Ο πούστης, η αδερφή.
- Πώς σου φάνηκε ο Νίκος;
- Δεν ξέρω αλλά μου φάνηκε λίγο Μαρίνος.
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται σε μεγάλα βυζιά, ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Επικράτησε μετά την συμμετοχή της Μαντούς στο διαγωνισμό με βυζαλέο ντεκολτέ.
- Κοίτα ρε μαλάκα ένα γιουροβίζιον που περνάει.
- Ναι ρε φίλε. Αυτή πάει χαμένη στην Ελλάδα. Αυτή πρέπει να πάει στην Ισπανία να μάθει στους Ισπανούς Ισπανική.
Got a better definition? Add it!
Απαξιωτική απάντηση σε λούγκρο-απειλές κάποιου, κατά το θα μου κλάσεις τα αρχίδια.
Προέρχεται από το εμετικά κατσιμηχέσω τραγούδι «Για να σε εκδικηθώ». Πολλοί πατριώτες απορούν πώς ο αδιαμφισβητήτου ανδρισμού Δημήτρης Μητροπάνος παρασύρθηκε να ερμηνεύσει ένα τόσο νιανιά τραγούδι που μάλλον πους τις θα διενοήθη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι «τις βάφει τις κουρτίνες» είναι και συνώνυμο του το σφίγγει το μπουλόνι.
- Άτιμη Λίλιαν, έδωσα τα πάντα για σένανε και μόλις γύρισα την πλάτη μου με πούλησες για τον Ανδρέα! Θα σου... θα σου... ΘΑ ΣΟΥ...
- Θα μου σκίσεις τα πόστερ, θα μου βάψεις τις κουρτίνες παλιο-λουγκρητία!
Η πηγή του κακού:
Για να σε εκδικηθώ
πετάω ενθύμια και δώρα
κι εσύ όπως και εγώ
θρύψαλα και σκουπίδια τώρα
τις ζωγραφιές σου σκίζω
τα πόστερ που αγαπούσες
και βάφω τις κουρτίνες
στο χρώμα που μισούσες!
Got a better definition? Add it!
Λέγεται για ξεπεταχτούλα λολίτα και νουαζέτα που ξεπετάει άντρες λαϊκών προαστείων. Συνήθως βρίσκονται στο ΙΚΑ.
Πρόκειται για εμπνευσμένο στίχο του Γιοκαρίνη από το άσμα «Αχ, Ευλαμπία!».
Σημειωτέον ότι οι τριτοδεσμίτες παλαιάς κοπής είχαμε ως εσωτερικό αστείο την ατάκα του βιβλίου για Οιδίποδα που έλεγε ότι ο Σοφοκλής γεννήθηκε στον Κολωνό, «ένα από τα πιο αριστοκρατικά προάστια της Αθήνας».
Το άσμα.
Στίχοι- Μουσική: Γιάννης Γιοκαρίνης
Σε γνώρισα στο ΙΚΑ, στην ουρά μπροστά μου σ' είχα για τον οδοντογιατρό
Τα χρόνια σου 16, μα είχες ξεπετάξει ολόκληρο τον Κολωνό
Σου έκλεισα το μάτι, μα εσύ ζητούσες κάτι να διώξεις το πονόδοντο
Ξέχασα τ' όνομα μου, στο ξαφνογύρισμά σου, που μου 'δωσες φιλί γλυκό (All together now...)
Αχ Ευλαμπία, η ασθένεια σου έγινε χρονία
Αχ Ευλαμπία, εγώ θα ψάξω να σου βρω γιατρό
Σε κάποιο μαγειρείο μερίδες πήρα δύο και είπες στα πληρώνω εγώ
Με πήγες στα κλαρίνα, νταλκάδες και τσαλίμια και ήσουν πρώτη στο χορό
Τη πάτησα μαζί σου, τι γλύκα, το φιλί σου, τρελάθηκα και δεν μπορώ
Θα ψάξω για κουμπάρο, μου λείπει το κολάρο, αλλά κουστούμι πού θα 'βρω;
(Έχει μυαλό η Ευλαμπία)
Αχ Ευλαμπία, η ασθένειά σου κόλλησε και 'μένα
Αχ Ευλαμπία, αντίδοτο να 'δούμε πού θα βρω
Φόρεσα τα καλά μου, το είπα στο μπαμπά μου και πήρα φόρα για να 'ρθω
Στο σπίτι σου απ' έξω είμαι και περιμένω μα μέσα δεν τολμώ να μπω
Το σκέφτομαι λιγάκι, κουμπώνω το σακάκι και το κουδούνι σου χτυπώ
Μ' ανοίγει η γριά σου, φωνάζει το μπαμπά σου και μου 'παν πως δεν είσαι 'δω
Πού 'σαι Ευλαμπία;
Αχ Ευλαμπία, η ασθένεια σου έγινε χρονία
Αχ Ευλαμπία, εγώ θα ψάξω να σου βρω γιατρό
One more time...
Αχ Ευλαμπία, η ασθένεια σου κόλλησε και 'μένα (Ξανά...)
Αχ Ευλαμπία, αντίδοτο να δούμε πού θα βρω
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τα τσιφτετέλια, τα γύφτικα και γενικά χορευτικά τραγούδια χαμηλής ποιότητας που ανεβάζουν όμως το κέφι.
Ο χορός σε αντίστοιχα τραγούδια, όπου τα χέρια αυτού που χορεύει παίρνουν τη μορφή πιστολιού και κουνιούνται ρυθμικά.
Οι ωραίες γκόμενες που συχνάζουν σε μέρη με τέτοια μουσική.
Η έκφραση ρίχνω πιστόλια είναι το κλασσικό καμάκι-χώσιμο που γίνεται συχνά σε τέτοια μέρη από επίδοξους «πιστολέρο».
- Πάμε σ' αυτό το μαγαζί φίλε, παίζει πιστόλια!
- Πω ρε φίλε τι πιστόλια ειν' αυτά, τρελαίνομαι ρε!
- Έλα ρε μαλάκα, πάμε να πιούμε, να ρίξουμε τα πιστόλια μας να πούμε, να περάσουμε καλά!
Got a better definition? Add it!
Ως όργανο σλανγκίζεται κυρίως το γενετήσιο όργανο, το αιδοίον του ανδρός κυρίως, ο μπαργαλάτσος, και λιγότερο το αιδοίον της γυναικός. Από εκεί έχουμε μια σειρά σλανγκικών συνειρμών και για τις άλλες χρήσεις της λέξης από σλανγκικούς καλοθελητές. Λ.χ.
Όργανον της Τάξεως είναι ο μπάτσος, ο φίλος μας το ζώο, κυρίως ο μη βαθμοφόρος αστυνόμος. Συνειρμοί με την πρώτη έννοια σημαίνουν ότι ο μπάτσος δεν έχει παρά μόνο ένα κεφάλι, το κάτω, ή ότι είναι για τον πούτσο. Έχει σλανγκιστεί ιδιαίτερα απ' τον Λάκη Λαζόπουλο στους «Δέκα Μικρούς Μήτσους».
Μουσικό όργανο. Φράσεις όπως «τι όργανο παίζεις», ή «είναι σολίστ στο τάδε όργανο» πολύ γρήγορα έγιναν κακόσημες από τους σλανγκικώς ευεπίφορους. Εξάλλου, τα πνευστά μουσικά όργανα παραπέμπουν ευκόλως σε φάσεις παιξίματος κλαρίνου, ενώ και τα κρουστά δεν είναι άμοιρα σλανγκικών υπονοουμένωνε, για κάθε είδους σκαμπίλια. Ακόμη και τα έγχορδα μπορούν να έχουν σεξουαλική χρήση, όπως κατέδειξε η χήρα του Μάο. Το κατεξοχήν όργανο, λοιπόν, είναι το πουλόφωνο ή όφωνο κι ο κοινωνικός παίκτης του λέγεται ψωλίστ, ενώ ο μοναχικός οργανοπαίκτης.
Όργανο γυμναστικής, όθεν η ενόργανη γυμναστική.
Οργανική και ανόργανη χημεία.
Από την επιστήμη της Βιολογίας έχουμε το οργανίδιο, (δηλαδή σχηματισμό μονοκύτταρων οργανισμών ανάλογο με αυτόν που έχουν τα όργανα στους πολυκύτταρους), που σλανγκίζεται για να δηλώσει το πολύ μικρό όργανο.
Τέλος, παρόμοια με την σημασία 2, μπορούν να προσλάβουν εκφράσεις, όπως «τα αρμόδια όργανα», «τα όργανα του κόμματος», «τα θεσμικά όργανα» κ.τ.ό.
Σαχλεπίσαχλοι αστεϊσμοί εις βάρος σολίστ:
- Και, αλήθεια, τι όργανο παίζεις; Το παίζεις πολλά χρόνια; Πότε το άρχισες;
Και λοιπές σαχλαμπούχλες.
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται από την σκόπιμη παραφθορά του γνωστού στίχου «Λίγο πολύ όλοι την έχουμε γευτεί» του λαϊκού ύμνου «Ιστορία μου, αμαρτία μου» της Ρίτας Σακελλαρίου. Η αλλαγή της αντωνυμίας από «την» σε «τον», αντικαθιστά στη συνείδηση όλων κατά μια παράξενη, ανομολόγητη, ωστόσο ισχυρή συνθήκη, το γλυκό πιοτό της αμαρτίας στο οποίο αναφέρεται το άσμα, από το ανδρικό αναπαραγωγικό μόριο, τον πέοντα.
Με αυτή τη φράση, αφήνουμε υπονοούμενα για τις σεξουαλικές προτιμήσεις κάποιου, αλλά ταυτόχρονα δηλώνουμε απελευθερωμένοι και απενοχοποιημένοι, αφού πρόκειται για προσωπική επιλογή του καθενός, ξορκίζοντας ταυτόχρονα ενοχές περασμένων δεκαετιών του τύπου μακριά απ΄τον κώλο μας.
Η χρήση του πρώτου πληθυντικού γίνεται για να αποφύγουμε τον ευθύ, κατά μέτωπο, καταλογισμό του χαρακτηρισμού της γκέισας. Άλλοτε πάλι, χρησιμοποιούμε πρώτο πληθυντικό επειδή η δήλωση μας απλά ισχύει.
Η φράση έρχεται προς επικύρωση του ρηθέντος υπό του λαϊκού αοιδού Στέλιου Ρόκκου «Άντρα είναι αυτός που τον δοκίμασε και δεν του άρεσε.»
- Μα καλά, τοιουτέν και ο Βρασίδας, ο μάτσο τυπάς με την υπεργκόμενα;
- Ε, καλά τώρα. Τί σου φαίνεται παράξενο; Λίγο - πολύ, όλοι τον έχουμε γευτεί.
Got a better definition? Add it!
Σύνθετη λέξη που μας δίνει δύο περιπτώσεις. α) καράτι-βιόλα. β) καρά-τιβιόλα.
α) καράτι-βιόλα.
Στην πρώτη περίπτωση: έχουμε το καράτι που είναι μονάδα καθαρότητας του χρυσού και μέτρο βάρους πολύτιμων λίθων και, μεταφορικά, κάνει πιο μεγάλο το μέγεθος, στο οποίο αναφέρετα,ι και το βιόλα που έχει πολλές σημασίες:
Σύμφωνα με τους ως άνω ορισμούς ερμηνεύουμε την καρατιβιόλα:
β) καρά-τιβιόλα.
Στην β' περίπτωση: έχουμε το τουρκικής προέλευσης «καρά», που επιτείνει την σημασία της λέξης που την ακολουθεί και την «τιβιόλας» από το τιβι, που σημαίνει αυτόν που αποχαυνώνεται στην τηλεόραση και απενεργοποιεί τις λίγες λειτουργίες του εγκεφάλου του.
Συνεπώς καρατιβιόλα εδώ, είναι η κατάσταση αυτού που έχει πέσει το μυαλό του σε λήθαργο.
Got a better definition? Add it!
Σλανγκιά μουσικής προέλευσης για να δηλώσει μεταφορικά τον άντρα που έχει μεγάλη έκταση όχι στη φωνή αλλά στο μουνί, ήτοι κυνηγάει με επιτυχία και τις χαμηλές ηλικίες (πιπίνια, λολίτες, καυλάκια), αλλά και τις υψηλές (μιλφάρες, μιλφομάνες ή και τζιλφάκια αν είναι κοντρατενόρος). Πρόκειται για έναν άντρα τ. γαμεί ό,τι κινείται: και μανιώδης πιπινοκυνηγός λολιτοφάγος με τις μικρές, και μερακλής στρατηγός Μιλφιάδης με τις μεγάλες. Συχνά, φευ, καταλήγει ως πεθεραστής, δηλαδής κυνηγά barely legal νυμφίδιο με κίνδυνο να κατηγορηθεί ως παιδεραστής, πλην όχι για αυτήν, αλλά για τη φουκαριάρα τη μάνα της, κινούμενος από την ελπήδα της πεθεραστίας.
- Μπέντζαμιν Μπάτον ο Κώστας. Παλιά του άρεσαν οι ώριμες και γοητευτικές αντάρες. Όσο μεγαλώνει, όμως, πάει όλο και πιο χαμηλά στις προτιμήσεις του.
- Δεν αφήνει, όμως, και τις αντάρες.
- Ναι την έχει δει τενορομπάσος κιέτσ'.
- Αφού μπορεί.
Got a better definition? Add it!
Ο παίκτης όργανου (εργαλείο φυσικό ή τεχνητό που χρησιμεύει για παραγωγή έργου / κατασκεύασμα που παράγει ήχους / μέρος ζώντος σώματος, που επιτελεί ειδική λειτουργία αναγκαία για τη ζωή π.χ. μπαργαλάτσος).
Στην περίπτωση του υπό εξαφάνιση λατερνατζή έχουμε την κατηγορία φουκαρά φτωχού, πλην τιμίου, οικοδόμου και αυτού που είναι στο τσακ να φύγει για τη ζούγκλα με τον Ταρζάν για να μη πάρει τη λατέρνα και γυρίζει σαν την άδικη κατάρα.
Ο οργανοπαίκτης μπορεί να παίζει έγχορδο (ανήκει στη κατηγορία του μπαγλαμά, μπουζουκιού), πνευστό (κατηγορία ούφο με σκούφο - και με φλογέρα, πιπού), κρουστό (κατηγορία μαλακίας).
Το Λίλιαν δε το φτάνει ούτε ο Σαλέας!!
Μεγάλος οργανοπαίκτης ο Φρίξος. Που τον χάνεις που τον βρίσκεις κολλημένο σε μια οθόνη με καουμπόικα.
Δες και ψωλίστ
Got a better definition? Add it!