Further tags

Αμετάβατο ρήμα, από Ηράκλειο Κρήτης μεριά. Σημαίνει την πρώτη ή τις πρώτες συνουσίες των νεαρών αρσενικών χομοσάπιε, πράξη που γίνεται συνήθως με την παρότρυνση και τη μεσιτεία - βλ. συνοδεία σε μπουρδέλο - μεγαλύτερων αρσενικών της οικογένειας, προκειμένου αυτά τα νεαρά να βγάλουν τα χοντράδια, δηλαδή, να "ξεβαρβατέψουνε" προς ώρας, και να τωσε φύγει η πολύ έξαψη της παροξυσμικής λόγω ορμονών εφηβικής βαρβατίλας, και για λόγους πρόληψης, μη πάθουνε κανά ψυχολογικό καραμπεγλέρι ή μην πουστέψουνε ή μην παραφουριέψουνε και κάνουνε καμιά ψιλο-χοντρομαλακία και δε μαζώνουνται ύστερα.

Σίγουρα βουκολικής προέλευσης, ή που θα προήλθε από κάποιο πιο εκτεταμένο "ξε-βαρβατ-σίζω" (τα λεξικά λένε ότι βαρβάτος<barbatus λατινικά ο μουσάτος, δηλ. ο μη ευνούχος), ή μπορεί πιο άμεσα από το βατ(σ)- που έχει σχέση με το βατεύω = πηδώ, ζευγαρώνω, για ζώα, - υπάρχει βέβαια και το βατσ- από το vaccine, που σημαίνει κατά λέξη δαμαλισμός, βλ. βατσίνα, αλλά νομίζω άσχετο.

Αλλά ο πληροφοριοδότης μου που είναι από την πόλη μου είπε ότι έχει ακούσει να το λένε για αθρώπους.

Σε πήγε ρε γρόθε ο πατέρας σου να ξεβατσίσεις ή ακόμης; Να του πεις μιας στιγμής να σε πάει μη μας-ε επάθης πράμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνουσιάζομαι, γαμώ, βατεύω, στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Συνώνυμο με το χρησιμοποιούμενο σε άλλες περιοχές μαρκαλίζω ή μαρκαλάω.

Χρησιμοποιείται (συνήθως κάποια παράγωγα του) για ζώα, αλλά και για ανθρώπους. Πιθανή ετυμολογία από το μεσαιωνικό "λάμνω" (κωπηλατώ), προερχόμενο από το αρχαίο "ελαύνω".

Μου το 'χει διηγηθεί ο πατέρας μου, για κάποιον γέρο που μάλωνε τις κόρες του, επειδή φόρεσαν κοντομάνικα (εποχή μεσοπολέμου):

"Βγάζετε τα μπρατσίδια σας σα τη ψωλή του γαδάρου. Νά 'χατε μπάρεμου* και κανα** γάδαρο να σας λάσει!"

*μπάρεμου (μπάρεμ'): μαθές, συμπληρωματικό μόριο

**κανα: κανένα

Παράγωγα

Εμφανίζεται στην παθητική φωνή στο τρίτο πρόσωπο με τη μορφή "λάμεται" και αναφέρεται σε θηλυκά ζώα που βρίσκονται σε οίστρο.

"-Πατέρα, μου φαίνεται πως λάμεται η γαδάρα!"
"-Άντε να τηνε βάλεις στ' άλογο τ'Ανεστάση!"

(Συνηθισμένος διάλογος πριν από καμμιά πενηνταριά χρόνια. Ο Ανεστάσης είχε έναν από τους ελάχιστους επιβήτορες του νησιού, που ήταν ο πατέρας των περισσότερων μουλαριών).

"Ας ειν' η ώρα η καλή και λάστηκε μια ζίκα!"

Σκωπτική παροιμία για γεγονός που μεγαλοποιείται.

Χαρακτηριστική επίσης είναι και η χρήση του ρήματος "βάζω" ή "βάνω" που σημαίνει ότι πάω το θυλικό ζώο στον επιβήτορα και κατά συνεπεια γίνεται όλη η αναπαταγωγική διαδικασία.

Την έβαλες τη ζίκα; (εννοείται στον τράγο ή τράο κατά την ντοπιολαλιά).

Την έβαλα στο χοίρο.(εννοείται τη γουρούνα ή σκρόφα κατα την ντοπιολαλιά).

Ως ουσιαστικό εμφανίζεται με τις μορφές: λάσιμο που σημαίνει συνουσία, βάτεμα

"Μακριά από δαύτηνε. Αυτή είναι λάσιμο και πρόστιμο!" ή σε άλλη ανάγνωση: "Θέλει λάσιμο και πρόστιμο" ( κατά το "γαμήσι και ξύλο")

λασιά που σημαίνει συνουσία, βάτεμα, αλλά και "σπορά" κάποιου.

"Καλή λασιά τον Αύγουστο και γέννα το Γενάρη" (παροιμία για τα αιγοπρόβατα)

"Ίδιος ο Α.. είναι! Λες νά'ναι λασιά του;"

λατάρι που σημαίνει επιβήτορας

Δε την ξαναβάνω την αηλάδα στο ταύρο του Γιώργη, είναι μπούνης*. Θά τηνε πάω στου Βαγγέλη που 'χει, όπως έμαθα, καλό λατάρι.

*μπούνης: στείρος, ανίκανος.

Υπάρχει επίσης η επιθετική μορφή (αλλά που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό) λαστικά που σημαίνει γαμησιάτικα.

Την έβαλα και στο ταύρο του Βαγγέλη και πάλι ξεγκάστρωτη είναι. Τσάμπα τα λαστικά!

Τέλος υπάρχει το επίθετο λαμάτος (προφανώς από την ίδια ρίζα) που σημαίνει σωματώδης ρωμαλέος.

Ο γέρος ήτανε λαμάτος. Τώρα πως έβγαλε γιό μιά σταλιά, δε μπορώ να το καταλάβω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σεξ σε στάση doggystyle ή σκυλίσιο, όπου δηλαδή η ερωμένη (ή η κόρη) στήνεται στα τέσσερα γονατιστή θυμίζοντας τετράποδα σκύλο, ώστε να παρθεί από τον εραστή της από πίσω. Η στάση αυτή θεωρείτο συχνά ως πιο ζωώδης, τουλάχιστον στο χριστιανικό παρελθόν, και αρμόζουσα σε τετράποδες όπως οι σκύλοι, πλην καθώς είναι εξαιρέτως ηδονjική και για τους δύο συντρόφους αποτελούσε εξαπανέκαθεν βασικό στοιχείο του ερωτικού μενού. Λατινιστί more canino, ήτοι με τον τρόπο του σκύλου, ή more ferarum, ήτοι με τον τρόπο των άγριων ζώων.

Επίσης, μπορεί να σημάνει και το έντονο γαμήσι, όπως στο σκυλοπηδιέμαι, όπου το α΄ συστατικό σκυλο- μπορεί να είναι απλώς μεγεθυντικό ή δηλωτικό έντασης. Τέλος, σε ορισμένες περιπτώσεις νοσηρής φαντασίας ή σεξουαλικής πράξης, καθώς στον σλανγιώτατον ποιητήν Ανδρέαν Εμπειρίκον, μπορεί να σημαίνει τελείως κυριολεκτικά την κτηνοβασία με σκύλο, -για την ακρίβεια σκυλογάμευσις είναι ο ακριβής όρος της εμπειρικείου ιδιολέκτου. (Οι ως άνω σημασίες μπορεί και να συνδυάζονται).

  1. Πολυ επικοινωνιακη και ομιλιτικη στην αρχη ισως περισσοτερο απο οσο ηθελα αλλα οταν καταπιαστηκε με το πνευστο οργανο οι συζητησεις πηραν τελος, καθιστος με την πλατη στο κεφαλι του κρεβατιου απολαυσα μια ωραια ρουφηχτη πιπα και η συνεχεια ειχε λιγο απο ιεραποστολικο και σκυλογαμησι. (Κριτικός μπορντέλου αξιολογεί σε μπουρδελοσάιτ).

  2. Τελικη φαση συνευρεσης σκυλογαμησι οπου η κωλάρα της ειναι διαβητης! (Έτερος κριτικός μπορντέλου σε έτερο μπουρδελοσάιτ).

  3. Τὰ ἐρωτικὰ σχήματα δήλ. οἱ στάσεις στὸ γαμήσι ἀπασχόλησαν ἀπὸ νωρὶς τοὺς παπάδες. Τὸ πίσω-κολλητὸ προκαλοῦσε πολλὲς ἐρωτήσεις στοὺς καθολικοὺς ἐξομολογητὲς ποὺ θέλανε νὰ μάθουν ἂν ὁ σύζυγος τὸν εἶχε χώσει στὸ αἰδοῖο ἢ στὸν πρωκτό. Τὴ στάση ἀπὸ πίσω τὴν ὀνόμασαν «more canino» ἂς ποῦμε σκυλογαμήσι καὶ ἤδη ἀπὸ τὸν μεσαίωνα θεωρήθηκε ἁμαρτωλή, σὰν κάτι τὸ ζωῶδες. (Πολυτονιάτης εκθέτει την ιστορία των στάσεων στις Ανάρμοστες Σελίδες).

  4. Ἡ Νόλα ἦτο τόσον καυλωμένη ποὺ οὔτε πρὸς στιγμὴν δὲν ἔκαμε τίποτε διὰ νὰ ἀποσείσηι τὸν μέγαν μολοσσόν, οὔτε πρὸς στιγμὴν κἂν δὲν διεμαρτυρήθη. Μὀνον μία διαπεραστικὴ κραυγὴ αἰφνιδίου πόνου, καὶ ἴσως καὶ εκπλήξεως, μία ὀξυτάτη κραυγὴ στιγμιαίου μόνον ἄλγους τῆς διέφυγε τὴν ὥραν ποὺ παρεβιάζετο ὁ μικρὸς σφιγκτήρ της, καὶ, χωρὶς νὰ παύσηι οὔτε δι' ἓν δευτερόλεπτον τὴν αὐνάνισιν τῆς Ὄλας καὶ τὴν τρῖψιν τοῦ ἰδικοῦ της ὀρθίου κλειτοριδίου, ἡ Νόλα ἀφέθη προθύμως καὶ ευχαρίστως εἰς ταῖς γαμιαῖς τοῦ βατεύοντος αὐτὴν εἰς τὸν πρωκτίσκον της κυνός. Ἦτο δὲ φανερὸν ὅτι ἀπελάμβανε τὴν σκυλογάμευσίν της, σχεδόν ὡσὰν νὰ τὴν γαμοῦσε προσφιλὴς ἀνήρ, καὶ ἔσειε καὶ ἔσπρωχνε τὸ ἀκάλυπτον κωλαράκι της πρὸς τὰ ὀπίσω, εἰς προϋπάντησιν τῶν ραγδαίων λογχισμῶν τῆς σουβλερᾶς τοῦ μολοσσοῦ ψωλῆς, ποὺ εἰσέδυεν εἰς τὴν στενήν της ὀπισθίαν σήραγγα, ἐνῶ ἡ γαμουμένη παῖς, ἐκβάλλουσα τώρα πάλιν, χωρὶς ἶχνος πόνου ἢ δυσφορίας, ὀξείας φωνὰς καθαρᾶς λαγνείας, ἔστρεφε τὴν κεφαλήν της διὰ νὰ ἀπολαύσηι, εἰ δυνατόν, καὶ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, ἐνῶ ὁ σφίγγων αὐτὴν μὲ τοὺς προσθίους του πόδας εἰς τὴν μέσην κύων, ἔλειχεν ἐνίοτε περιπαθῶς αὐτὴν εἰς τὸν ἀυχένα, καθὼς ἡ Νόλα κύπτουσα ηὐνάνιζε τὴν αὐνανίζουσαν τὴν Γκρέταν ἀδελφήν της. (Μέγας Ἀνατολικός, Τόμος 2, σ. 120).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εικόνα προέρχεται από άλογα που ανασηκώνουν σούζα τα δύο μπροστινά τους πόδια. Η μεταφορά μπορεί να σημαίνει στην σεξοσλάνγκ ένα αντικείμενο πόθου που προκαλεί καύλα και είναι άκρως σηκωστικό για τον πέοντα, ή την ίδια την έγκαυλο κατάσταση του μπαργαλάτσου, στην Auto-σλανγκ το καυλόχημα που τρέχει ταχύτατα με οδηγό καυλοτίμονο και/ή μεγάλη ιπποδύναμη, και στην αθλοσλάνγκ μια ομάδα που γαμάει και δέρνει με σερί νικών. Το διέδωσε πολύ ο Λάκης Λαζόπουλος στον ρόλο του επαρχιώτη εξάδελφου με το χαρακτηριστικό επιφώνημα ίχαα στο τέλος, και, από ό,τι φαίνεται στο γούγλη, συνηθίζεται στη Λάρισα.

Πάσα (Δ.Π.): Σφυρίζων.

  1. Καύλα:
    α. Σούζα το αλογάκι: Η πιο φανατική θαυμάστρια του Ρονάλντο είναι Βραζιλιάνα.

β. «Σούζα» το αλογάκι - Η όμορφη παρουσιάστρια Άννα Ζηρδέλη φωτογραφίζεται για το «Gossip» και δεν κρύβει την αγάπη της για την ομάδα της Λάρισας.

  1. Auto-moto:
    α. Σούζα τα αλογάκια οι Γερμανοί. Οι Γερμανοί καταναλωτές αγοράζουν αυτοκίνητα με ολοένα και πιο ισχυρή ιπποδύναμη, αψηφώντας τις ανήκουστες τιμές των καυσίμων και τις ανησυχίες για το περιβάλλον.

β. Σούζα το (Mustang) αλογάκι. Στο τυπικό drag race ανάμεσα στα Mustang και Camaro, το μοντέλο της Ford τερμάτισε στους δύο τροχούς, ενώ κατέληξε να τρέχει από την πλευρά του Chevrolet.... »

  1. Αθλητικά:
    α. (Με επίδραση από Λαζόπουλο): Angulo: Βυσσινί θύελλα σούζα τ’ αλογάκι. Ίχαα!

β. Και σούζα το αλογάκι! Τρεις στόχοι, ισάριθμες επιτυχίες για τη Λάρισα στη φετινή σεζόν! Η ομάδα του κάμπου, μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος στον 2ο όμιλο της Γ Εθνικής και της κούπας του κυπέλλου της κατηγορίας, σήκωσε και το Σούπερ Καπ!

(από dryhammer, 12/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η ελληνική καθημερινή ονομασία του αστακοειδούς scyllarides latus (βλ. φωτό), η οποία προκύπτει από το ότι το ζωντανό αυτό κινείται χτυπώντας πάνω κάτω την ουρά / τον κώλο του.

Παρότι η λέξη ακούγεται και είναι επαρκώς σλανγκ, δεν απαντάται σε αμιγώς σλανγκική χρήση. Επιτρέπεται, ωσεκτουτού, κάθε αυτοσχεδιασμός.

Κωλοχτύπα θα μπορούσε λοιπόν να είναι το κωλοσκάμπιλο, το χαστούκι που σκάει ο άντρας στον κώλο της γυναίκας κατά τη διάρκεια του σεχ, ή, απλά, στο ανέβασμα της σκάλας, αντρική πρακτική που, κατά τη γνώμη της υποφαινομένης, προέρχεται από τον καιρό που ο άντρας καβαλούσε (με κάθε έννοια) το άλογό του ή τη μουλάρα του ή τον γάδαρο και έδινε και μια στα καπούλια για να πάρει μπρος το ζωντανό. Τώρα αν αρέσει αυτό στη γυναίκα ή όχι, είναι θέμα γούστου, ή και θέμα στιγμής.

Παίζει και σαν προστακτική: «Κωλοχτύπα με μωρό μου, κωλοχτύπα με!»

Επίσης κωλοχτυπιέσαι πχ σε χωματόδρομο με τζιπ.

(Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: το σαβουάρ βιβρ εξηγεί πως η μόνη περίπτωση κατά την οποία ο άντρας πρέπει να προηγείται της γυναίκας, είναι στις σκάλες (ανέβασμα), για έναν πολύ απλό λόγο: γιατί αλλιώς φαίνεται το βρακί της και δεν πρέπει. Πιθανόν όμως να είναι και προς αποφυγή κωλοχτυπών, λέω γω.)

  1. Τώρα το καλοκαίρι, πριν βάλετε στο πιάτο σας χταποδάκι, αστακό ή κωλοχτύπα, σκεφτείτε το διπλά. Γιατί αυτά και άλλα μικρά θαλάσσια είδη απειλούνται με εξαφάνιση, κυρίως λόγω υπεραλίευσης.
    από εδώ

  2. - Σου έχω πει χίλιες φορές ότι μου τη σπάει να μου κάνεις κωλοχτύπες όταν ανεβαίνουμε τις σκάλες του σπιτιού μας!
    - Στο κρεβάτι αλλιώς μου τά 'λεγες μωρό μου...

(από ironick, 17/08/10)δείτε και αυτή την απίθανη μαλακία (από ironick, 04/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασικά, γαμάω. Ειδικότερα, γαμάω μέχρις εξαντλήσεως κάποια σχετικά άβγαλτη ψωλίτσα ή, συνηθέστερα, ένα τεκνό που αφελώς νόμιζε ότι θα σπρώξει και μετά έμεινε να μονολογάει «αλλιώς τα περιμέναμε κι αλλιώς μας ήρθανε». (Παραδείγματα 1 & 2)

Νομίζω ότι η φόρτιση της λέξης έχει μια αντίφαση. Από τη μια, το πούπουλο παραπέμπει σε κάτι ανάλαφρο, έως και παιχνιδιάρικο. Από την άλλη, το πρόθεμα ξε- εδώ είναι, θα έλεγα, και στερητικό και επιτατικό - βγάζω τα πούπουλα ένα-ένα μέχρι και το τελευταίο - και, βέβαια, η ίδια η αναφορά στο πουλί (κοτόπουλο;) παραπέμπει σε κάτι αδύναμο, σε άθυρμα και στην κατά κράτος επιβολή.

Όμως, και γιατί ντε και καλά αντίφαση; Έχω ακουστά ότι στην συνεύρεση η άσκηση εξουσίας δεν αποκλείει απαραίτητα το παιχνίδι.

Άλλες μεταφορικές σημασίες της λέξης έχουν ενταχθεί στην καθομιλουμένη και στερούνται αργκοτικού ενδιαφέροντος. Π.χ. ξεπουπουλιάζω σημαίνει και εξαντλώ κάποιον οικονομικά, του τα τρώω μέχρι μίας. (Παρ. 3 & 4) Είναι επίσης και ενα μπανάλ και εύκολο κλισέ των αθλητικογράφων όταν αναφέρονται σε ευρεία ήττα μιας ομάδας που έχει κάτι φτερωτό στο όνομα ή στα σύμβολά της - λ.χ. οι δικέφαλοι αετοί ΑΕΚ και ΠΑΟΚ, οι Πετεινοί της Τότεναμ, το Περιστέρι στο μπάσκετ κ.ο.κ. (Παρ. 5)

  1. Το Λιτσάκι; Το ξεπουπούλιασα, προχτές. Το κωλαράκι τσούζει ακόμα...

  2. Και λοιπόν, είμαστε με τη Νικόλ στο Αύτανδρο ψες και μπαίνουνε δυο τεκνά... έτσι, βλαχαδερά ήτανε αλλά μπάνικα, με δυο γκιόσες, αρραβωνιάρες ήτανε, δεν ξέρω τι ήτανε, να κόψουνε κίνηση θέλανε και καλά, και αρχίζει η Νικόλ το παιχνίδι και να μη στα πολυλογώ, σε μισή ώρα φύγανε, σε μια ώρα νατα πάλι τα τεκνά χωρίς τα βρωμόμουνα και να κεράσουμε ποτό μας λένε, να κεράστε παιδιά... ε, να μη στα πολυλογώ, κατάλαβες, αυτή η περιέργεια τα έφαγε, πήγαμε πάνω στο σπίτι και τα ξεπουπουλιάσαμε, σου λέω, τα ξεπουπουλιάσαμε, σταμάτα μωρή λυσσάρα, της λέω της Νικόλ, άστα τα παιδιά, πρώτη φορά είναι, αλλά αυτή κρατημό δεν είχε, κρατημό...

  3. Aσπρομάλλης γέροντας, με την πλάτη γυρισμένη στον φακό, εξομολογείται ότι παντρεύτηκε μια Oυκρανέζα, που αφού τον ξεπουπούλιασε, «βρήκε έναν γκόμενο» και τον άφησε στους πέντε δρόμους. (από εδώ)

  4. Με τον ΟΤΕ τα έχω από τότε που άλλαξε τον τρόπο τιμολόγησης (κάπου το 1998/1999) και μας ξεπουπούλιασε... Δεν ξεχνάω πόσα μας πήρε τότε με το νταβατζιλίκι του και περιμένω να τον γειώσω με την πρώτη ευκαιρία (ήδη τον έχω γειώσει μερικώς με εναλλακτικό φορέα και φραγή σε μερικά σταθερά). (από εδώ)

5α. Πάλι το ξεπουπουλιάσαμε το δικέφαλο κοτόπουλο. (από εδώ, Ολυμπιακός-ΠΑΟΚ 2-0)

5β. Με στόφα πρωταθλήτριας η Μάντσεστερ... ξεπουπούλιασε τους «πετεινούς». (από εδώ, Μαν.Γ-Τότεναμ 5-2)

5γ. Ο Ολυμπιακός ξεπουπούλιασε τους «Αετούς» της Λισαβόνας. (από εδώ, Ολυμπιακός-Μπενφίκα 5-1)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το τεραστίων διαστάσεων, το εκτός λογικής και πραγματικότητας, βυζί.

Συνήθως συναντάται στις αφρατούλες γυναίκες και φημίζεται εκτός των άλλων και για το βάρος του.

Η ονομασία φυσικά παραπέμπει ευθέως στα μαστάρια των αγελάδων.

- Τί μοσχαρόβυζα είναι αυτά ρε μαλάκα; Και ο Πύρρος θα δυσκολεύονταν να τα σηκώσει!

μοοού, έκανε ο γερο-ταύρος... (από BuBis, 10/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που έχει κορμάρα που φουσκώνει παντελόνια αλλά μούρη που εκτροχιάζει τρένα από την ασχήμια της .... και ωσεκτουτού η χρησιμότητά της είναι αυτή της γαρίδας: τρως το σώμα και φτύνεις το κεφάλι ...

- Κολλητέ τσέκαρε κώλο το μωρό...!!
- Το είδα αλλά η τύπισσα είναι γαριδογκόμενα, άμα γυρίσει πρόσωπο θα πάθεις εγκεφαλικό!....

βλ. επίσης γαρίδα, γκόμενα-γαρίδα, γυναίκα-γαρίδα και πεσκανδρίτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο το οποίο, συνδυάζοντας τις λέξεις (πονηρή) αλεπού + πούτσα, παραπέμπει σε ένα ακαθόριστο είδος ψωλής, πονηρής, τσαχπίνικης, μάλλον μεγάλης (με μέτρο την ουρά της αλεπούς), χαριτωμένης, ευέλικτης, κλπ.

Χαριτολογώντας μπορεί να ειπωθεί και για μια πραγματική αλεπού.

Ειρωνικά, μπορεί να ειπωθεί για γούνα από αλεπού.

  1. - Ωραία βυζιά, ε;
    - Σιγά και τα πεσμένα, ρε μαλάκα!
    - Καλά, κατάλαβα, όσα δεν φτάνει η αλεπούτσα τα κάνει κρε-μαστάρια...

  2. - Μαμά, μαμά, μια αλεπούτσα!!!
    - Ιιιιιιιιιι! Σσσσσσσσσσς! Πού έμαθες αυτή τη λέξη παιδάκι μου;!

  3. - Μωρό μου θα μου πάρεις αυτή τη γούνα;
    - Α μωρή και μου το παίζεις φιλόζωη, σιγά μη σου πάρω και αλεπούτσα να φοράς, χαθήκανε οι ψεύτικες;

εινε μορτισα και αλεπου και τον μπουτσο εχει στον νου (από ο αυτοκτονημενος, 04/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μμμ! τι ωραίο επιφώνημα! Μμμ! μουγκανίζουν οι αγελάδες Μμμ! αναφωνούμε όταν θαυμάζουμε, αναρωτιόμαστε, αμφιβάλλουμε, σκεφτόμαστε, ηδονιζόμαστε, επιβραβεύουμε. Όσο πιο πολλά τα μ, τόσο πιο έντονα τα συναισθήματα.

Μμμμμ ναι ναι ναι μμμμμμναι μμμμμ ... τι μου κάνεις μάνα μου; μμμμμ μμμμ μμμμμμμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified