Further tags

Τα σβαγκουροειδή πιπιναριά το κλίνουν πλέον το γιόλο κανονικά. Ωσεκτουτού λημματογραφούμε την σλανγκιά αυτή εν τη γενέσει της, στα σχολειά, τα ινσταγκράμια και στα ασκ.εφέμια.

Για να το κάνω πιο λιανά σε όσους γεννήθηκαν προ του 2000, γιολάρω σημαίνει προβαίνω σε κάθε λογής μαλακία, γιατί η ζωή είναι και καλά μικρή, και τις απαθανατίζω στο εξυπνόφωνο με ένα τσίου ή με μια σέλφικη ποζεριά, ποιούμενος πάντα την νήσσαν και με παρατεταμένα τον δείκτη και το μέσο δάχτυλο.

Βλ. το τελευταίο γιολάρισμα στην άσφαλτο γνωστού χιπχοπά (1ο μήδι).

1.
- Είδα τη λέξη «Σελφάρω».Έχω πάρει το λεξικό του Μπαμπινιώτη σκίζω μία μία τη σελίδα και τη μασάω.
- που να δείς και το «Γιολαρω». Όλη τη βιβλιοθήκη του Καποδιστριακού θα φας.

2.
- Θέλει αντοχές να ζεις χωρίς καταχρήσεις.. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι χάνεις το ωραίο κομμάτι αυτής της ζωής. Γιολάρουν.. και τέλος; έχουμε μία ζωή για να τα κάνουμε όλα πουτάνα...; ή μήπως για να τη ζήσουμε όσο καλύτερα γίνεται και να την αξιοποιήσουμε στο έπακρον.. Γιόλαρε το και άλλες πίπες. Ζήσε καλά.

3.
- «Δεν μπορώ τώρα, γιολάρω.» ~Barack Obama

4.
- γενικά γιολάρω τα σαββατοβραδα βλεποντας ταινιες

5.
- Τελικά ξεανγχωθηκα, δόξα τω θεω. Πέρα από το γεγονός ότι κατάλαβα ότι δεν έχω ξεχάσει τα πάντα όπως νόμιζα Razz συνειδητοποίησα ότι σήμερα είναι η τελευταία μέρα άγχους και από αύριο θα γιολαρω σα τις πουτάνες Laughing

6.
- ΓΙΟ ΓΙΟ ΚΑΤΣΑΡΙΔΑ ΜΕ ΜΑΓΙΟΟ ΠΟΥ ΓΙΟΛΑΡΕΙ ΣΑΝ ΤΡΕΛΟ ΓΙΟ ΓΙΟ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν πάνω από δυο μεγάλες κατηγορίες φλαταδούρας.

Το λεπόν:

Φλαταδούρα τση γης και τση θάλασσας, ισάδι

Φλαταδούρα τση ανατομίας και του πνεύματος

Φλαταδούρα ως τεχνικό χαρακτηριστικό

  • Το επίπεδο παπούτσι, το αντί-γκαυλοτάκουνο.
  • Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τις επίπεδες τηλεοράσεις από τους ελάστιχους εναπομείναντες μερακλήδες νοσταλγούς των αναλογικών CRT.

Φλαταδούρα τ. κολλήσαμε στα γίδια και τα γίδια

  • Η έλλειψη μεταβλητότητας στο ταμπλό του χρηματιστηρίου.
  • Η έλλειψη διακύμανσης σε ένα διάγραμμα που απεικονίζει δεδόμενα.

Εκ του αγγλικάνικου *flat *(συγγενεύει ετυμολογικά με το πλατύς) και του γαμοσλανγκοτέτοιου ***–δούρα*** (βλ. σκαταδούρα, φρεσκαδούρα, κ.ταλ.).

Σ.ς.: ο ανά οθόνης ορισμός οφείλει τα μάλα στην ανάρτηση τση Ζαζούλας στα Lexilogia. Ασίστ από Δ.Π.: δεινόσταυρος.

1.
Ωραία πλάνα αλλά δεν νομίζω οτι το μηχανάκι το έχει πολύ με το χώμα. Σε φλαταδούρα ακόμα και harley πάει

2.
Φλαταδούρα μεν , αλλά ....τούμπα στο τέλος

3.
Ορμώμενος από αυτό που είπες οτι τα ψαλίδια έπρεπε να μπουν στη φλαταδούρα, θες να πεις οτι τα ψαλίδια βρίσκονται σε κλίση 2,5% :shock: ... Ναι, τα ψαλίδια είναι στη κατηφόρα της γέφυρας του Κηφισού προς το Ρουφ
(συζήτηση σιδηροδρομανθρώπων)

4.
Το πέρασμα απέναντι στη Νάξο αποκτά ενδιαφέρον, αφού η φλαταδούρα της μπονάτσας δίνει τη θέση της στα κακοτράχαλα κοφτά κύματα του μαΐστρου.

5.
Τι να κάνω; Κότσο, ημίψηλο τακούνι (ούτε φλαταδούρα ούτε στιλέτο) και ντε πιες συνολάκια; :smoking:

6.
Ένα εξαιρετικά γλυκό παιδί που είχε την ατυχία να έχει γεννηθεί με τόσο τούμπανο φυσικά προσόντα που θα έκαναν μέχρι και την Salma Hayek να αισθανθεί φλαταδούρα μπροστά της.

7.
Άκουσα να με λένε “φλαταδούρα” από το αγγλικό “flat”, ότι δηλαδή τα κάνω όλα επίπεδα”, είπε και προσθεσε: “Εγώ τους κρατάω τους αρνητικούς τίτλους γιατί δεν θέλω να πετάω στα σύννεφα”
(Ζέτα Μακρυπούλια)

8.
Σας έλειψαν οι CRT τηλεοράσεις; Μήπως ώρες-ώρες ξυπνάει ο hipster που κρύβετε μέσα σας και ομολογεί πόσο πολύ σιχαίνεστε τη «φλαταδούρα» που έχετε στο σαλόνι σας; Κάπου εκεί στη μακρινή Κορέα, η LG σας κλείνει το μάτι και βροντοφωνάζει πως οι CRT υπάρχουν ακόμη

9.
Φλαταδούρα η συνεδρίαση σήμερα, στο συν μηδέν κόμμα μηδέν ένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπογραφή, Ψευδώνυμο καλλιτέχνη Τοίχου.

Το γκράφιτι δεν είναι μόνο χρώμα, είναι λόγος και στάση ζωής. Είναι κι αυτή μία μορφή τέχνης, η οποία λειτουργεί και ως φορέας κοινωνικοποίησης. Τα γκράφιτι είναι μία προσπάθεια επικοινωνίας και έκφρασης των σκέψεων και των αισθημάτων των γκραφιτάδων. Όταν βάφεις έναν γκρίζο τοίχο, κάνεις μια δήλωση. Ο τοίχος είναι εκείνος ο ανοιχτός χώρος όπου μπορείς ελεύθερα να επικοινωνήσεις και να εκφραστείς.

Ο καθένας writer προσπαθεί να συνθέσει το δικό του στυλ, χρησιμοποιώντας όχι μόνο την φαντασία του και την ικανότητα στους συνδυασμούς χρωμάτων, ή την τοποθέτηση των γραμμάτων με τη χρήση του κατάλληλου φόντου, αλλά και κάποια στοιχεία που πιθανόν έχουν συμβολικό χαρακτήρα.

Η ταγκιά ειναι κάτι που μπορεί να κάνει ο καθένας, απλά χρησιμοποιείται για να δείχνει πόση μαγκιά έχει ο writer, ανάλογα με το πού την βάρεσε! Τα tags χρησιμεύουν στο να οριοθετήσουν τον χώρο τους και όχι τόσο για την αυτοπροβολή τους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

φακ γέα, χελ γέα

Άρτι ελληνοποιηθείσες αμερικλανιές, ανακράζονται σε διθυραμβικές στιγμές αυτοεπιβεβαίωσης, συχνά συνοδεία χορευτικών κινήσεων ή σπασμών του σώματος.

Εκ των fuck yeah και hell yeah.

Βλ. επίσης: Ὦ Γαῖα!

Σλανγκασίστ: Σούλτω. Αφιερούται με αγάπη στον Vikar.

1.
Φακ γέα μπίτσεζ, εμένα που με βλέπετε, τα 'χα με τη Βουγιούκλω

2.
αφου ο πρωθυπουργος εξηγγειλε ΔΩΡΕΑΝ WIFI (φακ γέα!!!!) λογικο ειναι μετα να εχει email ολος ο κοσμος.

3.
Σε άλλα νέα, επιστρέφει το Commander Mode (χελλ γέα!), θα υπάρχει Battle Recorder (επιτέλους) και ίσως να υπάρχει η δυνατότητα να παίζεις σαν γυναίκα στρατιώτης!

4.
Αγαπημένη Γαλλιδάρα θεά, λίγο ρετρό, λίγο παιχνιδιάρα, πεθαίνω, λιώνω, ασιατικής καταγωγής και με φακίδες (χελ γέα), λουλούδια στα μαλλιά σχεδόν πάντα και παριζιάνικες γειτονιές για φόντο.

Σόρρυ, κάτι σε Βαρουφάκη δεν βρήκα (ακόμα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορά στα ελληνικά του αγγλικού όρου celebrity, που σημαίνει διασημότητα, (στα αγγλικά λέγεται και celeb).

- Πού θα πάμε για μπάνιο γιατρέ μου;
- Πάμε στην Ψαρού να δούμε και κανένα σελεμπριτόνι;

(από Khan, 26/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ινσέψιο ή ινσέψιο φάση, όρος που γεννήθηκε στο τουίτερ αναφερόμενος στην ταινία «Inception» όπου ονειρεύονταν μέσα σε ένα όνειρο ξανά και ξανά δημιουργώντας επίπεδα. Ο όρος ινσέψιο χρησιμοποιείται για χαβαλέ όταν κάνεις ένα πράγμα που θυμίζει ένα άλλο παρόμοιο πράγμα, χρησιμοποιώντας λογοπαίγνιο.

  1. Ινσέψιο είναι να είσαι χασάπης και να σε πιάσει σφάχτης.

  2. Χέζω το κοκορέτσι, δλδ έντερα που περνάνε μέσα απ' τα δικά μου έντερα. Ίνσεψιο φάση.

  3. Μπαίνουν δυο ψηλές μουνάρες σε μία Lamborghini, και το ράδιο παίζει «Ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα». Το λες και ινσέψιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό lag (αργοπορώ, καθυστερώ, μένω πίσω, χασομερώ, χρονοτριβώ και γενικά ακολουθώ με διαφορά φάσης).

Συντάσσεται πολύ συχνά με ποσοτικά επιρρήματα και τα: αισχρά, τρελά, άπειρα, τίγκα.

Χρησιμοποιείται:

  • Κυρίως για Η/Υ (και σχετικά συμπράγκαλα π.χ. ποντίκια, εικόνα στην οθόνη), δίκτυα Η/Υ, ήχο που ανεβαίνει ή κατεβαίνει απ’ το νέτι αλλά και κινητά (συχνότατα στο πρώτο πρόσωπο αντί του τρίτου), σημαίνοντας πως το πρόγραμμα που χρησιμοποιεί ο χρήστης, το παιχνίδι που παίζει ονλάιν ή η σύνδεση του δικτύου (μπορεί και να μην είναι απαραίτητα το νέτι) κολλάει, ανταποκρίνεται αργά ή άσχημα μ’ αποτέλεσμα να συφιλιάζεται ο χρήστης. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε μικρή RAM, φορτωμένο επεξεργαστή, χαμηλή ποιότητα σύνδεσης πρόβλημα στην κάρτα γραφικών, μη ενημερωμένο λογισμικό κλπ. Κυκλοφορεί και το τρώω λαγκ με την ίδια έννοια.
  • Επίσης, σε σχέση με μηχανές κάθε είδους αλλά κυρίως με κινητήρες αγωνιστικών αυτοκινήτων, οπότε σημαίνει πως καθυστερεί ή δεν γίνεται ομαλά η μετάβαση από μια ταχύτητα σε ψηλότερη, πως η απόδοση δεν είναι ικανοποιητική.
  • Λιγότερο, με πρόσωπα, οπότε σημαίνει πως το άτομο (περισσότερο συγκυριακά παρά μονίμως) κολλάει, δε στροφάρει, τα χάνει, κωλώνει, δεν αντιδρά όπως πρέπει λόγω συναισθηματικής φόρτισης, αφηρημάδας, κούρασης, φόβου.
  • Σπάνια, με ιστορίες, διηγήσεις, άρθρα, οπότε σημαίνει πως κάτι μπάζει, δε στέκει, δεν έχει συγκρότηση, δεν κυλά μ’ αποτέλεσμα να μην πείθει.

1α. «…έχω E8400 στα 3.4ghz 6gb ram και 5770 κάρτα γραφικών παίζω σε 1980 (όλα φουλ εκτός antiliasing) και λαγκάρω άσχημα το cpu χτυπά όλο 100αρια...., λαγκάρει κάνεις άλλος; όχι λαγκ ονλαιν και στο campaing που παίζω λαγκάρω. Τώρα που το δοκίμασα και με 1280 λαγκάρω....» (αγορασμένο)

1β. «Τώρα εγώ φαντάζομαι να έχω κινητό με windows mobile και να λαγκάρει μέχρι να δείξει το μήνυμα και να πεθάνω από τις μ******ς της microsoft.» (αγορασμένο)

2α. «…από 1η σε 2α βλέπω λαγκάρει λίγο και αργεί να φουσκώσει αν δεν κάνω λάθος το παρατήρησα και εγώ...Λογικό το άγχος όλοι άνθρωποι είμαστε και όλοι πάντα θέλουμε να είμαστε νικητές…» (αγορασμένο)

2β. «…Επιπλέον στο dyno μετράς με μια σχέση και όχι όλες όπως σε μια κόντρα, που σε κάθε αλλαγή λαγκάρει το αμάξι λόγω ανοιχτού τύπου σκάστρα και χάνεις δύναμη…» (αγορασμένο)

3α. «…ποιο αστείο; …ναι τώρα που το ξαναδιάβασα με άλλο σκεπτικό, τώρα το κατάλαβα...γαμώτο ήταν καλό... εντάξει λαγκάρω λίγο. Πειράζει;;;» (αγορασμένο)

3β. «–Γιατί δεν έρχεσαι εσύ ρε κότα; Κάθε βράδυ στην πλατεία θα με βρεις. Αν έχεις κότσια πέρνα να σου γαμήσω ό,τι έχεις.
– Σταμάτα να δέρνεις γιατί λαγκάρω.» (αγορασμένο και προσαρμοσμένο)

  1. «…Το άρθρο λαγκάρει. Αφ' ενός, περιέχει ένα μάτσο μπούρδες, όσον αφορά την χρήση της γλώσσας, την λεξοπλασία, κτλ. Αφ' ετέρου, η πλειονότητα των χρηστών έχει εγκαταλείψει…» (αγορασμένο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δάνειο από την αγγλική λέξη death (θάνατος), σχετική με το μουσικό μεταλλικό ιδίωμα του death metal.

Η ντεθιά, όμως, σαν ελληνική λέξη, πάει ακόμη παραπέρα. Η χρήση της ενδέχεται να σηματοδοτεί τέσσερα σχετικά μεν, αλλά επί της ουσίας διαφορετικά πράγματα:

  1. Μία δισκογραφική δουλειά του συγκεκριμένου μουσικού ιδιώματος.

  2. Ένα μουσικό πέρασμα σε κομμάτι το οποίο μπορεί να παραπέμπει συνθετικά και εκτελεστικά στο συγκεκριμένο μουσικό ιδίωμα.

  3. Ένα ολοκληρωμένο μουσικό κομμάτι δισκογραφικής δουλειάς του μουσικού χώρου της μέταλ, το οποίο χαρακτηρίζεται από την συνθετική (κατά κύριο λόγο) τεχνοτροπία του death metal, έστω και αν συνολικά ο δίσκος κινείται σε άλλα μουσικά μονοπάτια (τις περισσότερες φορές εντός του ευρύτερου μεταλλικού μουσικού ιδιώματος).

  4. Οτιδήποτε μπορεί να παραπέμπει ηχητικά στα στοιχεία του συγκεκριμένου μουσικού ιδιώματος.

Τέλος, η λέξη ντεθιά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σχετικά με άλλες περιπτώσεις (σχετικές ή μη με τις διάφορες μορφές τέχνης) υποδηλώνοντας μία αποπνέουσα ζοφερή, πένθιμη ή ψυχοπλακωτική διάθεση ή έκφραση. Στην περίπτωση αυτή, το ουσιαστικό μετατρέπεται στο επίθετο ντεθιάρικος (ντεθιάρικη, ντεθιάρικο).

  1. Μπράβο βρε Gothic καιρό είχα να ακούσω τόσο καλή ντεθιά. (Από εδώ)

  2. τι ψαγμενη ντεθια ειναι αυτη... απο σουηδια ακουμε μονο the haunted... (Από εκεί)

  3. Sorry αλλά με πολλαπλά takes και hard panning και καμιά 100 βατ και κανά μπουστάρισμα και κανά eq και ένας βοξ μπορεί να βγάλει που και που καμιά ντεθιά... (από παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος μπούλης εκφοβίζει, παρενοχλεί και πουλάει σωματικό και ψυχολογικό πειθαναγκασμό σε εμφανώς πιο αδύναμους, ντροπαλούς, ουατέβα, συμμαθητές, συνφορουμίτες, συναδέλφους, συνανθρώπες, κ.ά.

Το φαινόμουνο συχνά αυτόαναπαράγεται καθώς πολλοί μπουλιζόμενοι με την σειρά τους θα ξεσπάσουν πάνω στα παιδιά και τις οικογένειές τους. Δυστυχώς πολλά θύματα μπουλισμού ή e-μπουλισμού έχουν οδηγηθεί στην αυτοκτονία.

Οι μπουλίζοντες συνήθως φτάνουν στο απόγειό τους στον στρατό, ειδικά από θέσεις τσάτσου ορμώμενοι. Στην συνέχεια η μπογιά τους συνήθως φθίνει καθώς βλέπουν τα θύματα τους να πετυχαίνουν στην επαγγελματική και προσωπική τους ζωή, ενώ αυτοί παραμένουν θλιβερές ξεθωριασμένες καρικατούρες του παλαιού τους εαυτού. Το τζάμπα νταηλίκι τους θα ασκείται σχεδόν αποκλειστικά ενδοοικογενειακά, εκτός κι αν ακολουθήσουν καριέρα τση νύχτας ως νταβάδες, πληρωμένοι δολοφόνοι, και ταλιμπάν.

Νεολογισμός εκ του αγγλικάνικου bullying.

R.I.P. Βαγγέλη Γιακουμάκη.

1.
Η χρυσή αυγή τέτοια άτομα έχει και έτσι παίζει. Είναι οι bullies των σχολείων κατ’αναλογία, που απλά μεγάλωσαν και τώρα μπουλίζουν παρέα με άλλες ομάδες, άλλων

2.
Οι διακρίσεις κτλ ειναι θεμα παιδειας στο σπιτι και στο σχολειο και δεν τις εμποδιζει καμία ποδιά. Αν το παιδι ειναι κουφιοκεφαλο, φαντασμενο και μπουλίζει θα το δείξει ό, τι και να φορά.

3.
σε μία κοινωνία, το να στοχοποιείς λεκτικά μετανάστες, που εκ των πραγμάτων δεν είναι ίσοι σε προνόμια, είναι σα να μπουλίζει ενήλικας έναντι παιδιού (από πλευρας χρήσης δύναμης).

  1. Ινσέψιο: αυτό που μπουλίζεις ένα τραμπούκο αποκαλώντας τον μπούλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified