Further tags

Σημαίνει καρακατακατάντια, ναδίρ. Η κατάντια στην Κρήτη λέγεται έτσι κι αλλιώς και κατήντια ή και κατηντία, μάλλον υπό την επίδραση του αορίστου, (ε)κατήντησα (στην κρητική διάλεκτο σπανίως (ε)κατάντησα). Φτάνουμε στην φουλ έξτρα επαυξημένη κι ενισχυμένη εκδοχή κατηντίαση, εικοτολογώ λόγω κάποιου σλανγιωτατισμού και παρεπίδρασης από την ακουγόμενη, αλλά και κάπως μυστηριώδη ασθένεια καντιντίαση - προσοχή, ίου φωτογραφίες -> candidiasis. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή, ήταν ακόμη πιο εύκολο να κοτσαριστεί στην κατάντια η κατάληξη -ίαση, που κάνει την ηθικοκοινωνική κατάπτωση να ακούγεται σαν καλοπεριγεγραμμένη όσο και δυσίατη κλινική οντόντηντα.

Ίντά' ναι μωρέ η κατηντίασή σου! Με το σώβρακο πήγες στο περίπτερο;;!! όφου-όφου να κουζουλαθώ θέλει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παχύς και μαλθακός άνθρωπος, ο μούσχαρος, το μοσχάρι.

Άντε να βγει να δουλέψει λίγο το δαμάλι που κάθεται και τρώει όλη μέρα!

Got a better definition? Add it!

Published

Η Χοντρή του Θησαυρού ήταν δημοφιλής γελοιογραφία που δημοσιευόταν στο ελληνικό περιοδικό ποικίλης ύλης Θησαυρός. Επρόκειτο για μια παχύσαρκη κυρία, η οποία καταπίεζε τον μικροκαμωμένο σύζυγό της Ζαχαρία. Πρόγονος της συγκεκριμένης γελοιογραφίας υπήρξε η Αντζουλίνα, μια προπολεμική εικονογραφημένη καρικατούρα του τουρκικού εντύπου Ράμιζ, που μεταφέρθηκε στην Ελλάδα από το σχεδιαστή Μιχάλη Γάλλια. Αργότερα το ζευγάρι συνέχισε να γελοιογραφείται και από άλλους γελοιογράφους, όπως ο Βασίλης Χριστοδούλου και ο Αρχέλαος στο περιοδικό Οικογενειακός Θησαυρός μέχρι το 1967. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει παχύσαρκη γυναίκα, η οποία μάλιστα επιβάλλεται με τον όγκο της.

Τη Χοντρή του Θησαυρού πήγε και παντρεύτηκε ο κακομοίρης! Ποιος τον σώζει τώρα! Θα φάει πολλή παντόφλα.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο αρχηγός στο μινάρισμα (= στη μαλακία). Έχει και αρχοντικό ύφος (ως μπέης)...

- Ποιος ρε μινάρα; Ο Ντούλης; Τι να μας πει κι αυτός;... Έχει κάνει το μινάρισμα επάγγελμα ο μιναρόμπεης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με τη λέξη αυτή χαρακτηρίζουμε μία ομάδα ατόμων ελεεινών και αθλίων, με ροπή προς τη διαφθορά. Ο σκύλος, ως γνωστόν, χρησιμοποιείται ως υβριστικός χαρακτηρισμός σε πολλές γλώσσες (αραβικά, τουρκικά, κ.τλ.).

  1. Blogoσχόλιο:

Πέντε μέρες έχουν περάσει από την ομολογία των εγκλημάτων πολέμου του Αττίλα από τον Αττίλα στην Κύπρο και το Ανανικό σκυλολόι δεν έχει αναχαράξει κουβέντα! Τα εγκλήματα πολέμου κατά της χώρας που τους έχει δώσει υπηκοότητα δεν τους απασχολούν.

  1. Νιτσεϊκό απόσπασμα:

Η ζωή είναι μια πηγή χαράς, εκεί όμως που πίνει και το σκυλολόι όλα τα πηγάδια είναι δηλητηριασμένα.
Μου αρέσει καθετί καθαρό, αλλά δεν αντέχω να βλέπω τα στόματα με τα δόντια που τρίζουν και την δίψα των ακάθαρτων.
Έριξαν τα μάτια τους βαθιά στα πηγάδια: τώρα ανεβαίνει ως εμένα το αντιπαθητικό τους χαμόγελο. Έχουν δηλητηριάσει το άγιο νερό με την ακολασία τους: και καθώς ονόμασαν χαρά τα βρώμικα όνειρά τους, δηλητηρίασαν ακόμη και τις λέξεις.
Η φλόγα γίνεται απρόθυμη όταν πλησιάζουν τις υγρές καρδιές τους στη φωτιά, το ίδιο και το πνεύμα κοχλάζει και καπνίζει εκεί όπου το σκυλολόι πλησιάζει τη φωτιά.
Γλυκερός και παραώριμος γίνεται στα χέρια τους ο καρπός: το βλέμμα τους ρίχνει τα φύλλα των καρποφόρων δέντρων και μαδάει τις κορυφές τους.
Και μερικοί, που αποστράφηκαν την ζωή, αποστράφηκαν μόνο το σκυλολόι: δεν ήθελαν να μοιραστούν τα πηγάδια και την φλόγα και τους καρπούς με το σκυλολόι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας στα Ρομανί (γύφτικα). Κανονικά εκφέρεται χωρίς το τελικό -ς, το οποίο προστίθεται για εξελληνισμό.

- Θα πάρεις ένα λουλουδάκι για το κορίτσι σου, παλικάρι;
- Σο κερές, σουκαρί;
- Άι στο διά'λο ρε μπουλιάκο, που μου 'μαθες και τα γύφτικα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο ποταπός, ο άθλιος, ο ελεεινός.

  2. Κακό πνεύμα. Δαίμονας. Aναφέρεται πολύ στην Κόλαση του Δάντη να καταδιώκουν τον Δάντη και τον Βιργίλιο.

  1. - 'Oλο οι ίδιοι κι οι ίδιοι κυβερνούν τον τόπο πώς να σταματήσει η κατρακύλα με τέτοιους αχρείους στο τιμόνι;

  2. « Aυτοί οι δαίμονες έχουν γελοιοποιηθεί και έχουν υποστεί προσβολή και τον τραυματισμό [...] τώρα οργή ​​προστίθεται στο φυσικό τους σπλήνα και θα κυνηγήσουν τον Βιργίλιο και τον Δάντη κάτω, όπως τα λαγωνικά τον λαγό. »

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που σου σπάει τα νεύρα και καταντάει εκνευριστικός την ώρα που κάνεις κάτι σημαντικό ή κάποιος που δεν σε αφήνει σε ησυχία για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα.

- Ρε συ, σταμάτα πια, βαρεθήκαμε να σε ακούμε!
- Ναι, ρε συ, καταντάει τόσο...
- Σπαστικόνευρος.
- Ά μα γειά σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(συνέχεια των παραπάνω) Πέρα απ' τη διάλεκτό τους, το βασικότερο χαρακτηριστικό των barboyle είναι ο τσαμπουκάς τους. Πιο εύκολα ξεκινάς καυγά με μπαρμπόιλ, παρά με οξύθυμο πιτσιρικά που μπλέκει με φασαρίες και κουβαλάει μαχαίρι. Πηγαίνουν στις δημόσιες υπηρεσίες με σκοπό να κάνουν φασαρία με το καλημέρα σας, το παίζουν ξερόλες γενικά κλπ. Αναφέρονται συχνά στο πόσο διαφορετικά και καλύτερα είναι στην Γερμανία, με συνεχή παραδείγματα και υψηλό τόνο φωνής -σαν τους ζουλού ένα πράμα, παρόλα αυτά όταν ήταν εκεί πεθυμούσαν την Ελλάδα. Επόμενο στάδιο μετά τα μπαρμπόιλ είναι τα παππούδια.

Βλέπεις ξένη ταινία και σου πετάνε την super ατάκα «χαμήλωσέ το, αφού έχει γράμματα!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγνώστου προελεύσεως σύνθετη λέξη που υποδηλώνει ταν ηλίθιο και τον κακεντρεχή.

Τι παπαροζούμης είσαι ρε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified