Selected tags

Further tags

  1. Mαγαζί προϊόντων ή υπηρεσιών, με ατελείωτη και συνεχή πελατεία. Ο μαγαζάτορας δεν προλαβαίνει να πουλάει και να κόβει μονέδα αβέρτα. Σα να έχει δηλαδή μία μηχανή και να κόβει λεφτά. Η ποιότητα είναι αντιστρόφως ανάλογη της επιτυχίας του στην αγορά. Στην εξυπηρέτηση ισχύει το «φύγε εσύ, έλα εσύ». Η επιτυχία του είναι αποτέλεσμα καλής διαφήμισης, δημοσίων σχέσεων και της αγελαίας νοοτροπίας αυτών που προθύμως καταθέτουν τον οβολό τους. Κοφτήρια μπορεί να χαρακτηριστούν οιεσδήποτε επιχειρήσεις, από περίπτερα ή φαστφουντάδικα, μαγαζιά γωνία, μέχρι ιατρικές κλινικές και δικηγορικά γραφεία. Το άκουσα από κάποιον που μιλούσε για κλινικές εξωσωματικής γονιμοποίησης.

  2. Επικίνδυνο οδικό σημείο, για οδηγούς ή πεζούς. Π.χ., για τους πεζούς που διασχίζουν το δρόμο, η Κηφισίας στο ύψος της Εθνικής Αντιστάσεως ή του Φάρου Ψυχικού. Μουστάκια, τον παίρνεις.

  3. Κοφτήριο (και κόφτης), λέγεται ο αμυντικός ποδοσφαιριστής με ειδικότητα στα τζατζαρίσματα και τα κλαδέματα των αντιπάλων επιθετικών. Επικίνδυνος αλλά αποτελεσματικός.

  1. Κοφτήριο λιρών είναι αυτά τα καλσόν, άσε που πιάνεις και κανένα μπουτάκι από τα μοντέλα που τα δοκιμάζουν (από ιστολόγιο).

  2. βλέπω στα αριστερά, πάνω στο δρόμο, δύο σκυλιά. το ένα ξαπλωμένο, το άλλο από πάνω του στηλωμένο να το κοιτά. εκείνο το σημείο είναι «κοφτήριο». όποτε μπαίνω γκαζώνω μη με πάρει αμπάριζα το ρεύμα της Ηλιουπόλεως που κατεβαίνει αλαφιασμένο. έτσι μπήκα και χτες, προσπέρασα τα σκυλιά, προσέχοντας απλά μην με πάρουν στο κατόπιν. ομόνοια, εφημερίδες, μια έγνοια μην και δεν έκλεισα τον εξαερισμό και τον ακούνε οι γείτονες όλη νύχτα, πάλι πίσω, ήταν κλειστός. ξανά Ηλιουπόλεως, η κίνηση κάλμα. τα σκυλιά-είκοσι λεπτά μετά-ασάλευτα στην ίδια θέση. τα προσπερνάω αργά αργά και τα κοιτώ. το ξαπλωμένο είναι σκοτωμένο με το αίμα στην άσφαλτο. το όρθιο, με τονα πόδι αριστερά και το άλλο δεξιά από το ψοφίμι, το κοιτά μπρος του αδιαφορώντας παντελώς για τα αμάξια που έρχονται από πίσω του στη λωρίδα της ταχείας κυκλοφορίας. παρκάρω κανένα τέταρτο παρακάτω και κοιτώ από τον καθρέφτη τα δύο σκυλιά. τέτοιο ξενύχτι νεκρού δεν έχω ξαναδεί... (από ιστολόγιο, έβαλα όλη την παράγραφο γιατί μου άρεζε)

  3. Ο Καλλιτζάκης ήταν μεγάλο κοφτήριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορολογία κόντρας. Με τον μπροστινό προφυλακτήρα μου δίπλα στον μπροστινό του άλλου, τα ψυγεία μας είναι δίπλα-δίπλα.

Είμαι μακρυά, δηλαδή, από το να φάω κολώνα, να με στείλουν για τσάι, βρίσκομαι, όμως, πίσω απ' τον αντίπαλο στην κόντρα και είμαι στο τσακ να τον προσπεράσω.

Παράβαλε και το κωλοφεράντζα.

Συντάσσεται ως «πηγαίνω τινά ψυγεία» και το ψυγεία παίζει τον ρόλο δοτικοφανούς επιρρήματος σε πτώση αιτιατική.

  1. - Τι δουλειά κάνεις;
    - Πηγαίνω ψυγεία.

  2. - Προχτές στη Βούτα ψυγεία τον πήγαινε τον δικό σου ο Μήτσακλας με το Σηαρίξ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφραστική ρίμα για νεαρούς κάγκουρες που φλερτάρουν πεζές εποχούμενοι σε παπάκι. Η έκφραση περιγράφει παντός είδους μικροεπαρχιωτικές καταστάσεις (των Αθηνέζων συμπεριλαμβανομένων) και βγάζει μια ασύστολη εϊτίλα, όταν ο Ψάλτης ήταν τσαντάκιας κι ο Γαρδέλης έκανε ρόδα, τσάντα και κοπάνα. Η έκφραση χρησιμοποιείται και θετικά γα τον άνθρωπο που δεν το βάζει κάτω παρά την ευτέλεια των μέσων του.

Ώπα, καμάκι με παπάκι ο καγκουρογαμόσαυρος!

(από Khan, 10/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Καθαρό» για την πιάτσα των αυτοκινήτων και των μηχανών, σημαίνει ότι ένα μεταχειρισμένο είναι σε καλή κατάσταση, δηλαδή δεν θα «κουράσει» τον επίδοξο αγοραστή με απρόσμενες εκπλήξεις. Με λίγα λόγια, αυτός που το είχε δεν του έχει γαμήσει την πίστη. Του έκανε τα σέρβις του, και το δούλευε σωστά.

Ο όρος προέρχεται από το ότι η μηχανή είναι καθαρή (ανέγγιχτη), δηλαδή δεν ανοίχτηκε ποτέ ο κινητήρας για επισκευή ή για πείραγμα. Ειδικότερα για τα αυτοκίνητα μπορεί να αναφέρεται και στο σασί (δηλαδή το αυτοκίνητο δεν είχε κάποιο γερό τράκο). Εξωτερικά, ένα μεταχειρισμένο μπορεί να φαίνεται τέλειο, αλλά μηχανικά ποτέ δεν ξέρεις. Μόνο μια έμπειρη μηχανικάντζα μπορεί να σε διαβεβαιώσει ότι το μεταχειρισμένο είναι «καθαρό».

- Γεια σας, ωραίο το ΚΤΜ, πόσο πάει;
- 7200, και είναι καθαρό. Τρεισήμισι χιλιάδες χιλιόμετρα έχει. Καινούριο πάει 9.300.
- Πριόνι, και καθαρό; Τι μας λες;
- Σου λέω, το τυπάκι το είχε τρεις μήνες. Κατά λάθος το πήρε. Το πουλάει για να πάρει αυτοκίνητο. Τι να σου λέω! - Θα το πάω σε δικό μου μηχανικό να μου βάλει τζίφρα ότι είναι καθαρό. Αν ναι, αύριο έχεις τον παρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξάρτημα από τον χώρο της αυτοκινητιστικής καγκουριάς. Μπαίνει στην εξάτμιση και στο άφημα του γκαζιού αναπαράγει (συνήθως αποτυχημένα) τον ήχο που κάνει το τούρμπο όταν ο οδηγός αφήνει το γκάζι, ένα χαρακτηριστικό σφύριγμα που προκαλείται από την εκτόνωση της πίεσης του υπερσυμπιεστή (τούρμπο).

Πάει γάντι σε αποτυχημένα καγκούρικα αμάξια των οποίων το φτιάξιμο περιορίζεται σε μοντίφες τύπου τράιμπαλ αυτοκόλλητα, παραπανίσια όργανα στο ταμπλώ, αεροτομή-σιδερώστρα, μπούκα-φωλιά μικρών ζώων και λαμπάκια σταρ-τρεκ.

(βρουμ-βρουμ στο φανάρι)
- Γεια σου ρε Βασάρα με τη σφυρίχτρα σου! Κάτσε να φέρω τον τάφο να σε ταΐσω και μ' αυτόν!

Τύρβω με €15! (από Vrastaman, 07/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πριόνι λέγεται η μηχανή κάποιου κυβισμού (όχι παπάκι δηλαδή, από 450 και πάνω), το οποίο ακόμα και σταματημένο, έχει πάνω του όλες τις παραβάσεις του Κ.Ο.Κ. Σε περίπτωση που πάρει μπρος, και στα χέρια ενός «τεχνίτη» περνάει και σε παραβάσεις αστικού και ποινικού κώδικα.

Πριόνι ονομάστηκε:

  • διότι κάνει πιο πολύ θόρυβο από αλυσοπρίονο
  • είναι ανεξέλεγκτο στα χέρια κάποιου που δεν το έχει το σπορ, όπως το αλυσοπρίονο
  • αν δεν προσέξεις σε σκοτώνει, όπως το πριόνι
  • κόβει στα δύο ό,τι άλλο μηχανοκίνητο βρει μπροστά του, σαν κορμό, όπως το αλυσοπρίονο
  • όπως και το αλυσοπρίονο, έχει μόνο τα βασικά, δηλαδή έναν κινητήρα νευρώδη και καλά φρένα (για endo και burnout βέβαια, όχι για φρενάρισμα).

    Πράγματα που δεν πρέπει να έχει ένα πριόνι:

  • φλας (τι είναι αυτό που αναβοσβήνει στα άλλα μηχανάκια;)

  • εργοστασιακή εξάτμιση (απορώ με τα εργοστάσια!)
  • καθρέφτες (για κούρεμα πας και θέλεις και καθρέφτες;)
  • κοντέρ (αν ξεκίναγαν τα κοντέρ από τα 100, θα είχα βάλει ένα)
  • πινακίδα (λεπτομέρειες...)

- Γεια σας, ωραίο το ΚΤΜ, πόσο πάει;
- 7200, και είναι «καθαρό».
- Άλλο όμως μπήκα να ρωτήσω. Το crf to 450, πόσο πάει;
- Καινούριο το 450 του 2009, από 8970, βγαίνει σε προσφορά 7980. Καθαρόαιμο βέβαια.
- Σε μοτάρ έχεις τίποτα άλλο;
- Ένα ΧΤ660, ένα ΤΤ600 και το ΚΤΜ στην είσοδο. Αλλά το crf, δεν βγαίνει πια μοτάρ.
- Μπα, αυτά δεν λένε τίποτα. Βέβαια το ΚΤΜ κάνει την δουλειά μου, αλλά πολλά για μεταχειρισμένο. Το crf σκεφτόμουν.
- Δυστυχώς, δεν βγαίνει πια. Αυτά ήταν τα κρος τα τεσσεραμισάρια, που τα πείραζαν στην Ιταλία, αλλά διεκόπη η συνεργασία. Τώρα αν θες, παίζει κάτι από Κομοτηνή μεριά, κάτι παλουκάρια τα πειράζουν, σου κάνουν ρυθμίσεις, κομπλέ. Αλλά πάλι θα τα στάξεις. Και αν στάξεις κι αρκετά σου βγάζουν και πινακίδες ακόμα....
- Τι να τις κάνω τις πινακίδες; Για πριόνι ψάχνω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη Κουτάλας παραπέμπει στο διασημότερο ίσως περίπτερο της ευρύτερης μητροπολιτικής περιοχής της Αθήνας. Κατά καιρούς του έχουν γίνει διάφορα χαζο-αφιερώματα σε περιοδικά κλπ. Βρίσκεται στην παραλιακή λεωφόρο, στην κάθοδο, αμέσως μετά τη διασταύρωση της Βάρης και καμιά κατοσταριά μέτρα από εκεί που τελειώνει η λεωφ. Βουλιαγμένης.

Διατί Κουτάλας; Διότι σ' αυτό το περίπτερο όλοι σχεδόν οι πελάτες εξυπηρετούνται όντες εντός του αυτοκινήτου τους, μέσω μιας μακριάς κουτάλας (πιο πολύ φέρνει σε φτιάρι που 'χει για λαβή ένα σκουπόξυλο) που χειρίζεται ο επιδέξιος περιπτερούχος. Οι εποχούμενοι πελάτες, αφούν πουν τι θέλουν, τοποθετούν πρώτα το αντίτιμο στην αδηφάγο κουτάλα. Κατόπιν, αφού ο κουτάλας τσεπώσει το μπακίρι, η κουτάλα επιστρέφει γέμουσα αγαθών.

Εννοείται πως ο Κουτάλας έχει θησαυρίσει και τρώει κυριολεκτικά με χρυσά κουτάλια. Είναι κυριολεκτικά μαγαζί-γωνία. Δεν υπάρχει παραλιόβιος που να μη γνωρίζει το πέρασμα αυτό. Όλα τα σκυλιά της αθηναϊκής (καλοκαιρινής) νύχτας έχουν κάποτες αφήσει τον οβολό τους εκεί. Το ίδιο ισχύει και για τα στίφη των λουόμενων του καλοκαιριού, που κατευθύνονται προς τις παραλίες της Βουλιαγμένης, της Βάρκιζας, της Σαρωνίδας κ.ο.κ.

Διότι (και αυτό είναι πολύ σημαντικό) μετά τον Κουτάλα, τα περίπτερα στην παραλιακή μετριούνται στα δάχτυλα του μισού χεριού. Εκτός αυτού, είναι ψιλοχωμένα και δεν βρίσκονται ακριβώς απάνω στον κεντρικό δρόμο, ώστε να σκάσεις εκεί μπαμ με το αμαξικό σου και να τσιμπήσεις κύριος τα σιγαρέτα σου ή ότι άλλο γουσταρίζεις. Πρέπει να κάνεις παρακάμψεις και μανούβρες για να τα προσεγγίσεις, όπως π.χ. με το περίπτερο που ειναι στο Λαιμό της Βουλιαγμένης. Μανουριάρικες καταστάσεις, όπου χάνεις χρόνο και γίνονται τα νεύρα σου ζαρτιέρες.

Και στο πέρασμα του Κουτάλα όμως παίζει να γίνουν τα νεύρα σου κρόσια, εξαιτίας του τράφικ που δημιουργείται εκεί από αυτοκίνητα που περιμένουν στην ουρά να εξυπερετεθούν. Αν τώρα εσύ υπήρξες τόσο μαλάκας, ώστε προνόησες να καβατζωθείς με τσιγάρα κλπ και να μην ψάχνεις τελευταία στιγμή, τότε καλά να πάθεις. Θα τους λουστείς και θα περιμένεις μαζί τους...

Σ.ς.: Το παρόν λήμμα αναφέρεται σε συγκεκριμένο φαινόμενο του λεκανοπεδίου Αττικής και ειδικότερα της παραλιακής λεωφόρου. Ως εκ τούτου, ζητούμε την κατανόηση χρηστών μη εξοικειωμένων, για οποιοδήποτε λόγο, με το μαγικό κόσμο της και καλούα ελληνικής Ριβιέρας.

  1. - Μαλάκα ελπίζω να πήρες τσιγάρα.
    - Ω ρε πούστη μου το ξέχασα τελείως. Θα σταματήσουμε στον κουτάλα.

  2. - Άντε ρεεεεε...! Τσουλάτε καμιά ώρα τα καρότσα σας να φύγουμε!
    - Κουλ ντάουν βρε μαλάκα! Δλδ τι περίμενες, Κυριακή μεσημέρι καλοκαιριάτικο και να μην έχει κίνηση στην παραλία;
    - Δεν κατάλαβες, είναι που όλοι οι μαλάκες έχουν σταματήσει εδώ στον κουτάλα και κλείνουν το δρόμο.
    - Ε νταξ ρε φίλε, τότε ας πρόσεχες να μην έπιανες δεξιά λωρίδα σαν τους γέρους.
    - Βρε δε γαμιέσαι κι εσύ κι ο κουτάλας λέω γω;

Φωτό: Βράσταγκιρλ. (από Vrastaman, 21/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τροποποίηση / μετατροπή / μετασκευή / βελτιωτική επέμβαση. Εκ του αγγλέζικου modify προφάνουσλυ. Συνώνυμα: φτιάξιμο, πείραγμα.

Δημοφιλέστατη έκφραση, το γούγλε βγάζει πάνω από 21.000 αποτελέσματα. Αναφέρεται κυρίως σε μηχανοκίνητα και είναι από τις πλέον κλάσικ εκφράσεις της άουτο-μότο σλανγκ. Τις μοντίφες τις αγαπούν οι κάγκουρες, αλλά και όσοι γενικά έχουν μεράκι με τα μοτόρια και την έχουνε ψάξει τη δουλειά. Οι μοντίφες είναι πρακτικά ανεξάντλητες. Με τις κατάλληλες μοντίφες ένα απλό μηχανοκίνητο μπορεί να προβιβαστεί σε εργαλείο που θα πηγαίνει τον κώλο του. Πολλαπλές μοντίφες επί του ιδίου αμαξίου / μηχανακίου το καθιστούν κωλοφτιαγμένο, τη στιγμή που μια και μόνη ουσιαστική μοντίφα επί του κινητήρα αρκεί για να χαρακτηριστεί αυτό ως πειραγμένο.

Παίζει αυτούσιο και ως επίθετο, π.χ. το αμαξάκι είναι μοντίφα, όχι μαμίσιο. Άλλο παράγωγο επίθετο: μοντιφαριστός.

Εννοείται πως μοντίφες δεν γίνονται μόνο σε δίτροχα και τετράτροχα, αλλά και σε άλλα αντικείμενα-φετίχ, όπως οι υπολογιστές (εκεί συνήθως το λένε αναβάθμιση), τα ηχοσυστήματα, ένα θαλάσσιο σκάφος ή μια ηλεκτρική κιθάρα Les Paul Standard.

Ο ίδιος ο άνθρωπος γίνεται καθημερινά αντικείμενο μοντίφας: πλαστικές επεμβάσεις, τεχνητά μέλη, εμφύτευση τσιπακίων, κλωνοποίηση, ευγονική, γενετικό ντόπινγκ, γνωσιακές επιστήμες κ.ο.κ. Η έννοια «άνθρωπος» αλλάζει. Μεταβολή στις ποσότητες συνεπάγεται μεταβολή στις ποιότητες. Τα όρια με τη μηχανή θα γίνονται ολοένα και πιο δυσδιάκριτα.

Για να μην εξαντλούμαστε σε περιπτωσιολογία: η μοντίφα είναι το ειδοποιό στοιχείο του Homo Faber, του Ανθρώπου-Κατασκευαστή. Ο Άνθρωπος-Προμηθέας, που επεμβαίνει διαχειριστικά στη φύση με στόχο να την καθυποτάξει, να κυριαρχήσει επ' αυτής (και ακολούθως επί των συνανθρώπων του). Η Φύση γίνεται Αντικείμενο (αντικειμενοποίηση / εξαντικειμενίκευση) και έναντί της ίσταται το Υποκείμενο, όπως συνελήφθη φιλοσοφικώς υπό του Καρτεσίου. Η res cogitans του ανθρώπου αντιπαρατίθεται στην res extensa του πράγματος. Ο Λόγος είναι το εργαλείο τούτης της κατακυριάρχησης, καθιστάμενος ως εκ τούτου εργαλειακός (Ιnstrumentallen Vernunft κατά τον Μax Horkheimer). Ποτέ ο Homo Faber δεν μένει ικανοποιημένος με τις μοντίφες του, αλλά διαρκώς αναζητά βουλιμικά κι άλλες, κι άλλες... Ένας κατά βάθος στείρος τεχνολογισμός και παραγωγισμός συντηρεί ως σήμερα το Μεγάλο Αφήγημα της Προόδου, τον Εφιάλτη της Προόδου.

  1. - Για λέγε καμιά καλή μοντίφα για εξάτμιση. Έχω ένα ΚΤΜ LC4 κι ένα CBR 1100.
    - Αρχαιολογίες μηχανάκια, αλλά ρησπέκ όσο να 'ναι. Αcrapovic για το on-off, Υοshimura για το στριτάκι.

  2. (από forum καυλόγκαζων)
    - rallakias και phoinix_gr ενδιαφερομαι και εγω καθως μπορω να φερω και καποια εργαλεια που 8α βοηθησουν....ειδικα στην αφαιρεση της ταπετσεριας της πορτας...
    - Οκ, οταν κανονίσουμε την μοντίφα, θα ενημερώσω!

  3. (από άλλο forum καυλόγκαζων)
    Ο Χρήστος είναι από το πρωί μέχρι τώρα στο συνεργείο... :roll:
    Φυσικά επειδή πάντα υπάρχουν προτεραιότητες, δεν πήγε για τη βλάβη, αλλά για μοντίφα.

  4. (από παράλλο forum καυλόγκαζων)
    Ωραίος. :D Χάζευα ξανά τα spec σου. Δεν φανταζόμουν ότι του είχες φορέσει δίσκάτο lsd, νόμιζα ότι το είχες με torsen.
    Επίσης πολύ ωραία τα μοντιφαριστά coilover στα γόνατα.

  5. (από ένα τελευταίο forum καυλόγκαζων)
    - Οι νίκελ ταινίες να σου πω την αλήθεια δεν μου πολυάρεσουν... Οι καθρέφτες νίκελ μαμάνε αλλά είναι ακριβούτσικοι! Ό,τι και αν κάνεις τελικά καλές μοντιφιές.

Οι Mods έκαναν τρελές μοντιφιές στα πραπρά τους (από Vrastaman, 02/01/10)Homo Faber-Castell (από Vrastaman, 02/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θρυλικό μηχανάκι τάουν-μέητ (ναι! καί στην πάταξη της κομμουνιστικής απειλής, εξωτερικής ή εσωτερικής), όπως αποκαλούνταν στη λευκάδα όταν ήμανε κι εγώ σβούρος. Νταξ, όχι τελειωμένος, αλλά τις καγκουριές μου τις έκανα κι εγώ.

Πάμφθηνο, σκυλί μαύρο, ταμπούρα μπρος-πίσω, τιμόνι και ρόδες στον στάνταρ εξοπλισμό και με μέγα κλου την μετάδοση με διαφορικό αντί για αλυσίδα. Τώρα γιατί, πού να ξέρω μάνα μου. Ενεφανίζει, όπως και το γλούχ, λόγω κάποιας παραξενιάς της ανάρτησης, το ακραίο φαινόμενο της ανασήκωσης της μπροστινής ρόδας κατά το φρενάρισμα, αντίθετα στο νορμάλ φαινόμενο της βύθισης.

Υποθέτω ονομάστηκε έτσι γιατί δεν στρίβει ούτε με ευχέλαιο και δε σταματάει ούτε με επίκληση στον άγιο χριστόφορο, αλλά πιθανώς και λόγω παλαιότητας και κακοσυντήρησης όλων των εν λόγω μηχανημάτων, ίσως δε απλά επειδή είναι χρέπι, σαπάκι απ' τη μάνα του. Ίσως. Ίσως να είναι κι απ' τα τσιμπούκια που κάνjει η αδερφή σου.

Αυτό και το γλούχ, κυρίως το δεύτερο δηλαδή, πρέπει να είναι ό,τι πιο σκληροτράχηλο μηχανολογικά έχει κατασκευαστεί από άνθρωπο.

(πραγματική διήγηση)
- Μαλάκα, ανεβήκανε χτες στο πρώτο (σ.ς. γυμνάσιο λευκάδας) σε έναν τάφο έξι μαντράχαλοι. Τρεις στη σέλα, ένας στο τιμόνι και δύο να κρέμονται στους μαρσπιέδες!
- Έτσι μωρή τάφε!

Got a better definition? Add it!

Published

Όπως, ελπίζω, έχετε ακούσει οι περισσότεροι, η λέξη τσακμάκι χρησιμοποιείται ευρέως. Επίσης όπως ελπίζω, τη χρησιμοποιείτε και εσείς οι ίδιοι και για χρηστικούς σκοπούς πέρα από το να ακούσετε τους γαμάτους διφθόγγους που περιέχει.

Τσακμάκι λοιπόν αποκαλείται ο αναπτήρας με μια «οθωμανική εσάνς» μιας και προέρχεται από το τούρκικο çakmak που χρησιμοποιείται για την πέτρα που αν πάρεις δύο ίδιες, ή μια μεγάλη και την σπάσεις, και τις χτυπήσεις μεταξύ τους, θα βγάλουν σπίθες. Αφού έγινα ρεζίλι προσπαθώντας να μην χρησιμοποιήσω την, τουρκικής προέλευσης, λέξη τσακμακόπετρα, θα αναφέρω και την «άλλη πλευρά», αυτή των ελληναράδων λέγοντας πως υπάρχει περίπτωση η λέξη να προέρχεται και από το ελληνικό(τατο) διακναίω που σημαίνει ξύνω ή τρίβω, για την ενέργεια πάνω στις... τσακμακόπετρες, λύσσα κακιά...

Αλλά ταυτοχρόνως αποκαλείται και οτιδήποτε ανάβει, ανοίγει, αρπάζει, λειτουργεί με τη μία, δηλαδή χωρίς καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια από μέρος του χρήστη. Το χρησιμοποιούμε για μηχανάκια που ανάβουν χωρίς να πρέπει να έχουμε τις γάμπες του Μπολτ στην μανιβέλα, για κινεζικά προϊόντα πάσης φύσης όταν λειτουργούν (ναι, έχω γνωστό με μαγαζί με ηλεκτρικά που πτώχευσε και βγάζω το άχτι μου) και γενικά για αυτό που είπα στην αρχή της παραγράφου.

Επειδή ίσως μπερδευτήκατε, η σλανγκ χρήση της λέξης είναι η τρίτη παράγραφος. Η δεύτερη είναι «ετυμολογία», προϊόν 2 κλικ στο γκουγκλ. Και τα λινκ στο τσακμάκι είναι το άκρον άωτον της ταχύτητας: γράφεις τον ορισμό τόσο γρήγορα που προλαβαίνεις να λινκάρεις το λήμμα.

- Ώπα Νώντα; Καινούριο μασίνι; Με γειες, με γειες!
- Γουστάρεις; Προχτές το κονόμησα! 2 χρόνων, με 500 χλμ μέσα, φρένα ολοκαίνουρια 5 χιλιάρικα μόνο! Τον έκλεψα τον άνθρωπο. Είχε να το βάλει μπρος 2 μήνες μου είπε αλλά με το που έβαλα το πόδι μου στη μανιβέλα άρπαξε αμέσως! Τσακμάκι το εργαλείο σου λέω!
- Σώπα ρε φίλος! Από που το πήρες;
- Τον θυμάσαι τον Τάκη που είχε το συνεργείο στο χωριό;
- Που πηγαίναμε τα παπιά να κατεβάσει τα χιλιόμετρα στα κοντέρ και αντί να τα φτιάχνει γέμιζε ναφθαλίνη το ρεζερβουάρ;
- Ναι ρε, από εκείνον το πήρα, τι το πήρα, το έκλεψα σου λέω!
- Όχι ρε συ, δεν τον έκλεψες τον άνθρωπο. Απλά σου έκανε καλή τιμή επειδή είσαι γνωστός...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified