Further tags

Ο ηλίθιος, γκαφατζής μπάτσος - wannabe (λ.χ. ερευνητής, αστυνομικός συντάκτης / ανταποκριτής) ή κανονικός. Προκύπτει από τον πασίγνωστο χαρακτήρα - αντι-ήρωα της σειράς ταινιών «Ο Ροζ Πάνθηρας», τον οποίο είχε ενσαρκώσει μοναδικά ο αξέχαστος Peter Sellers.

«Χμμμμ, για να παίρνεις donations θα πρέπει να έχεις μια νομική υπόσταση (είτε με του μορφή οργανισμού ή ιδρύματος/ εταιρίας ) Anyway είναι δουλειά των δικηγόρων αυτή, αλλά δεν νοείται προσωποκράτηση για τέτοιου είδους οικονομικά »αδικήματα« (γιατί άλλου είδους αδικήματα δεν μπορούν να στοιχειοθετηθούν - οι κλουζώ της δίωξης »ηλεκτρονικού εγκλήματος« (sic) πρώτα συλλαμβάνουν και μετά ψάχνουν για το αδίκημα. Εκτός και αν μιλάμε για preemptive συλλήψεις που θα πρέπει να αποδείξουν ότι είναι και τρομοκρατική οργάνωση το torrent seeding )»

σχόλιο σε φόρουμ (λινκ)

(από Jonas, 07/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρετίνος κυριολεκτικά είναι αυτός που πάσχει από κρετινισμό, δηλαδή διανοητική υστέρηση συνοδευόμενη από νανισμό και δυσμορφία, απότοκο της έλλειψης επίδρασης των θυρεοειδικών ορμονών κατά την ενδομήτριο ανάπτυξη, που είναι απαραίτητες για την ωρίμαση του κεντρικού νευρικού συστήματος και άλλων οργάνων.

Αυτοί που πάσχουν από κρετινισμό, παρουσιάζουν ιδιωτεία, καθυστέρηση της ανάπτυξης του οργανισμού, δεν έχουν τρίχες στο σώμα τους εκτός από το κεφάλι, έχουν γεροντικό δέρμα με ρυτίδες, πλατιά χείλη, χοντρά βλέφαρα και πολλοί δε μιλάνε και δεν ακούνε. Στο παρελθόν, ήταν πιο συχνή σε ορεινές περιοχές της Γαλλίας, Γερμανίας κι Ελβετίας λόγω αδυναμίας συνθέσεως θυρεοειδικών ορμονών από τη μητέρα και το έμβρυο εξαιτίας έλλειψης ιωδίου, κάτι που δεν υφίσταται στις μέρες μας λόγω του εμπλουτισμού του μαγειρικού άλατος με ιώδιο.

Μεταφορικά, κρετίνος είναι ο ηλίθιος, ο βλάκας, ο αχαΐρευτος, αυτός που μας τη σπάει με τις ανοησίες του και ταυτόχρονα δεν μπορούμε να τον εμπιστευτούμε σε τίποτε γιατί δεν μπορεί να φέρει σε πέρας το παραμικρό.

Η ετυμολογία του όρου κρετίνος, ο (ουσιαστικό) προέρχεται από τη γαλλ. λ. crétin = αφελής, αγαθός, ανόητος, εκ του chrétien = χριστιανός.

  1. Γίνεται ένα ματς να τελειώνει 6-1 και το ενδιαφέρον να στρέφεται στις αντιδράσεις των προπονητών; Γίνεται. Η Μπενφίκα συνέτριψε την Νασιονάλ και ο τεχνικός της Ζόρζε Ζεσούς, στο 4ο γκολ έδειξε στον συνάδελφό του, Μανουέλ Μασάδο, 4 δάχτυλα. Ο τελευταίος αντέδρασε: «Ήταν και θα παραμείνει κρετίνος».
    (από εδώ)

  2. (Από ξέσπασμα αυτοκριτικής του ποδοσφαιριστή του Πανιωνίου Ρεκόμπα) :
    «Αν είχα προσπαθήσει περισσότερο, τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά. Τα λάθη οφείλονται αποκλειστικά σε μένα. Δεν ήμουν ποτέ φιλόδοξος, ήμουν αυτάρκης με αυτό που είχα, χωρίς να προσπαθήσω ποτέ να βελτιωθώ. Τώρα δεν μετανιώνω, όμως είμαι σίγουρος ότι όταν σταματήσω να παίζω θα πω στον εαυτό μου: Πόσο κρετίνος ήμουν»…

Cretinism (από allivegp, 27/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το στόκος και ability (= ικανότητα, δεξιότητα κλπ, άρα αντιφατική έννοια με αυτήν του στόκου) και με άρωμα από τη λέξη rockabilly, ο όρος χρησιμοποιείται χαϊδευτικά για να αποκαλέσουμε στόκο κάποιον που δεν θέλουμε να προσβάλουμε.

σλανγκασίστ: Nick

- Αχ συγνώμη, τα μπέρδεψα λιγάκι, δεν μου είχες πει ότι θα με περιμένεις μέσα στο μαγαζί κι όχι έξω;
- Πού μέσα, ρε στοκαμπίλιτι; Αφού δεν έχει ανοίξει ακόμα!

Βλ. και ελ στοκαδόρ, Στόκεμον

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βλάκας!!!

Ε! Είσαι μπίτης!!!

Σχετικά: μπίτι, μπήτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκικής προελεύσεως λέξη, συνώνυμη του ηλιθίου ή βραδύνοος ανθρώπου. Συναντάται και στο θηλυκό, ως αχμάκω. Κοινός όρος στη βόρεια Ελλάδα.

Καλό παιδί ο Γιάννης, αλλά λίγο αχμάκης ρε παιδί μου, συμφωνείς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζερσερής, σερσέμης, ανισόρροπος, χαζούλης.

Πάλι δεν κατάλαβε τι τού είπα, ο ζεβζέκης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο τρελάρας.
  2. Ο ηλίθιος.
  3. Σε επιρρηματική χρήση (οπότε και προφέρεται μακρόσυρτα): τέλεια, γαμάτα, και γαμώ.
  1. - Της είπα ότι τά 'χω με άλλες δύο παράλληλα.
    - Έλα ρε όργιο! Και πώς το πήρε;

  2. - Τι λες ρε όργιο; Χάνεις λάδια;

  3. - Και πώς περάσατε;
    - όοοργιο!

(από ironick, 23/05/09)

Σχετικά: θέατρο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που έχει χαζέψει από κάποια γκόμενα, η οποία τον κάνει ό,τι θέλει.

  2. Αυτός που χαζεύει βλέποντας γκόμενες στην τηλεόραση, στον δρόμο, στα μαγαζιά κτλ.

  1. - Πάλι μας έφτυσε για να βγει με την γκόμενά του ο χαζομούνης ο Νίκος!

  2. - Ξεκόλλα ρε χαζομούνη από το πιπινάκι και πάμε να φύγουμε!

Ένα τραγούδι αφιερωμένο στον χαζομούνη του πρώτου παραδείγματος! © Cunning Linguist ;)  (από Cunning Linguist, 26/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κουτός, ο χαζός, ο βλάκας. Εκείνος που έχει χαμηλή νοημοσύνη, που δεν είναι έξυπνος.
Κατά το παρελθόν έχει χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει γαϊδούρια.

Η Αλίκη Βουγιουκλάκη στο τραγούδι "Γαϊδαράκος" λέει "Ντε, βρε γαϊδαράκο, ντε, ντε με τα γαϊδούρια τ' άλλα, γαϊδαρέ μου, κουτεντέ".
Επίσης, η Γεωργία Βασιλειάδου στο τραγούδι "Ο κυρ γάιδαρος" λέει "Ντε κυρ Μέντιο Ντε Ντε Ντε Αχ κυρ Μέντιο κουτεντέ".

Αλίκη Βουγιουκλάκη - Γαϊδαράκος Γεωργία Βασιλειάδου - Ο κυρ γάιδαρος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυπολογικό όνομα που δηλώνει τον μαλάκα, συνώνυμο του μαλακαντρέας. Πιθανολογώ ότι ο λόγος που επελέγησαν τα ονόματα Αντώνης και Αντρέας και όχι κάποια άλλα σχετίζεται με τους πολιτικούς Αντώνη Σαμαρά και Ανδρέα Παπανδρέου αντιστοίχως με το ότι αρχίζουν από άλφα και είναι τρισύλλαβα. Για τη σλανγκικότητα εξάλλου του ονόματος Αντώνης, βλέπε τα βουβαντώνης, τρελαντώνης, αλλά και το αντώνης. Καίτη, λοιπόν, η μεγάλη πλειοψηφία των αποτελεσμάτων στον γούγλη αναφέρεται στον πρώην πρωθύ Αντώνη Σαμαρά, το τυπολογικό όνομα προϋπήρχε.

  1. Οι καραγκιόζηδες και οι μαλακαντώνηδες νόμιζαν ότι πουλώντας τρέλα θα έκρυβαν την αδυναμία βιωσιμότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Το ψέμα έχει κοντά ποδάρια. Και ναι. Οι νέοι με ικανότητες δεν θα μείνουν στο τριτοκοσμικό κωλοχανείο για να ψήνουν τυρόπιτες και να φτιάχνουν καφέδες. (Κάπιταλ).
  2. Το βέβαιο είναι ότι δεν κινδυνεύει από μαλακαντώνηδες και μαλακαδώνηδες. (Τοίχο-τοίχο: Αυτή η κυβέρνηση έχει κερδίσει τον σεβασμό μου).
  3. Τὸ ὅτι ὁ Σαμαρᾶς εἶναι Μαλακαντώνης καὶ ὄχι Τρελλαντώνης ἀποδεικνύεται ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ἐφορτώθη βλακωδῶς αὐτὰ τὰ φυράματα τὰ ὁποῖα βεβαίως εὐκαιρίας δοθείσης θὰ προδώσουν καὶ αὐτόν. (Ἐδῶ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified