Further tags

τιβιαστής ή τηλεβιαστής

TV (ελληνιστί «τιβί») + βιαστής

Μαϊντανοί της τηλεόρασης που (επιμένουν να) αποκαλούν τους εαυτούς τους δημοσιογράφους ή παρουσιαστές. Βιάζουν ασύστολα τον εγκέφαλο του τηλεοπτικού κοινού με κάθε λογής εκπομπή-σκουπίδι, με μόνο σκοπό την ικανοποίηση της χαμερπούς ματαιοδοξίας τους.

Φιλοξενούνται σε όλα σχεδόν τα τηλεοπτικά κανάλια, καθότι ξέρουμε ότι σλόγκαν των σταθμών αυτών είναι: «Tα κέρδη πάνω από την ανθρώπινη αξιοπρέπεια».

Ακολουθεί φωτογραφία επεξηγηματική με τυχαία δείγματα της ελληνικής τηλεόρασης (δεν χωράνε όλοι γιατί είναι δεκάδες)…

Πρόκειται για άτομα τηλεκαημένα, με αμφίβολο δείκτη ευφυΐας, που εντελώς συγκυριακά «έπιασαν τον τηλεοπτικό σφυγμό» και εκμεταλλεύτηκαν την τάση που έχει ο ελληνάρας για πάσης φύσεως κουτσομπολιό, παπαριά και κατάντια ώστε να αναρριχηθούν στις πρώτες θέσεις των τηλε-μετρήσεων. Οι φήμες ότι πρόκειται για έξυπνα άτομα που επιτυγχάνουν με το «σπαθί» τους, είναι σαφώς ανυπόστατες και αστείες. Εκτός του ότι απευθύνονται σε μερίδα κοινού με IQ γλυκοπατάτας, άπειρες φορές έχουν πέσει σε ολισθήματα, μέχρι και στην απίστευτη ξεφτίλα να σχολιάζουν ο ένας τον άλλον.

Μέγας τιβιαστής (ή τηλεβιαστής) της σύγχρονης ελληνικής τηλεόρασης (βλ. εικόνα).

(από Tarantula, 14/11/07)(από Tarantula, 14/11/07)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που δεν τα καταφέρνει καλά σε κάτι, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως συνώνυμο του άμπαλος. Δε μπορεί να χειριστεί σωστά καταστάσεις, ή κάνει και λέει μαλακίες.

  1. - Μάκη, τι έγινε ρε με τη δουλειά;
    - Άσε, τι να σου λέω. Πήγα και ζήτηξα αύηση απ΄τ΄ αφεντικό, δε μου την έδωσε, εγώ τον σκυλόβρισα, και τώρα ψάχνω για επίδομα στον ΟΑΕΔ.
    - Τελείως τσαπάς είσαι ρε; Άντε τώρα να το πεις και στη γυναίκα σου, αλλά άμα φας παντόφλα, εγώ δε σε σώνω.

  2. - Την ΑΕΚ την είδες εχθές;
    - Ναι ρε, καλή μπάλα παίξανε με τη Φιορεντίνα, αλλά αυτός ο Μανού για τα μπάζα ήτανε. Πολύ τσαπάς ο άνθρωπος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παμπάλαιος σλανγκ όρος. Με πολλαπλές χρήσεις. Αναφέρω τις κυριότερες:

  • Ποδόσφαιρο: Ένας παίχτης που κυριολεκτικά σέρνεται μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Είτε παίζει είτε δεν παίζει, ένα και το αυτό.
  • Ιππόδρομος: Ένα άλογο που σπανίως τερματίζει, και αν γίνει το θαύμα και τερματίσει καταλαμβάνει την αριθμητική θέση των συμμετεχόντων αλόγων (π.χ. όγδοο στα 8 που έτρεχαν). Υπάρχει και ιπποδρομία κουτσάλογων (όλα τα κουτσάλογα τρέχουν μαζί).
  • Υπάλληλος: Κάνει εντελώς τα ανάποδα απο αυτά που του λες. Όχι μόνο δεν προσφέρει, αλλά καταστρέφει κιόλας.
  • Κωλόμπαρο: Η κονσοματρίς που στο τέλος της βάρδιας της, αντί να πληρωθεί, το αφεντικό της ζητάει να πληρώσει τα ποτά που ήπιε.

    Ο όρος προέρχεται από την χρηστικότητα του συγκεκριμένου συμπαθέστατου ζώου, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το γεγονός ότι πρέπει να πατάει γερά και στα τέσσερα πόδια του. Δυστυχώς, ένα κουτσό άλογο ισοδυναμεί με ένα άχρηστο στην αρχή και νεκρό στη συνέχεια άλογο.

-Ο πρόεδρος υποσχέθηκε ότι θα κάνει μεταγραφές του χρόνου. -Ποιος ξέρει τι κουτσάλογο θα μας κουβαλήσει πάλι...

-Όλα τα λεφτά στο 5, έχω πληροφορία.
-Άσε μας ρε Λάκη. Όλο σότα μας δίνεις. Ο ΤΡΕ ΜΠΙΕΝ (το 5) είναι γνωστό κουτσάλογο. εγώ σε πάω στοίχημα, ότι δεν θα τερματίσει καν...

(από electron, 02/09/09)(από electron, 02/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμπνευσμένο απο το δίδυμο Τσακνής και Μαχαιρίτσας, υποδηλώνει μια ειρωνική διάθεση για το ελληνικό ροκ που παίζουν μουσικοί μεγάλοι σε ηλικία που άκμασαν πολλά χρόνια πριν.

- Τι έγινε με την φοιτήτρια που γνώρισες στην πορεία για την διάσωση του ροζ μπαμπουίνου του Θιβέτ ;
- Άσ' τα, έχουμε γυρίσει όλες τις εντεχνοπουρόκ συναυλίες, έχω πήξει στους Γιαχνή και Μαγειρίτσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρύπας τερματοτύφλακας-σουρωτήρι που τρώει ό,τι πάει μέσα ωσάν γκολομαγνήτης.

Βλ. και: χαρταετός, μεσολογγίτης. Αντιπαραθέστε το με τον Νιγηριανό τερματοφύλακα Πήτερ Ρουφάι.

1. ΤΕΡΑΣΤΙΟΣ ρούφας ο Γιώργης - στην θητεία του στον Ολυμπιακό τουλάχιστον - αποτελεί ακόμα και σήμερα σημείο αναφοράς για παλαιότερους και νεότερους.

2. ΣΚΑΡΤΟΣ ΔΕΝ ΚΑΝΕΙ.... ΝΑ ΜΗΝ ΕΡΘΕΙ ΣΤΗΝ ΑΕΚ....ΠΝΙΓΕΙ ΓΚΟΛ ΕΙΝΑΙ ΡΟΥΦΑΣ...ΣΙΓΑ ΤΟ ΠΕΝΑΛΤΥ ΚΙ ΕΓΩ ΘΑ ΤΟ ΑΠΙΑΝΑ ΛΕΕΙ Ο ΑΛΟΣ.....Π Ρ Ο Π Ο Ν Η Τ Α Ρ Α Δ Ε Σ ΜΟΥ ΕΔΩ ΜΕΣΑ.......!!!!!!!!!!!!!!!!!

3. Οφείλω να ομολογήσω πάντως πως ο ΕΠΟ έχει συμπαθέστατους (κατα τ' άλλα, βεβαίως) οπαδούς και αντιπάλους. Ακόμα κι ο ρούφας ο τερματοφύλακάς τους «τρώγεται»!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πατσαβουρέξ:

Εκ της πατσαβούρας, στον υπερθετικό βαθμό χάρη στο υποτιμητικό γαμοσλανγκοτέτοιο -εξ.

1.
- γαμωω τηννν πουταναα σουυυ παλιο μαλακισμενηη την νικολετα μην την ξαναενοχλήσεις γτ θα σου γαμησω οτι εχεις και δεν εχεις παλιο πουτανι αντεεε πατσαβουρεξ μπαζοοο εισαιιι εσυ ξεκωλιάρα ψαντεεεε τωραα γτ θα ξεσπάσω σε σενα ολη μου την ψυχολογία!!! .!.‎

2.
- Αγόρασα λάδι 10-40 ημισυνθετικο μάρκας ΜPΜ, 5λιτρο, και ένα φίλτρο λαδιου Πατσαβουρέξ με σύνολο 21€ με ΦΠΑ. το λάδι κάνει 4€ το λίτρο.
- Τι μαρκα λεει το κουτι; Purflux μηπως;

Πατσαβούρα της Βέρμαχτ (από Khan, 16/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα κράμα δυσάρεστου, άσχημου, αμήχανου, ανεπιθύμητου και περίεργου συναισθήματος, προσώπου ή κατάστασης. Παρόμοιο με το κρίντζ.(cringe)

Εμπνευσμένο από τη κ. Κατέλη στο 0:25

Έφτιαξα ένα κέικ για πρώτη φορά. Βγήκε πολύ πνίκει.

Ήπιε πολύ χθές βράδυ και ηταν εντελώς πνίκει.

Got a better definition? Add it!

Published

Ποδοσφαιρική μεταγραφή παίκτη, που μπορεί να χαρακτηριστεί ως παλτό. Ειδικά αγνώστου μέχρι πρότινος παλτού, αφρικανικής προέλευσης. Κατά τον παρόντα χρόνο (Ιούνιος 2012) δεν έχει αποκτήσει τη διάδοση που απαιτείται για να χαρακτηριστεί λήμμα του σλανγκρ αλλά αυτό αναμένεται να συμβεί, ειδικά μετά τον βομβαρδισμό με το διαφημιστικό μήνυμα (εταιρείας κινητής τηλεφωνίας) απ' όπου προέρχεται.

Γενικά, αποτυχημένη μεταγραφή με στόχους σκοτεινούς και πάντως άσχετους με την αγωνιστική βελτίωση μία ομάδας.

Μετά τον πίου, μπαίνουν ξανά ιδέες στον πρόεδρο για μεταγραφές.

(από Vrastaman, 25/06/12)(από Khan, 26/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαμηλής ποιότητας, δεύτερης ή και τρίτης διαλογής. Εμπεριέχει το σουρεάλ ότι το δεύτερο έρχεται μετά απ' το τρίτο, αντίστοιχο φαινόμενο με το επισκευή και πέταμα και το γενική επισκευή και πέταμα.

Συνώνυμο: βουγουδουέ, ίζολ 2ης (βου), 3ης (γου), 4ης (δου), 5ης (ε) διαλογής, όπου οι διαλογές αριθμούνται με φθίνουσα σειρά σημασίας. Επίσης, το τριτοτέταρτος, στο οποίο η εμφάνιση των κατηγοριών γίνεται επίσης με την (λογική) φθίνουσα σειρά της διαλογής.

- Σε τι σκατόμπαρο μ' έφερες ρε μαλάκα με όλες τις τριτοδεύτερες γκόμενες του λεκανοπεδίου να πούμε.
- Και η μουσική βουγουδουέ είναι. Δε φταίει ο Μπάμπης, εγώ φταίω που κάθομαι και τον ακούω όταν προτείνει μαγαζιά. Πουλαδέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified