Further tags

Ο ρυθμός 3/4. Κατά το σου-τιέν, εκ-μέκ, κλπ.

- (πούτσα-τσα, πούτσα-τσα), χμμ, ωραίο κομματάκι αυτό, τι είναι;
- Ο Γαλάζιος Δούναβης.

Got a better definition? Add it!

Published

Το σκάλωμα μιας ομάδας μπάφκετ που έχει εξασφαλίσει μεγάλη ποσότητα, έχει κλειστεί στο μπαφόσπιτο και έχει καεί στο μπάρμπεκιου.

Λέγεται επεξηγηματικά για να αιτιολογήσει κανείς την ξαφνική απουσία όλων των φουνταμενταλιστών της παρέας, ξεκαθαρίζοντας πως οι μόνες λύσεις για να τους ξανασταμπάρουμε κάπου είναι να τελειώσει η νταφού ή να τελειώσουν οι πάστες.

Παραφθορά παλαιότερου punchline από διαφήμιση υγρού πιάτων: «Στο Βιλλαμπάχο ακόμα τρίβουν».

- Καλά, αυτοί οι χαβαλέδες άρχισαν να λείπουν κι από τα εργαστήρια τώρα;
- Ποιοι μωρέ, οι φουντικοί κι οι χασίστες; Στο βιλλαμπάφο ακόμα στρίβουν... Ήρθε η άκρη τους από κάτω και έχουν καπνίσει μισό στρέμμα σε δυο μέρες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να εισάγουμε εδώ έναν όρο για τον χαμηλοτάτης υποστάθμης μουνοείλωτα ο οποίος, ελλείψει άλλων προσόντων και πόρων, διατηρεί σε καλή κατάσταση την αλυσίδα του με το να προστρέχει σε κάθε οικιακό παράγγελμα της συντρόφου, και δη σε αυτά που ενέχουν tasks προσωπικής υγιεινής και περιποίησης (π.χ. βοήθεια σε αποτρίχωση και μακιγιάζ, κούμπωμα - ξεκούμπωμα ρούχων και εσωρούχων, τακτοποίηση της γυναικείας οικοσκευής, οποιαδήποτε ανάμιξη σε σερβιετοειδή κ.λπ.).

γκουβερνάντα + άντρας η ετυμολογία, κοπυ ράιτ: ksereiafti.

- Μωρό μου έλα βγάλε μου τις μπότες γιατί ίδρωσαν οι πατούσες μου...
- Αμέσως... ααααγκκκκκχχχχ...
- Ε, τράβα βρε μωρό μου πιο μαλακά... με πόνεσες...

(από το «Μικρές Αφηγήσεις από τη ζωή ενός Γκουβερνάντρα», εκδόσεις Quota).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικά, ο αθυρόστομος, αυτός που ανοίγει το στόμα του και βγαίνουν λουλούδια.

Αρχικά απετέλεσε κλασσικό λεκτικό μαργαριτάρι ημιμαθών που θέλαν να πουν «αθυρόστομος». Αναπόφευκτα παρείσφρησε στην σλανγκική ως χαριτωμενιά.

Εκ των άνθος και στόμα.

- Καλό παιδί ο Μάριος, αλλά είναι πολύ βρωμολόχος και ανθηρόστομος... αντί των βωμολόχος και αθυρόστομος (από εδώ)

- Ανθηρόστομος φίλος της μητέρας μου, κατηγορήθηκε στον διευθυντή από συνυπάλληλό του, την οποία πουτάνα την ανέβαζε, πουτάνα την κατέβαζε. Η συνεσταλμένη υπάλληλος, ισχυρίσθηκε ενώπιον του διευθυντού ότι την είπε «πόρνη». Τότε ο πληθωρικός πρωταγωνιστής της ιστορίας ενίσταται σκαιώς, λέγων: «Ψεύδεται ασύστολα κε Διευθυντά. Διότι όλοι ξέρουν, ότι ΑΝ την έβριζα εγώ, δεν θα την έλεγα πόρνη, ΠΟΥΤΑΝΑ θα την έλεγα».
(από εκεί)

(από Vrastaman, 09/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φιλοσοφικό απόφθεγμα, που είναι αντάξιο σοβαρής επιστημονικής μελέτης, μιας και είναι μυστήριο λογοπαίγνιο μεταξύ της μεταφοράς, όπου κάποιος πούστης τυχαίνει να είναι κωλόφαρδος και μεταξύ της κυριολεξίας, όπου αυτός που τον παίρνει καδρόνι και τον βγάζει ροκανίδι έχει ξεχειλωμένη σούφρα.

Όμως...

Οι συνδυασμοί μεταξύ κυριολεκτικής και μεταφορικής έννοιας, που είναι 2 x 2 = 4, κάνουνε τη φράση πολυσήμαντη. Είναι δηλαδή σα να λέει κάποιος τέσσερις διαφορετικές αλήθειες στη συσκευασία της μιας.

  1. Ο πούστης (μεταφορικά) είναι κωλόφαρδος (μεταφορικά). Αυτό σημαίνει, ότι ένας ύπουλος άνθρωπος είναι πάντα βολεψάκιας, εξ ου και την περνάει καλά.

  2. Ο πούστης (μεταφορικά) είναι κωλόφαρδος (κυριολεκτικά). Αυτό σημαίνει, ότι κάποιος που είναι ύπουλος, πρέπει κανονικά να τον παίρνει.

  3. Ο πούστης (κυριολεκτικά) είναι κωλόφαρδος (μεταφορικά). Αυτό σημαίνει, ότι κάποιος που τον παίρνει, κάπως θα την βολέψει.

  4. Ο πούστης (κυριολεκτικά) είναι κωλόφαρδος (κυριολεκτικά). Αυτό σημαίνει, ότι όποιος τον παίρνει, ξεχειλώνει η σούφρα του.

Επειδή λοιπόν όλες οι παραπάνω φράσεις είναι βαθύτατα φιλοσοφημένες αλήθειες, σε περίπτωση που δεν ξέρεις τι συμβαίνει με κάποιο άτομο, λες ένα «οι πούστηδες είναι πάντα κωλόφαρδοι», πιάνεις έτσι όλες τις περιπτώσεις και ξεμπερδεύεις. Είναι σαν χορήγηση αντιβίωσης ευρέος φάσματος.

– Κοίτα ρε τον Νίκο... Όλα καλά του πάνε. Έχει καλή δουλειά, κέρδισε στο λαχείο, πήρε καλή προίκα από τον πεθερό του...
– Ε δεν ξέρεις;... Οι πούστηδες είναι πάντα κωλόφαρδοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν κάνει τίποτα άλλο στην ζωή του παρά μόνο γαμάει!

- Εμείς οι άντρες είμαστε μονογαμικά όντα!... Μόνο γαμάμε!...

(Απόφθεγμα του bourdela.tv).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιζών ελληνικό λεξικό: (Από το Inbox του ταχυδρομείου μου και την επικαιρότητα)

Μιζοσκόταδο (το): Προσπάθεια συσκότισης και συγκάλυψης της αλήθειας στην υπόθεση της Siemens. Π.χ. Η δικαιοσύνη ψάχνει τους ενόχους στο μιζοσκόταδο.

Mιζοκακόμοιρος (ο): πολιτικός για τον οποίον υπάρχουν ενδείξεις ότι εμπλέκεται στο σκάνδαλο με τις μίζες, αλλά παριστάνει τον κακόμοιρο προκειμένου να πείσει για την αθωότητά του. Π.χ. Διάβασες τις δηλώσεις που έκανε ο Τ. βγαίνοντας από τον ανακριτή; Τον εγκατέλειψε το κόμμα του, λέει ο μιζοκακόμοιρος.

Μιζοτιμής (επίρρημα): Ελάττωση της τιμής της μίζας κατά το ήμισυ, σε περιόδους όπου υπάρχει μεγάλος αριθμός πολιτικών πρόθυμων να εμπλακούν. Π.χ. Εκεί που τα είχαμε βρει και ήμασταν έτοιμοι να συμφωνήσουμε, μπλέχτηκε και ο Κυριάκος και μας έκανε χαλάστρα. Η συμφωνία έκλεισε μιζοτιμής.

Μιζεκλίκι (το): πρόγευση /μικρή προκαταβολή μίζας. Π.χ. Ο εξοπλισμός του πολιτικού γραφείου του με καινούργιο τηλεφωνικό κέντρο ήταν το μιζεκλίκι της υπόθεσης. Τα χοντρά λεφτά δόθηκαν αργότερα.

Mιζονέτα (η): πολυτελής κατοικία που αποκτήθηκε ως αντάλλαγμα πολιτικής εκδούλευσης. Π.χ. Είδες την μιζονέτα του Aκη στο Πανόραμα; Έχει ένα wc λιγότερο από την βίλα του Μητσοτάκη.

Μιζανπλί (το): προϊόν συναλλαγής που αποδίδεται εις είδος, συνήθως με μορφή κοσμημάτων ή άλλων τιμαλφών, σε συζύγους, ερωμένες ή κόρες πολιτικών. Π.χ. Βλέπεις την κοτρόνα που φοράει στο χέρι το τσουλί; Μιζανπλί του υπουργού από την υπόθεση του OTE είναι.

Μιζολιθική εποχή: Χρονικά συμπίπτει με περιόδους όπου εξαγγέλλονται μεγάλα έργα, μεγάλες διοργανώσεις, μεγάλες αγορές του αιώνα κλπ. Και πέφτουν οι μεγάλες μίζες. Π.χ. Γαμώ την ατυχία μου. Τώρα βρήκαμε να είμαστε έξω από τα πράγματα; Τώρα που είναι η μιζολιθική εποχή και τρώει η μίζα σίδερο;

Μιζολαβητής (ο): παρένθετο πρόσωπο που μεσολαβεί στο δαιδαλώδες σύστημα διακίνησης της μίζας, μέσα από εμβάσματα, off-shore εταιρείες κλπ, προκειμένου να χαθούν τα ίχνη του μαύρου πολιτικού χρήματος. Π.χ. Ισχυρίζεται ότι τον έμπλεξαν χωρίς να το θέλει. Θα τη γλιτώσει φτηνά όμως. Ένας απλός μιζολαβητής ήταν.

Μιζάνοιχτος (ο): πολιτικός που εντέχνως αφήνει να διαρρεύσει σε επιχειρηματικούς κύκλους ότι είναι ανοιχτός σε προτάσεις συναλλαγής. Π.χ. Εκλογές έρχονται. Τα έξοδα πολλά. Δηλώνω μιζάνοιχτος σε υποψήφιους χορηγούς.

Απομιζώ: σύγχρονη γραφή του ρήματος απομυζώ. Το ρήμα 'απομυζώ' που σημαίνει 'αναρροφώ, βυζαίνω, αποσπώ συνεχώς χρήματα, μετατρέπεται σε 'απομιζώ' όταν ο ενεργών είναι πολιτικό πρόσωπο. Π.χ. Απομίζησε τους πάντες επί υπουργίας του. Να φανταστείς ότι τον αποκαλούσαν ο μίστερ 2%. Τόση ήταν η προμήθειά του.

τα παραδείγματα παραπάνω:)

(από Galadriel, 10/04/09)(από Khan, 12/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τα πάλαι ποτέ παιχνίδια που παίζαμε όταν είμαστε παιδιά. (Σ.ς.: Αν κρίνω από όσα λέγονται για την πρόσφατη συνάντα αυτό θα ήταν στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες... Ή μήπως στον Μεσοπόλεμο;).

Η προέλευση έχει ως εξής: Παίζαμε λ.χ. βόλευ, ή ακόμη καλύτερα «μήλα» κ.ο.κ. και η μπάλα έβρισκε στο λεγόμενο «φυσικό εμπόδιο», δηλαδή στα κλαδιά μιας συκιάς, μουριάς, πεύκου κ.τ.λ. που δεν μπορούσαμε να αποφύγουμε, γιατί δεν είχαμε πολύ χώρο για να διαλέξουμε πού θα παίξουμε.

Για αυτούς που μεγάλωσαν σε πόλεις, το «φυσικό εμπόδιο» μπορεί να ήταν κολώνα της ΔΕΗ ή η μπουγάδα της κυρα-περμαθούλας. Έτσι η φάση χάλαγε αδικώντας την μία ομάδα, η οποία φώναζε «φυσικό εμπόδιο» και διεκδικούσε την εξαρχής επανάληψή της.

Από εκεί προήλθε το «φυσικό» χάριν συντομίας, το οποίο σλανγκίστηκε με το αυθόρμητο σλανγκικό αισθητήριο που είχαμε ως παιδιά σε «φυσικός» και για μεγαλύτερη σλανγκ αίσθηση σε «χημικός». Αν ήταν τεχνητό εμπόδιο, λ.χ. κολώνα ΔΕΗ, λέγαμε και «τεχνητό». Αατα.

- Μπραααφ! (Κολώνα ΔΕΗ).

Κακομαθημένο παιδί: Δεν παίζω! Φυσικός! Φυσικός! Απ' την αρχή!
Αντίπαλη ομάδα: Σιγά μην σας δώσουμε και χημικό! Εμείς φταίμε που σημάδεψες την κολώνα;
Κ. Π. : Δεν παίζω! Δεν παίζω! Α. Ο. (ρυθμικά): Υ-πο-χώ-ρη-ση! Υ-πο-χώ-ρη-ση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωδική ονομασία για τρία από τα προϊόντα για τα οποία φημίζεται η Μεσσηνjία, δηλαδή: σύκα, σταφίδες, σωματέμποροι.

Από Τρία Σίγμα, νταξ! Κάνουμε και εξαγωγές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε αναφορά προς την Μεσσηνjία, είναι τα τρία κακά του κόσμου, δηλαδή: Μαφία, Μασονjία, Μεσσηνjία. Η έκφραση περιγράφει την συνήθεια των Μεσσηνjίων για μεσσηνjιακό παραγοντιλjίκι και lobbying.

- Καλά πώς πήρε το τριχίλιαρο χωρίς νά 'χει καεί το χωράφι του; - 3Μ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified