Further tags

Το προϊόν της εταιρείας Burberry στα μάγκικα, είτε είναι τσάντα είτε άρωμα. Στη λέξη υπάρχει μια ιδέα ειρωνείας και περιφρόνησης για τα συγκεκριμένα προϊόντα, μάλλον επειδή είναι ακριβά (και κακάσχημα κττμγ. Είναι όλα ολόιδια!) και ως γνωστόν ότι δε φτάνει η αλεπού μπλα μπλα μπλα.

Χαρακτηριστικό των μπαρμπουριών είναι το σχέδιο τους. Σε όοοτι και να βγάζει θα έχει το σχέδιο και χρώμα του μηδιού 1. Και όμως ούτε αυτό αλλα ουτε και η υψηλή τους τιμή αποθαρρύνουν τα 15χρονα-την-έχω-δει-και-πολύ-ντίβα κοριτσάκια να τα αγοράζουν, όχι οτι οι μεγάλύτερες πάνε πίσω...

Δεν έχει καμία σχέση με την σταχτη και την μπούρμπερη.

  1. - Άτσα το Ελενάκι! Μας φόρεσε τα μπαρμπούρια σήμερα στο σχολείο...!
    - ...Άλλη μια ψωνισμένη μπαζοπαρτολάρα...

  2. - ΓΥΝΑΙΚΑ!!! ΓΑΜΩΤΟ! ΠΟΥ ΠΗΓΑΝΕ ΤΑ 400 ΕΥΡΩ;!;!;!
    - Πήρα ενα φορεματάκι πολύ ωραίο! Να κοίτα!
    - (βλέπει το προαναφερθέν σχέδιο) ΓΑΜΩ ΤΑ ΜΠΑΡΜΠΟΥΡΙΑ ΜΟΥ ΜΕΣΑ! ΘΑ ΣΟΥ ΚΟΝΤΥΝΩ ΤΗΝ ΑΛΥΣΙΔΑ ΤΗΣ ΚΟΥΖΙΝΑΣ ΝΑ ΜΗ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΒΓΑΙΝΕΙΣ ΕΞΩ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως, ελπίζω, έχετε ακούσει οι περισσότεροι, η λέξη τσακμάκι χρησιμοποιείται ευρέως. Επίσης όπως ελπίζω, τη χρησιμοποιείτε και εσείς οι ίδιοι και για χρηστικούς σκοπούς πέρα από το να ακούσετε τους γαμάτους διφθόγγους που περιέχει.

Τσακμάκι λοιπόν αποκαλείται ο αναπτήρας με μια «οθωμανική εσάνς» μιας και προέρχεται από το τούρκικο çakmak που χρησιμοποιείται για την πέτρα που αν πάρεις δύο ίδιες, ή μια μεγάλη και την σπάσεις, και τις χτυπήσεις μεταξύ τους, θα βγάλουν σπίθες. Αφού έγινα ρεζίλι προσπαθώντας να μην χρησιμοποιήσω την, τουρκικής προέλευσης, λέξη τσακμακόπετρα, θα αναφέρω και την «άλλη πλευρά», αυτή των ελληναράδων λέγοντας πως υπάρχει περίπτωση η λέξη να προέρχεται και από το ελληνικό(τατο) διακναίω που σημαίνει ξύνω ή τρίβω, για την ενέργεια πάνω στις... τσακμακόπετρες, λύσσα κακιά...

Αλλά ταυτοχρόνως αποκαλείται και οτιδήποτε ανάβει, ανοίγει, αρπάζει, λειτουργεί με τη μία, δηλαδή χωρίς καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια από μέρος του χρήστη. Το χρησιμοποιούμε για μηχανάκια που ανάβουν χωρίς να πρέπει να έχουμε τις γάμπες του Μπολτ στην μανιβέλα, για κινεζικά προϊόντα πάσης φύσης όταν λειτουργούν (ναι, έχω γνωστό με μαγαζί με ηλεκτρικά που πτώχευσε και βγάζω το άχτι μου) και γενικά για αυτό που είπα στην αρχή της παραγράφου.

Επειδή ίσως μπερδευτήκατε, η σλανγκ χρήση της λέξης είναι η τρίτη παράγραφος. Η δεύτερη είναι «ετυμολογία», προϊόν 2 κλικ στο γκουγκλ. Και τα λινκ στο τσακμάκι είναι το άκρον άωτον της ταχύτητας: γράφεις τον ορισμό τόσο γρήγορα που προλαβαίνεις να λινκάρεις το λήμμα.

- Ώπα Νώντα; Καινούριο μασίνι; Με γειες, με γειες!
- Γουστάρεις; Προχτές το κονόμησα! 2 χρόνων, με 500 χλμ μέσα, φρένα ολοκαίνουρια 5 χιλιάρικα μόνο! Τον έκλεψα τον άνθρωπο. Είχε να το βάλει μπρος 2 μήνες μου είπε αλλά με το που έβαλα το πόδι μου στη μανιβέλα άρπαξε αμέσως! Τσακμάκι το εργαλείο σου λέω!
- Σώπα ρε φίλος! Από που το πήρες;
- Τον θυμάσαι τον Τάκη που είχε το συνεργείο στο χωριό;
- Που πηγαίναμε τα παπιά να κατεβάσει τα χιλιόμετρα στα κοντέρ και αντί να τα φτιάχνει γέμιζε ναφθαλίνη το ρεζερβουάρ;
- Ναι ρε, από εκείνον το πήρα, τι το πήρα, το έκλεψα σου λέω!
- Όχι ρε συ, δεν τον έκλεψες τον άνθρωπο. Απλά σου έκανε καλή τιμή επειδή είσαι γνωστός...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντροκομμένος πατσάς. Λέγεται και χοντρό(ς), σε αντιδιαστολή με τον ψιλοκομμένο, γνωστό και ως ψιλό ή, σε μερικά μαγαζιά, απλώς και ως σούπα. Η άποψη ότι οι μάγκες τρώνε ντουζλαμά και οι αρχάριοι σούπα είναι αβάσιμη.

Μεταφορικά, η λέξη ντουζλαμάς λέγεται και για ο,τιδήποτε χοντροκομμένο ως μη έδει, με ειρωνεία.

Αναφέρεται και ως τουζλαμάς, με τ-, αλλά είναι πιο σπάνιο.

Είναι τούρκικη λέξη, tuzlama. Τuzlama είναι και η σούπα πατσάς αλλά στα τούρκικα αυτή είναι δευτερεύουσα σημασία. Κατά βάση σημαίνει αλατισμένος, παστός από το ρήμα tuzlamak = παστώνω. Τuzla είναι η αλυκή. Τούζλα λέγεται κι ένα προάστιο της Κωνσταντινούπολης αλλά και η γνωστή πόλη της Βοσνίας όπου υπήρχαν μεγάλα ορυχεία αλατιού. Η σύνδεση ανάμεσα στο αλάτι και στον πατσά δεν είναι προφανής, τουλάχιστον σε μένα.

Αν και πατσές στα ελληνικά λέγονται οι κοιλιές, στα τούρκικα paça είναι το πόδι του ζώου, το κάτω μέρος του ποδιού. Η κοιλιά, το στομάχι στα τούρκικα είναι işkembe - εξ ου και σκεμπές - και ο πατσάς που τρώμε λέγεται işkembe çorbası, δηλαδή σούπα από κοιλιά. Το γεγονός ότι μια λέξη που στα τούρκικα σημαίνει πόδι στα ελληνικά έφτασε να σημαίνει κοιλιά είναι μια παρανόηση που την αιτία της πρέπει να την αναζητήσουμε στο μπέρδεμα που συμβαίνει στο καζάνι του πατσά.

Γιατί, ακριβώς, ο καλός πατσάς τα θέλει και τα δυο - τα ποδαράκια ν' αφήνουν το ζελέ τους και το κρέας τους να ξεκολλάει απ' το κόκαλο σχεδόν λιωμένο και τους σκεμπέδες να δίνουνε τη νοστιμιά... τα διάφορα κομμάτια του σκεμπέ, τόπι, νταμάρι, σβηστήρι και, κυρίως, το σκουρόχρωμο σαρδένι που είναι το γευστικότερο και το πιο βαρύ. Εννοείται, βέβαια, ότι ο πατσάς πρέπει να κόβεται επί τόπου και κατά παραγγελία. Πατσατζίδικο που έχει τον πατσά κομμένο εκ των προτέρων, μακριά.

Στη Θεσσαλονίκη τουλάχιστον, τα καρυκεύματα του πατσά είναι πρωτίστως το κόκκινο (ζουμί και λίπος από το καζάνι μαζί με λίγο ξύδι και γλυκιά πάπρικα), το σκορδοστούμπι (ψιλοκομμένο σκόρδο μέσα σε πολύ ξύδι για να κόβει το λίπος) και το μπούκοβο (τριμμένη ξερή πιπεριά, κόκκινη καυτερή). Αλλά είναι απολύτως ΟΚ και καθόλου φλώρικο να προτιμάει κανείς τον πατσά άσπρο, με λεμόνι και αλατοπίπερο.

Στην Ελλάδα, η κουλτούρα του πατσά είναι βόρειο πράμα - και δη Σαλονικιό, αν και υπάρχουν σοβαρά, παραδοσιακά πατσατζίδικα σε άλλες πόλεις της Μακεδονίας, ειδικά της Δυτικής. Και τη λέξη ντουζλαμάς παλιότερα μόνον επάνω την καταλάβαιναν. Ασφαλώς και στη Θεσσαλονίκη τώρα ο πατσάς είναι συνδεδεμένος με το ξενύχτι και το ποτό, αλλά δεν ήταν πάντα έτσι. Για πρωινό έτρωγαν πατσά, πριν πιάσουν δουλειά, οι λιμενεργάτες και, τα καθώς πρέπει, ας πούμε, πατσατζίδικα της Εγνατίας -ο Λευτέρης και ο Ηλίας, κατά πρώτο λόγο- ήταν πρόσφορα για φτηνές οικογενειακές εξόδους τα βράδια του χειμώνα.

Για την γεωγραφία του πατσά στη Θεσσαλονίκη δείτε εδώ ένα απόσπασμα από το βιβλίο-οδηγό της Λένας Καλαϊτζή-Οφλίδη. Και αξίζει να διαβάστε εδώ το σύντομο πεζογράφημα «Ο Ντουζλαμάς» του Γιώργου Γκόζη. Για όποιον θέλει να φτιάξει πατσά στο σπίτι, εδώ έχει μια καλή συνταγή και την περιγραφή της όλης διαδικασίας. Ποδαράκια και σκεμπέδες στη Θεσσαλονίκη πουλάνε δυο-τρία ειδικά χασάπικα που έχουν απομείνει στο Καπάνι.

Ευχαριστώ τον Χότζα που μου τα θύμισε όλα αυτά με το σχόλιο που έκανε εδώ. Το λήμμα, πάντως, είναι αφιερωμένο εξαιρετικά στον Άλλο, από τον Κύκλο των Χαμένων Σλανγκιστών, που την είχε αναφέρει τη λέξη ντουζλαμάς εδώ αλλά δεν την είχα προσέξει τότε.

  1. Το λοιπόν, εμένα θα μου φέρεις έναν ντουζλαμά, με κόκκινο, και πες του να βάλει και λίγο σαρδένι παραπάνω... για το φίλο μου εδώ θα φέρεις μια σουτζουκάκια σμυρνέικα με πιλάφι ... ναι, για την Έκθεση ήρθε, από κάτω... δε θέλει πατσά...

  2. Καλά, ρε αγόρι μου... ψιλοκομμένο είπαμε το κρεμμυδάκι... ντουζλαμά το 'κανες.

Περί ορέξεως ...πατσάς! (από allivegp, 20/12/09)ΑΜΑΝ. Στο 2:22 και μετά. (από patsis, 25/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν εμφανίστηκαν στην τέχνη οι μεγάλες τομές του 20ού αιώνα, δηλαδή η ματιά πάνω στην τρέλα, τον εφιάλτη και την απόγνωση της υπαρξιστικής μοναξιάς, η τέχνη στράφηκε ακόμα περισσότερο προς τον άνθρωπο και, παρόλο που τον «είδε» καλύτερα από ποτέ, έπαθε το εξής: έγινε -για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό- ακατανόητη για το ευρύ κοινό.

Δαιμονοποιήθηκε, παρέμεινε μη κατανοητή* (και ως εκ τούτου ενίοτε υπεραξιολογημένη), έγινε εύκολα καπηλεύσιμη. Έγινε must (πού να ζωγραφίσεις παραστατικά..., πού να συνθέσεις τονικά..., σε αφόρισε ο καλλιτεχνικός κόσμος, αυτό ήταν το μέγα δράμα των εξήνταζ ας πούμε), έγινε και ταμπού: ακόμα και τώρα, δεν τολμάς να πεις ότι κάτι που φαντάζει αφηρημένο (εικόνα) ή ατονάλ (μουσική) δεν είναι σπουδαίο.

Έτσι χάθηκε λοιπόν το μέτρο και το σταθμό, χάθηκαν τα κριτήρια αξιολόγησης, και για να επιβιώσει καλλιτεχνικά, κοινωνικά και συναισθηματικά ο καλλιτέχνης (αλλά και ο απλός κόσμος), τό' ριξε στο καλλιτεχνικό Δήθεν.

Ως εκ τούτου, όταν θέλουμε να κοροϊδέψουμε κάτι το πολύ δήθεν, ακαθόριστο, φλου, άποψη, που βασίζεται δηλαδή στον εντυπωσιασμό αλλά έχει συνάμα μια εσάνς καλλιτεχνική, το αποκαλούμε «φλου αρτιστίκ». Το «αρτιστίκ» προκύπτει από το γαλλικό artistique = καλλιτεχνικός, παραπέμπει δε στο Παρίσι κατευθείαν, καθότι αυτό ξέρει ο μέσος κόσμος ως κέντρο και επίκεντρο της τέχνης γενικά. Η έκφραση μάς φέρνει στο νου κυρίως ζωγράφους και πίνακες, και όχι τόσο γλυπτά, αρχιτεκτονήματα ή μουσικές. Πιθανόν γιατί η ζωγραφική είναι πιο κραυγαλέα και πανταχού παρούσα απ' ό,τι οι άλλες τέχνες.

«Φλου αρτιστίκ», βέβαια, είναι και η παπαρολογία επί παντός επιστητού. Είναι και ο άνθρωπος που τα κάνει ή τα λέει όλ' αυτά.

Την έκφραση την προφέρουμε όσο πιο αδερφίστικα γίνεται.


  • Ως προς το κατανοητό της υπόθεσης, έχω να πω ότι, σήμερα πια, ο μοντερνισμός έχει ενσωματωθεί και εφαρμοστεί πλήρως (με άξιο ή γελοίο τρόπο: δεν μας ενδιαφέρει) ακόμα και στην πιο καθημερινή καθημερινότητά μας. Τον ζούμε, αλλά νομίζουμε ακόμα ότι είναι κάτι το πρωτοποριακό και ακατανόητο και απρόσιτο. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον αυτό το θέμα.

- Και τελικά; Δεν έμαθες τι συνέβη;
- Πού να καταλάβω ρε Μανόλη μου, τον ρώτησα και μου άρχισε κάτι μισόλογα και κάτι φλου αρτιστίκ, ε, κατάλαβα ότι δεν θέλει να μου πει και τελείωσε η ιστορία.

  1. (από το λήμμα κάθε πικραμένος)

«Κάθε πικραμένος» λέγεται στις διαφημιστικές εταιρίες ο μέσος καταναλωτής, αυτός που δεν έχει τον χρόνο ή την διάθεση ή την καλλιέργεια να κατανοήσει τις φλου αρτιστίκ (ή όχι και τόσο φλου αρτιστίκ) ιδέες μερικών από τους δημιουργικούς της διαφήμισης.

(από electron, 21/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Aν βγείτε έξω και περάσετε ένα δεκάλεπτο παρέα με Αλβανούς ή άτομα που κάνουν παρέα με Αλβανούς θα ακούσετε περίεργες λέξεις όπως «ταβέ» «πίδι» «κουρβ» και άλλα πολλά. Επειδή λοιπόν οι Ελληνικές βρισιές δε μας αρκούν είπαμε σαν λαός να κάνουμε λίγο τούτι-φρούτι το υβρεολόγιο μας προσθέτοντας βρισιές της γειτονικής χώρας. Παρακάτω αναγράφω τις ποιό δημοφιλείς βρισιές:

Ταβέ: Στο(ν) ακουμπάω (πολύ συχνά λέγεται ως απάντηση στο ναι, ε;, και;, ρε)
(Τε) Κίφσα: (Σου) γαμώ
Ροπ: Οικογένεια, το σόι
Μπιθ: ο κώλος
Κούρβ: η πουτάνα
Μότρεν: η αδερφή (προσοχή! όχι ο ομοφυλόφιλος!)
Πίτσκ(α): το μουνί
Πίδ(ι): και πάλι το μουνί
Λόκε: η πούτσα
Κοκ(ε): το κεφάλι (και οι δυο σημασίες)
Τόπε: το αρχίδι (τόπε τόπε ο παπαγάλος)
Κάρι: ο πούτσος (βάρι κάρι: κρέμασε το στο πούτσο σου: μη δίνεις σημασία)
Ταφούτ κόχι: δεν είμαι σίγουρος για την ακριβή σημασία της, πρέπει να έχει σχέση με το ταβε. Κλασσική απάντηση στο όχι (μάλλον όχι αυτό του Μεταξά.)
Μπόλε: η μπάλα, το αρχίδι
Τε ραφτ πίκα: να πέσει πάνω σου κατάρα
Τε ραφτ κανσέρι: να πάθεις καρκίνο (και όχι κασέρι)

[I]ΣΥΝΤΑΞΗ[/i]
(αφορά το τε κίφσα)
Η σύνταξη είναι πολύ απλή:
Τε κίφσα + (οτι θέλουμε να γαμήσουμε εκείνη τη στιγμή)
π.χ. - Τε κίφσα ροπ: γαμώ το σόι σου
- Τε κίφσα μπίθεν: γαμώ τον κώλο σου, κ.ο.κ

Αυτά είναι τα βασικά. Ενδέχεται να έχω κάνει αρκετά λάθη καθώς δε την ομιλώ την γλώσσα. Διορθώσεις δεκτές.

Δε χρειάζονται...

(από HODJAS, 09/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τροποποίηση / μετατροπή / μετασκευή / βελτιωτική επέμβαση. Εκ του αγγλέζικου modify προφάνουσλυ. Συνώνυμα: φτιάξιμο, πείραγμα.

Δημοφιλέστατη έκφραση, το γούγλε βγάζει πάνω από 21.000 αποτελέσματα. Αναφέρεται κυρίως σε μηχανοκίνητα και είναι από τις πλέον κλάσικ εκφράσεις της άουτο-μότο σλανγκ. Τις μοντίφες τις αγαπούν οι κάγκουρες, αλλά και όσοι γενικά έχουν μεράκι με τα μοτόρια και την έχουνε ψάξει τη δουλειά. Οι μοντίφες είναι πρακτικά ανεξάντλητες. Με τις κατάλληλες μοντίφες ένα απλό μηχανοκίνητο μπορεί να προβιβαστεί σε εργαλείο που θα πηγαίνει τον κώλο του. Πολλαπλές μοντίφες επί του ιδίου αμαξίου / μηχανακίου το καθιστούν κωλοφτιαγμένο, τη στιγμή που μια και μόνη ουσιαστική μοντίφα επί του κινητήρα αρκεί για να χαρακτηριστεί αυτό ως πειραγμένο.

Παίζει αυτούσιο και ως επίθετο, π.χ. το αμαξάκι είναι μοντίφα, όχι μαμίσιο. Άλλο παράγωγο επίθετο: μοντιφαριστός.

Εννοείται πως μοντίφες δεν γίνονται μόνο σε δίτροχα και τετράτροχα, αλλά και σε άλλα αντικείμενα-φετίχ, όπως οι υπολογιστές (εκεί συνήθως το λένε αναβάθμιση), τα ηχοσυστήματα, ένα θαλάσσιο σκάφος ή μια ηλεκτρική κιθάρα Les Paul Standard.

Ο ίδιος ο άνθρωπος γίνεται καθημερινά αντικείμενο μοντίφας: πλαστικές επεμβάσεις, τεχνητά μέλη, εμφύτευση τσιπακίων, κλωνοποίηση, ευγονική, γενετικό ντόπινγκ, γνωσιακές επιστήμες κ.ο.κ. Η έννοια «άνθρωπος» αλλάζει. Μεταβολή στις ποσότητες συνεπάγεται μεταβολή στις ποιότητες. Τα όρια με τη μηχανή θα γίνονται ολοένα και πιο δυσδιάκριτα.

Για να μην εξαντλούμαστε σε περιπτωσιολογία: η μοντίφα είναι το ειδοποιό στοιχείο του Homo Faber, του Ανθρώπου-Κατασκευαστή. Ο Άνθρωπος-Προμηθέας, που επεμβαίνει διαχειριστικά στη φύση με στόχο να την καθυποτάξει, να κυριαρχήσει επ' αυτής (και ακολούθως επί των συνανθρώπων του). Η Φύση γίνεται Αντικείμενο (αντικειμενοποίηση / εξαντικειμενίκευση) και έναντί της ίσταται το Υποκείμενο, όπως συνελήφθη φιλοσοφικώς υπό του Καρτεσίου. Η res cogitans του ανθρώπου αντιπαρατίθεται στην res extensa του πράγματος. Ο Λόγος είναι το εργαλείο τούτης της κατακυριάρχησης, καθιστάμενος ως εκ τούτου εργαλειακός (Ιnstrumentallen Vernunft κατά τον Μax Horkheimer). Ποτέ ο Homo Faber δεν μένει ικανοποιημένος με τις μοντίφες του, αλλά διαρκώς αναζητά βουλιμικά κι άλλες, κι άλλες... Ένας κατά βάθος στείρος τεχνολογισμός και παραγωγισμός συντηρεί ως σήμερα το Μεγάλο Αφήγημα της Προόδου, τον Εφιάλτη της Προόδου.

  1. - Για λέγε καμιά καλή μοντίφα για εξάτμιση. Έχω ένα ΚΤΜ LC4 κι ένα CBR 1100.
    - Αρχαιολογίες μηχανάκια, αλλά ρησπέκ όσο να 'ναι. Αcrapovic για το on-off, Υοshimura για το στριτάκι.

  2. (από forum καυλόγκαζων)
    - rallakias και phoinix_gr ενδιαφερομαι και εγω καθως μπορω να φερω και καποια εργαλεια που 8α βοηθησουν....ειδικα στην αφαιρεση της ταπετσεριας της πορτας...
    - Οκ, οταν κανονίσουμε την μοντίφα, θα ενημερώσω!

  3. (από άλλο forum καυλόγκαζων)
    Ο Χρήστος είναι από το πρωί μέχρι τώρα στο συνεργείο... :roll:
    Φυσικά επειδή πάντα υπάρχουν προτεραιότητες, δεν πήγε για τη βλάβη, αλλά για μοντίφα.

  4. (από παράλλο forum καυλόγκαζων)
    Ωραίος. :D Χάζευα ξανά τα spec σου. Δεν φανταζόμουν ότι του είχες φορέσει δίσκάτο lsd, νόμιζα ότι το είχες με torsen.
    Επίσης πολύ ωραία τα μοντιφαριστά coilover στα γόνατα.

  5. (από ένα τελευταίο forum καυλόγκαζων)
    - Οι νίκελ ταινίες να σου πω την αλήθεια δεν μου πολυάρεσουν... Οι καθρέφτες νίκελ μαμάνε αλλά είναι ακριβούτσικοι! Ό,τι και αν κάνεις τελικά καλές μοντιφιές.

Οι Mods έκαναν τρελές μοντιφιές στα πραπρά τους (από Vrastaman, 02/01/10)Homo Faber-Castell (από Vrastaman, 02/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τις γνωστές χειροπέδες, δεσμευτικές ή κόσμημα, απο το τούρκικο kelepce.

...τα χέρια μου στον κελεπτσέ , κι ο νους μου στην αγάπη ...

(στίχος απο το γνωστό άσμα «Δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από την προφανή σημασία του κλασικού χορού, προφερόμενο λανθασμένα κυρίως από μεταφορείς, αποθηκάριους αλλά και λαζογερμανούς, αναφέρεται στην κατασκευή όπου στοιβάζονται και μεταφέρονται εμπορεύματα, γνωστή ανά τον κόσμο ως παλέτα, από το γαλλικό palette.

Επίσης το συναντούμε ως παλέτο ή και μπαλέτα.

- Αρχηγέ, πού να αφήσω το μπαλέτο με τα κεραμίδια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται το χασίσι όταν δε θέλουμε να μας πολυ-καταλάβουνε. Τσόκο όπως λέμε σοκολάτα, επειδή η πλάκα του χασισιού μοιάζει με την πλάκα σοκολάτας (από γεύση δεν ξέρω άμα μοιάζουνε, δεν έχω δοκιμάσει.) Το χασίσι παράγεται από μέρη του μπάφου όπως οι παπάδες κ.α. τα οποία τα ξεραίνουν και τα «πρεσσάρουν» σε πλάκες.

  1. - Την Κυριακή πάμε γήπεδο;
    - Ψήσου! Να φέρω και τσόκο να γίνω χαμός!

  2. - Ρε φίλε γουστάρω πολύ το τσόκο αλλά δε μ' αρέσει να είμαι ο σπάστης (ο μαν που σπάει τη πλάκα για να τη βάλει στο γάρο), γιατί βρωμάνε τα χέρια μου μετά...

Εδώ βλέπουμε δείγματα χόρτου, σκου και τσόκο. (από AN21, 28/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ό,τι ακριβώς σημαίνει και αγγλιστί: ιδιωτικό. Κατ'επέκταση ΙΧ.

Ψαρωτικό, όπως το «βολάν» παλιότερα, αλλά τίποτα περισσότερο από το κοινό «όχημα».

Ημίζ - Νωρίς

«Πού να παρκάρω τώρα, μα κοίτα τον γελοίο, παρκάρισε το πέρσοναλ σε χώρο γι' άλλα δύο»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified