Further tags

Ο τύπος ή η γκόμενα που είναι εξαιρετικά γαμήσιμοι και κρεβατάμπλ. Λέγεται και ως επίρρημα: σεξαιρετικά.

  1. - Θα έρθεις στην συνάντηση που κανόνισε η Λία;
    - Μουνιά θα έχει;
    - Θα φέρει μια φίλη της, που από ό,τι λένε είναι σεξαιρετική κοπέλα.

  2. Τον ρόλο θα υποδυθεί η Δήμητρα Ματσούκα, η ηθοποιός με το σεξαιρετικό υποκριτικό χάρισμα.

  3. Στη γωνία της πλατείας υπάρχει ένα σεξαιρετικό καμακομάγαζο.

  4. - Όταν πάμε στην Πάρο, θα πάρω τελεφούνκεν και την ξαδέρφη, που έχει μια παρέα από καυλοφοιτητόνια.
    - Σεξαιρετικά, νέε μου!

  5. - Πού θα πάτε φέτος;
    - Πέρσι πήγαμε Ίο και περάσαμε σεξαιρετικά, οπότε λέμε να ξαναπάμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γκραν γαμάω κομματόσκυλο.

Λολοπαίγνιο πάνω στον κομιτατζή. Βλ. επίσης: παγκαλέων, bluetooth, συριζαίος, πρασινοφρουρός, το Κόμμα, κ.ταλ.

Η πατρότητα μάλλον ανήκει στον Τζιπάκο.

- Είναι ντροπή να ονομάζουμε δημοκρατία το καρτέλ που έχουνε στήσει εκδότες, εργολάβοι και δοσίλογοι κομματατζήδες.
(Τζιπάκος, εδώ)

- Ε λοιπόν δεν θα σας περάσει αυτό που θέλετε να περάσετε. Βολεμένοι ελληναράδες που νομίζουν οτι κάτι κάνουν καθισμένοι στον καναπέ και παπαγαλάκια ή κομματατζήδες που θέλουν να προβοκάρουν το κίνημα αγανακτισμένων.
(εκεί)

- Εγώ έχω να πω ότι ο κ.Παπαδήμος τουλάχιστον είναι κάποιος ικανός αποδεδειγμένα άνθρωπος και όχι καραγκιόζης αμόρφωτος κομματατζής που αρπάει ένα πόστο επειδή είχε κονέ ή επώνυμο.
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη, αποτελείται από τον πούτσο και την κατάληξη –κλέτα, δανεική και συντμημένη από τη μοτοσικλέτα (motorcycle) ή τη μπισικλέτα (bicycle).

Προφανώς πρόκειται για συνένωση λέξεων με αλληγορικό νόημα. Από τη μία, ο φαλλός, που εκπροσωπείται από τη λέξη «πούτσος» και συμβολίζει τη σεξουαλική πράξη και την προς τα πάνω βλέψη, την ανόρθωση, τη δημιουργικότητα και από την άλλη η (μοτοσι)-κλέτα που αντιπροσωπεύει την ελευθερία, την περιπλάνηση, το ταξίδι. Σα να λέμε ταξιδιάρικο γαμήσι ή γαμιώντας ταξιδεύεις.

Ακούγεται συνήθως από άνθρωπο που έχει στην κατοχή του (ή έστω του αρέσουν) δίκυκλα μηχανοκίνητα ή μη οχήματα, εις περίπτωση ήντινα επιθυμεί όπως επιβιβάσει νεαρά κορασίδα χαλαρών ηθών. Βέβαια, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να χαρακτηριστεί, από την τελευταία, ως χυδαίος μαλακοκαύλης, κάφρος τσουτσουνοπαίχτης και γενικά μουνόδουλος φαντασιωσιόπληκτος. Για το λόγο αυτό η ηχητική ομοιότης μεταξύ πουτσοκλέτας και άλλης –κλέτας σώζει την κατάσταση, όπως εξάλλου διαφαίνεται και εις το παράδειγμα (1) του λήμματος.

Εις άλλη περίπτωση χρησιμοποιείται η ίδια λέξη για να εκφράσει τον ξυλοδαρμό (ο οποίος πολλάκις συνδέεται με τη συνουσία) με τη μετακίνηση, κοινώς «σε πάω γαμιώντας», «σε γαμάω κωλοφεράντζα» κλπ. παράδειγμα (2) του λήμματος

Άλλη ενδεχόμενη χρήση του όρου, είναι κατά τη μετατροπή ενός φυσιολογικού, κατά τα φαινόμενα ανδρικού μορίου, εις πουτσοκλέτα. Αυτό συμβαίνει καθώς εκαυλώθει το εν λόγω μόριο από τυχόν πιπινοκαυλάκι περαστικό και πρόστυχο και μετατράπηκε σε όχημα που μαρσάρει έτοιμο να εκτοξευτεί πυραυλοκίνητο. παράδειγμα (3) του λήμματος

  1. -Κοπελιά φαίνεται να σ’ αρέσουν οι βόλτες, τι λες πάμε μια βόλτα;
    - Μπα! Και με τι θα πάμε βόλτα ρε καρμοίρη;
    - Ανέβα στην πουτσοκλέτα και θα δεις τον κόσμο μ’ άλλο μάτι…
    - Α να χαθείς, χυδαίε.
    - Γιατί βρε κοπελιά, χιλιάρα μηχανή λέμε…

  2. Κακα τα ψεμματα...αν ο καραφλας ειχε ενα κρανος θα τους εβγαζε πουτσοκλετα εξω μονος του! Αυτη η αγελοποιηση και η μηδεν προσωπικοτητα μου φερνει εμετο! Καταφεραν να στρεψουν την κοινη γνωμη υπερ του χρυσαυγιτη...(εδώ)

  3. Πουτσοκλέτα μαs τον έκανεs! (εδώ)

Πουτσοκλέτα πρωτότυπο 1 (από VAG, 11/07/12)Πουτσοκλέτα "η εξέλιξη" (από VAG, 11/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χλεμπαγιέ ή πλεμπαγιέ. Από την πλέμπα > «πλεμπάγια». Ενέχει μπασκλασαρία, κακογουστιά και έλλειψη περιποίησης. Το αντίθετο του κυριλέ.

- Τι έλεγε, τελικά, το φαγάδικο που πήγατε, ρε Βαγγέλη;
- Τι να λέει... Όλα φύρδην μίγδην, τσαλαπατημένα και βλαχομπαρόκ... Χλεμπαγιέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης η Λεωφόρος Αλεξάνδρας.

Κατέβηκα όλο το LA με πράσινα φανάρια, δεν το έχω ξαναδεί!

Μπλαστ φρομ δη παστ. (από Vrastaman, 13/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι βλάκας αλλά και βλάχος συνάμα.

  1. Είχαν και στο χωριό σου... βλάκχo ;

  2. Πού πας ρε βλάκχο με το...

Αλλά και όταν ο Βάκχος υπό την επήρεια του αλκοολ αρχισε τις βλακείες (από GATZMAN, 18/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραζει, με τους ανάλογους χαρακτηρισμούς βέβαια, τα προσόντα μιας γυναίκας. Εμπνευσμένο από λαϊκο άσμα.

Κώστας: - Δικέ μου, κοίτα κάτι μπαλκόνια που έχει αυτός ο μούναρος!!
Νίκος: - Όντως... Έχει άριστη βυζική κατάσταση...

(από HardcoreGR, 25/03/13)"Έχεις βυζιά, μπαίνεις παντού". Αλλά με λίγη φαντασία μπορεί να διαβαστεί και ως "βυζίκ". (από Khan, 27/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι οι επιδόσεις με μια γυναίκα στο κρεβάτι είναι εξαιρετικές.

Μάνος: - Πώς τα πήγες με την Άννα δικέ μου;
Κώστας: - Φίλε, χθες την ξέσκισα την καριόλα... Έγινε παρακαύλωμα του πυρός!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκ του πέρασα ΚΤΕΟ. Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται από γυναίκες και από gay. Συγκεκριμένα σημαίνει ότι γαμήθηκε μια χρονική περίοδο.

Λόλα: - Βγήκες τελικά με το παιδί που σου σύστησα;
Λίλη: - Ναι. Και με πέρασε ΠΕΟ μάλιστα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εφόσον το αφεντικό επιτρέπει τις λεξιπλασίες, αφιερώνοντας τους μάλιστα και ειδική κατηγορία, και μιας και κάνει τέτοια ζέστη, είπα κι εγώ να μαλακκιστώ λίγο μπας και δροσίσει.

Το ρήμα του ορισμού λοιπόν παράγεται από τα αρχ. ελληνικά (τα) μάλα = πάρα πολύ + ακκίζομαι = κάνω νάζια, χαριεντίζομαι.

Και ναι, σωστά καταλάβατε, πρόκειται για την καθημερινή συνήθεια των συντελεστών των μεσημεριανάδικων, ατόμων στα οποία αφιέρωσα ήδη πολύ χρόνο και λέξεις, οπότε το κόβω εδώ.

- Έχεις ντιπ αποβλακωθεί ρε χάπατο, πιάσε το τηλεγαμίδι και κλείστην τη γαμημένη, πάλι τις χαμούρες να μαλακκίζονται κοιτάς ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified