Further tags

Αρχίδια με μουστάκια.

Διάλογος:
- Θες να φας μαζί μας;
- Αμέ! Τί θα φάμε;
- Αστάκια
- Τι είναι αυτά;
- Αρχίδια με μουστάκια.

Βλέπε και γειώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Εισ-)πνευστό όργανο, όπως και το κλαρίνο, το τρομπόνι, το πουλόφωνο και η φυσαρμόνικα. Παραπέμπει σε πιο τζαζ, ή μάλλον γαμοτζάζ καταστάσεις. Το επανέφερε στην μόδα ο Μπιλ Πλύντον, για τον οποίο καθιερώθηκε και το σύνθημα «Κλίντον, φασίστα σαξοφωνίστα», πριν το γυρίσει στην φυσαρμόνικα.

(Από το τραγούδι του πλανητάρχη Τάσου Μπουγά «Αμερικάνα όμορφη»)

Γι' αυτό, λοιπόν, ο Μπίλυ από σαξοφωνέ,
γι' αυτό, λοπόν, ο Μπίλυ από σαξοφωνέ,
το γύρισε στο πούρο,
και στο κλαρινέ, και στο κλαρινέ, και στο κλαρινέ, (δις)

Got a better definition? Add it!

Published

Η πρακτική του να κλέβεις την δουλειά άλλων, κάνοντας ένα απλό copy paste στον υπολογιστή σου. Σχηματίζεται κατά το clopyright.

- Πολύ καλή η εργασία του Νίκου.
- Ναι, αλλά υποψιάζομαι ότι την έχει κάνει clopy-paste. Δεν μοιάζει με το ύφος του...

(από Khan, 18/07/11)

Βλ. και clopy disk

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρετρό σλανγκ εποχής. Το χρησιμοποιούσαν οι ευπατρίδες του μεσοπολέμου αντί για «στ' αρχίδια μου» ―καθώς αρχίδιον, σλανγκιστί, θα μπορούσε να αποτελεί υποκοριστικό του αρχή.

Φευ όμως, το προσφιλές αρχίδι στην πραγματικότητα ετυμολογείται εκ του ορχίδιον, το οποίο είναι υποκοριστικό του όρχις.

- ΑΡΧΙΔΑΜΟΣ: Τοιούτον άρθρον δεν διενοήθη νους τις, ουδέ έγραψε χειρ τις, αλλά πους τις! Εξίσταμαι!
- ΙΩΝ: Ε, ξύσ' τα μου! Όσα λες τα αναγράφω εις τα υποκοριστικά της αρχής μου!

Επίσης, βλ. μπλογκ διαταραγμένου αγριοχρίστιανου Μαρξ & Σπένσερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρογγυλή κουράδα πασπαλισμένη με ζάχαρη άχνη που σερβίρεται σε ανυποψίαστο θύμα την περίοδο των Χριστουγέννων.

- Να κεράσω παγωτάκι;
- Μπα, μετά τον κουραδαμπιέ δεν ξαναπαίρνω τίποτα από σένα!

Keith "Μασχαλίτσας" Jarrett (από Vrastaman, 08/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τα γνωστά ακαταλαβίστικα που συναντάμε σε όλα τα λεξικά ξένων γλωσσών που υποτίθεται ότι μας βοηθάνε να προφέρουμε σωστά την κάθε λέξη. Ένα λεξικό που σέβεται τον εαυτό του όπως το slang βεβαίως βεβαίως (του Θεμιστοκλέους, βεβαίως βεβαίως), δε θα μπορούσε να μην έχει και αυτό κάτι παρόμοιο να επιδείξει. Ορίστε οιπόν η slangίστικη έκδοση των phonetics.

Γαλλικά
L'émi boucallion = λαιμοί μπουκαλιών Craci vareglion = κρασί βαρελιών Qu'est-ce qu'il y a = και σκυλιά C' est la pas piou = σέλα παπιού Gelé c'est que c'est que c'est baul = ζελέ σε κεσέ και σε μπολ

Γιαπωνέζικα
Metrameto Harakaki = μέτρα με το χαρακάκι Solinaki yaura = σωληνάκι για ούρα Kafasaki yamura = καφασάκι για μούρα Takata kasoni e nakasaki = τάκα-τάκα σώνει ένα κασάκι Nashushiro tokasoni = να σου σύρω το κασόνι Yatohoma = για το χώμα Ostayasupa = οστά για σούπα Yakitamutaura = για κοίτα μου τα ούρα (ή ο ουρολόγος στα γιαπωνέζικα) Yakaura = για καούρα (ή ο στομαχολόγος)

Ιταλικά La mia volo ela me caro = Λαμία-Βόλο έλα με κάρο Canto me lato = κάν' το μελάτο Adiamo cimento = αντί άμμο, τσιμέντο Ti amo ti votsalo = τι άμμο, τι βότσαλο

Γερμανικά
Sfachtus = σφάχτους Biete, richeinere = μπείτε, ρηχά είναι ρε

Αγγλικά
Into the spot = είν' του Δεσπότ' To you too funny = του γιού του Φάνη Sleep for us = σλίπ φοράς A nice party = ε, να η Σπάρτη She has money = συ χεσμένη Kill kiss = Κιλκίς The necklaces = δεν έκλασες

(από ανέκδοτο)
Μία μέρα του καλοκαιριού, ένας Iταλός τουρίστας στη Κρήτη κοζάρει μια συκιά με κάτι μεγάλα και ζουμερά σύκα. Άδραται λοιπόν της ευκαιρίας και σκαρφαλώνει σ' ένα κλαδί της για να κόψει μερικά. Έλα όμως που ο Θεός αγαπάει μεν τον κλέφτη, αλλά αγαπάει και τον νοικοκοίρη. Να σου λοιπόν ο μπαρμπα-Μανούσος και αρχίζει να του φωνάζει: - «Κατέβα κάτω μωρέ, διάολε τσ' αποπολειφάδι σου!». Ο Iταλός όμως με τα walkman στα αυτιά, δεν άκουγε τίποτα. - «Δεν ακούς μωρέ;» του λέει ο μπάρμπας και μπροστά στον κίνδυνο να του ρημάξει το δέντρο του ο κλεφτοσυκάς, του χώνει μια με τη μαγκούρα και τον γκρεμίζει καταής. Σκάει κάτω με δύναμη ο καημένος ο ιταλός και ημιλυπόθυμος ψελίζει: - «Aqua!Aqua!» Και τότε ο μπαρμπα-Μανούσος του αποκρίνεται: - «Αφού άκουες μωρέ, γιατί δεν κατέβαινες;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικό που φανερώνει την επικριτική στάση του υποκειμένου για την κατάσταση της συμπεριφοράς του αντικειμένου, μία κατάσταση στην οποία βρίσκονται άτομα των οποίων οι πράξεις δεν λογαριάζουν κάποιες άγραφες κοινωνικές συμβάσεις της πιάτσας ή μιας συγκεκριμένης ομάδας.

- Καλά μαλάκα, ο Νίκος γάμησε τη Γιωργία!
- Ποια Γιωργία ρε μαλάκα, τη φάλαινα;
- Χε, χε, χε... ναι!
- Αυτό το παιδί πάντα το διέκρινε ένας οτινανισμός...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το τίγκα και χρησιμοποιείται για οποιοδήποτε αντικείμενο εκπλήσσει με την υπερβολή ή το μέγεθός του.

  1. (κοιτώντας σε ψησταριά το γύρο που μόλις τοποθετήθηκε):
    -Ρε μαλάκα, τι τιγκάδι είναι τούτο;

  2. (μόλις φέρνει η γκαρσόνα το «περιποιημένο» milk shake του φίλου σου):
    -Τι τιγκάδι είναι αυτό ρε; Για σένα είναι όλο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διφορούμενο κομπλιμέντο πολλαπλών ερμηνειών με σκοπό να κολακεύσει - πειράξει με την κακή έννοια.

Εμμανουέλα, με αυτές τις διαφανείς πλατφόρμες είσαι σα στριπτιτζού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το «βάλτος» και την «Μονή Βατοπαιδίου». Με αφορμή το γνωστό σκάνδαλο. Χρησιμοποιείται και ευρύτερα για όλες τις δυνάμεις αδρανείας που βαλτώνουν την Ελλάδα και δεν την αφήνουν ν' αγιάσει, ή έστω να προοδεύσει.
Λέγεται και «βαλτοπαίδιο» ή και «βαλτοπέδιο» κατά το «ναρκοπέδιο».

Και νά 'τανε μόνο ένα το βαλτοπαίδι, στο οποίο έχουμε βαλτώσει!

Τι έπαθε ο Hitler απ\' τη Μονή Βατοπαιδίου (από Hank, 01/01/09)Μον-αχ-όπολη (από poniroskylo, 05/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified