Selected tags

Further tags

Η βρωμούσα, το μικρό αυτό σκαθαρέ και πλακέ λαχανί έντομο που πετά απότομα και χτυπιέται σαν τρελό στους τοίχους και τα παραθύρια, το οποίο δεν πρέπει να σκοτώνουμε αλλά απλώς να απομακρύνουμε (δεν τσιμπάει), γιατί αλλιώς βρωμάει τρελά, εξού και η λέξη βρωμούσα. Τώρα γιατί λέγεται και κλασοπαπαδιά, δεν το γνωρίζω... Μάλλον μια κλανιάρα παπαδιά είναι ό,τι χειρότερο και πιο σιχαμερό μπορεί να μας έβρει και θυμίζει τη μυρωδιά της σκοτωμένης βρωμούσας...

- ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!!!!!
- Αμάν ρε Φωφώ, μην κάνεις πια έτσι με κάθε τι που πετάει! Κλασοπαπαδιά είναι, να, πάει, την έβγαλα έξω, εντάξει είμαστε τώρα;

(από mafie, 04/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγω ήχους όπως νιιιι συνεχόμενο, ναιαιαια γεμάτο νάζι και γενικότερα όλες οι λέξεις που χρησιμοποιώ από- και κλείεται να μην έχουν ένα ερωτηματικό γεμάτο απορία ή έστω μια γλυκιά κατάληξη.

Συνήθως οι γυναίκες που νιαουρίζουν, πειράζουν ταυτόχρονα και τις άκρες των μαλλιών τους. Όταν τσιρίζουν ή διαμαρτύρονται για κάτι, το νιαούρισμα παύει να είναι όσο να πεις σέξι και καταντάει τσιρίδα σκέτη που σου σπάει τα τύμπανα. Οι κοπέλες που νιαουρίζουν δεν πρέπει να συγχέονται με τις χαζογκόμενες (είναι εντελώς διαφορετική κατηγορία). Επίσης το ότι νιαουρίζουν δεν σημαίνει ότι δεν έχουν άποψη πάνω στο θέμα, απλά το λένε πιο ναζιάρικα (βρε παιδί μου). Δεν είναι απαραίτητο πως τους αρέσουν οι γάτες, το διευκρινίζω.

Τους άντρες ή που τους φτιάχνει πολύ το συγκεκριμένο νιαούρισμα ή που τις κοροϊδεύουν ή στην τελική τις θεωρούν φάκαμπλ. Η γυναίκα που νιαουρίζει θέλει ειδικές οδηγίες χρήσης, όπως και τα γατάκια όταν νιαουρίζουν κάτι ζητάνε αλλά το θέμα είναι να βρεις τι :-)

- Έλα ρε μωρό μουυυυ, πάλι δεν θα’ ρθεις; Έλα (συνεχόμενα), με νευριάζεις (το ν παρατεταμένο, περικαλώ).

*Το παράδειγμα χρειάζεται ηχητική βοήθεια, όπως καταλάβατε.

βλ. και πεινιάω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα «βελάζω» στον αόριστο κυρίως (και μερικές φορές στους παρακείμενο / υπερσυντέλικο: «έχω / είχα βελάξει») χρησιμοποιείται:

- με την έννοια του «ξεροσταλιάζω» (μένω δηλαδή πολύ ώρα στον ήλιο ή στη ζέστη χωρίς νερό) και γενικά ταλαιπωρούμαι αφάνταστα, τα φτύνω, βαράω μπιέλα, μου φεύγει ο κώλος, μου φεύγει ο πάτος, γαμιέμαι στην κούραση, κλάνω από την κούραση,

- με την έννοια του φοβάμαι, χέζομαι, κλάνω πατάτες, μου φεύγει η μαγκιά ή ο τσαμπουκάς.

Οι δύο έννοιες, αν επιταθούν, τέμνονται στο σημείο της απελπισίας, εξ ου και η σχετική επικάλυψη.

Δεν έχει να κάνει με τον ήχο του βελάγματος, αλλά μάλλον με το ότι όταν ταλαιπωρείται ή φοβάται ή και τα δυο, το πρόβατο βελάζει παίρνοντας αυτήν την κακόμοιρη και πανικοβλαμμένη γκριμάτσα με τη γλώσσα να πλαταγίζει έξω από το στόμα, παραπονούμενο ουσιαστικά για την τρέχουσα ενσάρκωσή του.

Στην περίπτωση του νοήματος του «φοβάμαι», ωστόσο, ενδεχομένως έχει να κάνει και με την κραυγή του προβάτου καθώς μια ακόμα έννοια του «βέλαξα» στην καθομιλουμένη όσων τουλάχιστον έχουν καταγωγή και γλωσσικές μνήμες από Ήπειρο / Δυτική Στερεά (ίσως και από αλλού;) είναι το «έβγαλα κραυγή» (από τον πόνο) ή ίσως πόνεσα τόσο πολύ ώστε έμεινα με ανοιχτό το στόμα χωρίς καν να μπορώ να βγάλω φωνή (άρα και εδώ σημασία έχει η γκριμάτσα τόσο όσο και ο ήχος).

Γενικά η φθογγική δύναμη της -ηχοποιητής έτσι κι αλλιώς- λέξης και η αρχική έννοια του «πονάω», ευθύνονται μάλλον για τις επεκτάσεις στις δυο πρώτες, περισσότερο σλανγκικές έννοιες.

  1. Ε μα πού στον πούτσο είναι αυτή η καβάτζα ρε δικέ μου, βέλαξα τόση ώρα περπάτημα!

  2. Πήγα ΙΚΑ για ακτινογραφία... βέλαξα!

  3. Ο overboost με έβαλε στο Nissan χθές και με έστριψε στο δεύτερο πέταλο (μετά την καντίνα το μεγάλο) με 145km/h!!!!!!!!
    Βέλαξα!!! Τρελό το Ντάτσουν...
    (πηγή: βλ. εδώ).

  4. Κόβω με το μαχαίρι λίγα «μάτια» της απόχης και πάω να βγάλω την σαλλαγκιά* από το στόμα της παλαμίδας. Με εκδικήθηκε ! Μου έπαιξε μία δαγκωνιά που βέλαξα!
    (πηγή: βλ. εδώ).


  • το ψάρι / δόλωμα (;) που (δεν) απαντά και στο ερώτημα «τι είναι το σαλάνγκρι» που είχε τεθεί εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μυρμήγκι. Στην Κρήτη.

- ...ήταν μια φορά κι έναν καιρό, ένας τζίτζικας και ένα μελιγκούνι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πραγματικά διατηρώ ακόμα ενδοιασμούς για το αν το λήμμα αποτελεί σλανγκιά, αλλά έχει ακουστεί και ακούγεται τόσο συχνά, που ίσως τελικά να είναι.

Και φυσικά αναφερόμαστε στα συμπαθή σκυλάκια ράτσας κόλεϊ, όπως είναι σωστά, που όμως λόγω της επιτυχίας και φήμης της γνωστής σειράς Λάσσυ κάμποσα χρόνια πριν, έφτασε το όνομα να αντικαταστήσει την ίδια την ράτσα...

Για την ιστορία, η Λάσσι βασίζεται σε μυθιστόρημα του Έρικ Νάιτ πάνω στο οποίο βασίστηκε αργότερα (δεκαετία '50-'60) η ομώνυμη σειρά.

  1. - Αχ τι χαριτωμένο το σκυλάκι σας, Λάσσι είναι , εεε;; - ...

  2. - ... Ποιος είναι ρε ο Μάκης ; - 'Ελα ρε, αυτός ο ψηλός που μένει δίπλα στου Στέφανου, με το σκύλο τον ωραίο... - Α ναι, τη Λάσσι! - Κόλεϊ βρε μαλάκα, έλεος!

(από rigo21, 12/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο το οποίο, συνδυάζοντας τις λέξεις (πονηρή) αλεπού + πούτσα, παραπέμπει σε ένα ακαθόριστο είδος ψωλής, πονηρής, τσαχπίνικης, μάλλον μεγάλης (με μέτρο την ουρά της αλεπούς), χαριτωμένης, ευέλικτης, κλπ.

Χαριτολογώντας μπορεί να ειπωθεί και για μια πραγματική αλεπού.

Ειρωνικά, μπορεί να ειπωθεί για γούνα από αλεπού.

  1. - Ωραία βυζιά, ε;
    - Σιγά και τα πεσμένα, ρε μαλάκα!
    - Καλά, κατάλαβα, όσα δεν φτάνει η αλεπούτσα τα κάνει κρε-μαστάρια...

  2. - Μαμά, μαμά, μια αλεπούτσα!!!
    - Ιιιιιιιιιι! Σσσσσσσσσσς! Πού έμαθες αυτή τη λέξη παιδάκι μου;!

  3. - Μωρό μου θα μου πάρεις αυτή τη γούνα;
    - Α μωρή και μου το παίζεις φιλόζωη, σιγά μη σου πάρω και αλεπούτσα να φοράς, χαθήκανε οι ψεύτικες;

εινε μορτισα και αλεπου και τον μπουτσο εχει στον νου (από ο αυτοκτονημενος, 04/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοκοβιός λέγεται κυρίως ο φλώρος ή φλούφλης ο οποίος είναι ολίγον τι και χαζός ή αγαθιάρης. Χρησιμοποιείται περισσότερο όταν η εμφάνιση συνάδει και με την ιδιοσυγκρασία αυτού που αποκαλείται κοκοβιός.

Το επίθετο κοκοβιός προέρχεται από το ψάρι κοκωβιός (λατ. gobius, αλλά και στα Ελληνικά πολλές φορές γωβιός). Κατατάσσεται μάλλον στα «χαζόψαρα»... πιάνεται εύκολα και δεν μεγαλώνει πολύ.

Το κοκοβιός προέκυψε και ως παρατσούκλι στον ηθοποιό Πέτρο Γιαννακό, από το ρόλο του «Κοκοβιού» σε μια ταινία του Τζαβέλα. Ο Πολύκαρπος Πολυκάρπου περιγράφει το συγκεκριμένο ρόλο ως εξής: «...Ο τύπος ήταν κάτι ανάμεσα σε καραγκιόζη, φασουλή, αρλεκίνο και κλόουν. Ήταν ο υπερφυσικός μπεμπές, το παιδί που δε μεγάλωσε, χαζοέξυπνος και βλακοϊδιοφυής...».

  1. Κοίτα ρε έναν κοκοβιό με γλειφιτζούρι, τί γκομενάκι που συνοδεύει... Χου ρε!

  2. Καλά ρε πώς σε κουρέψανε έτσι; Πώς θα βγεις έξω σαν κοκοβιός;

(από Malinowsky, 17/03/09)(από Malinowsky, 17/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με τη λέξη αυτή χαρακτηρίζουμε μία ομάδα ατόμων ελεεινών και αθλίων, με ροπή προς τη διαφθορά. Ο σκύλος, ως γνωστόν, χρησιμοποιείται ως υβριστικός χαρακτηρισμός σε πολλές γλώσσες (αραβικά, τουρκικά, κ.τλ.).

  1. Blogoσχόλιο:

Πέντε μέρες έχουν περάσει από την ομολογία των εγκλημάτων πολέμου του Αττίλα από τον Αττίλα στην Κύπρο και το Ανανικό σκυλολόι δεν έχει αναχαράξει κουβέντα! Τα εγκλήματα πολέμου κατά της χώρας που τους έχει δώσει υπηκοότητα δεν τους απασχολούν.

  1. Νιτσεϊκό απόσπασμα:

Η ζωή είναι μια πηγή χαράς, εκεί όμως που πίνει και το σκυλολόι όλα τα πηγάδια είναι δηλητηριασμένα.
Μου αρέσει καθετί καθαρό, αλλά δεν αντέχω να βλέπω τα στόματα με τα δόντια που τρίζουν και την δίψα των ακάθαρτων.
Έριξαν τα μάτια τους βαθιά στα πηγάδια: τώρα ανεβαίνει ως εμένα το αντιπαθητικό τους χαμόγελο. Έχουν δηλητηριάσει το άγιο νερό με την ακολασία τους: και καθώς ονόμασαν χαρά τα βρώμικα όνειρά τους, δηλητηρίασαν ακόμη και τις λέξεις.
Η φλόγα γίνεται απρόθυμη όταν πλησιάζουν τις υγρές καρδιές τους στη φωτιά, το ίδιο και το πνεύμα κοχλάζει και καπνίζει εκεί όπου το σκυλολόι πλησιάζει τη φωτιά.
Γλυκερός και παραώριμος γίνεται στα χέρια τους ο καρπός: το βλέμμα τους ρίχνει τα φύλλα των καρποφόρων δέντρων και μαδάει τις κορυφές τους.
Και μερικοί, που αποστράφηκαν την ζωή, αποστράφηκαν μόνο το σκυλολόι: δεν ήθελαν να μοιραστούν τα πηγάδια και την φλόγα και τους καρπούς με το σκυλολόι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της σαύρας.

Προσωπικά άκουσα τη λέξη στην Πελοπόννησο, αλλά χρησιμοποιείται σε πολλά μέρη της Ελλάδος. Η ετυμολογία μού είναι άγνωστη, σημειώνω πάντως ότι η ίδια λέξη υπάρχει και στα Σέρβικα [σερβ. гуштер - guster] και μεταφορικά χρησιμοποιείται στο στρατό για να περιγράψει τον γνωστό σ' εμάς «ψαρά», βλ. λήμμα ψαράς.

Συχνάκις ακούγεται και στο υποκοριστικό, γουστερίτσα.

  1. Σχόλιο ιστολογίου: Γουστερίτσα που λιάζεται. Πρώτα πρώτα το σαμιαμίδι ή μολυντήρι που λες, είναι ξασπρισμενο, ροζουλιασμενο, σαν κάτι που δεν το βλεπει ο ήλιος,ανατριχιαστικό, με τα αγγεία του να φαινονται, μπλιααααααααχ. Και ζει πάντα στο σκοτάδι ,ή στη σκιά. Αυτο ειναι γουστερίτσα του θεού, χρωματιστή και κοτσονάτη. Η μαντάμ κάνει ηλιοθεραπεία.

  2. Επιστημονικό κατάλογος από το διαδίκτυο:

Podarcis muralis: Γουστέρα Κοινή
Podarcis taurica: Γουστέρα του Ταύρου
Podarcis milensis: Γουστέρα της Μήλου
Podarcis peloponnesiaca: Γουστέρα της Πελοποννήσου

Γουστέρα εξ Ελλάδος (από krepsinis, 10/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψεύτικη και προσποιητή φιλία. Ο λύκος, όπως όλοι γνωρίζουν, είναι ένα άγριο ζώο που δεν μπορεί να εξημερωθεί, όσο και αν προσπαθήσουμε. Μεταφορικά, κάτι αντίστοιχο γίνεται και με τη φιλία: όσο κι αν προσπαθήσουμε να γίνουμε φίλοι με κάποιον που φύσει είναι σαν λύκος [μοναχικός και επιθετικός], το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.

Απόσπασμα από άρθρο του Ριζοσπάστη:

«Στη συνέχεια τόνισε: «Ας δούμε λίγο αυτήν την αμαρτία, το ΝΑΤΟ. Θέλουμε δε θέλουμε είμαστε μέσα σ' αυτόν τον οργανισμό. Που δεν είναι αμυντικός, αλλά επιθετικός. Που δεν είναι συμμαχία, αλλά λυκοφιλία. Που δεν καλύπτει τα συμφέροντα όλων των μελών του και κύρια κανενός από τους λαούς του».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified