Further tags

Έτερος όρος του Τουίτερ -ρήμα αυτή τη φορά- από το αγγλικό mention (= αναφέρω κάποιον). Σημαίνει κάνω αναφορά (μένσιο) σε κάποιον ή σε κάτι.
Όταν ο τουιτεράκιας, ο τουιτεράς, τουιτάρει και δεν μενσιώνει, πάει στο αμένσιοτο (Khan).

Απ' το ... τουίτερ

  1. Σπύρο τόσο καιρό σε μενσιώνω και δε τσιμπάς να σπάσουμε λίγο πλάκα, δλδ μόνο μέσω τούρκογλου έρχεσαι;
  2. Ο άλλος μενσιωνει τον εαυτό του και κάνει ερώτηση. Ξεκολλάτε ανάψτε κλιματιστικό και πέστε για ύπνο να χαλαρώσετε θα γίνετε τζημεροι

  3. Αυτο που βρίζετε εδω μεσα χωρις να μενσιωνετε, δεν σας κανει έξυπνους, αρχιδια σας κανει.

  4. μου προκαλείτε το ενδιαφερον που μου προκαλεί μια κατσαρίδα. Μη βαυκαλίζεστε, δεν θα σας μενσιωνα ποτε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σοπάκι, το ξύλο με αυτήν την έννοια. Ιδιωματισμός της Θεσσαλονίκης. Αποτελεί λαϊκή έκφραση και δεν χρησιμοποιείται συχνά τώρα πια. Προέρχεται από την τουρκική λέξη "çomak" που σημαίνει"ράβδος". Η λέξη "çomak" υπάρχει αυτούσια σε ένα παλιό παιδικό παιχνίδι της βορείου Ελλάδος, το τσιλίκ τσομάκ ή λιγκρίν, δημοφιλές στην Τουρκία παλαιότερα.

- Που λες... Εξαφανίστηκε, λέει, γιατί άλλαξε το πρόγραμμά του...
- ... Τσομάκι!!!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός στην ανωτάτη ξυλοδαρτική ο οποίος μας δέιχνει το υπερβολικό ξύλο που μάζεψε κάποιος εξού και η λέξη τσάντα!

Του έπρηζε τα παπάρια. Ε είναι και δύο μέτρα γορίλας ο άλλος τον έκανε τσάντα τελικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγάζω (το ψυχολογικόν)

Το ρήμα βγάζω + αντικείμενο (λ.χ. βγάζω θυμό) τείνει να γίνει σλανγκικό ρήμα αναφοράς στην περιγραφή ψυχολογικών νοημάτων. Σήμερα, κατά κόρον βγάζουμε όλο και πιο ψυχολογικά πράματα, όπως:

βγάζω παράπονο, βγάζω πόνο, βγάζω θυμό, βγάζω αυτοπεποίθηση, ακόμα ακόμα: βγάζω ψυχολογία (σε ποδοσφαιρικά συμφραζόμενα σημαίνει επίσης αυτοπεποίθηση), βγάζω ανασφάλεια/ες, βγάζω άγχος, βγάζω (κατά)θλιψη, βγάζω ψυχαναγκασμό, βγάζω εμμονή/ές, βγάζω φοβία/ίες, βγάζω στέρηση και σε πολύ προχωρημένη γιαλομοποίηση, βγάζω ενοχή/ές, βγάζω άμυνα/ες (ο ενικός είναι πιο ψυχανάλα φάση).

Η συγκεκριμένη μορφή με το βγάζω + δεν περιορίζεται στα ψυχολογικά νοήματα, αλλά χρησιμοποιείται γενικά για να περιγράψει ανθρώπινες ποιότητες - ηθικές, αισθητικές κ.λπ. Πιθανόν, άλλωστε, τέτοιες χρήσεις να προηγήθηκαν και να έγιναν η "μήτρα" για τις πιο ψυχολογίστικες. Π.χ. τα βγάζω κακία, βγάζω ζήλεια (περισσότερο με την ηθική έννοια) ή τα βγάζω (μια) αρχοντιά, βγάζω (μια) γυφτιά/βλαχιά/κακομοιριά μοι φαίνονται κάπως πιο παλιά, όπως και ένα σωρό άλλα, ηθικοψυχολογικοαισθητικά: βγάζω εγωισμό, βγάζω σνομπισμό, βγάζω ερωτισμό κ.λπ.

Τώρα πια, όμως, είναι σαφές ότι το μεγαλύτερο μερίδιο στην αυξημένη πίτα χρήσης του βγάζω (με τις πάμπολλες περιφράσεις του βγάζω +, που αν ήμασταν δεξιούρες θα λέγαμε ότι είναι κατάχρηση, ισοπέδωση της γλώσσας κ.λπ.) το έχουν οι ψυχολογικές περιγραφές, οι οποίες ακριβώς συνετέλεσαν στη μεγέθυνσή της.

Όπως ίσως έχετε ήδη παρατηρήσει ή σκεφτεί, υπάρχουν...

2 + 1 βασικές σημασίες του ψυχολογικού βγάζω.

(1) Νιώθω κάτι ή εμφορούμαι από κάτι. Από τις δόκιμες έννοιες που καταγράφει ο Τριαντάφυλλος, το βγάζω εδώ είναι πιο κοντά στην έννοια του εμφανίζω, με την βιολογική έννοια. Στις ψυχολογικές χρήσεις, θα λέγαμε ότι εννοείται: βγάζω προς τα πάνω, στην (ψυχική) επιφάνεια.

H Τασία βγάζει (μια) απελπισία όταν μιλάει για τη δουλειά της! Τη βλέπω να τα παρατάει.

(2) Εκδηλώνω ή αποπνέω κάτι (ηθελημένα ή αθέλητα, συνειδητά ή ασυνείδητα). Αυτό που νιώθω βρωμάει από μακριά, "αναδούδει". Το βγάζω, σημαίνει βγάζω προς τα έξω, στις διαπροσωπικές σχέσεις ώστε οι άλλοι το καταλαβαίνουν.

Βγάζει τόσο θυμό στην αδερφή του, που σε λίγο θα παίζουν ξύλο, αν δεν το κάνουν ήδη!

Αλλά υπάρχει και μια 3η σημασία (που θα χρειαστεί και λίγο περισσότερη γραμματική ανάλυση, βλ. πιο κάτω):

(3) Προκαλώ στον άλλο ψυχολογικά κάτι, και συνήθως αυτό που και ο ίδιος νιώθω. Από τις δόκιμες τριανταφύλλιες χρήσεις, το βγάζω εδώ σημαίνει περισσότερο παράγω, δημιουργώ.

Έβγαλε πολλή ενοχή που δεν πρόσεξαν το παιδί, και τώρα λέει κι αυτός τα ίδια.

Περαιτέρω Σημασιολογική Ανάλυση

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι σημασία του βγάζω + κάτι ψυχολογικό κυμαίνεται κάθε φορά ανάμεσα στις 3 παραπάνω περιπτώσεις, και να τελειώνουμε. Αλλά δεν. Θα το κουράσουμε περισσότερο. Ουσιαστικά, η γενικευμένη χρήση του βγάζω αφορά σε μια εξίσωση του (1) βγάζω στην επιφάνεια με το (2) εκδηλώνω/αποπνέω/βγάζω στις σχέσεις. Τέτοια πράματα εξισώνονται εύκολα σε μια κοινωνία που το αυτο- και ετεροψυχοψάξιμο θεωρείται δεδομένο, σχεδόν καταναγκαστικό στοιχείο, κοινωνία στην οποία, δηλαδή, οι σχέσεις έχουν ψυχολογιοποιηθεί. Αυτοματισμός-εξίσωση, δηλαδή: Τό νιωσες; -> Τό βγάλες -> το βγάλες στον άλλο -> το βγαλες και από τον άλλο... και λοιπές παραλλαγές.

Το τσιμέντωμα έρχεται με την παραπέρα εξίσωση των (1)-(2), με το (3), δηλαδή με το προκαλώ στον άλλο το συναίσθημά μου. Γιατί, όμως; Νιώθω και βγάζω προς τα έξω δε σημαίνει απαραίτητα και προκαλώ στον άλλο, πέρα από την απαραίτητη για την αλληλοκατανόηση στοιχειώδη ενσυναίσθηση - συμπάθεια, ε; Χμμμ, αυτά λαστ γίαρ. Σήμερα υπάρχει κάτι σαν, ας μοι επιτραπεί, το συναισθηματικό αποτύπωμα - emo(tional) - footprint θα το έλεγα αν ήμουν αγγλοσάξων πουλ μουρ - αλλά δεν είμαι. Γιατί ο σύγχρονος άθρωπας οφείλει να είναι υπεύθυνος, τρόπον τινά, και για το συναίσθημα που συμβάλλει στην κοινωνία, και αν αυτό είναι αρνητικό, είναι και υπόλογος για την επιβάρυνση - των άλλων όλων. Είναι πρωθύστερα όλ' αυτά, ασφάλουσλυ, και προκύπτουν ως εξής: ο άνθρωπος (τείνει προς το να) θεωρείται αποκλειστικά υπεύθυνος για τον εαυτό του, γενικά, φουλστοπ. Τι άλλο μπορούμε να του καταλογίσουμε; Μα και το αρνητικό του συναίσθημα, φυσικά... Άρα, στη βάση του να αναζητούμε τι (μας) βγάζει ο άλλος συναισθηματικά, όλοι βιώνουμε ένα ενσυναισθητικό... αλληλοχώσιμο, έναν τούρμποεκφυλισμό ακριβώς της ενσυναίσθησης ως εκδημοκρατισμού της ψυχολογίας/ψυχολογιοποίησης.

Περαιτέρω γαμοσλανγκοτέτοια (σλανγκογραμματική) Ανάλυση

Οι σημασίες που - σχηματικά πάντα - σημειώσαμε πιο πάνω γίνονται πιο περίπλοκες όταν, όπως πολύ συχνά γίνεται, το βγάζω + κάτι ψυχολογικό συντάσσεται με μια γενική, που είναι μυστήριο τρένο, γιατί εκεί κρύβεται και η ψυχολογιοποίηση του όλου πράματος. Με την ίδια φράση, μπορούμε να λέμε και να εννοούμε διαφορετικά πράματα:

(α) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = ο Γιάννης με θυμώνει με αυτά που κάνει, ο Γιάννης με κάποιο τρόπο κάνει να βγάζω θυμό από μέσα μου.
(β) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = εγώ προκαλώ στο Γιάννη θυμό με αυτά που του κάνω, εγώ με κάποιο τρόπο κάνω τον Γιάννη να βγάλει θυμό από μέσα του.
(γ) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = ο Γιάννης μου δίνει την εντύπωση ότι είναι θυμωμένος, ότι έχει μέσα του θυμό, ακόμα κι αν δεν το δείχνει καθόλου ή αν το δείχνει αναιμικά.

Τελικά, έχω την εντύπωση ότι οι παραπάνω σημασίες τείνουν να κυμαίνονται/συμφυρόνται σε ένα ψυχολογίστικο αμάλγαμα όπως το παρακάτω:

(δ) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = ο Γιάννης μου δίνει την εντύπωση ότι είναι θυμωμένος (γ) μαζί μου (β), επειδή με θυμώνει (α) - άρα/επειδή ο ασυνείδητος στόχος του είναι να μου δείξει το θυμό του, ενδεχομένως προκαλώντας θυμό σε μένα παθητικοεπιθετικώ τω τρόπω.

[Και μπορεί ο θυμός να είναι ένα ιδιαίτερο παράδειγμα, αλλά παρόμοιας πολυπλοκοτητας - συχνά ασυνείδητα - ψυχοσημασιολογικά δυναμικά (τ' είπες τώρα!) υπάρχουν και στις άλλες χρήσεις του γενική + βγάζω + κάτι ψυχολογικό.]

Η γενική αυτή συντακτικά είναι έμμεσο αντικείμενο, αλλά με διαφορετικούς τρόπους: στην περίπτωση (α) η γενική δηλώνει τρόπον τινά τον αποδέκτη του συναισθήματος. Στην περίπτωση (β), η γενική δε δηλώνει τον αποδέκτη αλλά εκείνον από τον οποίο το συναίσθημα κατά κάποιο τρόπο αποσπάται. Και η περίπτωση (γ) αυτόν στον οποίο δίνεται η εντύπωση περί του συναισθήματος-άμεσου αντικειμένου.

Είμαστε εδώ, σε αυτό το γκλαμουροκατασκότεινο γραμματικό βασίλειο της μυστικοποίησης των σχέσεων. Τι να πούμε, λοιπόν, για την περίπτωση (δ) της διαπλοκής των σημασιών, η οποία έστω ως σπάνιο νόημα ή ως υποθετική κατασκευή θεωρώ ότι υπερκαθορίζει / διαποτίζει και τις άλλες σημασίες; Γιατί εκείνος που αποκομίζει την εντύπωση περί του συναισθήματος είναι και εκείνος που τρόπον τινά το υποκινεί (αφού το συναίσθημα είναι σχεσιακό πράμα) και το δέχεται. Νομίζω ότι μέσα στην casual πολυσημία της καθομιλουμένης, η γενική από έμμεσο αντικείμενο σταδιακά κινείται σημασιολογικά προς μια από αυτές τις "προαιρετικές" γενικές που δηλώνουν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο (σύμφωνα με την Γραμματική Φιλιππάκη-Warburton έτσι σημαίνεται ένα φιλικό ενδιαφέρον, π.χ. τι μου κάνεις κ.λπ.). Θα λέγαμε παραπέρα ότι σχετίζεται σημασιολογικά με αυτό που θα ονομάζαμε γενική του πατροναρίσματος (βλ. κάτι σχετικό στο μη μπερδεύεσαι), η οποία ας πούμε ότι δηλώνει ειρωνικό, διαχειριστικό, ελεγκτικό, ή άσπονδα φιλικό (!) ενδιαφέρον.

Ωστόσο, στην περίπτωσή μας εδώ (μου βγάζει + κάτι (κυρίως) αρνητικό ψυχολογικό) η γενική δεν έχει να κάνει τόσο με άμεσο πατρονάρισμα, αλλά περισσότερο με έμμεσο, υπόρρητο κανονιστικό ψόγο για κάποιον/α που η ψυχολογία του/της μας χαλάει τη "συλλογική" συναισθηματική σούπα. Όταν λες ότι κάτι/κάποιος μου βγάζει ανασφάλεια, θυμό, ενοχή κλπ δε λες ότι απλά σου φαίνεται έτσι, αλλά διατυπώνεις υπόρρητα και μια κρίση ότι αυτό (σου) είναι πρόβλημα. Με άμεσο πατρονάρισμα αυτή η γενική μπορεί να έχει σχέση όπως απαντά στη jargon των ψι επαγγελματιών (βλ. παρακάτω).

Τι σας βγάζει όλο αυτό που γράφω; Εμένα μου κάνει σε θυμό.

Περαιτέρω ψιλο-σκόρπια ανάλυση...

Επαγγελματική jargon
Ξεκινώντας από το προαναφερθέν, πολύ συχνά όταν αλληλοbriefαρονται επαγγελματίες από ψι επαγγέλματα και συναφή, μπορεί να λένε πράγματα όπως:

i. Του έκανα νωρίς την ερμηνεία και μου έβγαλε άμυνες.
ii. Ο πατέρας [ενν.:του περιστατικού] μου βγάζει παράπονο όταν μιλάμε για τη δική του μητέρα.
iii. Σε κάτι τέτοια θα σου βγάλει εκλογίκευση.

Και άλλα τέτοια. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς πού ξεκινά και που τελειώνει η μετοχή του πρόσωπου που δηλώνεται με αντωνυμία σε γενική στην ενέργεια που δηλώνεται με το ρήμα. Εδώ είναι πιο ξεκάθαρο το - τεχνικά, βεβαίως (;), νοούμενο - πατρονάρισμα τ. μεταβίβαση - αντιμεταβίβαση κ.τ.ο. Ποιος, όμως, μπορεί να πει και πού αρχίζει και πού τελειώνει η ψυχολογία και η ψυχολογιοποίηση;

Άλλες μορφές

I. μου βγαίνει/δε μου βγαίνει: εδώ δεν έχουμε το βγάζω αλλά το αμετάβατο βγαίνω, υποκείμενο του οποίου ήταν κάποτε συνήθως κάποιος "λόγος-λόγια" που εδυνάμεθα ή όχι να ξεστομίσουμε, αλλά τώρα είμαστε ένα κλικ πριν από αυτό, μας βγαίνει ή δε μας βγαίνει το συναίσθημα που σε δεύτερο χρόνο θα μας επιτρέψει να πούμε ή να κάνουμε κάτι. Είναι η πιο συναισθηματική εκδοχή του μού' ρχεται/δε μού' ρχεται.

i. Θέλω να του πω ότι τον αγαπώ αλλά δε μου βγαίνει.
ii. Μου βγαίνει να του πω ότι είναι καριολόπουστας

II. Μου βγαίνει σε...: και πάλι μία χρήση του βγαίνω, με σλανγκικό ενδιαφέρον, και πιο όψιμη, είναι όταν ένα εσωτερικό, μύχιο συναίσθημα, εκδηλώνεται ως κάτι άλλο.

Δε θέλω να μου βγαίνει σε ανασφάλεια το σαλτάρισμα. Και δεν ειναι δικαιολογία το ότι κόλλησα. πηγή

III. Βγάζω συναίσθημα... Ιδιαίτερη φράση είναι όταν κάποιος βγάζει συναίσθημα σε κάτι που κάνει, π.χ. όταν τραγουδάει, όταν μιλάει δημοσίως, ή και σε μια κοινωνική σχέση ή και απλή αλληλεπίδραση. Αυτό που προφανώς εννοείται είναι ότι το συναίσθημα - asset ή liability - μπορεί και να μην υπάρχει, έχει, δηλαδή, νοηθεί ως κάτι εντελώς διακριτό που μπορεί κάλλιστα και να λείπει εντελώς τελείως από αυτά που βιώνουμε ή κάνουμε.

Όταν η Ροκ σου βγάζει συναίσθημα τότε ακούς της Χρύσα και τα "Μουσικά Ταξίδια στον χρόνο". πηγή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η δράση, ο βίος κι η πολιτεία των τσουτσεκιώνε με την κακή έννοια, δηλ. του τζουτζέ, του ρουφιάνου, του κολαούζου, του γλείφτη. Παίζει με φιλοσοφικά και πολιτικά κινήματα -αχαχούχαααα- τ. φοιτητικός, πολιτικός, οπαδικός τσουτσεκισμός, συνδυάζεται δε δημιουργικά με τον κρετινισμό, λίγο από ραγιαδισμό και απαραιτήτως με κωλοπαιδισμό.

Τα «τσουτσέκια» ήταν τα μέλη θιάσων που περιελάμβαναν ακροβάτες, νάνους, καθώς και θεατρίνους. Οι τελευταίοι ήταν όλοι άντρες οι οποίοι παίζαν και τους γυναικείους ρόλους. σχόλιο Naka εδώ

  1. για μας ε? βρες μου καπου να το χω πει αυτο και κοιτα εγω δεν ασπαζομαι αυτο περι ευρωπαικων διακρισεων, αλλα επειδη σε βλεπω καθετο πες μου 5 καλυτερους απ τον δπθ (και μην μου πεις ελληνες πονηρουλη) εχει καταντησει μεγαλο σπασιμο να σε βλεπω σε καθε θεμα που αφορα τους ψυχοδραμα να πεταγεσε σαν τον πουτσο και να λες τσουτσεκισμους (hiphop.gr)

  2. Ο Σακελαρίδης δεν έχει αποβάλλει ακόμα τον φοιτητικό τσουτσεκισμό

  3. ΜΑ ΠΩΣ ΝΑ ΠΑΡΑΙΤΗΘΕΙ; ΑΦΟΥ Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΤΣΟΥΤΣΕΚΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΣΥΜΦΥΤΟΣ ΜΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΖΩΟ-ΚΤΗΝΟΣ ΠΟΥ ΛΕΓΕΤΑΙ ΒΒ. (εδώ)

  4. Ο τσουτσεκισμός-κωλοπαιδισμός ποτέ δεν έκανε κάποιον μεγάλο παίκτη. Γι'αυτό άσπονδε φίλε, θα τα ξαναπούμε. (εδώ)

  5. -αυτή ι ιστορία που θεωρούν ότι αν πουν πως το σαπορτ επιλέχτηκε απο το main act και όχι τον οργανωτή ... Κρετινισμος!
    -και λιγο ραγιαδισμος - τσουτσεκισμος

  6. - H πανάκριβη γοητεία των αιώνιων φοιτητών … Τσουτσεκισμοί τρίτου βαθμού. Κοστίζουμε...ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ?

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή της σόλο -για τον πέο- καριέρας. Εννοείται οτι κολλώνται βαρέα και ανθυγιεινά ένσημα.

  1. Η Τζούλια έφυγε από το Σειρινακη, θα κάνει ψωλο καριέρα

  2. - Κάποτε έκανα σεξ, μετά ακολούθησα σόλο καριέρα.
    - ψωλο καριερα

  3. - Η άλλη δεν έχει αφήσει πούτσα για πούτσα στην Αθήνα και περίχωρα και φέτος άρχισε και τις ιντερνάσιοναλ εξορμήσεις ΛΟΛ
    - ψωλο διεθνη καριερα (εδώ)

  4. -Χωρισατε ρε;
    -Ναι.
    -Γιατι;
    -Ηθελε ν'ακολουθησει ψωλο καριερα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο μπανιστιρτζής, ο μοχθών στο κολλύριο στα ... αρχαία ελληνικά!
Υπάρχει και ο παρθενοπίπης κι ο αρρενοπίπης, ανάλογα πού πίπτει εγκαύλως το όμμα καθενός.
Από το γυναίκα + οπιπτεύω. (εδώ).

  • Περισσότερα για το πώς θα μάθετε να βρίζετε στα Αρχαία Ελληνικά αλά Ζουράρις ΕΔΩ.

Μάριου Βερέττα, «Τα βρωμόλογα των αρχαίων Ελλήνων»,

Σήμερα είναι εύκολο και γουστόζικο να λέγεται και να γράφεται, εξ ου και τα παραδείγματα.

  1. γυναικοπίπης, ου, ὁ (gunaikopipēs) —one who ogles women” (εδώ)

  2. - Είναι γυναικοπίπης αλερτ==>
    - ΠΑΛΙ ΜΕ ΟΝΕΙΡΩΞΕΙΣ ΜΑΣ ΗΡΘΕΣ? (εδώ)

  3. - Γιατι να εισαι τοσο ψοφια γιαλαντζι αριστεροστροφη πατσαβουρα?
    - Γιατί είσαι ένας πιθηκαλώπηξ γυναικοπίπης. Το πατσαβούρα πρόσεχε μη σου έρθει κοσμάριον (εδώ)

  4. ΛΑΘΡΟΠΙΠΗΣ (ΠΑΡΘΕΝΟΠΙΠΗΣ η ΓΥΝΑΙΚΟΠΙΠΗΣ). (εδώ)

  5. -Τράβα κοιμήσου βρε γυναικοπίπη
    -Κανεις copy paste απο google βρισιες αρχαιων? Καρμπον. Εσυ εισαι μεγαλο νουμερο μιλαμε (εδώ)

  6. ανδρείος (γενναίος) όπως ο Έκτορας, όχι δειλός (παρθενοπίπης) όπως ο Πάρις! (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ Χίου ορμώμενο, σημαίνει γουρουνιάζω, την κάνω ταράτσα, ντερλικώνω γατοκέφαλα, σαβουρώνω το καταπέτασμα, χλαπακιάζω με βουλιμία, τρώγω (πολύ) πάνω από τις ανάγκες συντήρησής μου. Όσο απομακρυνόμαστε από τα στερνά 150 χρόνια της Τουρκοκρατίας, εποχή κατά την οποία η Χίος υπέστη φοβερές (της τάξεως του 1/3 του συνολικού πληθυσμού) απώλειες εκ της πανώλης, η χρήση εκπολιτίζεται κατά τι και επικεντρώνεται στο "τρώγω πλουσιοπάροχα, τρώγω χορταστικά".

Ετυμολογικά προέρχεται από την σκο(υ)ρδούλα που συνδέεται με την προαναφερθείσα πανώλη δια των αποστημάτων (κορδύλων) που προκαλεί η νόσος. Κατ' άλλους η σκουρδούλα συνδέεται δια της λαογραφίας και δη η πανώλη ομοιάζει κατά τη σχετική δοξασία με μαυροφορημένη γραία, κρατούσα κορδύλη (ρόπαλο), ήτις μουνόγρια επιτίθεται πανδημικώς στις ανθρώπινες μάζες και κατατρώγει άπληστα τις σάρκες των. Όπως ακριβώς επιτίθενται στις μεζέδες με το τσατάλι (αντί ροπάλου) διάφοροι γουλόζοι που ξεχνούν ότι υπάρχουν και άλλοι στο τραπέζι και κυρίως ότι με το ουζάκι τσιμπάμε, δεν σκουρδουλιάζουμε. Γουλιά και μπουκιά να μη μας κόψει το αλκοόλ (κι όχι κάθε γουλιά και πιάτο).

Τοπικό συνώνυμο το "στοκώνω", διότι αν δεν στοκώσεις, δεν χτίζεις και το σκουρδούλιασμα, όσο και αν το απολαμβάνεις, δεν παύει να είναι επίπονη και εξουθενωτική εργασία με εμφανή δομικά αποτελέσματα. Βεβαίως εξ αυτού και η γλαφυρά έκφρασις "κουβαλάτε μου να χτίζω*".

Αντώνυμο του σκουρδουλιάσματος το "κομπώνω", ήτοι τρώω μικρές μπουκιές (κόμπους**) φαγητού.

Έτερα παράγωγα εκ της σκουρδούλας: Σκουρδουλιάρης, Σκουρδουλιασμένος, ήτοι ο φαγωμένος (κυριολ. από την ασθένεια), σκουρδούλια (τα) - οι ακόρεστες ορέξεις.

Πλάτων τρώγων με σαλιάρα:(νιαμ, νιαμ) φοβήσιμη η (νιαμ) λακέρδα του Θεοδοσίου. Και τα ντολμαδάκια μπουκιά και (νιαμ) συχώριο. Και το φασόλι (νιαμ, νιαμ) εξαιρετικό. Άντε γεια μας (γλου γλου γλου). Για κάνε πάσα τα σουτζουκάκια. Εδώ θα 'ρχόμαστε για ουζάκι.

Γιώργος καπνίζων τε και παρατηρών σταυροποδιστί, προτείνων δε τα σουτζούκια: Τι ουζάκι βρε μαλάκα, ουζάκι το λές αυτό; Ουζάκι είναι μια ελιά, ανάθεμά σε, μια ντοματούλα στα τέσσερα και λίγο τυράκι. Εσύ έχεις σκουρδουλιάσει τον άμπακα.

Πλάτων καταπίνων: παιδί, άλλη μια'π'τα ίδια.

*Κατάσταση υπερδιέγερσης του σκουρδουλιάζοντος που παρακινεί τους παρευρισκομένους σε στοιχηματισμούς γύρω από τον χρόνο που θα του επισυμβεί η σκάση. Οι Χιώτες στις εξόδους των για φαγητό αγαπούν τις προκλήσεις, όσο και τις υπερβολές στην κατανάλωση κι ακόμα περισσότερο αγαπούν να τις εξιστορούν με άκρως μπεννυχιλλικό χιούμορ. Από τον ιστορικό (κι εντυπωσιακό το δέμας) "Γιαμό" στην παραλία του Καρφά, μου έρχονται στο μυαλό τουλάχιστον τρεις ιστορίες στοιχηματικής σκουρδούλας κι αμέτρητες άνευ στοιχημάτων.

** Στα υγρά κόμπος σημαίνει την πλεξούδα που σχηματίζεται κατά την μετάδειαση (η χιώτικη μετάγγιση) από τον νεμπότη (καράφα) στο ποτήρι. Αν λοιπόν διακοπεί η μετάδειασις άμα τω σχηματισμώ της εν λόγω πλεξούδας, τότε ομιλούμε δι' έναν κόμπον (χονδρικά, μισή γουλιά). Εξού κι ένας κόμπος η χαρά μου- στάλα στάλα θα στην δώσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην τουρκομερίτικη μαγειρική σημαίνει τσιγαρίζω, σοτάρω ελαφρώς. Ήτοι τοποθετώ το θύμα (συνηθέστερα κρέας, λαχανικά) σε σκεύος με μικρή ποσότητα λίπους* και ισχυρή φωτιά και το αρχίζω στα νταηλίκια. Κι εκείνο ζαρώνει από το φόβο του και μαζεύεται.

Γενικά, η εγχρωμάτωση των αψύχων – ειδικά των τροφίμων - με ζωηρά ανθρώπινες ιδιότητες είναι γλωσσική συνεισφορά των προσφύγων εξ ανατολής που αγαπάνε και την μαγειρική και την καλοφαγία και φυσικά τη ορεκτική κουβέντα γύρω από την ετοιμασία του φαγητού (εν είδει προπαρασκευής και παρουσίασης της τροφικής πανδαισίας που θα ακολουθήσει).

Το φοβέρισμα λοιπόν είναι μια χημική αντίδραση μεταξύ στοιχείων που περιέχονται ήδη στα φοβεριζόμενα τρόφιμα και δη των αμινοξέων (δομικά στοιχεία των πρωτεϊνών) και των αναγωγικών σακχάρων (γλυκόζης, φρουκτόζης κ.λ.π) τα οποία με τη συνδρομή τής (άνω των 140°C - κατά άλλους άνω των 149°C) θερμοκρασίας και με επιταχυντή το λίπος, οδηγούνται τελικά στη μη ενζυμική****** αμαύρωση των τροφίμων, γνωστή (τοις πάσι φτύνουσι τα μπούτια των) και ως αντίδραση Μαγιάρ.

Προφανής στόχος του φοβερίσματος μπορεί να είναι το μαλάκωμα των λαχανικών ή η θωράκισή του κρέατος, όμως τελικός και αδιαφιλονίκητος σκοπός******* είναι η επίτευξη του οικείου χρώματος(να ροδίσει ρε αδερφέ) και εκείνης της (πόρνης σε οίστρο) οσμής που σε κάνει να πεινάς σα σκυλί ατάιγο, ενώ το φαΐ είναι μόλις τρία τέταρτα της ώρας μακριά από το τραπέζι. Συνεπώς το σπάσιμο της μύτης και η οφθαλμική στύσις - που προκαλεί το μαγειρευάμενο έδεσμα - συντελείται δια του σχηματισμού των "σκουροχρώμων και οσμηρών μελανοϊδινών" που παράγονται από την άνω χημική αντίδραση των αμινοξέων με τα σάκχαρα – και φτύσ’ τα μπούτια άλλη μία.

σ.σ: Λένε ότι η μαγειρική είναι αλχημεία και η ζαχαροπλαστική χημεία και η αλήθεια είναι ότι στην κουζίνα γίνονται όντως παπάδες σε μοριακό επίπεδο. Από το φοβέρισμα, στο καραμέλωμα (παραφοβέρισμα για περισσότερο χρόνο σε θερμοκρασίες πέραν του σημείου τήξης του προϊόντος), στο καρβούνιασμα και τελικά την αποσύνθεση, γίνεται κατανοητό ότι η μαγειρική τέχνη εξελίχθηκε σε επιστήμη, για καλό ή για κακό μας. Το συλλογικό ενδιαφέρον βέβαια εστιάζεται σ’ αυτά που βλέπουμε και κυρίως σ’ αυτά που γευόμαστε. Η όλη κατάστα θυμίζει Γιώργο Κωνσταντίνου που δε θέλει να το μάθει, αλλά να το φάει. Εισάγομαι εις το τριπ λόγω επειδή έχει γιομώσει η Ελλάς, ναούμ, από διατροφολόγους που σου πετάνε χημικές ορολογίες με τρομακτική ευκολία και σε βαθμό που να μπερδεύονται οι πcεκασμένοι αν η πατάτα είναι ορυκτός πλούτος ή γαρνιτούρα. Τι να λέμε τώρα, το'να τ' άλλο ξέρω γω. Φτύνω μπούτι μια γρήγορη και μπαίνω στο παράδειγμα.

Γιώργος: Τι κάνεις εκεί;
Πλάτων: Τι κάνω.. Δε βλέπεις; Φοβερίζω το κρεμμύδι...
Γιώργος: Πρόσεχε μη σ’ ακούσει το σκόρδο και τα πάρει.

*Όσο μικρότερο το ποσοστό της υγρασίας του μείγματος, τόσο πιο γρήγορα επιτυγχάνεται το φοβέρισμα. Εξού και το σχολαστικό, στέγνωμα ή μακρόχρονο σούρωμα των προς φοβέρισμα υλικών. Ισχύει περαιτέρω ότι η προσθήκη άλλων υλικών που περιέχουν οξέα ή βάσεις (λεμόνια, μαγειρικές σόδες) ή που θα επιβραδύνει ή που θα επιταχύνει αντίστοιχα την αντίδραση. Σε αφυδατωμένες συνθήκες πάντως(σκόνες αυγών, γάλακτος κτλ) και χωρίς τσιγάρισμα, λαμβάνει χώρα ένα ξεκούδουνο αποτέλεσμα φοβερίσματος αν και το προϊόν βρίσκεται σε θερμοκρασία περιβάλλοντος. Είχε παρατηρηθεί από τους αμερικανούς στρατιώτας κατά τον 2ο ΠΠ και κατά τα λεγόμενα, φάγανε τα αρχίδια τους οι επιστήμονες να βρουν γιατί συνέβαινε. Το βρήκαν κι έκτοτε πέφτει συντηρητικό με τη σέσουλα στις σκόνες και στα λοιπά αφυδατωμένα.

** Αντιθέτως αν το μαύρισμα είναι ενζυμικό (όπως λ.χ στα τραυματισμένα, δαγκωμένα, πετσοκομμένα φρουτολαχανικά) τότε το προϊόν επηρεάζεται και αισθητικώς και ποιοτικώς, κοινώς δε σου κάνει κέφι, επειδής το ένζυμο βρίσκει και τη χώνεται στο υπόστρωμα διακορεύοντας την οργανική του προϊόντος ενότητα (φτου φτου). Έρχεται καπάκι κι ο ατμοσφαιρικός αέρας και παρέα με το ένζυμο πάνε το φρουτολάχανο παρτούζα (επέρχεται η οξείδωσις που λέμε και στο χωριό) στην γειτονιά των Αγγέλων. Εντέλει θα το πιούμε σε χυμό, όλα τα ψήνει το μαντέμι.

***Στη βιομηχανία τροφίμων δια του φοβερίσματος του Μαγιάρ και εν συνεχεία δια της αποικοδομήσεως του Στρέκερ(ατύπως το υπέρ-παραφοβέρισμα, η "έκθεση των τροφίμων σε εξαιρετικά υψηλές θερμοκρασίες") επιτυγχάνεται η απομόνωσις των εξ ων συνθέτουν τας φοβερισθείσας θροφάς. Άπαξ και απομονωθούν αλδεΰδες κλπ ύποπτα υποκείμενα, οι εφαρμογές φαντάζουν απεριόριστες. Με κάνα εφτάρι άνθρακες, μισή ντουζίνα υδρογόνα κι έναν άσσο οξυγόνο, φτιάνεις άχρωμο ή κιτρινωπό υγρό με οσμή πικραμυγδάλου.
Παρόλα τα φαινομενικώς θετικά που απορρέουν από το φοβέρισμα, ο κανών λέει ότι το αμινοξύ, που αντιδράει, χάνεται- συνεπώς μειώνεται και η θρεπτική αξία των παραγώγων του φοβερίσματος. Ως δε προς τα ενδιάμεσα προϊόντα της αποικοδόμησης Στρέκερ, αυτά εξακολουθούν να ερευνώνται ως προς τους μεταλλαξιγόνους παράγοντες που ενδεχομένως κονομάνε. Έχει δίκιο το παππούδι που φωνάζει "μην τα τρώτε φτούνα ρεεε" κι ας μην ξέρει ακριβώς γιατί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά της μπιντιεσεμικής κοινότητας για να δηλωθεί η τάση άπειρων κυρίως κι ανώριμων μελών της, να ξεπερνούν τα όρια του σωματικού -επί το πλείστον- πόνου και βίας.
Η λέξη χρησιμοποιείται περιορισμένα προς το παρόν, αν και -λόγω της ουδέτερης φύσης της- θα μπορούσε να έχει ευρύτερη διάδοση.

Όταν λοιπόν μιλώ για όρια, σαφώς και καταθέτω προσωπική άποψη και όποιος θέλει συμφωνεί κι αν όχι, καλή καρδιά...Όμως όταν μιλώ για όρια στο BDSM, δεν μιλώ για όρια υπέρβασης πόνου, κομμάτι που ανήκει στην topping και bottoming γκάμα των μπιντιεσεμικών δραστηριοτήτων, όπως φαίνεται και από τους ορισμούς που πολύ καλά κάνεις και μας τους θυμίζεις. Το D/s ουδέποτε αναφέρεται σε πόνο, σε έλεγχο μόνο αναφέρεται. Κατ’ εμέ, οι πλέον ψαγμένοι του χώρου, δεν μετρούν την κυριαρχία τους με βουρδουλιές. Κάτι μικρά κοριτσάκια μόνο, άβγαλτα, που ονειρεύονται βιασμούς και κελάρια ανήλιαγα, πιστεύουν ότι η ορίων ξεπερασμανία είναι ότι πιο σικάτο στα καθ’ ημάς. Ουδόλως. (εδώ)

(...) διάβασα εκ νέου τα νήματα που επανέφερες, βρήκα και ένα πολύ ενδιαφέρον ποστ που μου είχε διαφύγει, για τους λιμπερτίνους. Ώστε εκεί κολλάει η ορίων ξεπερασμανία... Είπα κι εγώ... (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified