Further tags

Φρίτζουλας ή Fringουλας (ουσ). Εκ του Αγγλικού όρου Fringe( μετφ.) Περιθώριο. Σε πιο ελευθέρη μετάφραση, της κάθε είδους περιθωριακής ή μη αναγνωρισμένης επιστήμης σημερά. Βεβαιά σε αυτό το είδος μπορεί έμμεσα να ενταχθούν οι επιστήμες που βρίσκονται ακόμα σε πολυ αρχικό στάδιο. Παράδειγμα χαρακτηριστικο είναι, το ταξίδι στο χρόνο και τα σχετικα...

Όρος που περιγράφει τον ακόμα και σήμερα ένθερμο τηλεθεατή, die hard fan και επαναληπτικό downloader των επεισοδίων της επιτυχημένης σειράς Fringe του JJ Abrams και άλλων δυο, αγνώστου ταυτότητας και λοιπών στοιχείων, συγγραφέων που προβάλλονταν σε γνωστό Αμερικάνικο τηλεοπτικό δίκτυο από το Σεπτέμβρη του 2008 ως το Γενάρη του 2013.

Είναι ο τύπος που θέλει να δουλεύει στην Massive Dynamic και να έχει Cortexiphan στο σύστημα του. Αυτό είναι ο εγκέφαλος άλλα έτσι το λέγαν στη σειρά, τι να κάνουμε.

Είναι συνεχώς σφόδρα ερωτευμένος με την θεόκαυλα πράκτορα του FBI , την Olivia Dunham. Fact.

Αφού έχει μόλις λύσει ένα Περιθωριακό συμβάν εργαζόμενος σε ένα εργαστήριο σε ένα από τα υπόγεια του Harvard (ναι το μέρος έχει πολλά υπόγεια, όχι ένα)

θα ήθελε να κατεβάζει σφηνάκια τεκίλας σε hip underground μπαρ στο Cambridge

ενώ διαβάζει Κβαντική Μηχανική με τον κολλητό του, τον Peter Bishop.
Σημειωτέον, έχει πλαστογραφήσει και ο ίδιος το PhD του στην Engineering Science slash Physics από το Massachusetts Institute of Technology όπως και ο Peter άλλωστε.

Και το σημαντικότερο, να καταναλώνει μεγάλες ποσότητες LSD ή αλλιως να τριπάρει με το τιτάνα της σειράς τον ανυπέρβλητο John Noble που παίζει τον ρόλο του αξεπέραστου Walter Bishop και να βλέπουν μαζί φευγαλέες εικόνες από από ένα παράλληλο σύμπαν .

Θέλει να τον ελευθερώσουν από το Ήλεκτρον μετά από 21 χρόνια για να πολεμήσει μαζί με την Αντίσταση και την αρχηγό της, ΤΟ εικονιζόμενο καυλέτο την φανταστική «φανταστική» κόρη της Μιλφάρας του μέλλοντος της Olivia, τους κακούς Παρατηρητές, μην έχοντας γεράσει ούτε μέρα αφού τόσο καιρό ήταν σε αναστολή ζωτικών λειτουργιών μέσα στο Ήλεκτρον.

Ασήμαντες λεπτομέριες. Οι Παρατηρητές, δεν γερνάνε, πίνουν μόνο νερό, τρώνε τα πάντα με άφθονη tsili sauce,
σε κοιτάνε έτσι,
βλέπουν την υφή του χωροχρόνου έτσι και
παρατηρούν τα πάντα γύρω τους έτσι. Ανοίγουν σκουληκότρυπεςκατά βούληση που τους επιτρέπουν χωρίς συνέπειες να ταξιδεύουν στον χωροχρόνο, μέχρι σημείου δηλαδή να έχουν δει τα πρώτα λεπτά της ζωής του Σύμπαντος. Στην αρχή μόνο παρατηρούσαν την ανθρώπινη ιστοριά ,
αλλά αφού έκαναν πουτάνα τον πλανήτη το 2609 λόγω τρομακτικών τσιπακίων που μπαίνουν μόνα τους στον εγκέφαλο τους τα οποία τους κάνουν σουπερκομπιούτερς χωρίς συναισθήματα, έτσι ώστε τέρμα το γαμήσι και το μουνί το 2609 και όλοι οι καράφλες είναι παιδία του σωλήνα. Because bros before hoes dude.

Λόγω του δήθεν πολύ αντιφατικού και ανεξήγητου για πολλούς τέλους της σειράς, ακόμα και σήμερα προσπαθεί να το εξηγήσει.

Αν και εν μέρει το έχει καταφέρει, έχει χάσει λίγα από τα λογικά του και θα ήθελε ο δισεκατομμυριούχος καλύτερος του φίλος να του αφαιρέσει χειρουργικά κομμάτια από τον εγκέφαλο του για ξεχάσει αυτές τις ιδέες, μετά να κλειστεί για 17 χρόνια στο St.Claire's Mental Institution στην Κομητεία Essex της πολιτείας της Μασαχουσέτης και να έρθει ο γιος του από το παράλληλο σύμπαν,

τον οποίο απήγαγε από «εκεί» σκίζοντας την υφή του ίδιου του χώρου πάνω στην παγωμένη λίμνη Raiden στο Schenectady στην κεντρικό-ανατολική πολιτεία της Νέας Υόρκης το 1985,

να τον βγάλει ως κηδεμόνας του μαζί με την ξανθιά καύλα πράκτορα του FBI που μόλις μετατέθηκε σε ένα τμήμα του FBI που έχει διευθυντή τον Phillip Broyles (για να φάει τα λαχανικά του παιδί σας και σας παρακάλω δεν χρειάζεται να με ευχαριστήσετε) και το οποίο ερευνά υποθέσεις που σε κάνουν άνετα a psycho and a complete mental.

Αυτά ως μια περιγραφή από έμενα, ένα γνήσιο Φρίτζουλα

Και μέχρι την επόμενη φορά κ. JJ Abrams τρεις τελείες

Το παράδειγμα του πρώτου ορισμού είναι από τα πιο αντιπροσωπευτικά που μπορούν να παρατεθούν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απλό ρήμα, αποτελούμενο από το λολ / λωλ (αγγλ. lol, δηλ. laughing out loud) και την κατάληξη -άρω, και στη γλώσσα του διαδυκτίου σημαίνει γελάω.

Η χρήση του λολάρω (τουλάχιστον στον γραπτό ιντερνετικό λόγο) εκφράζει την κυριολεκτική κατάσταση γέλωτος, στην οποία βρέθηκε ο χρήστης αφού είδε ή διάβασε κάτι που θεωρεί αστείο, και διαφοροποιείται από το απλό λολ ή lol, που πλέον χρησιμοποιείται καταχρηστικά και σχεδόν μετά από κάθε πρόταση, χωρίς να δηλώνει απαραίτητα την διάθεση του χρήστη να γελάσει.

Όσον αφορά τον προφορικό λόγο, το λολάρω χρησιμοποιείται από τον ομιλητή όταν θέλει να δώσει έναν τόνο ειρωνείας στην απάντησή του προς το, όχι και τόσο πετυχημένο, αστείο του συνομιλητή του (π.χ. να λολάρω τώρα ή μετά;). Αντιθέτως το λολ ή lol σημαίνει ότι ο χρήστης γελάει από ευγένεια, χωρίς να συνοδεύεται απαραίτητα από ειρωνεία, δοκιμάζοντας, κατ' αυτόν τον τρόπο, την νοημοσύνη του συνομιλητή, αλλά και την δική του ευγένεια, με την προφανή δήλωση ότι είναι ευγενικός που δεν γελάει ακριβώς (αντ' αυτού λολάρει).

  1. Στο Highlander είναι ο McCloud με μια γκόμενα σε ρομαντικό δείπνο υπό το φως των κεριών, και κρατάνε από ένα ποτήρι μπράντυ στο χέρι. Σε κάποια φάση ρωτάει η γκόμενα: «Shall we have a toast;». Και μεταφράζει ο μάγκας στους υπότιτλους:«Θες ένα τοστ;» Λολάρω κάνα 5λεπτο λέμε.... (Από εδώ)

  2. αφασία ειναι τα ανεκδοτάκια ειδικά αν τα ακούς από προικισμένο αφηγητη …στο internet βεβαια χάνουν αρκετή από την γοητεία τους αλλά εγώ και έτσι λολάρω. (Από εδώ)

  3. λολολολολ! λολάρω, δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο, βλέπω απο τον μικρό μου αδερφό παιδιά... άστε βράστε είναι η εκπαίδευση πλέον... (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φωτογραφία ή εικόνα που έχει υποστεί επεξεργασία στο Photoshop (άλλως γνωστό και ως φωτομάγαζο) ή οποιοδήποτε αντίστοιχο πρόγραμμα, όπως Corel.

Συνήθως αναφέρεται σε φωτομοντάζ (είτε για πλάκα, είτε στεγνά για παραπλάνηση του κοινού), ή σε διορθώσεις που αποκοπούν στο να φαίνεται ομορφότερο το εικονιζόμενο πρόσωπο/κορμί (από μοντέλες και τραγουδιάρες μέχρι δημοσιογράφους και πολιτικούς) - και όχι σε αθώα επεξεργασία τύπου «διόρθωση κόκκινων ματιών».

Ετυμ. (εν μέρει αντιδάνειο) < αγγλ. photoshop <
photo (= φωτογραφία) < photograph < ελλ. φως + γράφειν
+ shop (= μαγαζί) < παλ. αγγλ. sceoppa (= πάγκος πωλητή).

- Χαχα, την είδες την τελευταία φωτοσοπιά στη Σαλάτα Εποχής; Κολλήσανε τη μούρη του Κακλαμάνη σε πόστερ του Σχιζοφρενή δολοφόνου με το πριόνι. Μιλάμε, έκλασα στο γέλιο.

(κοιτάζοντας φωτογραφία περιοδικού)
- Πωωω, πολύ παιδί αυτή η Δούνια... Τούμπανο...
- Φωτοσοπιά είναι ρε στόκε, ξέρεις τι κυτταρίτιδα έχει αυτή κανονικά;
- Δηλαδή, άμα σου κάτσει, θα της πεις όχι, ε;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λογοπαίγνιο του αστειάτορα. Βγάζει πολύ γέλιο!

Εκ των λολ και λογοπαίγνιο.

- Vrastaman: sexting -> αποστολή γυμνημάτων

- spiros: Καλό! Γυμνημάτωση / Γυμνηματίωση μήπως; (Π.χ. «αυτοί οι δύο γυμνηματώνονται» – όπως λέμε «μηνυματώνονται».)

- Vrastaman: Πολύ καλό ακούγεται ;-) Επίσης η μορφή «γυμνηματάκιας» (κατά το μηνυματάκιας) αποτελεί και πρώτης τάξεως λογοπαίγνιο / λολοπαίγνιο!

(Από το φόρουμ translatum.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαράδεκτος, ανακριβής και ρατσιστικός προσδιορισμός για τους ομιλούντες το σλαβικό ιδίωμα κάτοικους της Μακεδονίας.

Νεζνάμηδες συναντούσαμε στην αυγή του περασμένου αιώνα στα χωριά της Κοστούρ-Καστοριάς, Λερίν-Φλώρινας, Αλμωπίας (Καρατζόβας)-Μογλενών, Μοριχόβου, Γενιτζέ (Γιαννιτσά), Κουκούς-Κιλκίς, Σρς-Σέρρες και αλλαχού.

Έτσι τους ονόμασαν οι Παλιοελλαδίτες και Κρητικοί Μακεδονομάχοι, επειδή στις ανακρίσεις στις οποίες τους υπέβαλλαν, οι βουλγαρίζοντες σλαβόφωνοι απαντούσαν σταθερά νε ζναμ, δηλαδή «δεν γνωρίζω». Βεβαίως, η μπάλα πήρε και τους ελληνόφρονες σλαβόφωνους (Γραικομάνους κατά τους Βουλγάρους) αφού πολύ συχνά τα καλόπαιδα από την Κρήτη δεν ασχολούνταν να τους ξεχωρίσουν και περνούσαν από την κάμα (μάχαιρα) τους εξίσου εχθρούς και φίλους (π.χ. ο Ματωμένος Γάμος της Ζέλενιτς).

Η Ελληνική γλώσσα με όλη την περιπλοκότητα που μεταφέρει (πτώσεις, κλίσεις, εγκλίσεις, τόνοι και πνεύματα και άλλα χαοτικά) είναι εύκολο ν' απολεσθεί και να αντικατασταθεί από την εύκολη και απλοϊκή σλαβική (π.χ. μπόρα, σβάρνα, γράνα και λοιπό λεξιλόγιο που σχετίζεται με αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες). Επομένως, δεν πρέπει να καταλογίζουμε μειωμένο εθνικό φρόνημα στους σλαβόφωνους Έλληνες του Βορρά.

Σήμερα δεν έχουν μείνει παρά ελάχιστοι αφού σχεδόν όλοι είτε εκπατρίστηκαν σε Βουλγαρία-Σκόπια, είτε μετανάστευσαν σε Αμερικές και Αυστραλίες, είτε επέστρεψαν στην Ελληνική γλώσσα.

Είμαι ντόπιος «νεζνάμης», όπως μας αποκαλούν οι των άλλων φυλών. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που θα λέγαμε ελληνιστί τσοντόφατσα. Χρησιμοποιείται κυρίως για άντρες, και εκτός από τη μακρυά μαλαπέρδα, είναι από τα βασικότερα προσόντα που πρέπει να έχει ένας πορνοστάρ αν θέλει να κάνει διαχρονική καριέρα στο χώρο.

Είναι η φάτσα που έχει κάτι το διεστραμμένο, το παρακμιακό αλλά και το διαχρονικό μαζί. Βέβαια τσόντα-face μπορεί να είναι και κάποιος που δεν είναι πορνοστάρ, αλλά «το 'χει», θα μπορούσε να είναι π.χ. Γεωργίτσης (ή μήπως έχει παίξει σε τσόντα αυτός;)

Νομίζω ότι τα μύδια θα βοηθήσουν στην κατανόηση του λήμματος, είναι τα απόλυτα τσόντα-faces, για όσους βλέπουνε καμιά τσοντούλα. Ειδικά της γενιάς μου (βλέπε νοικιασμένο VHS από το βιντεοκλαμπάδικο της γειτονιάς.)

(Μεταξύ αντροπαρέας που βλέπει τσόντα)

- Πάλι αυτός ο τύπος;
- Καλά σε πόσες τσόντες τον έχουμε πετύχει;;;;
- Απίστευτο τσόντα-face!!!!!!

Δες και -φατσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα γνωστά αθλήματα, του τύπου σκούπα diving, γόπινγκ, φύλλινγκ κλπ, το οποίο αναφέρεται στο ράψιμο.

- Γυναίκα, από το πουκάμισο λείπει ένα κουμπί.
- Ε και εγώ τι να κάνω;
- Ράφτινγκ να κάνεις μωρή, τι άλλο;

(από rigo21, 14/10/08)(από rigo21, 14/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αφρώδες μείγμα λιπαντικού και κοπράνων, που αποτελεί κάποιες φορές παράπλευρη απώλεια κατά το πρωκτικό σεξ, το γνωστό πρωκτοζούμι.

Από το επώνυμο του αμερικανού πρώην γερουσιαστή Ρικ Σαντόρουμ.

Η λεξιπλασία έχει ηθικό εμπνευστή τον Νταν Σάβατζ, ο οποίος θέλησε με αυτόν τον τρόπο να αντιδράσει σε δηλώσεις του γερουσιαστή, κατά τις οποίες η ομοφυλοφιλία οφείλει να αντιμετωπίζεται ακριβώς όπως, μεταξύ άλλων, η σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκου και η κτηνοβασία, πράξεις που αντίκεινται στο θεσμό του γάμου και της οικογένειας και έτσι πλήττουν την κοινωνία.

Σε σύγκριση συνεπώς με το πρωκτοζούμι, το σαντορούμι αρμόζει σε ομοφυλοφιλικότερα συμφραζόμενα.

Πηγές: ο σχετικός ιστοχώρος του Σάβατζ, η σελίδα όπου πρότεινε την λεξιπλασία, σχετικά άρθρα της αγγλόφωνης Βικιπαίδειας για την λεξιπλασία και για τις δηλώσεις.

  1. Περάσαμε και γαμώ χθές με το τεκνό, αλλα γεμίσαμε τα σεντόνια σαντορούμι ρε να πάρει.

  2. Κάθε φορά που είναι να σοδομίσω τον γκέη ανύπαντρο σκύλο μου, του βάζω πρώτα κλύσμα, για να μήν μου κλάνει μετά σαντορούμι.

λήμμα [σχολής βράστα] (από xalikoutis, 26/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω βόλτες στο Mall, συνήθως κοιτώντας μόνο τις βιτρίνες χωρίς να ψωνίζω.

- Βαριέμαι ελεεινά ρε συ...
- Παμε να μολάρουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς, το συνεχές, νευρικό γέλιο που εχει την τάση να μεταδίδεται αστραπιαία στους γύρω μας, προκαλώντας εν τέλει πανδαιμόνιο.

Από το δημοφιλές ξενικό «LOL» (Laughing Out Loud) και το «ολοκαύτωμα».

- Σοβαρή εκπομπή, τι να σου πω... ριάλιτι σου λέει... αρκεί ένας να πετάξει μια μαλακία και γίνεται lol-οκαύτωμα εκεί μέσα...

Οι υπεύθυνοι του λολοκαυτώματος (από Khan, 12/11/14)

Βλ. και λολ / λωλ, lol, λολ, lol-some, Loles, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen, λολάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified