρήσεις και αφυπνήσεις τώρα, θα φτάσει άσχετος στη Γ΄ Λυκείου, για να έχουμε και πάλι στατιστικές σαν τις φετινές, όπου σε ένα θέμα καρασοσάρα και με ασκήσεις λίγο πολύ «παλεύσιμες», το 30% να είναι κάτω από τη βάση. (εκεί).

  3. Οχι μονο πρεπει να τα ξερετε αλλα ειναι και ΣΟΥΠΕΡ ΣΟΣΑΡΑ ΘΕΜΑΤΑ τα υβριδικα. (παραπέρα)

βλ. και αντισός, σοσάρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη θέση σου, στην γωνιά σου και ήρεμα.

Όρος απαξιωτικός, που χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να προσγειώσουμε κάποιον ο οποίος υπερέβαλε είτε στα λεγόμενά του, είτε σε προκλήσεις, χωρίς να έχει τις αντίστοιχες ικανότητες.

- Χθες έδωσα σεμινάρια στο Νίκο στο μπάσκετ.
-'Ελα ρε, δηλαδή;
- Ε με προκαλούσε δύο μέρες ότι «με έχει» και ότι θα χάσω τη μπάλα και πήγαμε και έχασε 11-0.
- Καλά του κανες, είναι μεγάλος τσαρόφ, έπρεπε κάποιος να τον βάλει στο θρανίο του.

πρβλ. τη ρόκα σου εσύ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική, μάλλον, παιδική προστακτική της μαρίδας, απευθυνόμενη σε ψηλό τύπο, άρτι αφιχθέντα επί του πεδίου των παιγνίων.

Επίσης, απαντάται και ως μπασκετο-καζούρα, από τον κόουτς προς τα τσικότσεντερ-φόρια που εξέχουν από το υπόλοιπο τημ, σαν μια πούτσα στο Αιγαίο.

Τέλος, εκστομίζεται ως χιουμοριστική φιλοφρόνηση από έκθαμβους θαμώνες κωλόμπαρων, μόλις αντικρίσουν το νέο, ημίγυμνο, κατάξανθο πουλέν με το 20-ποντο...

Κυρ-Τάσος: - Πώς το είπαμε, ρε Μπάμπη, το ψηλό;
Μπάμπης, assbartender: - Λουντμίλλα...!
Κυρ-Τάσος: - Λουντμίλλα, έλα δω κούκλα μου να σε πώωωω!
Λουντμίλλα: - Νjεεεεε, τι θέλjεις;
Κυρ-Τάσος: - Κατέβα να φάμε, μωρό μου!
Όλοι παρέα: - Ούχαχααχαχαχα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω κοπάνα.

- Τι λέει; Θα πας στο μάθημα;
- Μπααα, δεν το κόβω...
- Πες την αλήθεια ρε, πάλι σμπόμπα θα κάνεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχολική (γυμνασιακή – λυκειακή) σλανγκ.

Τόπος : Κρήτη, αστικό κέντρο.

Χρόνος : Τέλη δεκαετίας ογδόντα, αρχές ενενήντα.

Τσουκάλα λέγαμε το κάθε λογής λυσάρι, το οποίο περιείχε έτοιμες τις λύσεις των ασκήσεων (μαθηματικά, φυσική, χημεία), ή έτοιμες λύσεις σε θέματα αρχαίου κειμένου φιλολογία).

Μπορούσες να το χρησιμοποιήσεις είτε με τον δύσκολο τρόπο και εποικοδομητικά (λύνοντας μόνος σου τις ασκήσεις και ελέγχοντας μετά την λύση τους), είτε με τον εύκολο τρόπο, αντιγράφοντας στεγνά κατευθείαν από την τσουκάλα, για να ξεμπερδεύεις και να κωλοβαρέσεις μετά με την ησυχία σου.

Το νόημα του λήμματος είναι ότι δεν κοπιάζεις μόνος σου, παίρνεις έτοιμες τις λύσεις από το λυσάρι, όπως παίρνεις το φαγητό έτοιμο από την τσουκάλα.

Με το τότε ισχύον σύστημα των δεσμών (χωρίς να μετράει η σχολική βαθμολογία των μαθημάτων για την καρμανιόλα των πανελληνίων), όλοι επέλεγαν δέσμη, ήδη από την πρώτη λυκείου, για να ξεκινήσουν έγκαιρα προετοιμασία. Βλ. και τις σχετικές εκφράσεις, τριτοδεσμίτης, πρωτοδεσμίτης κλπ. Συνεπώς, εάν π.χ. είχες διαλέξει τρίτη δέσμη (θεωρητική κατεύθυνση την λένε τώρα), για δύο χρόνια (πρώτη και δευτέρα λυκείου), δεν χρειαζόταν να ξαναγγίξεις τα και καλά «περιττά» μαθήματα, δηλαδή μαθηματικά, φυσική, χημεία κλπ., μόνο όσο χρειαζόταν για να μην μείνεις. Εάν ήσουνα «πρωτοδεσμίτης», δεν ξαναδιάβαζες αρχαία. Μπορούσες κάλλιστα και να πετάξεις τα σχετικά βιβλία.

Για όλες τις περιπτώσεις αυτές, η τσουκάλα πήγαινε σύννεφο.

Τώρα το έχουν αλλάξει και μετράει και η σχολική βαθμολογία όλων των μαθημάτων για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο. Δεν ξέρω ποιο σύστημα είναι καλύτερο και δεν με νοιάζει. Ούτως ή άλλως, η επίσημη παιδεία στον ρημαδότοπο αυτόν είναι καμένη υπόθεση. Η ουσιαστική παιδεία επαφίεται αποκλειστικά στις προσωπικές ανησυχίες εκάστου μαθητή (οιασδήποτε ηλικίας).

Απ' ό,τι έχω τσεκάρει, στην Αθήνα δεν χρησιμοποιούσαν το λήμμα. Μια σχετική αντίστοιχη φράση που ψάρεψα, είναι «ο θείος Στέφανος», αναφορά στον γνωστό εκδότη βοηθημάτων Στέφανο Πατάκη.

- Μανίτσα μου, τι θέματα ήταν αυτά που μας έβαλε η μαθηματικού στο τεστ; Μιλάμε μας έσκισε τα ράμματα.
- Ναι ρε πούστη μου, και δεν τα είχε ούτε η τσουκάλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική σχολική σλανγκ.

Κανονικά σημαίνει πεθαίνω, τα κακαρώνω, τα τινάζω, ψοφάω.

Σε σχολικά, και δη γυμνασιακά-λυκειακά συμφραζόμενα, μένω στον τόπο σημαίνει οτι - βάσει της βαθμολογίας μου - χάνω τη χρονιά αυτομάτως και υποχρεώνομαι να την επαναλάβω. Πιο απλά, μένω στον τόπο = μένω στην ίδια τάξη.

Συνήθως διακρίνεται από το απλούν «μένω». Το τελευταίο χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις στις οποίες ο μαθητής, προκειμένου να προαχθεί / προβιβαστεί στην επόμενη τάξη, οφείλει να επανεξεταστεί επιτυχώς σε όσα μαθήματα «πέφτει», σε ειδική εξεταστική το Σεπτέμβριο. Αντιθέτως, όταν κάποιος μείνει στον τόπο, δεν δικαιούται σεπτεμβριανής επανεξέτασης. Πάει κανονικά τις καλοκαιρινές διακοπούλες του, χωρίς διαβάσματα και άγχη (που λιγοστεύουν και τη ζωή btw) και του χρόνου κανονικά ξανακάνει την ίδια τάξη. [I]
- Πόσοι μείναν απ΄το Β4; Μακράν το πιο άκυρο τμήμα.
- Τέσσερις. Τρεις στον τόπο κι ο Μπαλάφας που πάει για Σεπτέμβρη.[/I]

Με ποιό όμως κριτήριο διαχωρίζονται οι εν τω τόπω μένοντες από τους απλούς μένοντες; Την εποχή του γράφοντος τουλάστιχον, το πράγμα είχε ως εξής: Αν έπεφτες (δλδ είχες βαθμό κάτω από τη βάση) σε πάνω από 4 μαθήματα, έμενες τόπο. Αν τα μαθήματα που έπεφτες ήταν μέχρι 4, πήγαινες Σεπτέμβρη...

Εννοείται πως του Σεπτέμβρη οι εξετάσεις ήταν εντελώς για την πλάκα, κι ο μόνος τρόπος για να μην περάσεις ήταν να μη θες να περάσεις (και να καταβάλεις και φιλότιμες προσπάθειες γι' αυτό). Η απόλυτη ξεφτίλα σεπτεμβριανών εξετάσεων, ήταν βεβαίως το Σεπτέμβρη του '99, μετά τη σεισμούκλα. Απ' ότι μου έχουν μεταφέρει, απλά πήγαινες, έδινες το παρών, προβιβαζόσουν και μετά σ' έδιωχναν άρον άρον οι τρομοκρατημένοι καθηγητάκοι, που είχαν κλάσει μέντες μην πέσει το άθλιο σχολειάκι από κανα μετασεισμίκ και τους πλακώσει... Παρωδία.

- Για πε ρε μαλάκα, κανας γνωστός, τι έγινε, ποιοί περάσανε;
- Μπουρμπούλιας στον τόπο, Πασχόπουλος στον τόπο, Μπαντουράκης στον τόπο, Μπουρμάς στον τόπο. Θες κι άλλα;
- Μπαλιόνας;
- Πέφτει σε τρία, C U September..
- Μπαρδάκος; - Σε τέσσερα, τη σκαπούλαρε παρά γουρουνότριχα.
- Κι ο Μότσικας; - Το' χε σίγουρο για Σεπτέμβρη και τελευταία στιγμή του σκάει αστροπελέκι το οχταράκι απ' τη Χημεία κι έμεινε στον τόπο σέκος το παλικάρι. Κρίμας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός προσώπου, κατά κανόνα μειωτικός, απαξιωτικός, ειρωνικός και χλευαστικός.

Τουρίστας είναι ο αργόσχολος, ξυσαρχίδης, αυτός που ψωλάρει, αυτός που έχει της ψωλής του το χαβά, ο αθκειασερός (στα κυπριακά αυτός που αδειάζει, δλδ δεν έχει δουλειά).

Όχι όμως οποιοσδήποτε αργόσχολος και ξυσαρχίδης. Ο τουρίστας νοείται πάντα αναφορικά με ένα συγκεκριμένο μέρος, συνήθως κάποιο χώρο εργασίας. Παρευρίσκεται εντός του χώρου αυτού, όχι όμως για να εκπληρώσει τα εργασιακά του καθήκοντα. Δεν συμμετέχει ενεργά και με ζήλο στο εργασιακό γίγνεσθαι. Είναι αντιπαραγωγικός, χωρίς να φθάνει έως το σημείο να γίνεται σαμποτέρ. Διότι πολύ απλά στ' αρχίδια του. Ενδεχομένως εκτελεί τις προβλεπόμενες υποχρεώσεις του, με τρόπο όμως τελείως μηχανιστικό, χωρίς να νιώθει Χριστό.

Τουρίστες θα δεις πολλούς να «απασχολούνται» σε δημόσιες υπηρεσίες. Μιλάνε με τις ώρες στο κινητό με το βασανάκι τους, αράζουν με την καφεδούμπα και (μέχρις εσχάτως) την τσιγαρούμπα τους, πάνε καμιά βόλτα στα μαγαζιά όταν βαρεθούν απ' το καθισιό και γενικά εννιά έχει ο μήνας.

Το τουριστικό φαινόμενο παρατηρείται κατά κόρον και στα στρατόπεδα, όπου ιδίως οι παλιοί, που πρόκειται να πάρουν απολυτήριο, απέχουν πλέον από οποιαδήποτε δουλειά και το μόνο που κάνουν είναι απλά να υφίστανται, σαν τα φυτά ένα πράμα..
Πρόκειται κατ' ουσίαν για πουθενάδες (αν και η τελευταία είναι ευρύτερη έννοια, περιλαμβάνει και περιπτώσεις βύσματος κλπ)

Τουρίστες λέγονται ακόμη και μαθητές / φοιτητές που εμφανίζονται στα μαθήματα όποτε τους καυλώσει, στη χάση και στη φέξη. Συνήθως ανεβαίνουν μέχρι τη σχολή μόνο για να πιουν καφέ και να χαβαλεδιάσουν με τους φίλους τους. Όταν καμιά φορά δεήσουν και μπουν στην παράδοση - δίκην αλεξιπτωτιστών - αδυνατούν να παρακολουθήσουν. Είναι βαθιά νυχτωμένοι περί του αντικειμένου και περιορίζονται στο να οχλαγωγούν και να καλαμπουρίζουν στα ορεινά έδρανα. Ίσως ανοίξουν και καμιά αθλητική / στοιχηματζίδικη εφημερίδα για να περάσει η ώρα. Τους φοιτητές τουρίστες ενδιαφέρει πρωτίστως η κοινωνικοποίηση (socializing). Μετάφραση: να χτυπήσουν καμιά γκόμενα...

  1. Τουρίστες απαντώνται και στον ιδιωτικό τομέα. Γνωστός του γράφοντος δουλεύει στο σ/μ του Βασιλόπουλου στο Φάρο Ψυχικού, με τετράωρο ωράριο. Επανειλημμένα είχε ζητήσει από το διευθυντή να τον κάνει οχτάωρο, γιατί δεν έβγαινε οικονομικά. Επειδή ο διευθυντής τον έγραφε, ο δικός μου αποφάσισε να γίνει τουρίστας, διαμαρτυρόμενος για τη συμπεριφορά αυτή. Δούλευε δλδ σε ρυθμούς ρελαντί, χαλαρουίτα. Ο διευθυντής εξοργισμένος τον κάλεσε να υπογράψει την παραίτησή του. «Είσαι μαλάκας άνθρωπέ μου που θα παραιτηθώ; Αν δε γουστάρεις, απόλυσέ με, και στάξε μου την αποζημίωση..» Και η απάντηση του διευθυντή: «καλά, συνέχισε να έρχεσαι για δουλειά, δεν είπαμε και τίποτα..»

  2. - Έχεις σημειώσεις για Νεοελληνική Φιλολογία ΙΙΙ;
    - Όχι, αλλά νομίζω θα βρω απ' το Μάκη. Μου 'χει πει πως παρακολουθεί.
    - Καλά, τώρα ψώνισες από σβέρκο.. Ο άνθρωπος είναι τουρίστας, παντελώς άσχετος με το άθλημα.. Πάει μόνο για να βρει καμιά γκόμενα..

  3. Τουρίστας είναι (στα ομαδικά αθλήματα) ο παίχτης που δεν υπάρχει μες το γήπεδο, απλά σέρνει τα πόδια του πάνω κάτω χωρίς να προσφέρει τίποτα. Τέτοιοι τουρίστες είναι ενίοτε χαρισματικοί παίχτες, που όμως την έχουν δει ντίβες και άρα απαξιούν να ασχοληθούν με το ματς όταν δε βρίσκονται σε φάση...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγετε ειρωνικά για δημόσια σχολεία (λύκεια συνήθως) που το επίπεδο τους είναι, τουλάχυστον, κάτω του μετρίου. Ξέρετε τώρα, καθηγητές άχρηστοι, μαθητές με μέσο όρο που κυμαίνεται στο 10 και κτήριο πιο χάλια και από αυτά του Βωβού.

Από τα πιο γνωστά είναι το 16 κόλετζ οφ Αμπελόκηποι, το 24 κόλετζ οφ Πολύγωνο και το σχολικό συγκρότημα της Γκράβας στο Γαλάτσι, δεν είναι τα μόνα όμως. Κάποια ήταν από την αρχή της λειτουργίας τους έτσι και κάποια πήραν την κατηφόρα με τον καιρό.

  1. - Ρε συ, τι μου 'πανε; Πήρες μεταγραφή για το 16;
    - Ναι...γιατί;
    - Θα καλοπεράσεις στο κολέγιο... καημενέεεε!

  2. - Καλά, εσείς καταλαβαίνετε τίποτα από το μάθημα του Σκορδομπούτσογλου;
    - Όχι... Welcome to the college.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αριθμός που δεν είναι «στρογγυλός», που περιέχει δηλαδή ψηφία διαφορετικά του μηδενός στις μικρότερες τάξεις μεγεθών, ξεκινώντας από τις μονάδες, ή περιέχει δεκαδικά, ή και τα δύο. Η λέξη συχνά αναφέρεται σε χρηματικά ποσά.

Λέγεται και κατσαρό νούμερο (ή ποσό κλπ).

Στο γυμνασιολύκειο είναι μια ένδειξη ότι κάπου έχεις κάνει λάθος στην άσκηση.

  1. ...νά το και το συνημίτονο. Σο το x πρέπει να είναι... μούμπλε μούμπλε... επ! Wtf; 324,486; Δεν παίζει! Αποκλείεται να βάλανε σγουρό νούμερο για το x. Πάμε πάλι...

  2. - Τι είναι αυτά τα σγουρά ποσά; 2.934,7 ευρώ, 14.673,51 ευρώ...
    - Είναι από την εποχή των δραχμών κύριε επιθεωρητά. Ένα εκατομμύριο, πέντε εκατομ-
    - Καλά με τα ποσά. Αυτό το σάιτ πού έχεις συνέχεια ανοιχτό τι είναι;
    - Τίποτα κύριε επιθ-
    - Κεριά και λιβάνια! Έλα ρε, λέγε. Ποιος είσαι; Ο knasos; Ο vikar; Ποιος;
    - Ο patsis κύριε επιθεωρητά, εσείς;
    - Η mariahomorfi.
    - Τι έγινε ρε παιδιά; Πώς είναι έτσι η μαριαχόμορφη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified