Selected tags

Further tags

Ιδιάζουσα κατηγορία γυναικών. Έχουν ύψος συνήθως 1.58-1.63. Κουρεύονται πάντα μόνες τους γιατί το μαλλί τους είναι μορφή τέχνης και οι άλλοι στα κομμωτήρια όλοι μαλάκες είναι, ή δίνουν μια μπετονιέρα λεφτά για κούρεμα σε κάποιον που είναι πιο τέχνης από αυτές, αλλά όχι πολύ. Τα ρούχα τους είναι πάντα περίεργα για τον ίδιο ακριβώς λόγο και κάτι παραπάνω. Ξέρουν τα πάντα για οποιονδήποτε καλλιτέχνη (άντρα πάντα) έχει χαρακτηριστεί ανερχόμενος, avant garde ή κάτι παραπλήσιο και όσο πιο σπάνιος είναι τόσο το καλύτερο. Διαθέτουν αναλογικό μετρητή κυκλοθυμικότητας με χρονόμετρο γιατί πρέπει να αλλάζουν συμπεριφορά όλη την ώρα. Ο λόγος δεν έχει διευκρινιστεί από κάποια επίσιμη πηγή. Οι γραφές λένε ότι μάλλον είναι απόγονοι των Ελ και γι'αυτό, ως όντα διαφορετικά από μας, ζουν σε μια δικιά τους πραγματικότητα. Συναντιούνται συνήθως σε live τύπων που παίζουν post elanteti αλλά ξέρουν αυτοί, ή στην «Αρχιτεκτονική». Χόμπυ τους το φτιάξιμο αυτοσχέδιων κοσμημάτων, το κοίταγμα της βροχής και το να παίζουν κιθάρα γυμνές (καλή φάση μεταξυ μας, μαλλον...).

- Ρε μαλάκα 3 φάγατε τι άλλο θες γαμώ το στανιό μου;
- Ωπ σκάσε ήρθανε τα μανιτάρια...
- Σόρυ... Μαλάκα άκουσα μια καινούρια μπάντα του Αρβιντασαμπόνιανς που γαμάνε! (τ'ακούσανε ή να το ξαναπώ;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οπαδός της μαύρης χορευτικής μουσικής (σόουλ κλπ), από το μότο-προτροπή για χορό get up που ακουγόταν σε τραγούδια του James Brown.

- Είναι ροκάς ο φίλος σου;
- Τι ροκάς μωρέ, άσ' τα! Προέκυψε γκιράπης!

(από Khan, 13/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα R'n'B τραγούδια έγχρωμων καλλιτεχνών (??!!), που χαρακτηρίζονται από τα πολλά μπάσα και την ανύπαρκτη μελωδία... Στην τηλεόραση παρουσιάζονται με συγκεκριμένου είδους μουσικά βίντεο, όπου ο αράπης (nigger/nigga αμερικανιστί) αναπτύσσει τις περί αγάπης θεωρίες του ενώ ταυτόχρονα μαύρες καλλονές λικνίζουν τα γυμνασμένα τους οπίσθια μπροστά στον φακό.

- Πηγαίναμε στα Everest για μια παντόφλα και ξαφνικά πετάγεται ένας κάγκουρας με RX8 και τα αραπησιάρικα στο τέρμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν ξέρει να κάνει τη δουλειά του και το παίζει ειδικός. Κάνει αλχημείες, μπαλώματα, πασαλείμματα, βλέπε και ξυλοσχίστης. Ρεμπέτικη έκφραση σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες. Την έλεγαν για όποιον έκανε φάλτσα σε κάποιο μουσικό όργανο.

Μου το γάμησες το τραγούδι στα λάθη. Φύγε απο δω ρε καλαμπόρτσο, θα μου το κλείσεις το γκρουπ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σεξουαλική πράξη, το πήδημα.

- Το θες το φαγκότο σου!
- Σιγά μη δεν το 'θελα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φάλτσο, η λάθος νότα (κυρίως σε συμφραζόμενα ελληνικής λαϊκής μουσικής).

- Με τον Μπάμπη εγώ δεν ξαναπαίζω.
- Γιατί ρε Μικέ; Πού θα βρούμε δεύτερο μπουζούκι δυό μέρες πρίν τη συναυλία;
- Στις πέντε πενιές του η μια ειναι πράσινη ρε. Καλύτερα να παίξω μόνος μου να 'ούμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνική σε νυκτά όργανα, και ειδικά στην ηλεκτρική κιθάρα με παραμόρφωση, κατά την οποία παράγεται αρμονική υψηλής συχνότητας με το άγγιγμα του αντίχειρα στη χορδή αμέσως μετά τη νύξη της από την πένα (ο αντίχειρας που κρατάει την πένα).

Αντίστοιχη τεχνική της κλασικής κιθάρας είναι η νύξη της χορδής με τον μέσο ενώ ο δείκτης του ίδιου χεριού αγγίζει τη χορδή σε κατάλληλο σημείο ώστε να παραχθεί η αρμονική.

- Ρε μαλάκα, άκουσες τον τελευταίο των Ουλτραμεγκασκιζομάνιακς;
- Όχι. Λέει;
- Μαλάκα, κωλολέει. Ο κιθαρίστας είναι θεός. Στο πρώτο κομμάτι παίζει σόλο κανονικά μόνο με τσιριχτές, μαλάκα, και τα σπάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επιδέξια χειρίστρια του ανδρικού μορίου. Το αριστοτεχνικό και ενδελεχές του παίξιμο θα μπορούσε να παρομοιαστεί με solo, επομένως σολίστ -> ψωλίστ.

- Πώς ήταν ρε μαλάκα το πιπίνι στο κρεβάτι;
- Πού να στα λέω... Μεγάλη ψωλίστ φίλε!

Άξια χειροκροτήματος! (από Vrastaman, 09/10/08)(από pavleas, 20/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίζω μουσική με πάθος και σε μεγάλη ένταση (συνήθως σε ροκ συμφραζόμενα). Δηλώνει επιδοκιμασία.

Οι Ουλτραμεγκασκιζομάνιακς βαράνε άσκημα φίλε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άι παράτα μας, χέσε μας.

Έμεινε στην ιστορία μετά από τη γνωστή δικαστική αντιπαράθεση Γιώργου Νταλάρα - Τζίμη Πανούση. Πασίγνωστο σε όλη την χώρα.

- Ελάτε μαζί μου σήμερα, θα είναι γεμάτο γκόμενες το μαγαζί ρε, γκαραντί!
- Δε μας χέζεις ρε Νταλάρα... κάθε φορά τα ίδια μας λες και όποτε ερχόμαστε το μέρος είναι αρχιδόκαμπος!

Βλ. και δε μας χέζεις

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified