Selected tags

Further tags

Λέγεται σε γυμναστήρια και παραλίες ειρωνικά για μποντιμπλντερούδες / πρησμένες / φουσκωτές / σφίχτερ-γκόμενες που έχασαν τελείως το μέτρο κι απέκτησαν τη σωματάρα του Λάινο (Lion-O) από την ομώνυμη σειρά κινούμενων σχεδίων.

Μερικές συχνάζουν στην Ερεσσό της Λέσβου. Τυχαίο; Δε νομίζω.

- Γιαδέ!! Με τρόπο. 6 και 20.
- Μαμάα!! Μια Θάντερκατ!!
- Τι 'ναι αυτό ρε πούστη μου!! Το μπούτι μου, το μπράτσο της!!
- Τη γαμάς;
- Με μεταλλαγμένα δεν έχω σχέσεις.

(από sstteffannoss, 14/11/10)Lion-O (από poniroskylo, 16/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεόκοπη -και εκπληκτική κττμγ- σλανγκιά των μποντιμπιλντεράδων.

Ερημιά είναι η κατάσταση της απόλυτης γράμμωσης. Όταν κάποιος έχει στεγνώσει εξολοκλήρου. Όταν ίχνος υποδόριου λίπους δεν έχει απομείνει πάνω του. Όταν το δέρμα του έχει γίνει λεπτό σαν του φιδιού, διάφανο σαν τσιγαρόχαρτο.

Ερημιά, διότι τόση στέγνα μόνο στην έρημο θα συναντήσεις. Εκεί που σταγόνα νερού δεν έχει απομείνει -ας μην ξεχνάμε ότι στο τελευταίο στάδιο της γράμμωσης, καναδυό μέρες πριν τους αγώνες, οι μπίλντερς χτυπάνε διουρητικά (π.χ. lasix) για να αποβληθούν όλα τα υποδόρια υγρά (για το λίπος δεν συζητάμε καν, την έχει τιγκανά προ πολλού).

Ως αποτέλεσμα της εξαντλητικής αυτής δίαιτας, οι μπίλντερς πριν τους αγώνες αποκτούν μια εξαϋλωμένη όψη ασκητή / ερημίτη αγίου της χριστιανικής παράδοσης: ρουφηγμένα μάγουλα, μάτια κάτασπρα γουρλωτά που νομίζεις θα πεταχτούν έξω απ' τις κόχες τους, ζυγωματικά που εξέχουν γυαλίζοντας, βλέμμα σκιαχτικό, «πρωτόγονο», πεινασμένο... Το Μπαρόκ μας έχει κληροδοτήσει μια τεράστια παρακαταθήκη τέτοιων εξαθλιωμένων μέσα στο μεγαλείο τους μορφών αγίων (π.χ. Άγιος Ιερώνυμος, αρχετυπικός ερημίτης-ασκητής και αθλητής του πνεύματος).

Ένα σώμα-ερημιά, με τα μυώδη εξογκώματά του, μοιάζει με γυμνό βραχώδες τοπίο, ξερό κι άνυδρο, σαν τα βουνά του Αφγανιστάν όπου οι αμερικλάνοι βρίσκουν το μάστορή τους απ' τους ταλιμπάν...

Στους αντίποδες της ερημιάς βρίσκονται οι παχύσαρκοι, τα σώματα των οποίων μπορούν να παραβληθούν με εδάφη πλούσια και εύφορα, τίγκα στο λίπος-λίπασμα και το νερό...

Όσο κι αν οι μπίλντερς επιζητούν την ερημιά, ώστε να κατέβουν κάργα κομμένοι στο διαγωνισμό, δεν παύουν στιγμή να αγχώνονται μήπως το παράχεσαν με την απώλεια βάρους και έχασαν πολύτιμο κρέας, δηλ. αγνή μυική μάζα... Γι' αυτό και αμέσως μετά τον αγώνα πλακώνονται σε ό,τι σαβούρα βρουν μπροστά τους, σε μια προσπάθεια να ανακτήσουν γρήγορα το χαμένο έδαφος. Δεν είναι σπάνιο να συναντήσεις μπιλντερά πριν τον αγώνα, σφαγμένο μέχρι αηδίας, να ψευτοκλαίγεται με φράσεις τύπου: «πω ρε πούστη, ερημιά έμεινα, σαν τον άγιο Ονούφριο...»

Η ερημιά είναι δηλ. ένας τρόπος να επιστήσεις την προσοχή του συνομιλητή σου στο πόσο πολύ έχεις γραμμώσει, χωρίς να καταφύγεις σε εκφράσεις αμιγούς κομπασμού, τ. φέτες, άγριος, τούμπανο, χαρτί κ.ο.κ. Με την ερημιά τονίζεις και την αρνητική πλευρά του πράγματος (ότι έμεινες μισή μερίδα), έχοντας όμως πετύχει το πρωταρχικό: να επιδείξεις το θωμαστό επίτευγμά σου... Αποσπάς δηλ. τεχνηέντως την benevolentia του συνομιλητή σου, που πιθανότατα θα σπεύσει να σου απαντήσει κάτι σε στυλ: «έλα ρε συ, τι λες τώρα, αλφάδι είσαι, ας ήμουνα κι εγώ το μισό από σένα»...

  1. - Ρε συ φίλος το παράχεσες με τη γράμμωση φέτος το καλοκαίρι.. Είπαμε να γραμμώσεις, οκ, αλλά εσύ έμεινες ερημιά, σαν τον Άι-Γιάννη το Νηστικό...

  2. - Ερημιά έμεινα ρε μαλάκα, πά να πάρω καμιά σκόνη τίγκα στον άνθρακα να ογκωθώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως φαγητό, η σαβούρα είναι το φτηνό φαγητό κακής ποιότητας που περιλαμβάνει πολλά λιπαρά.

Ειδικά για τους body-builders, είναι τα συμπληρώματα διατροφής με μεγάλη περιεκτικότητα σε carb (υδατάνθρακες), ή -δευτερευόντως- και το οποιοδήποτε γεύμα περιέχει πολλούς υδατάνθρακες. Η σαβούρα είναι πλήρως απαραίτητη όταν το μπιλντέρι είναι στον όγκο. Τότε ο σφίχτερμαν την θέλει την σαβούρα, την χρειάζεται, δεν την φοβάται.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ενώ για τους κοινούς θνητούς ως σαβούρα θεωρείται περισσότερο το λίπος και δευτερευόντως οι υδατάνθρακες, αντιστρόφως, για τους σφίχτες, σαβούρα θεωρούνται περισσότερο οι υδατάνθρακες και δευτερευόντως το λίπος. Αυτό συμβαίνει επειδή οι μεν μπίλντερς προσέχουν το λίπος όπως ο διάολος το λιβάνι (ακόμη κι όταν ογκώνονται), οι δε κοινοί θνητοί ενίοτε υποτιμούν αφελώς το πόσο παχυντικοί είναι οι υδατάνθρακες.

Πηγή: Jeanoir, encore.

  1. Να περπατήσουμε λίγο, γιατρέ μου, να κάψουμε τις σαβούρες που φάγαμε στον μάκη.

  2. α. Την σαβούρα μην την φοβάσαι. Την θέλεις την σαβούρα!
    (Προτροπή έμπειρου μπιλντεριού προς νέοπα, που θέλει να δει γρήγορα αποτελέσματα).
    β. Τώρα που χειμωνιάζει πάω να πάρω τίποτα σαβούρες να ογκωθώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη λαϊκή ρήση είναι το θύμα της δηλητηρίασης (φαρμάκι = δηλητήριο), αλλά στην μπιλντεροσλάνγκ πρόκειται περί αυτού ο οποίος παίρνει, εκτός από συμπληρώματα διατροφής, αναβολικά, αυξητική ορμόνη βοοειδών και ό,τι άλλο του κάτσει από αμφισβητούμενες πηγές προέλευσης.

Κλασσικο παραδειγμα φαρμακωμενου bb που παιζει με αστεια κιλα. Αυτος τωρα μπορει να ειναι παραδειγμα; Προσωπικα οσους ξερω να παιζουν με κιλα εχουν πολυ καλα σωματα, απο εκει και περα ειναι λιγο γεννετικο το θεμα και ποσο εχουν ''οριμασει'' οι μυς. 2 ανθρωποι που κανουν τα ιδια κιλα στις βασικες δεν σημαινει πως θα εχουν και τον ιδιο ογκο. από εδώ

φαρμακωμένη (από perkins, 27/09/10)φαρμακωμένη (από perkins, 27/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα μπιλντέρια που όχι μόνο είναι φέτες αλλά έχουν και κάτι υποπτοπερίεργα στρογγυλέματα στο γραμμωμένο τους κορμί.

Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι αυτά δεν γίνονται αντιληπτά από το μάτι του κοινού θνητού που γυμνάζεται για να μικρύνει απλώς το νούμερο της σαμπρέλαςτου, αλλά μόνο από άλλους μπονταίους που είναι τούμπανο σε ότι φάρμακο έχει την κατάληξη -μπολ ή -ολ αλλά μέχρις εκεί. Οι μεταλλαγμένοι χτυπάνε και αυξητική ορμόνη και αναβολικά σε κύκλους και για τους πρώτους, οι δεύτεροι θεωρούνται ανήθικα και έξτρα φαρμακωμένοι.

Εν κατακλείδι υποθέτω ότι οι απλοί φαρμακωμένοι κατηγορούν τους μεταλλαγμένους από τη ζήλια τους γιατί αφενός για να πάρεις αυξητική που είναι πολύ βλαβερή γενικά, χρειάζεται ή να έχεις το ακαταλόγιστο ή να έχεις κορασόν. Έτσι αυτά τα χελωνονιντζάκια καταλήγουν να έχουν μεγαλύτερα και πιο πεταχτά ποντίκια από τους αναβολιασμένους της διπλανής πόρτας.

- Κοίτα κάτι μπαλκόνια που έκανε ρε συ ο Γιάννης ο Γύφτος σε έξι μήνες κι εμείς έχουμε λιώσει ενάμιση χρόνο, χώρια οι κρεατίνες και το (ψιθυριστά) Ντιαναμπόλ.
- Καλά στραβός είσαι ρε; Είναι μεταλλαγμένος ρε αυτός, πάει ξέχασέ τονε. Δεν την βλέπεις την αυξητική των βοδιώνε; Μπαμ κάνει από τις στρογγυλάδες!
- Αμάαααν, αυτός ρε δε θα έχει καλά ξεμπερδέματα. Γυναικομαστία, αντικούκου, και αν κάνει και κάνα παιδί με τη Μαιρούλα, θέ μου σχώρα με, ποιος ξέρει τι θα βγάλει...
- Ενώ εμείς ε;
- ......

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουμπανιασμένο, θεωρείται κάτι που βρίσκεται στα απώτερα όρια του. Προφ, η λέξη προέρχεται από το τέντωμα του δέρματος πάνω στο ξύλο, ώστε να κατασκευαστεί ένα αξιοπρεπές και αποτελεσματικό τύμπανο.

Βάση αυτού του χαρακτηριστικού του τύμπανου, η λέξη έχει σλανγκοποιηθεί σε άπειρους τομείς. Οι κυριότεροι από αυτούς:

  • auto moto: α) τουμπανιασμένο αυτοκίνητο είναι αυτό που μετά τις μετατροπές, καταλαμβάνει τον διπλάσιο όγκο. Αεροτομές, φτερά, τριπλάσια λάστιχα, προβολείς. Τουμπανιασμένη μηχανή είναι αυτή που επίσης έχει πάνω της όλα τα έξτρα αξεσουάρ του εργοστασίου, συν ότι aftermarket έχει κυκλοφορήσει. β) τουμπανιασμένος κινητήρας είναι αυτός που έχει φτάσει τα όρια του. Άλλος ένας ίππος και μπουμ!
  • γυμναστική: από τις ντόπες και την γυμναστική, γίνεσαι τούμπανο, τουμπανιάζεις. Δλδ τσιτώνουν οι μυς όπως το δέρμα του τύμπανου, και φαίνεται ότι λίγο να σφιχτείς, θα σκιστεί το δέρμα. Προ τουμπανιάσματος αγόραζες Μ(edium), και μετά XXL(large). Σαν το ανθρωπάκι της Michelin ένα πράμα.
  • φαγητό μέχρι σκασμού: η λαϊκή (ακροβατούμε μεταξύ σλάνγκ και κυριολεξίας) μεταφορά του επιστημονικού όρου «τυμπανισμός». Αμάν έχεις φτάσει σε αυτό το σημείο, μία γουλιά νερό μπορεί να σε σκάσει. Επιστημονικά ο «τυμπανισμός» είναι το φούσκωμα, είτε από δυσλειτουργία του πεπτικού, είτε από εκτεταμένη ασιτία, είτε από πνιγμό. Στη σλανγκ, μιλάμε για κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας φαγητού ή ποτού, ή και τα δύο.
  • οικονομικά / τεχνολογία: α) για πιστωτικές κάρτες που είτε είναι στα όρια τους, ή τα έχουν περάσει, και πληρώνεις κάπου 30% τόκο! η χαρά του τραπεζίτη! β) φορτωμένες κάρτες, ή σκληροί δίσκοι.

auto / moto
...........
Σήμερα το έκλεισα.Πολύ καλό σαν καινούριο πραγματικά και τουμπανιασμένο με top case μπαγκαζιέρες bagster παροχή ρεύματος ψηλή ζελατίνα Givi.Ο φίλος το σκότωσε πραγματικά γιατί ήταν κοντούλης και πήρε ένα CBF
...........

γυμναστική
............
Τουμπανιασμένος δεν θα γίνει ούτως ή άλλως για΄τι η εφεδρίνη δεν προκαλεί πρήξιμο. ...........

(από electron, 04/09/10)(από electron, 05/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία της λέξης «υδατάνθρακες.»

Οι υδατάνθρακες είναι το ένα εκ των τριών μακροδιατροφικών στοιχείων, και περιέχονται στο ψωμί, στις πατάτες, στο ρύζι και στα ζυμαρικά (άμυλο), καθώς και στα γλυκά, στα φρούτα και στο μέλι (ζάχαρη).

Είναι γνωστοί στους κύκλους του bodybuilding εδώ και δεκαετίες, αλλά τελευταία έχουν αρχίσει να ακούγονται και στην καθημερινότητα, γιατί παίζουν σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση του σωματικού βάρους.

To λήμμα δημιουργήθηκε εντελώς τυχαία (βλ. παράδειγμα), αλλά αν αναλογιστούμε ότι στα αγγλικά οι υδατάνθρακες λέγονται carbs (από το carbohydrates), θα διαπιστώσουμε ότι τελικά είναι πολύ εύστοχο.

  1. notheitis: Ρε, πλησιάζει καλοκαίρι, έχεις καμιά καλή ιδέα για να γίνω φέτες;
    agou: Ναι, είναι πολύ απλό ρε φίλε, απλά κόψε τους υδατάνθρακες.
    notheitis (με ύφος zoolander): Τι; Άνθρακες;

  2. (σερβιτόρος στο Μπονάνο έρχεται να πάρει παραγγελία)
    - Λοιπόν, τι θα θέλατε;
    - Τρία ριζότα, μια καρμπονάρα, και ένα λιγκουίνι.

(μετά το τσιμπούσι)
- Ρε μαλάκες, αφού κάνουμε διατροφή, τι το θέλαμε να έρθουμε στο ανθρακωρυχείο...

(από notheitis, 04/08/10)(από notheitis, 04/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επική απειλή έναντι ενοχλητικά έως επικίνδυνα λαίμαργου τύπου, γαργαντούα, μονοφαγά ή καταπιόνας που ό,τι του σερβίρεις θα το καταπιεί αμάσητο. Επομένως, κρύβεις την επικίνδυνη ουσία στη λουκουμόσκονη, ή του πλασάρεις την ουσία υπό μορφήν λευκής σκόνης, πλανώντας τον ότι πρόκειται περί λουκουμόσκονης, ζάχαρης άχνης, κουτουλού, και πάρ' τονε κάτω, σαν σακί με πεπόνια.

Ακούγεται συνήθως σε χώρους γυμναστηρίων, χέλθ-φίτνες σέντερς, όπου οι αυταρχικοί γυμναστές επιτίθενται στους ανεπίδεκτους μαθήσεως και απροσάρμοστους διατροφής, χτυπώντας τους στο ευαίσθητο τους σημείο! «Τα γλυκάααα (με reverb, delay και συνοδεία γαστροπεπτικων ήχων)».

Στην λογοτεχνική-φιλολογική χρήση της φράσης μπορεί να υπεισέρχεται το κονσέπτο του αργού, γλυκού θανάτου (βλ. Σωκράτης και κώνειο, μπιριμπίρι...).

Εμπνευσμένη από την διάσημη ταινία «Αγκαλίτσας» στην οποία ο διάσημος Έλλην σταρ Παπαναστασίου μετέφερε κόκα, νομίζοντας ότι επρόκειτο περί λουκουμόσκονης...

-Μπούληηηηηη! Πάλι καταβρόχθισες όλο το ταψί της γαλατόπιτας; Ε δεν υποφέρεσαι! θα σε αυτοκτονήσω με λουκουμόσκονη! Δεν θα κάνω απλήρωτες υπερωρίες εγώ επειδή εσύ δεν το ρουμπώνεις! Πε και πα, είπα (whiplash)!

(από ΠΡΩΤΕΥΣ, 14/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γυμνασμένος τύπος που κάνει διατροφή και είναι στεγνός.

Ετυμολογικά προκύπτει από το μήλο του Αδάμ γνωστό και ως καρύδι, το οποίο παρόλο ότι είναι μεγαλύτερο στους άντρες και συνεπώς φαίνεται εντονότερα, συνήθως δεν είναι διακριτό παρά μόνο στους λεπτούς. Χρησιμοποιείται εξίσου και το υποκοριστικό καρυδάκι για να χαρακτηρίσει εκείνον που θεωρεί τον εαυτό του γυμνασμένο και συμπεριφέρεται επιδεικτικά μεν, εσφαλμένως δε, στο ασθενές φύλο.

Συνώνυμο με: στεγνός, σφίχτης.

  1. - Κοίτα το καρύδι πως κοιτιέται στον καθρέφτη!
    - Φέτες είναι ο πούστης!
    (Συζήτηση σε γυμναστήριο)

  2. - Ρε γελοίε, φοράς αμάνικο; Καρυδάκι!

Παραπλανητική πατέντα. (από Galadriel, 25/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων γυμνασμένο κορμί και ιδιαίτερα κοιλιακούς μύες σαν φέτες καλοριφέρ. Συνώνυμo: φέτες.

- Ρε συ φιλαράκι, καλοριφέρ έγινες! Παίρνεις τίποτα;
- Διατροφή ρε συ και λίγο γυμναστήριο.
- Καλός παπάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified