Συνήθως χρησιμοποιείται μόνο η λέξη παπάρια. Το χρησιμοποιούμε για να πούμε ότι είναι ψέματα.
- Γάμησα χτες μια...
- Παπάρια μέντολες. Όλο τα ίδια λες!
Συνήθως χρησιμοποιείται μόνο η λέξη παπάρια. Το χρησιμοποιούμε για να πούμε ότι είναι ψέματα.
- Γάμησα χτες μια...
- Παπάρια μέντολες. Όλο τα ίδια λες!
Got a better definition? Add it!
Απόδοση στα ελληνικά της γαλλικής και πλέον μάλλον διεθνοποιημένης έκφρασης Gauche Caviar με τρόπο που είναι κττμγ πετυχημένος, ίσως πιο πετυχημένος κι απ' το πρωτότυπο καθώς δημιουργεί λέξη τύπου Port-manteau. Ορισμένες φορές λέγεται και χαβιαροαριστερά, αλλά ρε πστ πιο ωραία ακούγεται το πορτμαντώ. Ο χαβιαριστερός είναι ένας αριστερός που ζει με τρόπο χλιδαίο, ο οποίος θεωρείται ότι αντιφάσκει με τις αρχές της Αριστεράς.
Η Βικούλα μας δίνει τις εκφράσεις που δηλώνουν κάτι παρόμοιο σε διάφορες γλώσσες (βεβαίως υπάρχει απόσταση μεταξύ των διαφορετικών σημασιολογικών αποχρώσεων, άλλο αριστερός κι άλλο λίμπεραλ): champagne socialist, Hampstead liberal, Chardonnay socialist, Bollinger Bolshevik στα αγγλικά, Limousine liberal στις Η.Π.Α., Salonkommunist στα γερμανικά, Radical Chic στα ιταλικά, esquerda caviar στα πορτογαλικά, Kystbanesocialist στα δανικά, αναφερόμενο σε πολυτελή περιοχή.
Από τα ελληνικά μπορούμε να αναφέρουμε τις παραπλήσιες (όχι βέβαια ταυτόσημες) εκφράσεις: αριστεροκράτης, προλεφτάριος, αριστερός της δεξιάς τσέπης, σοσιαληστής.
Το γαλλικό πρωτότυπο χρονολογείται από το 1980 και επιθέσεις στον François Mitterand και μέλη της κυβέρνησής του. Ως σημαντικές στιγμές της χρήσης του όρου μπορούν βεβαίως να αναφερθούν οι επιθετικές κριτικές στον Dominique Strauss-Kahn για τα σεξουαλικά του μεράκια που πλήρωσε ακριβά από κάθε άποψη, στο σώγαμπρο Bernard Kouchner με τις διάφορες Μπίζνες Καλά Οργανωμένες, στη Ségolène Royal για τη φοροδιαφυγή της. Μπορούμε πλέον να προσθέσουμε και τον François Hollande, που στα απομνημονεύματα της πρώην ερωμένης του Valérie Trierweiler παρουσιάζεται να έχει περιφρόνηση για τους φτωχούς που αποκαλούσε σύμφωνα με τη συγγραφέα ξεδοντιάρηδες (les sans-dents). Τα απομνημονεύματα της Trierweiler Merci pour ce moment παρουσιάζουν γενικότερα τον Γάλλο Πρόεδρο ως τυπικό χαβιαριστερό: Έναν άνθρωπο με εκλεπτυσμένο ουρανίσκο που δεν ανέχεται τα γεύματα ή φαγητά που δεν είναι ό,τι πχοιοτικότερο έχει να προσφέρει η γαλλική γαστρονομία, έναν άνδρα που περιφρονεί την ερωμένη του για την ταπεινή κοινωνική της καταγωγή και την απατά με την Julie Gayet όχι μόνο επειδή η τελευταία ήταν ηθοποιός και τρελό μουνέτο, αλλά και επειδή ήταν ταξικώς αρχοντομούνα καίτη πουτανάκι, όλα αυτά ενώ ταυτοχρόνως έκανε μεγαλόστομες δηλώσεις για τα σοσιαλιστικά του πιστεύω τα οποία μάλλον τα είχε ως μια μορφή ψαγμενιάς όχι και τόοοσο διαφορετικής από τα εκλεπτυσμένα εδέσματα και ποτά.
Αναφέρθηκα εκτενώς στα γαλλικά παραδείγματα για τον λόγο ότι διαμορφώνουν νομίζω τρόπον τινά ένα πρότυπο χρήσης του όρου. Στα γαλλικά ο όρος αναφέρεται κυρίως σε σοσιαλιστή, όχι και τόσο σε καθαυτό κομμουνιστή ή ριζοσπαστικό σοσιαλιστή. Ο χαβιαριστερός είναι de gauche, είναι της Αριστεράς γενικώς και αορίστως, αλλά μην τον πάρετε και για κανέναν κομμουνίσταρο. Ένα κύριο χαρακτηριστικό του χαβιαριστερού είναι νομίζω ότι θέλει πρώτη ποιότητα σε όλα του και αυτό αφορά και στα φαγητά που τα θέλει σπάνια κι εκλεπτυσμένα, και στη σεξουαλική του ζωή όπου διάγει βίο bon viveur, και μέσα σ' όλα θέλει να έχει και τις πιο ψαγμένες πολιτικές ιδέες και θέσεις, οπότε επιλέγει να είναι σοσιαλιστής που ακούγεται πιο επιπέδου. Εν ολίγοις διαλέγει την Αριστερά με παρόμοια κριτήρια που διαλέγει και το χαβιάρι, ως κάτι το ταυτόχρονα ποιοτικό και εξωτικό.
Πάμε τώρα στη μεταφορά στην Ελλάδα. Κατ' αρχήν, ένας συνοπτικός ορισμός της χαβιαριστεράς φέρεται να έχει δοθεί από τον γνωστό σλανγιώτατο Κώστα Ζουράρι.
Για όσους δεν ξέρουν τον όρο Gauche caviar κατά τον κυβερνητικό βουλευτή Ζουράρι, χαβιαροαριστερά σημαίνει «γκλαμουριάρικη ζητιανιά της εξουσίας»! (εδώ).
Τώρα, η εντύπωση που έχω είναι ότι στην Ελλάδα ο όρος χρησιμοποιείται περισσότερο εναντίον των εξής: α) Αυτού που ονομάζουμε Πολιτισμική Αριστερά κατ' αντιδιαστολή προς την καθαυτό Αριστερά (να την πούμε κομμουνιστική;) που είναι περισσότερο οικονομοκρατική, ταξική και εντέλει μαρξιστική. Η πολιτισμική Αριστερά υπερασπίζεται δικαιώματα, λ.χ. μειονοτήτων, ομοφυλοφίλων, προσφύγων, δεν μπαίνει όμως στο βάθος της ταξικής διάστασης των προβλημάτων, αλλά μένει σε ένα επίπεδο πολιτισμικού εποικοδομήματος. β) Σχετικοάσχετα, χρησιμοποιείται από ορισμένους αριστερούς οι οποίοι είναι φιλικοί προς τον (όπως θέλετε πείτε το) πατριωτισμό ή εθνικισμό ή ελληναρισμό και οι οποίοι κατηγορούν ως χαβιαριστερούς την Κοσμοπολίτικη Αριστερά ή την διεθνιστική Αριστερά με την αφηρημένη έννοια. Τους προσάπτουν ότι είναι εθνομηδενιστές και, εδώ είναι το κρίσιμο, ότι δεν νιώθουν τις ευαισθησίες του πραγματικού λαού, του λαένιου λαού, μέσα στις οποίες μπορεί να περιλαμβάνονται και στοιχεία, όπως το να είναι κανείς ελληναράς (με την αριστερή έννοια) ή η ορθόδοξη πίστη μας, τα ήθη και έθιμα του τόπου και τα ρέστα σημαιούλες. Οι χαβιαριστεροί κατηγορούνται συναφώς ως άνιωθοι, ως αποκομμένοι από το λαό, ως προτιμώντες το χαβιάρι από το ψωμί, το σουβλάκι και το Γιάνη Βαρουφάκη, και εντέλει ως παραχωρούντες όοολα τα παραπάνω στη Χρυσή Αυγή και τα δεξιά εθνίκια, ως μη έδει. γ) Επίσης χρησιμοποιείται εναντίον ντεκαφεϊΚνέ κεντροαριστερών, οι οποίοι αν και αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί, στην ουσία είναι κατά τους χρησιμοποιούντες την έκφραση στην καλύτερη φιλελέφτ, αριστεροφιλελέδες, χιπστέρια, ενώ στη χειρότερη πασοκόψυχοι χιπστεροναζί σοσιαληστές. Νομίζω ὀτι περισσότερο εννοείται με την έκφραση το α), μετά το β) και μετά το γ).
Βεβαίως μπορεί να χρησιμοποιηθεί και εναντίον οποιουδήποτε διάγει χλιδαίο βίο προδίδοντας τις αριστερές αρχές. Ορισμένα παραδείγματα ακόμη:
Got a better definition? Add it!
Ο όρος αναφέρεται στον ανθρώπα-ταγάρι, κάτοικο του βλαχοδουκάτου, που συνδέεται με βαθειούς οσφρητικούς δεσμούς με την ξινίλα. Είναι δηλαδή ο βλαχοξινιόλας. Γράφεται με υ, αλλά και με ι και φυσικά προέρχεται από το δροσιστικό -πάλαι ποτέ βουκολικό- ποτό, ξινόγαλα.
-Συγνώμη κυριε ποιος ειστε και τι θετε?? :-P
-Ο γαλατας...!
-Ο ξινόγαλος είσαι, αλλά ας μη το κάνουμε θέμα..
-ΑΣΤΑΔΙΑΛΑ μαρη που θα με πεις και Ξυνογαλο!!
-ΕΙΣΑΙ ΜΩΡΗ ΞΙΝΟΜΑΡΙΑ
-σκατα να φας!!
-ΓΟΥΣΤΑΡΩ
-το ξερω ... σκατιαρα!!
-Μου'φτιαξες τη μέρα
Όμως έτσι λέγονται και οι Θεσσαλοί, όπως με τρυφερότητα φαίνεται στο 4ο παράδειγμα.
Είναι & κάτι άτομα που όλα τους πειράζουν ... ξυνόγαλοι ... (εδώ)
Πολύ δυνατός Έλληνας ο @EUROTSOPANIS τραχανοπλαγιάς Ξυνόγαλος, ούτε ξέρει τι του γίνεται, είναι στο μοτίβο "είπα-ξείπα χέζω την παρόλα μου". (εδώ)
Καλά έκανε κι ευχαρίστησε και τον Καμμένο. Ο μόνος που τον στήριξε. Όχι σαν τις κακιασμένες τσούχτρες, τους ξινόγαλους τους άλλους.
-Κι όπως λέμε εμείς οι θεσσαλοί, υπάρχουν οι χαζοί, οι μισοχαζοι αλλά οι χειρότεροι είναι οι χαζομισοχαζοι. Beat that Einstein
-πατρίδα ρε κ ας είμαστε κ ξινόγαλοι!! (εδώ)
Got a better definition? Add it!
Αυτός που τρώει σουβλάκια, το λέει κι η λέξη. Καθ' εαυτό το να τρως σουβλάκια 'ν'ν' κακό..., μόνο κάπως παχυντικό και ανθυγιεινό. Η έκφραση, όμως, χρησιμοποιείται ως εθνικό αυτοφαυλιστικό για να χαρακτηρίσει τον κλασικό τον μαλάκα τον Έλληνα. Η σουβλακοφαγία θεωρείται ως ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του ελληνικού λαού κι έτσι όταν θέλουμε να αυτοβριστούμε ή να αποδεχθούμε στερεοτυπικές βρισιές άλλων για εμάς, θα αναφερθούμε σε έναν Έλληνα σουβλακοφάγο, φραπέλληνα / φραπεδέλληνα, τσιφτετέλληνα κ.τ.ό. Ο σουβλακοφάγος είναι, λοιπόν, ο Ελληνάρας, που, όπως ορίζεται προσφυώς από σύσσλανγκο, έχει «μπυροκοιλιά, αξύριστο του βρομιάρη, αθλητική εφημερίδα παραμάσχαλα, φραπέ στο χέρι και κωλοχωρίστρα τριχωτή που φαίνεται κατά τη διάρκεια της επίκυψης ή και χωρίς αυτήν». Βρωμάει αντρίλα, αρχιδίλα, ματσίλα που μπορεί να καταντήσει τουματσίλα. Όπως, όμως, και ο Lumberjack των Monty Python μπορεί να επιφυλάσσει εκπλήξεις ως προς τον σεξουαλικό του προσανατολισμό (όντας όντως σουβλακοφάγος).
Η λέξη ασφαλώς μπορεί να σημάνει απλώς κάποιον που του αρέσουν τα σουβλάκια χωρίς άλλη κονοτέησιο.
Είσαι τίμιος σουβλακοφάγος γιατί αν και το τρως μπασταρδεμένο, έχεις απλά αποδεχθεί την μετεξέλιξη του σουβλακιού. (Τι άνδρας είσαι ανάλογα με το τι σουβλάκι τρως).
Και βεβαίως αποτελεί το παρατσούκλι ειδικά του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή (ανηψιού) στον οποίο αναφέρονται και τα περισσότερα αποτελέσματα του γούγλη. Ως πολιτικό παρατσούκλι βγάζει χάρη στο -φαγος, κάτι το ένδοξο εθνικιστικό, όπως λέμε Τουρκοφάγος, Βουλγαροκτόνος κ.τ.ό., μόνο που ο εν λόγω καθαρίζει απλώς σουβλάκια.
Got a better definition? Add it!
Οι τόσο αφύσικα, τεχνητά κίτρινες προτηγανισμένες πατάτες των εστιατορίων, που οδηγείσαι να πιστέψεις ότι μάλλον έχουν κατασκευαστεί από ψόφια καναρίνια, ανακυκλωμένες λεμονόκουπες... , αφού και η γεύση τους μόνο πατάτα δεν θυμίζει...
- Με πήγε σ'ένα άθλιο fast food κι άρχισε να τρώει κάτι θλιβερές κιτριτάτες... Μ'έπιασε ναυτία...
Πηγή: Πλαθολόγιο , εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά
Got a better definition? Add it!
Με τι αρχίδια, με τι μούτρα.
Συνήθως λέγεται για να αμφισβητήσει έντονα την πιθανή επιτυχή έκβαση μιας απόπειρας ή για να αποδοκιμάσει μια πράξη που κάνει ένα άτομο χωρίς να έχει το κατάλληλο υπόβαθρο.
Βλ. και πού πας ρε Καραμήτρο;
- Λέω να πάω να την πέσω στη Λίλιαν, με γκαβλώνει πολύ.
- Με τι καρύδες ρε μαλάκα; Δεν ξέρεις ότι την κολλάει ο ρουμάνος; Θα σου γαμήσει τα ράμματα άμα το μάθει!
- Κοίτα το τρίμπαζο τι φοράει...
- Καλά με τι καρύδες φοράει και κολλητά ρε! Δεν της έχει πει κανένας ότι είναι 800 κιλά και μοιάζει με όρκα;
Got a better definition? Add it!
Συνήθως χρησιμοποιείται σε μορφή ερώτησης προς τον κροκόδειλα της παρέας που έχει μαζευτεί για πιώμα. Κάθε φορά που αυτός "ξεχνιέται" να γυρίσει το τσιγάρο, ρωτάμε ειρωνικά "Σάμαλι;", εννοώντας "μήπως θες να σου φέρουμε και κάνα γλυκάκι;". Προέρχεται από τη συνήθεια των χασικλήδων να τρώνε γλυκό μετά το κάπνισμα, αφενός για τις λιγούρες, αφετέρου για να πάνε κάτω τα ζαφείρια και να φύγει η πικρίλα του μαύρου από το στόμα.
Συναντάται κυρίως στη βόρεια Ελλάδα.
-...PΗFFFFFiiiiFFFFF.......PΗFFFFFFOuOuOuOuFFFFF....PΗFFFFFiiiiFFFFF.......PΗFFFFFFOuOuOuOuFFFFF
- Σάμαλι;
- Άραξε ρε φίλε δυο τζούρες έκανα!
- Έλα να γυρνάει..
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Πετάω σε κάποιον γιαούρτι, συνήθως στη μάπα του. Συνήθως το θύμα είναι κάποιο γνωστό πρόσωπο (π.χ. πολιτικός) που δε χωνεύει κάποιος.
Ο Ψωμιάδης γιαουρτώθηκε και μετά τραγούδησε Καζαντζίδη για να βγάλει τον πόνο του.
– Το πρώτο τραγούδι ήταν «θα κλάψω πικρά μα θα ξεχάσω με τον καιρό, καινούργια ζωή θα χαράξω να μην πονώ».
Το επόμενο ήταν «πέφτουν τ’ άστρα μες στη λασπουριά».
– Ήταν τόσο το πάθος και η συναισθηματική φόρτιση του Πανίκα, που δεν αντιλήφθηκε τις σπόντες των εσωκομματικών του αντιπάλων που αμφισβήτησαν τα ιερά και τα όσια του με το άσμα «έχεις κορμί αράπικο και μαύρα μάτια πλάνα, η μάνα που σε γέννησε θα ήτανε τσιγγάνα».
πηγή: www.epohi.gr
Got a better definition? Add it!