Further tags

  1. Η αιμορροΐδα (στα πελοποννησιακά ιδιώματα), άλλως ζοχάδα.

  2. Η τσαντίλα, ο μεγάλος εκνευρισμός.

Παράγωγα: τζοχαδιάζομαι, τζοχάδας /-α, τζοχαδιακός /-ιά

  1. Πάλι τζοχαδιάστηκες με το τίποτα, ρε ηλίθιε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμφανίστηκε στον μεταπολεμικό Πειραιά και συγκεκριμένα στις περιοχές της Β' Πειραιά, όπου πολλοί οίκοι ανοχής είχαν μια ιδιαιτερότητα: διέθεταν μεσοτοιχία με τρύπα από όπου ο κώλος της γυναίκας ήταν προσβάσιμος στον άνδρα. Εξ ου και κωλάδικο.

Τα αίτια του φαινομένου ανάγονταν στην φτώχεια που ανάγκαζε πολλές γυναίκες να εκδίδονται ακόμα και αν δεν ήταν επαγγελματίες. Για να μην αναγνωρίζονται όμως και για να μην στιγματιστούν ως «πουτάνες» κρύβονταν πίσω από τον τοίχο, αυτά σε εποχές που η φτώχεια και η ανέχεια κυριαρχούσε στα λαϊκά στρώματα.

Στην συνέχεια η λέξη άλλαξε χαρακτήρα αφού την χρησιμοποιούμε για περιγράψουμε ένα μπαρ χαμηλού επιπέδου όπου γυναίκες κάνουν βίζιτες.

  1. Σιγά μην πάω εκεί, αυτό είναι κωλάδικο!

  2. Έχει μια Ρωσιδούλα στο κωλάδικο που πήγα χθες με τον Νίκο, σκέτη κάβλα!

Βλ. και τσιμπουκότρυπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σχισμή του κώλου όταν αυτή εξέχει από μισοκατεβασμένο παντελόνι και εμπνέει για την κλασική φάρσα «κάρφωμα-μολυβιού-ανάμεσα-στα-κωλομάγουλα».

- Τον μαλάκα τον Γιάννη, πάλι ξέχασε να βάλει ζώνη.
- Και δεν χαίρεσαι ρε μαλάκα; Βρήκαμε μολυβοθήκη!

(από Galadriel, 01/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για μια «ιδιαίτερη» σεξουαλική στάση κατά την οποία ο ένας χμμμ... ποπός ακουμπήσει (και φιλάει) στενότατα στον άλλον (και προφανώς όχι γιατί έχουν καιρό να ειδωθούν) κυρίως χρησιμοποιούμενο από τους ομοφυλόφιλους. Η αντίστοιχη στάση στο λεσβιακό σεξ είναι ο λεγόμενος τριβαδισμός, κοινώς το πλακομούνι.

- Πως τον βλέπεις τον κωλαρά μος; Τελικά πρέπει να είναι μεγάλη αδερφάρα ο τύπος έτσι;
- Ωωω μόνο; Στα πλακοκώλια έχει master!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνί. Από το παλιό σλόγκαν διαφήμισης του προϊόντος «ό,τι καλύτερο για τον άντρα». Ασφάλουσλυ, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τον κώλο.

- Μου προσέφερε το Axe της.

Από το ΤΕΙ Μάρκετινγκ Ιεράπετρας (από poniroskylo, 28/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και κωλοφεράτζα . Επιρρηματικό κατηγορούμενο του τρόπου: Χρησιμοποιείται με το ρήμα παίρνω + αντικείμενο + κωλοφεράτζα.

Εκ του κώλος + φεράτζα (αγνώστου ετύμου).

Έχει σεξουαλικές παρά φύσιν προεκτάσεις και εις την παθητικήν φωνήν απεικονίζει κάποιον που τρέχει ενώ τον γαμούν καθ' οδόν (!)

Σημαίνει νικώ κατά κράτος και μτφ. γαμώ.

Συνώνυμα: παίρνω σβάρνα, πάω κάποιον γαμιώντας, πάω κάποιον πίπα κώλο (εμπλοκή) κ.τ.λ.

Έπαιξε χτές ο γαύρος με το βάζελο και τον πήρε κωλοφεράτζα. 3-0 παρθένα! Δε σταυρώσανε σέντρα, τα τσουρέκια. Τζίγγερ πούλο!

Βλ. και παραμάζωμα (παίρνω κάτι/κάποιον)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως γιγνώσκουν οι αφοσιωμένοι αναγνώσται τοιαύτου διδικτυακού τόπου, η είσοδος εις οινοπνευματοποτεία δι’ ομοφυλόφιλους (κοινώς γκέι μπαρ) γίνεται μετ' επιδείξεως διαπουστευτηρίων.

Αλλά ποία εστί η διαδικασία; Μα εννοείται ότι ακολουθείται το... πρωκτόκωλο! Ήτοι χοντοθεραπεία, κωλοβυθοσκόπηση κτλ.

Φίφης: «Εχθές φίλτατε έγινα δεκτός εις λέσχη αποκλειστικά δια γκέϊ!»

Καυλαγόρας: «Ωχχχ... καιαι... τι έγινε;»

Φίφης: «Ε ως γνωστόν ετηρήθη το πρωκτόκωλο: εμετάβην δια χοντοθεραπείαν αρχικώς, ύστερα επροέβην εις κατανάλωσιν Cosmopolitan και μετά συνευρέθην μετά του Αμπτούλ και του Γιουσούφ Χαμίτ!»

Καυλαγόρας: «Ωω μ' εαυτόν κίναιδε (Πω ρε πστ μου) !!»

Φίφης: «Με εφώναξες;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κώλος στα Γιαννιώτικα. Πιθανότατα εβραϊκής καταγωγής, από την παλιά παροικία των εβραίων του παζαριού της πόλης, που ξεκληρίσανε οι Ναζί.

Θα κάνω τον τάχα σου να στενάξει !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χτύπημα στα καπούλια.

phgorapizzzmata legontai aytes oi fapes
Ο χρήστης EktoRRR λέει:
pouli diegertikes
Ο χρήστης EktoRRR λέει:
ki otan o kwlos exei psaxno
Ο χρήστης EktoRRR λέει:
palletai

Του Λουί Μαλτέστ, σηκωμένο από την αγγλική Γουικιπίντια. (από vikar, 19/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό και ως πιο βρωμερό μέρος στο σώμα του άνδρα.

Πρόκειται για την περιοχή ανάμεσα στο πέος και τον πρωκτό και, ειδικά το καλοκαίρι, χρειάζεται ειδική περιποίηση με το σφουγγάρι στο μπάνιο.

Eντάξει ρε μλκ, δεν της είπα να με φιλήσει και στη συνδεσμολογία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified