Φράση που χρησιμοποιείται για να τονίσει κάποιο ταλέντο ανθρώπου μικρόσωμου/κοντού. Αντίστοιχο του μικρός στο μάτι....
«Μην τόνε βλέπεις έτσι τούτο τον κοντό, το μπόι που του λείπει το 'χει σε μυαλό...»
(Ρίτα Σακελλαρίου, Ο κοντός με τη γραβάτα)
Φράση που χρησιμοποιείται για να τονίσει κάποιο ταλέντο ανθρώπου μικρόσωμου/κοντού. Αντίστοιχο του μικρός στο μάτι....
«Μην τόνε βλέπεις έτσι τούτο τον κοντό, το μπόι που του λείπει το 'χει σε μυαλό...»
(Ρίτα Σακελλαρίου, Ο κοντός με τη γραβάτα)
Got a better definition? Add it!
Προτροπή που εκφέρεται απαραιτήτως σε εντόνως ειρωνικούς τόνους στις ακόλουθες δύο περιπτώσεις:
Όταν κάποιος χρονοτριβεί να αποφανθεί επί τινός ζητήματος και κωλυσιεργεί, κοινώς μας έχει γκαστρώσει. Επί παραδείγματι, είμεθα σε καφετέρια, η σερβιτόρα έχει ρωτήσει τι θα πάρουμε και περιμένει απάντηση, ενώ ο δικός μας περί άλλα τυρβάζει, κοινώς το χαβά του. Η σερβιτόρα, που εξακολουθεί να στέκεται από πάνω μας σα χριστουγεννιάτικο δέντρο χωρίς τις μπάλες (ή και με μπάλες, ο νοών νοείτω, χε χε) αρχίζει να τα παίρνει. Τότε ακριβώς σκάει η ατάκα: πες τα ρε νταλάρα! Σε πιο λάιτ εκδοχή παίζει και το «πέστα χρυσόστομε». Στόχος να εξέλθει ο αποδέκτης της εν λόγω ατάκας εκ της νιρβάνας του και να τσουλήσει το θέμα.
Μετά απο μεγαλοπρεπές ρέψιμο (μπερπ) το «πες τα ρε νταλάρα!» έρχεται εν είδει επιβράβευσης από την παρέα στο περήφανο μοσχαράκι, που καμαρώνει για την παλιμπαιδιστική συμπεριφορά του. Σε πιο εξτρίμ καταστάσεις, ενδεχομένως να παίζει και μετά από ηχηρό κλανίδι (δε μου έχει τύχει).
Εις αμφότερες τις περιπτώσεις, κοινό υπόβαθρο και προϋπόθεση για την ατάκα είναι η παγκοίνως εμπεδωμένη στη συνείδηση του λαού μας ότι ο νταλάρας πάντα «βγαίνει και τα λέει». Δε θα επεκταθώ σχετικά, και σας παραπέμπω στα επίλοιπα νταλαροειδή λήμματα.
Κι άλλο;
Δες λοιπόν και νταλάρας, δε(ν) μας χέζεις ρε Νταλάρα
Got a better definition? Add it!
Με τη φράση «συναλητήρια, είσαι ο κρότος», βάζουμε στη θέση του κάποιον που ζητάει την αναγνώριση και τα σπέκια μας, παρ' ότι αυτό που έχει κάνει είναι μια τρύπα στο νερό.
Ο Τοτός που πηγαίνει Β' Δημοτικού, γυρίζει στο σπίτι από το σχολείο:
- Μπαμπά, μπαμπά, σήμερα όλα τα παιδιά της τάξης μου, μου είπαν μπράβο!
- Γιατί Τοτέ, τί έγινε;
- Να, βάλαμε στοίχημα ποιός την έχει πιο μεγάλη mes στην τάξη, και την είχα εγώ!
- Συναλητήρια, είσαι ο κρότος! <με χαμηλή φωνή:> Ε, Είσαι και 14 χρονών...
Δες και είμαι και ο κρότος
Got a better definition? Add it!
Κανονικώς επίρρημα, που εις την καθομιλουμένην σλανγκικήν προσλαμβάνει χροιάν επιφωνήματος. Το πετάμε συνήθως στο τέλος μιας ορισμένης φράσης του συνομιλητή μας (ή και κάποιου άλλου ξεκάρφωτου, που έτυχε να τον πάρει τ' αυτί μας) ως έκφραση ενθουσιασμού / επιδοκιμασίας. Εξυπακούεται πως ο ενθουσιασμός / επιδοκιμασία μπορεί να ενέχουν λανθάνουσα ειρωνεία, αν και είναι τις πιο πολλές φορές δύσκολο να χαραχθούν με ακρίβεια τα όρια ανάμεσα στην ειρωνική και τη μη ειρωνική χρήση μιας έκφρασης.
Με δυο λόγια, το «εύκολα» μπορεί να αποδοθεί ως «καλή φάση!», τζάμι, «ωραίος ο παίχτης!», ουάου, «τέλεια!», «ψώνιο!» κ.ο.κ. Διατηρώντας εντούτοις και την ανάμνηση της ορίτζιναλ επιρρηματικής σημασίας του, επισημαίνει ειδικότερα την χαλαρότητα / ευκολία / ανετίλα / στιλ / αρχοντιά / μαγκιά με την οποία επραγματώθη το περιεχόμενο της σχολιαζόμενης φράσης.
Εκτός από ανταπόκριση σε φιλόδοξη-ματαιόδοξη φραστική πιρουέτα, το «εύκολα!» σκάει επίσης στο καπάκι μιας παλικαριάς / ταρζανιάς/ ζεϊμπεκιάς. Η λειτουργία του είναι ομοίως επιδοκιμαστική. Η ταρζανιά δεν είναι απαραίτητο να ανήκει σε άλλον, αλλά μπορεί να πιστώνεται στον ίδιο τον σχολιαστή της. Εν τοιαύτη περιπτώσει το «εύκολα!», ως αυτοσχολιασμός, ισοδυναμεί με το «είμαι και πολύ γαμάουα!», «φτου σου αγορίνα μου», «καυλώνω με την πάρτη μου», «είμαι θεός ήλιος καλοκαιρινός» κ.ο.κ.
To «εύκολα» απαντάται συνήθως εις το τετράγωνον, ήτοι «εύκολα, εύκολα!» Η επανάληψη προσδίδει αφενός έμφαση στην εκδήλωση ενθουσιασμού, ενώ αφετέρου πιστοποιεί την σλανγκική χρήση του όρου (ενώ το απλό «εύκολα» φαίνεται πιο τετριμμένο και δημιουργεί στους άσχετους την ψευδαίσθηση εξοικείωσης με τη γλώσσα του δρόμου).
Είναι από κείνες τις λέξεις-πασπαρτού που, χωρίς να σημαίνουν και ιδιαίτερα πράγματα, σου κολλάνε μια ορισμένη περίοδο: τις χρησιμοποιείς κατά κόρον μέχρι που σιχαίνεσαι τη ζωή σου (βλ. συναφές σχολιάκι του Τζίζα στο λήμμα τίμιος). Πιο παλιά ένα τέτοιο πασπαρτού ήταν π.χ. το πώρωση / πωρώνομαι/ υπερπώρωση / πωρωτικός κλπ, ενώ σήμερα παίζει άγρια το αλεφάντειο τα πάντα όλα. Όπως όμως όλα τα πράγματα, έτσι κι οι σλανγκιές ζουν μια δική τους ζωή, με τις εξάρσεις και τις υφέσεις στη χρήση τους. Μια ξεχασμένη έκφραση μπορεί να ξεθαφτεί απ’ το χρονοντούλαπο με ελαφρώς παραλλαγμένη σημασία και να γνωρίσει νέες δόξες. Το σωστό για τις σλανγκιές που παίζουν μέχρι αηδίας για μια περίοδο, δεν είναι να γίνονται totally discarded μετά το πέρας της αρχικής καύλας. Οφείλουμε να τις ενσωματώνουμε φυσιολογικά στον καθημερινό street λόγο μας, χρησιμοποιώντας τις λελογισμένα, εκεί που πραγματικά κολλάνε και χωρίς υπερβολές.
- Φίλε, θυμάσαι την ξανθιά που σου 'πα πως γνώρισα στον Πετρέλη; Της έστειλα και κανονιστήκαμε για σήμερα το βράδυ! Θα φέρει και μια φίλη της λέει!
- Εύκολα, εύκολα!
(μόλις έχει σκάσει ο φοσμπά)
- Έλα να γυρνάει!
- Ρε θηρίο που το κονόμησες το σταφ;
- Καλό ε;
- Μόνο καλό; Αγγελούδι σε λέω…!
- Εύκολα, εύκολα... (καμαρώνει ο provider)
(στο gym, μετά από επιτυχημένη προσπάθεια στα 140 kg πάγκο)
- ΕΥΚΟΛΑ, ΕΥΚΟΛΑ! (o επιτυχών με στεντόρεια φωνή, μην τυχόν μείνει κανείς που δεν άκουσε)
Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.
Got a better definition? Add it!
Η φράση αυτή χρησιμοποιείται κατά κόρον όταν συναντιέσαι με ανάποδη φορά με κάποιο γκομενάκι που αξίζει την αμέριστη προσοχή σου για τα δευτερόλεπτα που μπορείς να τη δεις.
Τείνει να χρησιμοποιείται και με ένα ερωτηματικό στο τέλος καθώς και με το ωμέγα (του «πωπωω» αλλά και του «φιλιώ») με έντονη διάρκεια π.χ. πωπωωωωω... Φιλιώωω μου !!;!
Η φράση είναι παρμένη από, τον θεϊκό σε τέτοια ζητήματα, Βλάση Μπονάτσο και συγκεκριμένα από το επεισόδιο, όπου το γκομενάκι που γούσταρε ήταν (προφανώς) η Φιλιώ...
Είσαι στο cabrio με ένα φίλο σου και ένα μωρό περιμένει στη στάση του λεωφορείου (δεν μπορείς να της πεις να την παρεις γτ το αυτοκίνητο είναι διθέσιο). Κόβεις λίγο και λες ενθουσιασμένος χωρίς όμως να φωνάζεις σα μινάρας: «πωωωπωωω.. φιλιώ μου...!!!) Αφού περάσεις το γκομενάκι κοιτάς τον φίλο σου και λες: «πολύ καλό το φιλιώ...».
Παραλλαγή: φίλοι βρίσκονται για πρώτη φορά σε κοινή παρέα όπου παίζει ένα γκομενάκι, καλό μεν αλλά, όχι και απίστευτο... Γυρνάς και ήρεμα λες στο φιλαράκι σου: «εν κακό το φιλιώ... πωπωωω... » («δεν είναι κακό το μωρό» σε ελεύθερη μετάφραση).
;-)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μετά την ελληνική ταινία Σ(ούλα) Έ(λα) Ξ(ανά) με την Ζέτα Μακρυπούλια, ο όρος Σ.Ε.Ξ. υποννοεί την γεροντοκόρη, η οποία όμως είναι ευγάμητη.
-Ρε την καημένη τη Σοφία, την παράτησε ο Τάκης...
-Ναι ρε γαμώτο, Σ.Ε.Ξ. θα γίνει κι αυτή...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αμερικλανιά κακής ποιότητας συνήθως (καουμπόικη, αστυνομική, δράσης τύπου Speed, κττ), η οποία στηρίζεται αποκλειστικά στα στοιχεία δράσης που περιέχει.
Hχομιμητικό επιφώνημα που μάλλον προέρχεται από την κλαγγή των πετάλων τού εν καλπασμώ αλόγου, σε συνδυασμό με τον ρυθμό των φριχτών αυτών μουσικών που συνοδεύουν παρόμοιες ταινίες (και οι οποίες έχουν γίνει φετίχ των δελτίων ειδήσεων).
Got a better definition? Add it!
Περισσότερο στη Θεσσαλονίκη και μία-δύο γενιές πριν, το γκαγκάν, (άπαξ αυτή τη φορά) σημαίνει κάτι ωραίο και πετυχημένο. Όπως το τζιτζί.
Πρέπει να είναι προϊόν της γενιάς των γουέστερν, αλλά σαν τον μπρούκλη, στην αρχή ήτανε ο πλούσιος ελληνοαμερικάνος, ντυμένος στην πένα, με αμάξι, που τον ζηλεύανε όλοι, ενώ μετά έγινε ο κιτσάτος, κραυγαλέος τύπος που κάνει τον καμπόσο.
- Περνάμε ζωή γκαγκάν
- Σου έφτιαξα το αμάξι και στο έκανα γκαγκάν!
Got a better definition? Add it!
Αποκαλούνται οι πολεμιστές θηλυκού γένους, οι οποίες απαρτίζουν τις σκανδιναβικές θηλυκές ορδές που κατακλείουν τα ελληνικά νησιά το καλοκαίρι, και οι οποίες βρίσκουν τρε καβλωτίκ, τον μαυροτσούκαλο και τριχωτό τύπο του νεοέλληνα.
Βεβαίως πρέπει να δώσουμε τα εύσημα στο σουηδικό σύστημα εκπαίδευσης, που εμποτίζει αυτά τα χαριτωμένα ξανθά κεφάλια (εμάς βέβαια ως φυλή, μας ενδιαφέρει το υπόβαθρο), με την έννοια του φιλελληνισμού. Διότι όλα ξεκινούν από το μυαλό.
- Τι έγινε χθες το βράδυ;
- Προσπάθησα να κρατήσω την εικόνα του έθνους ψηλά, αλλά παραδόθηκα...
- Δηλαδή;
- Αντί να τη ξεζουμίσω εγώ την Πενίλα, με ξεζούμισε αυτή. Μετά το τρίτο, αποκοιμήθηκα, και αυτή συνέχισε μόνη της.
- Γιατί δεν τηλεφώναγες ρεεεε;
- Ρε τσίσια, να βρεις την δικιά σου βίκινγκ ζουλιάρη. Ε, ζουλιάρη. Ζέχνει ο τόπος!
Got a better definition? Add it!
Δύο περσόνες που μας θυμίζουν την μαυρόασπρη εποχή της ελληνικής τηλεόρασης. Από το «Να η Ευκαιρία» Ροζίτα Σώκου και Σασά Ντάριο. Τα δύο άκρα των κριτών της συγκεκριμένης εκπομπής.
Ως ήταν φυσικό, όπου υπάρχει βαθμολόγηση για το οτιδήποτε, τον αυστηρό κριτή τον αποκαλούμε Ροζίτα Σώκου, και τον κριτή που δεν του πάει καρδιά να βάλλει μικρό βαθμό, Σασά Ντάριο. Λάβετε υπόψη σας, όμως ότι η Σώκου δεν θα αποκτούσε τη φήμη της αυστηρής αν δεν υπήρχε η Σασά κατά πρώτο λόγο, και ο Γρηγορίου κατά δεύτερον, να μοιράζουν αβέρτα τα δεκάρια. Βέβαια, επειδή σε αυτόν τον κόσμο τους καλόκαρδους τους ξεχνάμε, έτσι και στην σλανγκ επικράτησε το Σώκου.
Βραδιά , και ο καθείς λέει τη γνώμη του:
- Μαρία: Εγώ θα βάλλω 9 στο Σάκη, και 10 στο Νορβηγό.
- Ελένη: Εγώ 10 στο Σάκη και 9 στο Νορβηγό.
- Σούλα: Εγώ, που είμαι και του έντεχνου, θα βάλλω 5 στο Σάκη και 6 στο Νορβηγό!
- Άντε μωρή Ροζίτα!! Εurovision βλέπουμε. Τι περιμένεις για να βάλεις 10; Τον Μπομπ Ντίλαν;
Got a better definition? Add it!