Βγαίνει από το τσιγάρο και χρησιμοποιείται για τα τσιγάρα με χασίς.
Στρίψε κανένα γάρο να πιούμε ρε.
Βγαίνει από το τσιγάρο και χρησιμοποιείται για τα τσιγάρα με χασίς.
Στρίψε κανένα γάρο να πιούμε ρε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το θηλυκό αρρωστάκι, η γυναικεία εκδοχή του πρεζάκια.
Η πρεζού απεικονίζεται ως τραγική φιγούρα από το εγχώριο φολκλόρ: μια αποστεωμένη, τρικλίζουσα και η έτοιμη για όλα ξεδοντιάρα. Φυσικά υπάρχουν και μερακλήδες που θεωρούν το ηρωινάτο λουκ αρκούδως γκλαμουράτο. Περί ορέξεως.
Συχνοί και οι συνειρμοί για την μοίρα τση μνjημονιακής Ελλάδας (βλ. παράδειγμα 2).
Πρεζούμαμπλυ εκ του Ιταλικού presa.
1.
Τι είδους γάμος θα'ναι αυτός, όταν ένας άνδρας που μοιάζει ζεν-πρεμιέ του σινεμά, μπάνικος και 28χρονος και μιλιοναίρ, θα παντρευτεί μία κακάσχημη πενηντάρα, πάμφτωχη, που είναι και πρεζού; Για σκεφθείτε το. Δεν είναι μαλάκας ο ωραίος νέος, ο γκόμενος, κάποιο λόγο θα έχει για να ζευγαρώσει με παπά και κουμπάρο μία χλεμπονιάρα σιτεμένη, μία βακέτα
2.
Έχετε καταντήσει την πατρίδα μας, η οποία μετρά 3000 χρόνια στην πλάτη, να παρακαλάει σαν την πρεζού για τη δόση της!
3.
Η ναζί-πρεζού και η μπουζού: Αξίζει να κρατήσει κανείς τη μύτη του, να επιστρατεύσει την υπομονή του, και να δει το βίντεο (δείτε εδώ) με τις αθλιότητες της Ζαρούλια για την «πρεζού» και τη «μπουζού» στη Βουλή.
Got a better definition? Add it!
Αξιοσημείωτο το ότι δεν υπάρχει, κι ας το χρησιμοποιούμε κατά κόρον.
Ουσιαστικοποιημένο επίθετο. Ο εθισμένος στην πρέζα, την ηρωίνη. Ηρωινομανής. Ειδικότερα αυτός που λαμβάνει την ουσία ενδοφλεβίως, με ένεση.
Η έκφραση έχει μεγάλη ιστορία, απαντάται σε παλιά ρεμπέτικα (βλ. π.χ. εδώ ή εδώ).
Υπάρχει και η ουδέτερη βερσιόν: πρεζάκι.
Συνώνυμα:
Γιατί όμως πρεζάκιας και όχι πρέζας ή πρεζάς; Γιατί το υποκοριστικό;
Διότι ο πρεζάκιας είναι το παιδί της μεγάλης παραμύθας, αυτή τον κυβερνά σ' όλες του τις σκέψεις και σ' όλες του τις κινήσεις. Ο πρεζάκιας είναι πάντα ο αιώνιος έφηβος.
Ο προσδιορισμός συνοδεύεται συχνότατα από χαρακτηρισμούς όπως καμένος, κατεστραμμένος, πεθαμένος, ξέφτιλος, παρτάλι. H λέξη βρίσκεται διαρκώς στα χείλη και των ίδιων των πρεζάκηδων, πάντα έτοιμων να βγάλουν πρεζάκια τον οποιοδήποτε (Μηχανισμός Προβολής)
Το Λεξικό της Ντάγκλας δίνει για τον πρεζάκια τον εξής ορισμό:
«ο ξεφτίλας ήρωας του περιθωρίου / που μπορεί να φτάσει στα άκρα / που δεν ξέρει καν τα όριά του / που κάθε μέρα πεθαίνει κι ανασταίνεται / και δεν καταλαβαίνει τίποτα / κρατήστε τον μακριά σας».
(Νικόλας Άσιμος, «Καταρρέω». Πρώτη εκτέλεση Β. Παπακωνσταντίνου στο δίσκο «Χαιρετίσματα», 1988)
(«Ο Βρώμικος Αέρας», από την ταινία «Η Στροφή», 1982. Εκτέλεση Βλάσης Μπονάτσος).
Got a better definition? Add it!
Λέξη που χαρακτηρίζει ανθρώπους, καταστάσεις, μέρη, ουσίες.
Για κάποιον μάλλον άγνωστο λόγο η λέξη έχει καταλήξει να σημαίνει το τελείως αντίθετό της. Έχω την εντύπωση (και με διορθώνετε αν κάνω λάθος) ότι, κανονικά, ξενέρωτος είναι αυτός που δεν περιέχει νερό, δεν έχει δηλαδή αραιωθεί, διατηρεί όλη του την ουσία και τη νοστιμιά, ο ανέρωτος (βλ. το ούζο του άντρα του Πολλά Βαρύ που μην του μιλάτε το πρωί), ο άκρατος, ο αμιγής, ο ως ωσεκτουτού δυνατός, ο σκληρός (άντρας, τσιγάρο), ο καπάτσος και λοιπά και λοιπά.
Όμως τελικά (ή και αρχικά;) ξενέρωτος σημαίνει βαρετός, ανούσιος, άγευστος, μη ενδιαφέρων.
Ή μήπως λέω Άλαν Ντάλον;
Τι ξενέρωτα πράγματα ρε πούστη... Είναι δυνατόν τώρα να τρώμε έτσι ωραία όλοι μαζί και αυτός να σηκώνεται να πάει, λέει, να πλύνει τα δόντια του για να μην φάει άλλο; Αν είναι δυναμό!
Δες και ξενέρωμα.
Got a better definition? Add it!
Ή «καυτερή»: Λέγεται η τζούρα απο ρογά, που πνέει τα λοίσθια.
Επειδή, το τσιγάρο έχει φτάσει στη τζιβάνα, μαζεύεται όλο το λάδι της καννάβεως στο τέλος και η ρουφηξιά είναι αναγκαστικά καυτή και λαδερή, έχει δε οσμή και γεύση ψητού στα κάρβουνα (όταν είναι άλφα ποιότητα), γι’ αυτό και οι τελευταίες τραβηχτικές λέγονται και «μπριζολάτες» και για τον λόγο αυτό, η φούντα λέγεται και «ψητό» ή «ψητούρα».
Οι αμετανόητοι θιασώται της καννάβεως, δεν αποδέχονται να αποχωριστούν το φοσμπά, ούτε καν αφού έχει φτάσει στην τζιβάνα και για να μην καίνε τα δάχτυλά τους (όπως λένε: Τί δάχτυλα είν’ αυτά; Ναυτικός είσαι;) χρησιμοποιούν ειδική προς τούτο τσιμπίδα ή λαβίδα.
Αυτά τουλάχιστον ισχυρίζονταν, κάποιος άγνωστος θαμώνας ενός καφενείου σε κάποιο μακρινό τόπο, που δεν ανήκει πλέον στην ελληνική επικράτεια, που συνάντησε φευγαλέα ο γράφων πριν την Καταστροφή και που μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, έφυγε για την Αυστραλία, άλλαξε το όνομά του και κάηκε (λέει) πριν καμιά 25αριά χρόνια σε ατύχημα εγκλωβισμένος σε καμπριολέ τζιπ, μαζί με το μοναδικό πρωτότυπο του «Τσελεμεντέ του Μαόρι», θεόσχωρέστον...
Παλιότερα, λόγω της απερίγραπτης φτώχειας, καυτή λεγόταν εν γένει η προ-τελευταία τζούρα του κανονικού τσιγάρου, αφού τα τακίμια την κάπνιζαν «αγκαζέ» (βλ. μπατίρια Φωτόπουλο & Σταυρίδη «Η ωραία των Αθηνών»).
Ο Μίσιος αναφέρεται στην καυτή τζούρα που δεν δέχθηκε να του παραχωρήσει συγκρατούμενός του στο σύρμα και χαρακτηρίζει το (σπάνιο) ολόκληρο τσιγάρο «δοκάρι»...
Ο Λουντέμης, γράφει για τα παλιοκαιρίσια καθηγητάκια των Γυμνασίων, τα οποία οι πιο εύποροι συνάδελφοί τους αποκαλούσαν ειρωνικά «κόπτες», αφού έκοβαν με ξυράφι τα τσιγάρα στη μέση, για να’ χουν και για μετά (όπως λέει κι η Γαλάνη στην «κουτσή κιθάρα»), λόγω της πενιχρής μισθοδοσίας.
Ο Καββαδίας, θυμάται στη «Βάρδια», την εποχή που είχε μείνει ξέμπαρκος σε κάποιο ευρωπαϊκό λιμάνι, όπου έσκιζε τις γόπες από τ’ αποτσίγαρα και γέμιζε με τον εναπομείναντα καπνό τους, το τσιμπούκι του, μιας και το μπατιριλίκι του δεν είχε φράχτη.
Σήμερα, το τσιγάρο (του εμπορίου) φουμέρνεται αγκαζέ, κατά την έκφραση «το παίρνω παρτούζα = μοιράζομαι (βλ. ιταλικό αντίστοιχο fumare della mignotta = καπνίζω αλά πουτανέ), όταν το χαρμανλίκι προκύπτει μάλλον λόγω απρονοησίας (π.χ. ξέχασα να πάρω, είναι αργά-δυσπρόσιτο μέρος, έκλεισε το περίπτερο κ.α. βλ. Αφροδίτη Μάνου «Η νύχτα παίζει και κιθάρα και μένει πάντα από τσιγάρα»)...
- Ρε συ, έμεινε τίποτα;
- Κανα-δυο καυτές!
- Έ, φέρε κι από δω, είπαμε να γυρίζει, μην είσαι Μπόγκαρτ!
Ακόμη: καρκινιάρικη.
Got a better definition? Add it!
Πέθανε ο πατέρας μου... έχω την κακομοίρα την μάνα μου στο νοσοκομείο για εγχείρηση... ξέμεινα από βενζίνα... με λήστεψαν δυο πρεζόνια εδώ πιο κάτω... είμαι φίλος / υπάλληλος του γιου σας...
Η παραμύθα έχει βασανίσει κόσμο.
Άσε την παραμύθα ρε φίλε !
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παλαιός όρος της πιάτσας για το χασίσι, που χρησιμοποιείται ακόμη ευρέως.
Παρόλο που η σοκολάτα, προερχόμενη από την επεξεργασία του κακάο, έχει και αυτή εθιστικές ιδιότητες, το χασίς αποκαλείται έτσι λόγω της συσκευασίας του, έπειτα από πρεσάρισμα, σε πλάκες που ομοιάζουν σε σχήμα, υφή και χρώμα το σοκολατικό.
Περιεκτικότερο της φούντας σε ενεργή ουσία αλλά λιγότερο δυνατό σε σχέση με το λαδάκι, η σοκολάτα έχει το πλεονέκτημα της εύκολης μεταφοράς και χρήσης.
Άγνωστο δε είναι αν η καθαρότητα της μετριέται σε ποσοστό επί τις εκατό, όπως και η μαύρη σοκολάτα.
- Μάγκα μου, χτες έπαιξε μια σοκολάτα μαροκινή στου Τζίμη, μπίρ αλλάχ! Καήκαν τα χείλια μας από τις καυτές, τόσο γλυκιά ήταν!
- Σε χαίρομαι ψηλέ, εμείς πια δεν έχουμε άκρες και κυκλοφορούν πια μόνο πρεζοφούντες για τους χλεχλέδες… Μια στις τόσες, ξεψειρίζουμε κάτι φούντες καλαματιανές… κατάντια…
- Μαμά, μαμά, θα με δώσετε και μένα λίγη σοκολάτα από αυτή που τρώγατε χθες με τον μπαμπά και γελούσατε όλη την ώρα;
βλ. και σοκολάτα από το Μαρόκο
Got a better definition? Add it!
Οι γόπες που αφήνουν στο τασάκι ορισμένοι καπνιστές, οι οποίοι δεν καπνίζουν ολόκληρα τα τσιγάρα τους, επειδή:
α. δεν το σηκώνουν κι ας προσπαθούν
β. προσπαθούν να το ελαττώσουν
γ. δεν βρήκαν στο περίπτερο τη μάρκα τους και κάνουν τράκα και δεν τους αρέσει
δ. έτσι είδαν την γιαγιά τους να το κάνει
ε. άλλο
Λέγονται και αυτοκρατορικές. Παρόλο όμως που η έκφραση υπονοεί την σπατάλη χρημάτων και καπνού από τη μεριά του καπνιστή, η πραγματική μας ανάγκη για τσιγάρο πολύ συχνά δεν ξεπερνάει τις τρεις τζούρες, πράγμα που το ήξεραν καλά οι Σοβιετικοί, απόδειξη τα κλασικά ρώσικα τσιγάρα της εργατιάς, η τζιβάνα των οποίων (δεν μιλάμε για φίλτρο, εννοείται) είναι περί τα 5 εκατοστά και ο καπνός ίσα που φτάνει τα 2,5. Δύο τζούρες τρεις, και στη δουλειά πάλι. Αλλά μιλάμε για βαρύ τσιγάρο, όχι αστεία!
- Πέρασε από δω η Λίλιαν;
- Πού το κατάλαβες;
- Είδα στα τασάκια βασιλικές γόπες...
Got a better definition? Add it!
Η ηρωίνη. Συνηθίζεται να το λένε και για σκληρά ναρκωτικά γενικά ή μεταφορικά για οτιδήποτε προκαλεί πολύ δυνατή εξάρτηση.
Πρέζα δεν είναι μόνο η ηρωίνη, αλλά... η ηρωίνη ΣΚΟΤΩΝΕΙ!
Παύλος Σιδηρόπουλος
Got a better definition? Add it!
Ο μεθυσμένος.
Όταν τα χάλασα με την Άννα, καθε βράδυ ήμουν στα μπαρ και γινόμουν πίτα. Μου κόστισε πολύ αυτός ο χωρισμός.
Got a better definition? Add it!
Published