Selected tags

Further tags

Στα καλιαρντά είναι η δίψα. Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971) το θεωρεί ηχομιμητικό από την κραυγή των κορακιών (ή και άλλων πτηνών) και το συνδέει με τις λαϊκές εκφράσεις κορακιάζω από τη δίψα ή κάνω κρα για νερό. Αβέλω κράκρα σημαίνει διψάω. Στα καλιαρντά, βεβαίως, η δίψα είναι συχνά σεξουαλική.

Αβέλα κανικό σήμερα το απόγευμα γιατί αβέλα κράκρα για πούλη με πρόγευμα μουτζό και βαθιά τσαρουκού για να τζασάρω τα φλόκια μου. (Από το Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη, δηλώνει το τεκνό που είναι της απολύτου εμπιστοσύνης αυτού που το έχει για τεκνό. Προφανώς από τον μυθολογικό σκύλο Κέρβερο, που φύλαγε τις πύλες του Άδη.

Σκέφτομαι να στήσω χρυσελεφάντινο ανδριάντα στο με σικ γιάνκη. Είχε όλες τις προϋποθέσεις να μου ήταν συμπαθής. Έσιαξε το μπερντέ του εις την αλλοδαπή και διακατέχεται από μια προτεσταντική ηθική, σε αντίθεση με τους βλαχοκαρνιώτες μικρομέγαλους ιθαγενείς μετόχους και τις δημοσιογραφικές βουβουζέλες τους που μου προκαλούν μια α πριόρι αποστροφή. Από εκεί και πέρα όμως ...Δεν γνωρίζω αν μπενάβει την τσεκουράτη γλώσσα της αλήθειας του Νότη, τη γλώσσα των ψεμμάτων των αλητών-κλεφτών-πολιτικών, τη λογοτιμήτικη των Μελ Μελ & Μελ ή την απροσδιόριστη του πρίκηψ; Δεν ξέρω γιατί μας τίμησε με τη παρουσία του, όσες φορές ήταν εντός ελληνικού πλάνου. 'Ηρθε να προσκυνήσει το δέλτα της Κυριάκου; Να προμηθευτεί με Καλαματιανά σοκολοτάκια ή να βρει κάνα τιβουπί θήλυ να κρεμαστεί; Τον μόνο που μπάνισα ουκ ολίγες φορές ήταν το κερβερότεκνό του, ένα αγνώστου ταυτότητας αντικείμενο, ο οποίος είχε πιάσει στασίδι εντός του κοινοβουλίου και προσέθετε την τελευταία πινελιά γραφικότητας . Κοινώς είχε κουλάρει την παρουσία μας σε τέτοιο βαθμό, που είχαμε καταντήσει πλατινένιοι χορηγοί του αχόρταγου. (Πολιτικό καλιάρντεμα αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τεμπέλης, ο νωθρός, ο μαχμουρλής, ο εις κατάστασιν σπαρίλης ευρισκόμενος, ο σπαριλόμπεης. Μάλλον εκ του ψαριού σπάρος (βλ. και σπαρίλα). Ο σπαρίλας είναι όχι τόσο ο οριστικά και αμετάκλητα τεμπέλης/ ατάλαντος/ μη μοτιβαρισμένος, αλλά μάλλον πιο πολύ αυτός που βαριέται να κάνει μια μικροδουλειά, έχει νωθρότητα σε μικρολεπτομέρειες της καθημερινής ζωής, βρίσκεται σε μουντ απραξίας.

  1. Οι πιο πολλοί άνθρωποι πάντως δεν άντεχαν να περιμένουν την τύχη κι έτσι τα παρατούσαν. Αλλά όχι κι ο Μπελέιν, όχι! Δεν ήταν κάνας τζιτζιφιόγκος ο Μπελέιν. Ήταν πυραυλοκίνητος ο Μπελέιν! Μεγαλείο, μέγκλα ήταν. Λίγο σπαρίλας βέβαια, αλλά τούρμπο. (Τσαρλς Μπουκόφσκι, Παλπ, Αθήνα: εκδ. Μεταίχμιο, 2015, μετάφραση: Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης).
  2. Άσε που περιμένω τελευταία στιγμή ο σπαρίλας να φτιάξω το οτιδήποτε και έχω ξεμείνει κιόλας. (Εδώ).
  3. Ως γνωστόν, είμαι μεγάλος σπαρίλας και δεν κάνω πότε κάτι μόνος μου...Θέλω πάντα παρέα :D Ακομα και για να κάνω την παραμικρή αλλαγή στο PC θα πρέπει να έχω παρέα έστω και τηλεφωνική... Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα το σύστημα να είναι μέσα στην μπίχλα και το κύκλωμα της υδρόψυξης να είναι στα πρόθυρα του να αρχίσει να αποκτά "ζωή". (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ανατολ. Μακεδονία (τουλάχιστον) σημαίνει τον παχύ, σωματώδη άντρα· αυτόν με τον χοντρό σβέρκο.
Συνώνυμα: τόφαλος, ξίγκι, βους.

Σύμφωνα με το λεξικό, μπισ, μπισ είναι η φωνή με την οποία φώναζαν τα γουρούνια στη νηπιακή γλώσσα και μπίσι το γουρούνι κι ο βρώμικος σαν το γουρούνι.
Ακόμη, Μπισίκια, (τα) είναι η λίμνη Βόλβη, από τα δυο παράλια χωριά της, τα Μεγάλα και Μικρά Μπισίκια.
Από το βουλγάρικο bis =γουρούνι.

Είναι και πολύ συνηθισμένο επώνυμο.

Ποιος παπάς μαρή, ο μπίσιος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αρσενική γάτα.
Η λέξη προέρχεται μάλλον από τον ήχο που βγάζουν οι γάτοι όταν ανταλλάσσουν αρχαία μπινελίκια, στυλώνοντας τα γκουρλωμένα μάτια τους ο ένας πάνω στον άλλο.
Λέγεται (τουλάχιστον) στην ανατ. μακεδονία και προφέρεται μαρλόκj.
Κατά το (τουρκογενές) κουπούκι.

μαρλόκια που κοιτάζονται σαν μαρλόκια

Γιοκ παράδειγμα γραπτό ή απ' το δίχτυ, (κάτι υποψίες μόνο για νικνέιμσ με γατοφωτόζ)⋅ όμως είναι σε χρήση τ.:

«μαρ' Κούλα, τι κοιτάς σαν μαρλόκι;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θέμα που υπό κ.σ. ενδιαφέρει ανθυποσύνολο της επιστημονικής κοινότητας των λεπιδοπτερολόγων, γίνεται -αλίμονο- συνώνυμο της ασημαντότητας, της ακυρίλας και άξιο για κατευθείαν σύνδεση με Κάιρο.
Προσφέρεται ακόμη για να πετάς την μπάλα στην εξέδρα/ μνήματα ή να παθαίνεις αιφνίδια και κατά βούληση έκπτωση εγκεφαλικής λειτουργίας (άι κιου ραδικιού/ κατσικιού), κοινώς να κάνεις τη μπάμια, νομίζεις οτι σε συμφέρει γιατί.
Είναι κι η άχρηστη πληροφορία της ημέρας.
η μεταμόρφωση της πεταλούδας

  1. Προτιμώ να διαβάσω για την αναπαραγωγή της κάμπιας παρά κοέλιο ΕΔΩ
  2. αυτος ο μαραθωνιος εχει τοσο ενδιαφερον οσο και ενα ντοκιμαντερ για την αναπαραγωγη της καμπιας #dwts5 ΕΔΩ
  3. Δεν θέλει να μιλάμε για "λαθολογία" ο μπούρδας. Ε καλά να μιλήσουμε για την αναπαραγωγή της κάμπιας #ERTdebate2015 ΕΔΩ
  4. Όταν απέλυσαν τους χιλιάδες ιδ. υπαλλήλους κ έκλεισαν τα εκπαιδευτικά ιδρύματα η #ERT μετέδιδε ντοκιμαντέρ για την αναπαραγωγή της κάμπιας ΕΔΩ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη λεπιδοπτερολόγος χρησιμοποιείται ποιητικά για τον λεπταίσθητο, τον λεπτολόγο, αυτόν που εντοπίζει, εμβαθύνει και ερμηνεύει καταστάσεις και φαινόμενα που οι πολλοί προσπερνούν ως ασήμαντα. Παραδείγματος χάριν, "λεπιδοπτερολόγος της αγωνίας" χαρακτηρίστηκε ο πεζογράφος της μεταπολεμικής γενιάς Νίκος Καχτίτσης, και η Βάσω Κιντή σε κριτική της για ένα άλμπουμ του σκιτσογράφου Δημήτρη Χαντζόπουλου, παράλλαξε τον τίτλο του βιβλίου για τον Καχτίτση σε "λεπιδοπτερολόγος της ελληνικής αγωνίας".

Στην κυριολεξία είναι ο ειδικός στα λεπιδόπτερα εντομολόγος. (Δες ΕΔΩ τι χρειάζεται για να γίνει κανείς λεπιδοπτερολόγος).

«Madeleina lolita»

Αρχή όλων αυτών πρέπει να είναι ο τιτανοτεράστιος Βλαδίμηρος Ναμπόκοφ, ο μεγάλος συγγραφέας (όχι μόνο της «Λολίτας», το σκάνδαλο και το μπεστ σέλερ), αλλά και -κάτι που δεν είναι τόσο γνωστό- ο εξαιρετικός εντομολόγος στον κλάδο της λεπιδοπτερολογίας, της μελέτης των πεταλούδων, που ήταν και το ισόβιο πάθος του. Λέγεται δε ότι το ασύγκριτα ακριβές και μαζί υπαινικτικό στυλ γραφής του Ναμπόκοφ προήλθε από τη στενή σχέση του με την επιστήμη.

«Αν το πρώτο βλέμμα μου το πρωί έψαχνε τον ήλιο, η πρώτη σκέψη μου πήγαινε πάντα στις πεταλούδες που θα έφερνε στη ζωή».

Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ — Μίλησε, Μνήμη

  1. Τοιχογράφος του Μεσοπολέμου και συνάμα λεπιδοπτερολόγος της προσωπικής, υπαρξιακής αγωνίας, ο Σπέρμπερ υπερβαίνει τον κυνισμό, τη συντριβή, τον τεμαχισμό ψυχής και νου και ποντάρει, γράφοντας, συνθέτοντας την Τριλογία, στο ντουέτο γνώσης και ευαισθησίας, στη διατήρηση της αξιοπρέπειας σε συνθήκες γενικευμένης αθλιότητας, στη διάσωση της λογικής σε καιρούς παράκρουσης και παραλογισμού. lifo

  2. Τὸ ἔργο καταγγέλθηκε ὡς προϊὸν λογοκλοπῆς. Οἱ λεπιδοπτερολόγοι μελετητὲς ἔπρεπε μὲ τὸ χέρι στὸ Εὐαγγέλιο νὰ ἀποφανθοῦν ἐὰν τὸ ἔργο εἶναι τοῦ Σκαρίμπα ἢ τοῦ ἄγγλου συγγραφέα. Ἐρώτηση πρὸς τὸν συγγραφέα: «Τὸ ἔργον σας μήπως διετέλει ὑπὸ τὴν ἐπήρρειαν (sic) τοῦ Μὼμ ποὺ ἔχετε διαβάσει»; Ἔτσι ἱδρύεται ἡ πρώτη, ἄτυπη, ἑλληνικὴ Ἕδρα συγκριτολογίας, καὶ δὴ ἐν Χαλκίδι. ΕΔΩ

  3. [...] γι’ αυτούς δεν υπήρξε ποτέ κανένας Λεωνίδας Κύρκος. Το Κόμμα δεν βρήκε ούτε μια κουβέντα να πει, το ίδιο και ο Ριζοσπάστης στο κυριακάτικο φύλλο του -- όπως και ο 902, όσο ξέρω. Ωστόσο, ο συστηματικός ερευνητής, ο ακάματος λεπιδοπτερολόγος, ο εραστής της λεπτομέρειας ή ο ρέκτης της κουκουεδολογίας θα αμειφθεί, αν είναι οπλισμένος με επιμονή, υπομονή κι έναν καλό μεγεθυντικό φακό: στο φύλλο της Τρίτης 30.8 του Ριζοσπάστη, στη σελ. 18, κάτω κάτω, θα ανακαλύψει την εξής είδηση: «Απεβίωσε τα ξημερώματα της Κυριακής σε ηλικία 87 ετών ο Λεωνίδας Κύρκος. ΕΔΩ

  4. Ήταν μια ευαίσθητη-λεπιδοπτερολόγος- ψυχή και ύπαρξη που η συλλεκτική του μανία για ό,τι του παρελθόντος καιρού του χώρου μας, είχε κάτι το τραγικά μεγαλειώδες στη διάθεση και την αναζήτησή του και το ποιητικό στην επιλογή του. ΕΔΩ

Ερώτηση:
Δεν έχει κάτι απο λεπιδοπτερολόγο ο σλανγκιστής, έτσι που ακάματος αναζητά το λεπταίσθητο των λέξεων; (σνιφ, συγκινήθηκα)

Δες τρελιά συζήτα στου κυρ-Σαράντ για λεπιδοπτερολόγους και τζιτζίκια εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

φουριαρότραος, φουριαρότραγος

Είναι το αρσενικό αντίστοιχο της φουριάρας αιγός, δηλαδή ο τράγος που ζει ελεύθερος σε μια μεγάλη περιοχή. Σύμβολο περηφάνειας, λεβεντιάς, αλλά και έμπλεος τραγίλας.

ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΠΕΡΗΦΑΝΟ ΜΟΥ ΩΖΟ
ΤΡΑΕ ΓΡΑΜΠΟΥΣΙΑΝΕ ΜΟΥ
ΠΟΥ ΣΤΕΚΕΙΣ ΑΝΑΝΤΡΑΝΙΣΤΑ
ΣΤΗΝ ΔΥΝΑΜΗ Τ ΑΝΕΜΟΥ (εδώ)

ΓΡΑΜΠΟΥΣΙΑΝΟΣ ΦΟΥΡΙΑΡΟΤΡΑΟΣ. ΘΩΡΡΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΟΛΠΟ ΤΣΙ ΚΙΣΣΑΜΟΥ

  1. -φουριαρότραος (κοινώς το μοτορι σου γ@μ@ει και δερνει)
    -Να υποθεσω πως φουριαροτραος σημαινει στην Ελληνικη.... φουριοζος τραγος?
    -Θα το καταλαβουν οι Κρητικοι... δε λεω.... Αντε να το εξηγησεις στους υπολοιπους Ελλαδήτες (Καθε ερωτας και ενα ονομα..)

  2. -φίλε, ο συγκεκριμένος θα αγόραζε ντατσουν και θα εβαζε τα παιδιά στη καρότσα και θα τα πήγαινε βολτα στο ψηλορείτη
    - Είσαι φαιδρός & φουριαρότραγος! (Είδος κάγκουρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η ελεύθερη, λυτή αίγα, αλλά και γενικά η γίδα. Ίσως λέγονται έτσι κι άλλα ζώα που, αν και έχουν ιδιοκτήτες, διάγουν βίον αλανιάρικο (παράδειγμα 5).
Όπως φαίνεται και στην μαντινάδα του 1ου παραδείγματος, η φουριάρα αίγα με τη βιασύνη του φευγιού της δημιουργεί ωραιότατες ποιητικές εικόνες και μεταφορές.

Από τη φούρια (< ιταλ. furia) και την κατάληξη -άρα.
Στον πληθυντικό εκτός από φουριάρες παίζει και το φουριαρές (παράδειγμα 4).

Συνώνυμο (και σόρι για τη ...γείωση): Fast & Furious.
Σημείωση: Στο τρίτο παράδειγμα αναφέρεται το "πάμενε" για το οποίο ο Χαλικού είπε 2-3 λογάκια εδώ.

  1. Φουριάρες αίγες οι χαρές
    φεύγουν σαν με θωρούνε,
    κι οι πόνοι, σκύλοι μπιστικοί
    στο πλάι μ'ακλουθούνε ♫

  2. Έτσι μπέρδεψε και δεν ξεμπέρδεψε κοντά τέσσερις δεκαετίες στο Κέντρος, στα πρόβατα και στις κατσίκες που είναι ελεύθερες, σχεδόν φουριάρες και δεν πιάνονται παρά μόνο σκοτωμένες, σαν τους γενναίους που θυσιάστηκαν από το όπλο του εχθρού… (εδώ)

  3. -προλαβαινουμενε να παμενε στις φουριαρες...
    -καλια'χω να παεις τσι καβρούς
    -αμε χαρωτο κι αγαπω-τω να ντυθεις να παμε-νε που να σε χαρει η μαμαααα σου!!! (εδώ)

  4. -Εσείς π φοράτε πόλο μπλουζάκια με σηκωμένο γιακά κ περπατάτε με ανοιχτά τα πόδια λες κ έχετε συγκαεί, στο μαντρί έχετε γίδια ή μόνο πρόβατα?
    -εγώ έχω φουριαρές κυρίως (εδώ)

  5. -εγω αν εχω ερθει? αρραβωνιασμενος ειμαι με κρητικια εδω και χρονια. Καταγωγη ειναι απο χωρα σφακιων. Δεν το λεω εγω οτι ειστε κλεφτοκοταδες εσεις υπερηφανευεστε για αυτο, και το κανετε αθελα σας κιολας λεγοντας, σημερα εφερα τις "φουριαρες" του ΧΧΧΧΧΧΧΧ. Εγω ειχα τελειως αλλα πραματα στο μυαλο μου για τη κρητη και τελειως αλλα ειδα. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμετάβατο ρήμα, από Ηράκλειο Κρήτης μεριά. Σημαίνει την πρώτη ή τις πρώτες συνουσίες των νεαρών αρσενικών χομοσάπιε, πράξη που γίνεται συνήθως με την παρότρυνση και τη μεσιτεία - βλ. συνοδεία σε μπουρδέλο - μεγαλύτερων αρσενικών της οικογένειας, προκειμένου αυτά τα νεαρά να βγάλουν τα χοντράδια, δηλαδή, να "ξεβαρβατέψουνε" προς ώρας, και να τωσε φύγει η πολύ έξαψη της παροξυσμικής λόγω ορμονών εφηβικής βαρβατίλας, και για λόγους πρόληψης, μη πάθουνε κανά ψυχολογικό καραμπεγλέρι ή μην πουστέψουνε ή μην παραφουριέψουνε και κάνουνε καμιά ψιλο-χοντρομαλακία και δε μαζώνουνται ύστερα.

Σίγουρα βουκολικής προέλευσης, ή που θα προήλθε από κάποιο πιο εκτεταμένο "ξε-βαρβατ-σίζω" (τα λεξικά λένε ότι βαρβάτος<barbatus λατινικά ο μουσάτος, δηλ. ο μη ευνούχος), ή μπορεί πιο άμεσα από το βατ(σ)- που έχει σχέση με το βατεύω = πηδώ, ζευγαρώνω, για ζώα, - υπάρχει βέβαια και το βατσ- από το vaccine, που σημαίνει κατά λέξη δαμαλισμός, βλ. βατσίνα, αλλά νομίζω άσχετο.

Αλλά ο πληροφοριοδότης μου που είναι από την πόλη μου είπε ότι έχει ακούσει να το λένε για αθρώπους.

Σε πήγε ρε γρόθε ο πατέρας σου να ξεβατσίσεις ή ακόμης; Να του πεις μιας στιγμής να σε πάει μη μας-ε επάθης πράμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified