Selected tags

Further tags

Χαράκτηρισμός για γυναίκα μετρίου αναστήματος, παχουλή και με μεγάλο στήθος.

- Κοίτα ρε κάτι βυζιά η Σούλα.
- Άσε ρε με τον κουβά... το σούπερ μάριο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνηθες τάπωμα σε λεκτικούς διαξιφισμούς των παιδικών-εφηβικών χρόνων μας, που συνοδεύεται και από διάθεση αποχώρησής μας από την αντιπαράθεση, λόγω του ότι ο άλλος μας τα έκανε τσουρέκια και απαξιώνουμε να ασχοληθούμε περισσότερο με το ατομάκι του. Κυκλοφορεί και σε συντετμημένη μορφή (κατάλληλη για αποστολή με sms) ως «Όσα λες, πούτσα θες».

- Τις καλύτερες γκόμενες, τις έχουμε εμείς στο Γ4!
- Κούνα το κεφάλι σου να κάνει τσίου, ρε βλήμα. Εμείς τις έχουμε στο Γ3.
- Τα τρία μου στον κώλο σου και να καίνε, ρε ούφο.
- Στον δικό μου δε χωράνε, στον δικό σου κολυμπάνε, βλήτο!
- Όσα είπα κι όσα είπες, παρ' τον πούτσο μου για πίπες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του ρήματος γαμάω /–ώ. Η χρήση της έκφρασης αυτής ουδόλως παραπέμπει σε κυριολεκτική πρόσκληση σεξουαλικής πράξης αλλά είναι συναφής του «το γάμησες και ψόφησε» και αναφέρεται κυρίως στο ότι, με την εν γένει απειλούμενη ή τετελεσμένη συμπεριφορά ή και υποθετική πράξη του υποκειμένου, το αποτέλεσμα είναι ισοδύναμο της αναφερόμενης σεξουαλικής πράξης.

Εννοείται ότι τούτη η πράξη δεν είναι καθόλου ευχάριστη εμπειρία ή δεν εκλαμβάνεται ως τέτοια από τον παθόντα.

Εάν η πράξη είναι τετελεσμένη τότε η έκφραση αλλάζει σε «με / μας γάμησες».

  1. Αμάν ρε μαλάκα, γάμησέ με κιόλας, με ξενύχιασες!

  2. Όχι ρε πούστη, γάμησέ με τώρα, πού να κάθομαι να κάνω την φορολογική σου δήλωση… πάω για φραπέ με το Λίλιαν.

  3. Με γάμησες ρε καρντά! Τι πήγες και είπες στο Λίλιαν ότι ήμουν χτες για φραπέ με την Βίβιαν… Τα κάναμε πουτάνα τώρα.

κι αυτο sex είναι! (από BuBis, 11/05/09)άσχετο! (από BuBis, 11/05/09)αν πέσει πάνω σου, την γάμησες... (από BuBis, 22/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θέλεις κάτι τόσο πολύ, τόσο ώστε να παραβλέπεις τις πιθανές επιπτώσεις ή ρίσκα και να εκτίθεσαι σε κινδύνους.

  1. Εμ, τα θέλει και σένα ο κώλος σου μαναμ'! Φραπέ με το Λίλιαν δεν ήθελες; Μην παραπονιέσαι που έχεις μύκητες στο παπάρι σου τώρα! Με τόσους που έχει φραπεδιάσει αυτή και λίγα παράσημα πήρες!

  2. Ρε, τον μαλάκα ρε! Πήγε και καρφώθηκε στην κολόνα! Τα ήθελε όμως ο κώλος του, αφού κάθε φορά που οδηγάει τον χάρο γαμιέται στα μπαντιλίκια.

no comment! (από BuBis, 11/05/09)(από panos1962, 17/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άξεστος χωριάτης. Περίπου συνώνυμο των μπουρτζόβλαχος και μπαστουνόβλαχος, μόνο που το σκατίβλαχος είναι πιο υποτιμητικό ακόμη, και ενέχει και την έννοια του βρωμιάρη.

Σχόλιο 1: Αυτή η λέξη είναι αρκετά παλιά. Πιθανολογώ ότι είναι παλιότερη από τα σκατίφλωρος και σκατίπουστα, και ότι επομένως έχει αποτελέσει το πρότυπο για το σχηματισμό τους. Σ' εκείνα τα λήμματα, ιδίως στο πρώτο, θα δείτε και τον προβληματισμό περί του ετύμου και της ορθογραφίας τους.

Σχόλιο 2: Τα περί Βλάχων, και πώς η λέξη έφτασε να σημαίνει τον άξεστο, ακαλλιέργητο, χωρίς τρόπους άνθρωπο, είναι σε γενικές γραμμές γνωστά. Ας αναφέρουμε εν περιλήψει ότι είναι μία [φυλή; εθνότητα; ομάδα;] με δύο βασικά κοινωνικά παρακλάδια: τους νομάδες και τους εγκατεστημένους. Οι νομάδες ήταν βοσκοί. Ως μη έχοντες μόνιμη κατοικία, επέσυραν επάνω τους όλα τα στερεότυπα του ανέστιου/φερέοικου, όπως και οι Γύφτοι. Οι εγκατεστημένοι αντιθέτως αποτελούν καύχημα για την Ελλάδα, ήσαν έμποροι με αξιόλογη δράση στην Ελλάδα και τις παροικίες, φορείς επικοινωνίας της τουρκοκρατούμενης χώρας με τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, πολλοί (π.χ. Αβέρωφ και Τοσίτσας) υπήρξαν μεγάλοι εθνικοί ευεργέτες, και τα λοιπά.

Όλα αυτά (και πολύ περισσότερα) είναι γνωστά. Εκείνο που δεν ξέρω αν έχει θιγεί πουθενά στη βιβλιογραφία είναι ότι στη διαμόρφωση του στερεοτύπου για τον άξεστο Βλάχο έχει παίξει σημαντικό ρόλο το θέατρο σκιών: ο Μπαρμπαγιώργος (ρουμελιώτης τσέλιγκας, θείος του Καραγκιόζη) είναι η κατεξοχήν καρικατούρα αυτού του τύπου. Παρόλο που ο ίδιος ως χαρακτήρας δεν είναι ακριβώς άξεστος, αλλά μάλλον απλοϊκός και τραχύς -ωστόσο τίμιος, γενναίος και κιμπάρης -, ο πονηρός Καραγκιόζης έτσι τον αντιμετωπίζει.

Σημειωτέον ότι ο Μπαρμπαγιώργος δεν είναι κυριολεκτικά Βλάχος: μιλάει ελληνικά, όχι βλάχικα (που είναι λατινογενής γλώσσα). Βλάχο τον λέει ο Καραγκιόζης. Άρα το στερεότυπο υπήρχε ήδη όταν δημιουργήθηκε αυτός ο χαρακτήρας του θεάτρου σκιών.

Ίσα ρε βλαχατερό που θα μου κάνεις εμένα και μπιπ! Να πας στο χωριό σου να κορνάρεις, άει σιχτίρ να πούμε πια με τους σκατίβλαχους εδώ μέσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που τρέφεται αποκλειστικά με ανδρικό κρέας. Αλλιώς τσιμπουκοζητιάνα ή ψωλορουφήχτρα.

- Τι ξέρεις ρε συ για τη Μαίρη;
- Μεγάλη ψωλύκαινα... Σταθερά φτάνει τριψήφιο αριθμό μηνιαίως... μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν σου λέω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ηλικιακή ωρίμανση του θηλυκού έχει ως φυσικό επακόλουθο μεταπτώσεις στη σεξουαλική του δραστηριότητα με αποτέλεσμα το αιδοίο/ψωλότσεπη να περνά από το στάδιο της διαρκούς εισροής σε αυτό της πλήρους αχρηστίας.

Σε αυτό το τελικό στάδιο η γυναίκα κάτοχος του συγκεκριμένου μαραμένου αιδοίου απόκτα και επίσημα τον τίτλο της μαραμούνας.

Στάδια:

α) 17-30: ανοίξαμε και σας περιμένουμε
β) 31-40: ζητιάνα της πούτσας
γ) 41-... : μαραμούνα

Υπάρχουν, βέβαια, και οι φωτεινές εξαιρέσεις σε όλα τα στάδια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία του πουτανίτσα...

Αναφέρεται κυρίως για μια γυναίκα ανάλογου ήθους, όταν ο χώρος και η συγκεκριμένη στιγμή δεν προσφέρονται για ολόκληρη τη λέξη...

- Ρε συ, έμαθες ότι παντρεύτηκε η Γωγώ;
- Ποια;;;... Η Γωγώ;;;;... Απίστευτο!!!... Αυτή ήταν η πρώτη νίτσα του σχολείου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για σύμφυρση του μουνιού με το μανάρι. Μουνάρι είναι η ευσύνοπτη και γι' αυτό αναλώσιμη μουνίτσα, το μουναρδέλι. Όχι όμως με την παιγνιώδη και τσαχπινογαργαλιάρικη διάθεση που μεταδίδουν οι παραπάνω όροι.

Η λέξη «μουνάρι» με τη λαϊκότητά της ενέχει σοβαρότητα και περιγράφει το μουνί ως διακύβευμα: απηχεί το πώς γίνεται αντιληπτή μια ευγαμήσιμη γκόμενα στα μάτια ενός Α.Ε.Λ.Π.Α. - ως φορέας του αιδοίου, αντικείμενου πόθου αλλά και μίσους.

Επειδή ακριβώς είναι μάλλον ιδιόλεκτος των μη εκλεκτικών ως προς το μουνί, γραμματικά ο όρος είναι σχεδόν ελλειπτικός, απαντά κυρίως στον πληθυντικό: τα μουνάρια.

- Έρχομαι Θεσσαλόνικη...
- Καυλώς να 'ρθεις....
- Να σε δώ, να τα πούμε....
- Να σαι καυλά...
- Θα παίξουνε τίποτα μουνάρια;
- Κρατήθηκες λιγάκι πάντως, στο αναγνωρίζω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Γυναίκα του Ξανθού. Και εξηγούμαι πάραυτα - για να θυμούνται οι παλαιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι. Στη Θεσσαλονίκη, πριν από κάποια χρόνια (όχι δα και τόσο πολλά) τραγουδιόταν από τα (μπασκετικά) παόκια το ακόλουθο αριστουργηματικό στιχούργημα, απαύγασμα πρωτόφαντης καλλιτεχνικής εμπνεύσεως:

Είναι ψωλού η γυναίκα του Ξανθού
και δε μπορεί να κάνει ένα παιδί
γι' αυτό Ξανθέ άνοιξέ της (ή την) καμπαρέ
να τη γαμάει όλο το Παλέ.

Ο Ξανθός εννοείται συφιλιαζόταν με το ως άνω σύνθημα, ενώ τα μουμουέ, αναμασώντας ωσάν τα γίδια τα ίδια κλισέ, αναφέρονταν σε αυτό ως ''εμετικό'' χωρίς να το αναπαράγουν (έτσι για να μας έχουν στην καψούρα).

Ο Ξανθός σκεφτόταν μηνύσεις και τα σχετικά, τελικά δεν ξέρω τι έγινε (αν θυμάται κανείς ας μας διαφωτίσει). Εν τέλει η Γυναίκα του Ξανθού έκανε ένα Παιδί και ο τρισμέγιστος Ξανθός πήρε την εκδίκησή του από την άσπλαχνη εξέδρα, αφιερώνοντας το Θείο Βρέφος ''σε όλους αυτούς που όλα αυτά τα χρόνια μας έβριζαν χυδαία'' (ή κάπως έτσι). Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Λέμε τώρα.

Υ.Γ. Εξυπακούεται άλλο να σας το γράφω εδώ κι άλλο να το ακούς στο Αλεξάνδρειο από 5000 τρελαμένα παόκια. Εμπειρία ζωής.

Τι παράδειγμα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified