Ο έχων αγγαρεία στα μαγειρεία και συγκεκριμένα να πλύνει τους δίσκους.
-Σειρά θα πάμε απόψε στο καψιμί να δούμε το ματς;
-Άσε, δεν προβλέπεται, σήμερα έχω να κάνω τον ντι-τζέι.
Ο έχων αγγαρεία στα μαγειρεία και συγκεκριμένα να πλύνει τους δίσκους.
-Σειρά θα πάμε απόψε στο καψιμί να δούμε το ματς;
-Άσε, δεν προβλέπεται, σήμερα έχω να κάνω τον ντι-τζέι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αγγλική χροιά στη λέξη φίδι που υποδηλώνει τον στρατιώτη, συνήθως παλιό, που δεν τον χώνουν, και είναι πάντα αραχτός και όταν οι νέοι πήζουν αυτός λίαζεται έξω όπως τα φίδια το καλοκαίρι.
-Ρε σειρά πως τη περνάει έτσι ζάχαρη ο λέουρας;
-Ασε ρε ποντίκι που θές να μάθεις κόλας! Ο Νίκος είναι ειδικός στο λούφινγκ, το φίδινγκ και το μηνυματέισον!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το γαμώ κατά τους γαύρους (Ολυμπιακούς).
Βλ. και έχει γαβριάξει, γαύρος.
Got a better definition? Add it!
Το γυναικείο εσώρουχο τύπου στρινγκ, που η πίσω όψη του αποτελείται από λεπτό κορδόνι που χάνεται ανάμεσα στα κωλομέρια.
Η γυναίκα που ανάμεσα στο παντελόνι και τη μπλούζα της διαφαίνεται το πάνω μέρος του εσώρουχού της, είτε είναι τύπου στρινγκ είτε παρεμφερές.
Προέλευση:
Προέρχεται από το όνομα του ποδοσφαιριστή Παναγιώτη Κορδονούρη λόγω προφανούς ηχητικής συγγένειας και ενδέχεται να πρωτοδιαδόθηκε ως όρος από αθλητικό ραδιοφωνικό σταθμό της Θεσσαλονίκης.
...κάνω που λες στην άκρη τον κορδονούρη με το μικρό μου δαχτυλάκι, παίρνω φόρα και βουρ για το γκρόβερ!
- Σσσσσσσσσσσσσ! Πιάσε ρε μαλάκα ένα κορδονούρη που περνάει...
- Αυτό δεν είναι σώβρακο ρε φίλε, αυτό είναι μεσινέζα!
Got a better definition? Add it!
Το εύφλεκτο μείγμα, που ανακάλυψε ο Καλλίνικος τον 7ο μ.Χ. αιώνα, άγνωστα παραμένουν τα υλικά με τα οποία το έφτιαχνε. Οι ιστορικοί λένε ότι το υγρό πυρ έκαιγε επίμονα και δεν έσβηνε με νερό, παρά μόνο με ούρα ή άμμο.
Για την διαπροσωπική σχέση των φύλων μεταξύ τους χρησιμοποιείται και ως αντίστοιχο του Χοντράδια ή Flintstones δηλαδή συμπυκνωμένο υγρό που έχει πήξει απο την ανύπαρκτη σεξουαλική επαφή.
Αλκιβιάδης: Φίλε μου ένα θα σου πω. Έβγαλα με μίσος παντού το υγρό πυρ δια μέσου της εκτίναξης πάντα. H κοπέλα δεν είχε ξαναδεί κάτι παρόμοιο, έγκαυμα πρώτου βαθμού της προκάλεσα! Σαν γέννα ήταν.
*Αλκιβιάδης = πρώην αμπελοφιλόσοφος, παρέα του Μάκη του Γίγαντα.
Got a better definition? Add it!
Το τρέντουλο.
Ο Κώστας επέμενε να βγούμε στο Γκάζι.
«Δεν μ' αρέσει εκεί» είπα, «μέσα στα στενά. Έχει ταραντούλες».
Ταραντούλες στην αργκό μας είναι οι τρέντουλες, όσοι ζούν σύμφωνα με τη Βίβλο των τρέντι περιοδικών μ' αφιερώματα όπως «Τα είκοσι καλύτερα ζευγάρια βυζιών της δεκαετίας» ή «Δέκα τρόποι για να του φτάσει μέχρι τ' αφτιά».
(Γ. Παλαβός, «Πέμπτη βράδυ»)
Got a better definition? Add it!
Αυτή που θέλει διακαώς να γίνει τραγουδίστρια σε νυχτερινά κέντρα, αν και η φωνή της είναι λίγο πιο μελωδική απ' του κορακίου. Ντύνεται, μάλλον γδύνεται, για ν' ανέβει στην πίστα, θυμίζοντας περισσότερο περιπατητική παρά καλλιτέχνιδα.
Από εκπομπή του Μητσικώστα:
«Και τώρα, η διεθνούς φήμης ψολίστ, Στέλλα Μπεζ!»
Got a better definition? Add it!
Ο φτιαγμένος με μπαγιάτικο ψωμί ή παξιμάδι ντάκος*.
*Ντάκος: πρόχειρο ορεκτικό, μάλλον Κρητικής προέλευσης, που αποτελείται από παξιμάδι, μια στρώση τριμμένης τομάτας, μια στρώση τριμμένης φέτας και λάδι, ρίγανη κτλ.
-Πώς ήταν το μαγαζί; Όπως στα λεγα;
-Καλά ήταν μωρέ, πλακώσαμε τα ρακόμελα και κάτι άλλα μπινελίκια. Παραγγείλαμε και ντάκους, αλλά μας έφερε γεροντάκους και δεν τους ακουμπήσαμε. Λογικά θα τους σερβίρει στους επόμενους, όπως εμάς μας έφερε των προηγούμενων.
Got a better definition? Add it!
Βρέχει καταρρακτωδώς και εσύ περπατάς ακάθεκτος. Στο τέλος έχεις βραχεί τόσο πολύ που - εν μέσω σύγχυσης - δεν βρίσκεις άλλη λέξη να περιγράψει την υπερβολή.
Προέρχεται από τον συγκερασμό των λέξεων λούτσα και μούσκεμα.
Σκατοβροχή! Έγινα λούσκεμα...
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε άτομο το οποίο όχι μόνο δεν προκαλεί σεξουαλική διέγερση (σεξουαλικά αδιάφορο δηλαδή), αλλά ίσως προκαλεί και τα ακριβώς αντίθετα συμπτώματα.
Αντώνυμο: καυλωτής.
Εκ του λατινικού persona non grata (ανεπιθύμητος, απρόσδεκτος) και του νεοελληνικού κούκου (καύλα, στύση, σεξουαλική διέγερση γενικότερα).
Από τότε που άνοιξα κατά λάθος την πόρτα της τουαλέτας και την είδα να σκουπίζεται, αποτελεί persona non koukou για μένα, όσο μεγάλες βυζάρες κι αν έχει...
Got a better definition? Add it!