Selected tags

Further tags

Α. Προέρχεται απ’ το αργκοτικό αγγλικό dukes: γροθιές (επίσης, ο τίτλος ευγενείας «Δούκας» στον πληθυντικό).

Σημαίνει:

  1. Το μπουνίδι, το άγριο ξύλο, τις μπουκετιές.

  2. Όταν μιλάμε για άντρες:

    • αυτόν που είναι γερός και δυνατός, γεροδεμένος, χεροδύναμος και σωματαράς (κοινώς το γομάρι), με υψηλότατα επίπεδα τεστοστερόνης, τον νταή που έχει το ζωνάρι του λυμένο για καυγά, που δε μασάει και δεν αφήνει να του βγει κανένας από πάνω.
    • τον γορίλα, το μπιλντέρι, τον μποντιμπιλντερά, το μπρατσόνι, τον σφίχτερμαν, τον φουσκωτό, τον χτιστό / χτισμένο, δηλαδή κάποιον που καταφεύγει στο συνδυασμό body building–ντόπες για λόγους αυτοερωτικής επιδειξιμανίας ή και τραμπουκισμού. Προκαλεί φόβο – τρόμο, σε συμπλεγματικές γκόμενες αίσθημα ασφάλειας και σε …μερικούς λιγούρα για ξινά. Τα μπίο – ντούκια τον απεχθάνονται και τον θεωρούν (πολύ σωστά) μεταλλαγμένο με κάθε έννοια.
    • Σχετικό σφόλι: «φαρινάπ». Υπονοεί (στερεοτυπικά) μειωμένη ευφυΐα και κάποτε - κάποτε πώρωση και φανατίλα, ειδικά αν το ντούκι αποτελεί μέλος / οπαδό κάποιου είδους ομάδας / συμμορίας. Συναντάται ως σεκιουριτάς, πόρτα, νταβατζής παντός είδους και σε μέρη όπου ενδείκνυται μινιμαλιστική ένδυση, πχ πισίνες, παραλίες.
  3. Η έκφραση «είμαι ντούκι», όταν δεν συνάδει με τον υπεράνω φαινότυπο, σημαίνει πως από υγεία είμαι τετράγερος / τσιλίκι.

  4. Όταν μιλάμε για πράγματα (συνήθως μηχανοκίνητα -αλλά όλο και συχνότερα αναφέρεται και σε κάθε είδους ηλεκτρονικό εξοπλισμό κι όχι μόνο) σημαίνει πως είτε κάτι είναι πειραγμένο, είτε μοντιφαρισμένο, είτε ενισχυμένο με πρόσθετα, οπότε το μέγεθος ή η απόδοσή του να είναι εντυπωσιακή.

  5. Λέγεται και για πανέμορφες, σεξουάλες γυναίκες που ξυπνάνε το θηρίο μέσα μας.

Β. Από την φημισμένη φίρμα (και αγωνιστικών) μοτοσικλετών Ducati που κατοικοεδρεύει στην Bologna της Ιταλίας. Σημαίνει, χαϊδευτικά, μια μηχανάρα της συγκεκριμένης φίρμας.

Γ. «ντούκια», από το βενετσιάνικο ducia.

Σημαίνει:

  1. Στα ναυτικά σινάφια: σπείρες, κουλούρες σκοινιού ή συρματόσκοινου. Το «ντουκιάρω» σημαίνει: διπλώνω, μαζεύω, κουλουριάζω, τακτοποιώ (ώστε να μην μπερδεύονται), ασφαλίζω (για να μην λυθούν κατά λάθος) τα σχοινιά ώστε να ‘ναι έτοιμα για επόμενη χρήση. Επίσης, και σαν «ντουκάρω». Εμφανίζεται και σαν συνώνυμο του νετάρω, καθαρίζω, ξεθαμπώνω.

  2. Ο άρρωστος, ο κλινήρης (στα Κεφαλλονίτικα και τα Λευκαδίτικα).

  3. Ο ύπνος. Υπάρχει και το ντουκάρω : αποκοιμιέμαι (στα Κερκυραίϊκα).

Δ. Σύμφωνα με το Φουρνιώτικο Γλωσσάρι, η έκφραση «πιάνω ντούκια» σημαίνει φτάνω το βυθό της θάλασσας με βουτιά (ελεύθερη κατάδυση) και σαν απόδειξη, φέρνω πάνω μια χούφτα άμμο, φύκια ή κάποια πέτρα.

Ε. Στα λατομικά σινάφια: οι τρύπες μετά από διάτρηση σε νταμάρια.

Α.1.α. Δεν ξέρω τι λέτε, αλλά το άτομο του έδωσε και γαμώ το ντούκι!! Νοκ-ουτ κατευθείαν! (απ’ το δίχτυ)

1.β. – Ρε ‘συ; Κανά ντούκι πέφτει ή μόνο βρίζεστε; - Από πού λες ρε μαλάκα να κονόμησα τα ράμματα;
- Ε! πάρε κι από μένα το παράσημο της ανοιχτής παλάμης να μη στο χρωστάω.

Α.2.i. – Καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο. Βρε αμάν!! Ποιος σου κατέβασε τη μάπα;
- Μου ‘στησαν χωσιά κάτω απ’ τη γέφυρα τα τσογλάνια που ντεμέκ τους χρωστάει το καρντάσι μου.
- Και την έβγαλες καθαρή μ’ όλα τα κόκαλα σωστά; Δεν πα να ξουριστείς λέω ‘γω;
- Στο παραπέντε για το θανατάδικο τη σκαπουλάρισα ρε μαλάκα! Να ‘ναι καλά δυο ντούκια που σκάσαν μύτη απ’ το πουθενά.
- Και καθάρισαν αυτοί για σένα;
- Ανοίξανε κεφάλια, φτύσαν δόντια.. γάμησέ τα, βγάζαν γούστα οι λεβέντες!! Χέστηκα μην έχουμε όλοι τίποτε τραβήγματα και ίσα που τους σταμάτησα πριν τους κάνουν γκράφιτι.
- Κέρασες τίποτα;
- Θεούς τους έκανα για κανά ξίδι αλλά είναι πολύ μπίο. Με Αμίτα τη βγάλαμε!!!

Α.2.ii. βλ 1ο μήδι (τα λόγια είναι περιττά)

Α.3. Ι. «…Κάναμε τα τσεκάπ μας και αφού ο καρδιολόγος μας είπε ότι είμαστε ντούκια, ντυθήκαμε κι επιστρέψαμε στο Κέντρο.…»

ΙΙ.«Δεν λαχανιάζω, είμαι ντούκι εγώ.»
(απ’ το δίχτυ)

Α.4.Ι.
«Τερατούργημα το ντούκι. Τι τα ταΐζετε ρε εκεί στον Παγασητικό;» (βλ. μήδι την ψαρούκλα)

ΙΙ. «Τα αργεντίνικα κρέατα είναι ντούκια, κάτι πρέπει να τα ταΐζουν» (για τις πελώριες φημισμένες αργεντίνικες μπριζόλες)
(απ’ το δίχτυ)

Α.5. Ι. Άσε ρε μαλάκα! Κόζαρα ένα μωρό και δεν πήρα χαμπάρι ότι οι μπροστινοί μου φρενάρανε... στον πόντο τη γλίτωσα την τράκα.
- Ρίξε περιγραφή.
- Ντούκι 20χρονο καστανό πρασινομάτικο, απ 'αυτά που κλείνουν σπίτια, εταιρείες, εκκλησίες, μοναστήρια. Έπρεπε να τρακάρω και να κατέβω να τη ζητήσω για γκαφέ σαν αποζημίωση για τη συμμετοχή της στο ατύχημα. (αγορασμένο και προσαρμοσμένο)

ΙΙ. «… ΥΓ: αυτή η δημοσιογράφος είναι ΝΤΟΥΚΙ!» (βλ. μήδι τη δημοσιογράφο(!!;;!!) Christina Pedroche) (αγορασμένο)

Β. «..Όμορφο και στριφτερό όπως όλα τα ντούκια, με άψογη οδηγική συμπεριφορά...» (Σχόλιο θαυμαστή του 4ου μηδιού)

Γ.1.β. «…Λουστραδόροι τεχνίτες θεωρούνται οι εργαζόμενοι που γνωρίζουν τα διάφορα βερνίκια, ξέρουν να χρησιμοποιούν πιστόλι, να ντουκάρουν και λουστράρουν ξύλινες επιφάνειες και παλιά ή καινούργια έπιπλα στα πλοία …»
(απ’ την κωδικοποίηση διατάξεων συλλογικών ρυθμίσεων των εργατοτεχνιτών που απασχολούνται σε ξυλουργικές εργασίες στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη)

Γ.1. Σπουδή Θαλάσσης (του Καββαδία)

Αγνάντευε απ' το κάσσαρο τη θάλασσα ο «Πυθέας»
κι όλο δεξιά και αριστερά σκουντούφλαγε βαριά.
Κι απάνω στο άρμπουρο, ο μουγγός, ο γιος της Δωροθέας,
είχε κιαλάρει δυο γυμνές γυναίκες στη στεριά. Τότε στην Πίντα κλέψαμε του Αζτέκου την κορνιόλα.
Τραγίσιο δέρμα το κορμί και μέσαθε πουρί.
Φορτίο ποντίκια και σκορπιοί τσιφάρι, στα πανιόλα.
Στο Πάλος κουβαλήσαμε το αγιάτρευτο σπυρί.

Και προσκυνώντας του μεγάλου Χάνου τ' αποκείνα
καβάλα στις μικρόσωμες Κινέζες στις πιρόγες,
-μετάξι ανάριο τρίχωμα, τριανταφυλλένιες ρώγες-
φέραμε κείνον τον κλεμμένο μπούσουλα απ' την Κίνα.

Δεμένα τα ποδάρια μας στου Πάπα τις γαλέρες
κουρσεύαμε του ωκεανού τα πόρτα ή τα μεσόγεια.
Σπέρναμε όπου περνούσαμε πανούκλα και χολέρα
μπερδεύοντας με το τρελό μας σπέρμα όλα τα σόγια.

Όπου γυναίκα, σε ναούς, καλύβα ή σε παλάτι,
σε κάσες με μπαχαρικά ή πίσω από βαρέλια,
μας καθαρίζαν τις παλιές πληγές από το αλάτι,
πότε ντυμένες στα χρυσά και πότε στα κουρέλια.

Απίκου πάντα οι άγκυρες και οι κάβοι πάντα ντούκια.(*)
Ορθοί πάντα κι αλύγιστοι στην ανεμορριπή,
μασώντας, σαν τα ζωντανά, μπανάνες και φουντούκια,
κατάβαθα πιστεύοντας: αμάρτημα η ντροπή.

Στα όρτσα να προλάβουμε. Τραβέρσο και προχώρα.
Να πάμε να ξοδέψουμε την τελευταία ριξιά
σε κείνη την απίθανη σ' όλο τον κόσμο χώρα
που τα κορίτσια το 'χουνε στα δίπλα ή και λοξά.

(*) εννοεί: τα σκοινιά πάντα τυλιγμένα σε κουλούρα, άρα όχι τεντωμένα, άρα το καράβι δεν είναι δεμένο σε λιμάνι, αλλά αρμενίζει.

Γ.2. - Πού ‘σαι τζόγια μου; - Ρεμεντιάρω τη νόνα που ‘ναι ντούκια απ’ το Σαββάτο.

Δ. - Πιάνεις ντούκια ρε, εδωνά;
- Σου φέρνω και μια γοργόνα.

Ε. «…Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η όρυξη οριζόντιων ή παραοριζόντιων διατρημάτων (ντούκια) μόνο στις περιπτώσεις της αρχικής διαμόρφωσης των βαθμίδων, της εξόρυξης όγκων μαρμάρου με χρήση πυρίτιδας …».
(από τον κανονισμό μεταλλευτικών και λατομικών εργασιών)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στις μοτοσυκλέτες, η πτώση από μπλοκάρισμα του μπροστινού τροχού.

Ασε, χτες πάτησα το φρένο λίγο παραπάνω κι έφαγα σαπούνι.

Βλέπε και χύμα, στούκα, και το γενικότερο σαβούρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχέδιο σε σχήμα V, που θυμίζει... ψαροκόκκαλο.

Το λέμε κυρίως

α. για παρκέ (που θεωρείται το πλέον ακριβό και σπανίζει -για την ακρίβεια σπανίζει το εξαιρετικά καλοφτιαγμένο) ή για κεραμικό πλακάκι κλπ,
β. για είδος ύφανσης σε χοντρό συνήθως ύφασμα (μάλλινο, τουίντ κλπ) που επίσης θεωρείται σικάτο και ακριβό,
γ. για τον μπακλαβά του πέλματος στα λάστιχα αυτοκινήτου.

  1. Κυρία μου, θα σας έλεγα να μην πειράξετε το παρκέ. Είναι ωραιότατο κι ας είναι παλιό. Σε ένα σημείο μόνο είναι το πρόβλημα. Θα σας κάνω ενέσεις πολυουρεθάνης, η οποία θα μπει από κάτω και θα στηρίξει τα ξύλα να μην τραμπαλίζουν. Δεν θα φαίνεται τίποτα και δεν θα χρειαστεί τίποτ' άλλο. Αλλιώς θα πρέπει να το ξηλώσετε όλο και δεν θα ξαναγίνει ποτέ σωστά. Κανείς δεν ξέρει πια να δουλεύει σωστά τέτοιο ψαροκόκκαλο.

  2. Μπα μπα μπα... Και παλτό ψαροκόκκαλο η κυρία... Πού το κονόμησες;

  3. Άλλαξα μάρκα γιατί ήθελα το πέλμα ψαροκόκκαλο που δεν έχουν τα καινούργια goodyear. Είχα νιώσει το απίστευτο κράτημα στο βρεγμένο και ήθελα ίδιο πέλμα.
    (από το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα αυλάκια στο πέλμα του λάστιχου (αυτοκινήτου, πούλμαν, κλπ). Λέγονται έτσι λόγω του σχεδίου που σχηματίζουν, που θυμίζει και καλούα μπακλαβά.

Ο όρος αυτός προέρχεται από τους παλιούς συνεργατζήδες.

Είδη μπακλαβά: ψαροκόκκαλο και «καράφλα». Ένα πέλμα λέγεται καραφλό αν δεν έχει μαμίσιο ψηλό μπακλαβά, ή αν αυτός έχει φθαρεί από την πολλή χρήση.

  1. Τον χειμωνα βαζουμε λαστιχα με «μπακλαβα» κατα προτιμηση «ψαροκοκκαλο». το καλοκαιρι βαζουμε καραφλα.
    (από το νέτι)

  2. το ζήτημα είναι αν το πέλμα (ο «μπακλαβάς» για τους παλιούς) του ελαστικού είναι καθαρό για να μπορεί να γραπώσει στην επιφάνεια στην οποία κινείται.
    (από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επαγγελματική αργκό των οδηγών πούλμαν.

Στις μεγάλες αποστάσεις μοιράζονται το οδήγημα δύο οδηγοί. Όσο ο ένας είναι στο τιμόνι, ο άλλος πρέπει να ξεκουράζεται ή να κοιμάται. Τα πούλμαν όμως δεν έχουν κρεβατάκι, όπως οι νταλίκες. Ο χώρος που κοιμάται ο πουλμανατζής βρίσκεται στο κάτω μέρος του πούλμαν, εκεί όπου είναι και οι αποσκευές. Επειδή λοιπόν είναι βαθιά και σκοτεινά κει χάμω, το αποκαλούν τάφο.

- Μπάμπη, ξύπνα, πιάστηκα. Πάρ' το συ, να μπω λίγο στον τάφο να ισιώσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρωμόγκαζο λέγεται το όχημα που είναι φτιαγμένο για γκάζια, για ταχύτητα και επιταχύνσεις. Για σπορ οδήγηση, για την καύλα του πράγματος, για διαδρομές με αδρεναλίνη.

Για παράδειγμα, μπορεί η BMW X5 να έχει μεγαλύτερη τελική από ένα πειραγμένο Peugeot 106 αλλά το πρώτο είναι οικογενειακό και φτιαγμένο για άνεση ενώ το δεύτερο είναι βρωμόγκαζο.

Λέγεται και για ανθρώπους που έχουν την ανάλογη νοοτροπία, τόσο στο γένος που αντιστοιχεί («αυτός είναι βρωμόγκαζος») όσο και στο ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο («αυτός είναι βρωμόγκαζο»).

Γιατί βρωμιά; Γιατί ακριβώς δεν είναι καθωσπρέπει. Αλλά και γιατί ο ιδιοκτήτης το έχει το μεράκι και θα το πειράξει το όχημα, χωρίς καθαρές λύσεις. Θα προτιμήσει την ταχύτητα από την αξιοπιστία και την ασφάλεια. Και κυριολεκτικά θα λερώσει τα χέρια του, ιδίως στις μηχανές.

  1. Από εδώ:

ακόμα και εγώ που πήρα Ε 92 αξίας 45000 με αυτά τα λεφτά τι λέτε δεν έπερνα οποιοδήποτε βρωμόγκαζο γούσταρα;;Υπάρχουν όμως και άλλα ζητούμενα και όχι μόνο το γκάζι....

  1. Από εδώ:

ανταλλακτικα υπαρχουν ακομα και aftermarket δηλαδη βελτιωσης κλπ, το wr του φιλου σου λογικα θα εχει κολλησει μετα απο 2 χρονια και θα θες ανοιγμα-επισκευη...πολυ βρωμογκαζο παντως το εργαλειο!

  1. Από εδώ:

Σε τετραθέσιο γύρω στα 12,000 θα πήγαινα για Ibiza. Αγοράζεις ένα VW στα μισά λεφτά, αλλά το συντηρείς όσο και ένα VW -> το συνεργείο γδέρνει. Επίσης, ΠΟΛΥ ΚΑΛΟ είναι το Skoda το fabia, και έχει και βρωμόγκαζο κινητήρα.

  1. Από εδώ:

αν και γυναικα οδηγος ειμαι λιγο βρωμογκαζο γι αυτο αναζηταω αμαξι που να ειναι αξιοπιστο τουλαχιστον στα κρατηματα του. πιστευω οτι ειναι καλη επιλογη. οδηγουσα για 7 χρονια ενα accent και μου εβγαλε την ψυχη αναποδα, ξερω οτι δεν υπαρχει συγκριση μεταξυ τους αλλα αμα καεις στο χυλο....

  1. Από εδώ:

Και τώρα ένα Quiz; Ποιός Μέγας μάστορας στην κατασκευή κάθε είδους ψαροντούφεκου,γνωστός στο forum, ήτανε τουλάχιστον στα νιάτα του από όσο ξέρω βρωμόγκαζος με δίχρονα;

  1. Από εδώ:

που τα θημηθηκες φιλε μου θυμαμε πριν να μην ειναι 20 χρονια!!!εναν ιταλο που το ειχε ερθη για διακοπες και καναμε κοντρες..εγω με dr 600 dakar ρε παιδια ωραια χρονια!!!!τοτες φλεπαμε xl 185s και λεγαμε πω ! πω! πω! ρε παιδια τι βρωμογκαζο ειναι ετουτο! !!!!!τωρα δυστηχος χαθικαν ολες οι αξιες........... τωρα βλεπεις gsxr 1000 και λες σιγα ρε φιλε το γκαζι....

Got a better definition? Add it!

Published

Η κατάσταση κατά την οποία όλα τα αυτοκίνητα είναι ακινητοποιημένα λόγω υπερβολικής κίνησης, με συνέπεια το σκηνικό να μοιάζει με φωτογραφία.

Συνώνυμο: πάρκινγκ.

Προϊστάμενος: Τι ώρα είναι αυτή που έρχεσαι στη δουλειά ρε άχρηστο υποκείμενο;
Κακομοίρογλου: Με συγχωρείτε κύριε προϊστάμενε, αλλά σήμερα έχουν απεργία τα λεωφορεία, και η εθνική είναι φωτογραφία.

(από Khan, 15/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η αίσθηση του καινούριου, του αχρησιμοποίητου που αναδίδει - κατ' εξοχή - ένα καινούριο αυτοκίνητο, αλλά και άλλες γκατζετιές όπως π.χ. κινητά, λαπ-τοπ κ.τ.ο., όταν τα παίρνουμε τσίλικα, του κουτιού, και τα χρησιμοποιούμε για πρώτη φορά.

Ειδικά στον πολύπαθο (εσχάτως) κλάδο της εμπορίας μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, η καινουργίλα που προκύπτει από ένα πολύ καλό πλύσιμο μέσα-έξω, είναι το ιερό γκρέιλ του μερακλή, πλην μπατίρη, επίδοξου αγοραστή, που συχνά κάνει την πλάστιγγα να γέρνει υπέρ του ενός ή του άλλου σέκοντ χαντ τουτού.

Επιτομή στην υπόθεση της νεκραναστημένης καινουργίλας του μεταχειρισμένου αυτοκινήτου, προσφέρει ο βιολογικός καθαρισμός του σαλονιού, κατά την οποία απομακρύνονται με ακραία σχολαστικότητα και με τη βοήθεια ειδικών σκουπών και χημικών διαλυμάτων όλα τα μακρο- ή μικροσκοπικά ξένα σώματα, σκουπιδάκια, πτώματα από το μπουθ, καπότες (που χρησιμοποιήθηκαν κάποτες από τον παλιό ιδιοκτήτη) και οσμηρά σωματίδια, γυαλίζεται το ταμπλώ, και εν γένει γίνεται ό,τι χρειάζεται ώστε να επιτευχθεί η τελεία κάθαρσις (sic) του αυτ-του, που απαράλλαχτα ακολουθείται και από αλοιφή που τονώνει και αναζωογονεί το ταλαιπωρημένο χρώμα της λαμαρίνας.

- Το πέρασα, που λες, βιολογικό καθαρισμό και αλοιφή σε ένα πλυντήριο και έγινε τζιτζιλόνι: μέχρι που μυρίζει και καινουργίλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μποτιλιάρισμα ή αμφορεάρισμα των αυτοκινήτων, έτσι ώστε να ακινητοποιούνται πλήρως και να θυμίζουν τουτού στοιβαγμένα σε πάρκινγκ. Λέγεται και φωτογραφία. Άμα είσαι σεντανάκιας, ας πρόσεχες...

Πάσα: Αγκού.

- Πάλι πορεία στο κέντρο έχει και την κάνανε πάρκινγκ την Κηφισίας, γαμώ τον Τσίπρα μου μέσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αυτοκίνητο, το τουτού. Πρόκειται για μπεμπέ σλανγκ, που έχει λάβει και μία σλανγκική επέκταση. Επίσης, μοιάζει έτσι με το τσουτσούνι, όχι τυχαία, αφού το αυτοκίνητο είναι η κύρια μεταρσίωση της τσουτσουνικής λίμπιντο.

Ως εκ τουτού, όταν εκφέρουμε τον όρο τουτούνι, το κάνουμε για να πανηγυρίσουμε ότι είμαστε σαν τα παιδιά που παίζουν με το αγαπημένο τους παιχνίδι, έτσι κι εμείς θέλουμε ένα ωραίο αυτοκινητάκι για να παίζουμε. Μια διεκδίκηση απενοχοποιημένου παλιμπαιδισμού ένα πράμα (μήπως και τσουτσουνοπαίγνιου;).

Τρεις χαρακτηριστικές υποπεριπτώσεις: 1. Όταν έχουμε πάρει καινούργιο τουτούνι και καμαρώνουμε σαν παιδιά
2. Όταν, συναφώς, επιδεικνύουμε το τουτούνι μας, δίκην να την βγάλω έξω να την μετρήσω
3. Όταν πειράζουμε το τουτούνι σαν παιδί που παίζει και μαθαίνει έτσι τον κόσμο. 4. Όταν σαν καλοί οικογενειόρχεις σεντανάκηδες παίρνουμε το τουτούνι μας να πάμε εκδρομή συν γυναιξί και τέκνοις, και αυτοσαρκαζόμαστε για την κατάντια μας.
5. Όταν θέλουμε να γειώσουμε τουτουνοτσαμπουκαλευόμενο συνομιλητή μας.

  1. Το ψήλωσες το τουτούνι, φτάνει ο γρύλος; (εδώ).

  2. Το νέο μου τουτούνι (εδώ).

  3. Το αδικημένο τουτούνι μας (εδώ).

  4. Επισης το πειραγμα τον εκκεντροφορων εχει παρα πολλες επιλογες, για το πως θα συμπεριφερετε το τουτουνι σου, οποτε θες αρκετο ψαξιμο για το βυθισμα και την διαρκεια των καινουργιων. (εδώ).

  5. Ύστερα από φίλημα προπορευομένου τουτουνίου:

- Τι εννοείς δεν έγινε τίποτα; Την χαρακιά στον προφυλακτήρα δεν την βλέπεις;
- Σιγά ρε φίλος μην σου θίξαμε το τουτούνι ναούμ'.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified