Γαλλικής έμπνευσης παραλλαγή της λέξης «φραπές». Χρησιμοποιείται σε στιγμές χαλάρωσης, ανεμελιάς, τεμπελιάς και σπαρίλας.
Προφέρεται και φγγγαπού (γαλλική προφορά).
Γαλλικής έμπνευσης παραλλαγή της λέξης «φραπές». Χρησιμοποιείται σε στιγμές χαλάρωσης, ανεμελιάς, τεμπελιάς και σπαρίλας.
Προφέρεται και φγγγαπού (γαλλική προφορά).
Got a better definition? Add it!
Όταν μια γυναίκα είναι στα τέσσερα και εκτελεί πεολειξία σε ένα άντρα που στέκεται όρθιος και ταυτόχρονα ένας άλλος άντρας την καρφώνει από πίσω, και παράλληλα οι 2 άντρες ενώνουν τα χέρια τους στον αέρα και στο χώρο πάνω από τη γυναίκα σχηματίζοντας μια μορφή που μοιάζει με τον Πύργο του Αΐφελ.
Έλα Κοσμά πώς την βλέπεις τη δουλειά, θα δώσουμε στην Καυλάουρα τον Πύργο του Άιφελ σήμερα το βράδυ;
Got a better definition? Add it!
Εκφράσεις κατ' ευθείαν παρμένες από τα αγγλικά που μάς σερβίρουν οι της Αγγλοσαξονικής παιδείας μετέχοντες, με προεξέχοντα τον Αλέξη Παπαχελά.
Οι παπαχελληνικούρες κείτονται στην νεκρή ζώνη ανάμεσα σε αμερικλανιές τ. δώσε κώλο στον ρουφιάνο και στους φορ τεχ λουλζ μοντυπαϊθονισμούς τ. τα διαπραγματευτικά πατατάκια. Ορισμένες θα παραμείνουν δακτυλοδεικτούμενα μαργαριτάρια ενώ άλλες ήδη φοριούνται ad nauseam στην καθομιλουμένη.
Βλ. επίσης: αγγλιά.
Παρουσιάζουμε δειγματολογικά μερικές λέξεις-πίσω-από-τις-οποίες-κρύβεται-ο-Αλέξης και προσβλέπουμε και στην βοήθεια του κοινού.
Ασίστ: Khan (από το δουπού)
Got a better definition? Add it!
Η φράση προέρχεται από το τουρκικό bırak lakırdıyı που σημαίνει κυριολεκτικά «άσε την κουβέντα», και στα καθ' ημάς πα να πει διάφορα πράματα, από «άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε» μέχρι «κόφτο, δε σε παίρνει».
Είναι πιστεύω μία από τις αργκοτικές εκφράσεις οι οποίες ενώ δεν επιβιώνουν στην καθημερινή ομιλία (τουλάστιχον στην Αθήνα), εν τούτοις εντοπίζονται ζωντανές στο νέτι ή στον γραπτό λόγο. Ίσως, λέγω, θα έπρεπε εδώ μέσα να γίνει μιά σχετική κατηγοριοποίηση, ταξινόμηση ή όπως διάολο το λένε τεσπα...αλλά άμα βαριέστε, δε γαμιέται...
Την έκφραση την χρησιμοποιούσε πολύ, αν ενθυμούμαι καλώς, ο Νίκος Τσιφόρος στα γραπτά του (εκεί στα '50-'60), αλλά δεν έχω κανένα βλιβλίο του πρόχειρο, τι θέτε τώρα, τσαμπουκά;
ΜΠΡΑΚ ΛΑΚΡΙΝΤΙ ΛΟΙΠΟΝ ΛΕΒΕΝΤΙΑ ΜΟΥ ΑΝΑΡΧΟ-ΑΠΛΥΤΗ...!!!
Και μη μας κανετε τον κορηο. [...] Σας ανθιστηκανε. Μπρακ λακριντί.
Αν πάλι τυχαίνει ο σχολιογράφος να μην είναι ασόβαρος άνθρωπος, τότε κάνει τουμπεκί ψιλοκομμένο και μπρακ λακιρντί, μέχρι να βρεθούν επαρκή στοιχεία [...]
[...]και αρχίσουν το μπρακ-λακιρντί και μας φλομώσουν με το άσχετο κουτσομπολιό τους.
(Όλα από το νέτι. Μη με βάζετε να λινκάρω τώρα, μπρακ λακιρντί...)
- Όποιος μου το ξαναπεί, θα τον σκοτώσω! [...]
- Παιδιά, τους λέω, το πράμα σκούρηνε. Ο Παναωτάκης είνε που δεν είνε στα καλά...Η καζούρα μπράκ...
[...]ο επαρχιώτης [...] συμβαίνει [...] να μην ξεχωρίζει αρκετά καλά τα λογιωτατίστικα από τα τούρκικα [...] Ετσι, «Συγχωρέσετέ με, λέει, αν δεν ηξέρω να κάνω κ' εγώ 'σαν την αφεντιά σας ώμορφο λακρεντί». Νομίζοντας το λακρεντί λογιωτατίστικο. Ανδρ. Λασκαράτος, από το «Ιδού ο Ανθρωπος».
Το τουρκόφωνο νέτι βρίθει εκφράσεων όπως:
bırak boş lakırdıyı = άσε τα κούφια λόγια.
bırak lakırdıyı, icraata bak = άσε τα λόγια, κοίτα τα έργα.
bırak lakırdıyı, işine bak = άσε τις κουβέντες και κοίτα τη δουλειά σου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συνήθως λέγεται όταν κάτι / κάποιος μας έχει ενοχλήσει πολύ, φανερώνει νεύρα και αντί να κατεβάσει κάποιος κάνα καντήλι χρησιμοποιεί αυτή την σουρεάλ έκφραση.
- Κατέβα κάτω μην τα κάνω όλα πουτάνα, γαμώ το στανιό του πίκατσου.
- Κατούρα και λίγο ρε Τάκη, αυτά στην γκόμενα σου ξέρω γω...
Got a better definition? Add it!
Η πασπαλισμένη-με-μητσοτακόσκονη άτυχη στιγμή (και διηγώντας την να κλαις). Όταν δηλαδή κάτι πολύ απλό πάει θεαματικά στραβά, προσφέροντας κωμικοτραγικό θέαμα. Μιμήδια που απαθανατίζουν πάσης φύσεως επικά φέιλ — πιχί αεροπλάνα που προσγειώνονται σε λεωφόρους, καράβια που βγαίνουν στη στεριά, ξανθιές που παρκάρουν τα τουτούνια τους κι όποιον πάρει ο χάρος, γεροντομπεμπέκες που κάνουν ντάκφεϊς, κλπ — κυκλοφορούν καθημερινά από οθόνη σε οθόνη.
Εκ της αμερικλανιάς epic fail. Βλ. επίσης: επικό, fail.
1. Πιο επικό φέηλ από την «άμεση μετάφραση» της νόβα στα όσκαρ γίνεται; Δε γίνεται.
2. Γράψαμε και μεις θρησκευτικά σήμερα και ναι ήταν επικό φέιλ! Τα θέματα ήταν πολλά έπεσαν όλα τα αντισος και αυτό το μούκτι ακόμα δεν κατάλαβα τι είναι!!! Αλλά εντάξει θρησκευτικά ποιος νοιάζεται ένα 17-18 θα το πάρω! Πάμε τώρα γερά για άλγεβρα τη Δευτέρα και χημεία γενικής της Τρίτη!!!
2. Βερολίνο ΔΕΝ ΑΞΙΖΕΙ να πας Χριστούγεννα.Κωνσταντινούπολη Χριστουγεννιάτικα νομίζω είναι επικό φέιλ.
Got a better definition? Add it!
Δηλώνει τον αμήχανο, μη cool άνθρωπο, αυτόν που δεν συμμετέχει στον χορό ή το πάρτι, και τελικά τον ξενέρωτο.
Η συνεκδοχή είναι ότι, ενώνοντας τους αντίχειρες και τους δείκτες των δυο χειρών σε σχήμα L στο ένα χέρι και 7 στο άλλο, σχηματίζεται ένα τετράγωνο, που στα αγγλικά λέγεται square, aka το άτομο που συγκεντρώνει τις παραπάνω ιδιότητες.
Το λήμμα ακούγεται στο άσμα Wooly Bully (βλ. 1:03 του μηδιού)/
Έλα στο πάρτι, μην είσαι τόσο L-7
Got a better definition? Add it!
Κατά τον μπαρμπα-Λουντέμη, πρόκειται για τουρκισμό αηδή και ανεπίτρεπτο, για χαμιτισμό και ατατουρκισμό του αισχίστου είδους και άλλα τέτοια τερπνά.
Με μια ψυχραιμότερη ματιά, πρόκειται για ένα παράγωγο της πολυσήμαντης τουρκικής λέξης taraf. Στο λεξικό μετράω 7 σημασίες όπως πλευρά / μεριά / όψη κλπ. Κυριολεκτικά tarafιndan σημαίνει «εκ μέρους του», «από την πλευρά του».
Με τον ερχομό της κατά δω η λέξη αποκτά τη νέα σημασία της γεωγραφικής προέλευσης / καταγωγής, και απ' όσα βλέπω, μόνο αυτή. Ωςεκτουτού, στα ελληνικά συντάσσεται με τοπωνύμιο το οποίο προηγείται της λέξης και αποδίδεται ως «από....μεριά».
Μάλλον ρετρό υποκοσμιακή σλανγκ θα τη χαρακτήριζα, αν και πριν 15-20 χρόνια είχα ακούσει στη ροή του λόγου μη τουρκόφωνης και μη τουρκομαθούς καλλιεργημένης σαλονικιάς φίλης τη φράση «Ισταμπούλ ταραφιντάν» ως δηλωτική σχέσης με / προέλευσης από την Πόλη. Δεν ξέρω αν είναι σε όποια χρήση στη Σαλονίκη πχ. Ας μιλήσουν οι βόρειοι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Tσαπράζι (ουδέτερο). Εκ του τουρκικού çapraz που σημαίνει σταυρός, σταυρωτός, σταυρωτά (copy-paste από πάνω) είναι το χαρακτηριστικό «σταύρωμα» που έχουν τα δόντια των πριονιών, πριονοκορδέλλας, αλυσίδας πριονιού, ώστε να δημιουργείται κενό στο κόψιμο, σε αντίθεση με τα δόντια των μαχαιριών που είναι σε μια ευθεία και γι αυτό σφηνώνουν όταν κόβεται κάτι σκληρό, πχ ξύλο.
Παράγωγα: τσαπράζωμα, τσαπράζης.
- Μουδιασμένο σε βλέπω, τι έγινε;
- Άσε, από τον οδοντίατρο έρχομαι. Μού 'κανε καθαρισμό αλλά με γάμησε...
- Τσαπράζι σού 'κανε;
- Άντε γαμήσου κι εσύ, καραγκιόζη.
Got a better definition? Add it!
Παραπλησίως του ορισμού της λεξιλογίας, έχει πάρει την έννοια του φιρουλί φιρουλά, δηλ. γενικότητες, μπούρδες, παπαρίτσες, σούξου μούξου μανταλάκια και τα ρέστα καραμέλες, κλπ.
Λόγω όμως του χάι, τείνει να αλλάξει τελείως σημασία σήμερα και να σημαίνει το χαϊλίκι, το πουλμούρ, τη δηθενιά κλπ.
Εμείς εδώ έχουμε το χάι χού και θα ήθελα να μου πείτε αν ξέρετε τι από τα 2 είναι πιο σωστό ή πιο διαδεδομένο. Γενικώς δεν βρήκα και τπτ σπουδαίο στο νέτι γι' αυτό και επαναλαμβάνεται το παρ. 1 (από το λήμμα αγάπες και λουλούδια).
Όλα αυτά τα τραγουδάκια του Νέου Κύματος και πίσω ήταν τελείως Χάι Χούι. Όλο αγάπες και λουλούδια και ανθοστήλες. Η πραγματικότητα όμως είναι αλλιώς.
Βασική αρχή του γκομενίζειν, όταν η μεναγκό δεν αποδέχεται την πρότασή μας, το παίζει δυσκολάκι ή χάι χούι και γενικά μας τα κάνει τσουρέκια.
Got a better definition? Add it!