Selected tags

Further tags

Κλητική προσφώνηση που χρησιμοποιείται (λ.χ. από Βράστα και Κνάσο) σε συμφραζόμενα ελαφράς επιτίμησης ή συναδελφικής αλληλεγγύης (frappernité).

Vrastaman: By the way, στην Ευροβίζιον Τουρκία! Το είδατε το Λίλιαν που θα κατεβάσουν, ωρε κλεφτόπουλα;;; Εδώ.

Του (α)ιδ(ο)ίου: Knaso που χάθηκες ωρε κλεφτόπουλο; Εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περίεργη λέξη με πολλές σημασίες. Επίρρημα.

Στον Βόλο και στην ευρύτερη περιοχή λέγεται ακόμα και σήμερα με τη σημασία πράγματι, όντως.

Στη Μεσσηνία και στην Αρκαδίασημαίνει παρά ταύτα.

Άλλος το δίνει τέλος πάντων από το αραβοτουρκ. akibet (συνέπεια, αποτέλεσμα).

Στην Αχαΐα το λένε για το επιτέλους ή το ντε και καλά.

Στην Αιτωλοακαρνανία (βλ. παρ. 3) μπορεί και να έχει την έννοια ήδη.

Τη λέξη αναφέρει και ο Μακρυγιάννης.

και ναι, δεν είναι σλανγκ...

  1. Δεν ακούς, σου είπα ότι θα σπάσει εκεί όπου το έβαλες και ακουμπέτι έσπασε!

2, Ακουμπέτι, να μην τα πολυλογούμε και για να μη βαρυγκομάς, για όλα τούτα, Βεζύρη μου, έχεις, στ' αλήθεια, άξιο πιά, για το Γριπονήσι αρματολό...
«Το χρονικό μιας Μικρής Πολιτείας κι ενός Μεγάλου Ήρωα», Γ. Παπαστάμου

  1. Τι επάθανε οι ερμαδιακιές και δε γεννάνε, δεν ξέρω. Εφάγανε ακουμπέτι ούλο το αραποσίτι, εγιομίσανε τον τόπο κοτσιλιά και αυγό μπίτι.
    Δρυμώνας, Αύγουστος 2009, τοπική εφημερίδα, Βασίλειος Η. Σκανδαλής

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφερόμαστε λιγότερο στον ήρωα της εθνικής παλιγγενεσίας Οδυσσέα Ανδρούτσο και περισσότερο στις ανδροπρεπείς λεσβίες, σε αυτό, δηλαδή, που στα Χανοχώρια ονομάζουμε butch, ήτοι τον ένα πόλο όσων λεσβιακών σχέσεων έχουν και καλούα butch & femme χαρακτηριστικά.

Υποτίθεται λαδή ότι σε κάποιες λεσβιακές σχέσεις (ασφαλώς όχι σε όλες) η μία γυναίκα αναλαμβάνει τα παραδοσιακώς αντρικά χαρακτηριστικά (butch, αγγλιστί), ενώ η άλλη τα παραδοσιακώς γυναικεία χαρακτηριστικά (femme). O όρος butch πιθανώς προέρχεται από το αγγλικό butcher= χασάπης, χρησιμοποιήθηκε σε κάποια περίοδο για να δηλώσει το σκληρό αντράκι, χαμίνι, τον ζόρικο τυπά, πρβλ. Butch Cassidy, ενώ από την δεκαετία του 1940 απέκτησε στα αγγλικά την σημασία της ανδροπρεπούς λεσβίας. Ο όρος femme προέρχεται από την γνωστή γαλλική λέξη για την γυναίκα, αλλά κυρίως στα αγγλικά έχει συσχετιστεί με τον όρο butch ως έτερος πόλος του.

Περιττό να είπωμε ότι παρόμοιοι όροι εκλαμβάνουν τις λεσβιακές σχέσεις με όρους φις - πρίζα, και έτσι τις αποστερούν από την ιδιάζουσα γοητεία τους που έγκειται ακριβώς είτε στην εναλλαγή των ρόλων είτε στην εν γένει απροσδιοριστία τους. Πρόκειται δηλαδή για έναν φαλλογοκεντρικό τρόπο να εκληφθούν οι λεσβιακές σχέσεις, που ακριβώς λόγω του ότι αναπαράγει τα πατριαρχικά και στρέιτ στερεότυπα σε σχέσεις που επιχειρούν να τα υπερβούν, επιβιώνει συντηρητικώς στην γλώσσα, και δη την αργκοτική (που συχνά είναι συντηρητικότατη παρά την εντύπωση για το αντίθετο). Στα ελληνικά δεν έχουμε έναν αδιαφιλονίκητο τεχνικό όρο, όπως το αγγλικό butch. Πιο κοντά σε τεχνικό όρο φαίνεται να είναι το νταλίκα (το οποίο πανηγυρίζεται και από τις ίδιες τις λεσβίες), ενώ κάποιες πιο ασθενείς μεταφορές περιλαμβάνουν τα νταλικέρης, φορτηγατζής, σουγκλάκος κ.ά., που ακριβώς λόγω του ότι αποτελούν ασθενείς μεταφορές μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για στρέιτ γυναίκες που αντροφέρνουν διεκδικώντας παράλληλα το να είναι γκόμενες σε στρέιτ αντρικά μάτια. Επίσης, συνώνυμα είναι τα αρσενικιά και αρσενίκω, ενώ τα δίπολα λέσβω / λεσβόγκα- λεσβάκι και σβόγκα- σβάκι (με σλανγκική αποκοπή) ενδέχεται να περιγράψουν butch- femme κατηγοριοποιήσεις. Το αντρούτσος είναι λιγότερο τεχνικό και συνηθισμένο από το νταλίκα, ωστόσο λέγεται και μάλιστα αποδίδει πλήρως την θεωρούμενη ανδροπρέπεια της τζιβιτζιλούς με μάλλον σκωπτική διάθεση, ενώ, αντιθέτως, το αντράκι διαθέτει μάλλον θετικό πρὀσημο, όπως παρατηρείται εδώ.

Πάντως, ακόμη κι αν για λόγους κορεκτίλας πετάξουμε τον όρο αντρούτσος από την πόρτα, μπορούμε να τον επαναφέρουμε από το παράθυρο χωρίς να θιγούν οι κορεκτιλάτες ευαισθησίες, και αυτό τουλάστιχον με δύο τρόπους:

  1. Η γυναίκα- αντρούτσος μπορεί να επανεκδραματίσει μια παλιότερη τραυματική στρέιτ σχέση που είχε η ερωμένη της, τώρα όμως ως θετική εμπειρία. Ήτοι το θυματοποιημένο πλην τίμιο σβάκι ενδέχεται να έχει μπλοκαριστεί από το να κάνει σχέση με άντρα, λόγω της βάναυσης συμπεριφοράς προηγουμένων εραστών- θυτών της (ενίοτε ακόμη κι από το οικογενειακό περιβάλλον της!). Ο αντρούτσος θα αγρεύσει τις ερωμένες της μεταξύ παρόμοιων ευαίσθητων would-be σβακίων, υποδεικνύοντας είτε και με λόγια, είτε μόνο αντιστικτικώς μέσω της άψογης συμπεριφοράς της, ότι «όλοι οι άντρες είναι γουρούνια» και το μη χοίρον βέλτιστον, «πούτσος καλός μόνο πλαστικός» και τα ρέστα δονητάρια.

Γιατί «μες στο τεράστιο σώμα της είχε μια αθώα καρδιά» ο αντρούτσος μας. Αυτό που την χαρακτηρίζει είναι ο σεξουαλικός αλτρουισμός, δηλαδή και η διάθεση και το know-how για να διαβεί ατραπούς ηδονjής πρώτα και κατεξοχήν το σβάκι, και δευτερογενώς η ίδια. Το οποίο έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση με την μπρουτάλ εγωιστική συμπεριφορά των αρσενικών, με τους οποίους ο αντρούτσος μόνο εμφανισιακά (και όχι ορμονικά) ομοιάζει. Ενώ δηλαδή η γυναίκα αντρούτσος θα έχει κάποια παραδοσιακώς αρσενικά χαρακτηριστικά, όπως το να είναι ιππότης, να είναι προστατευτική, να δίνει σημασία στην ερωμένη, να την «τρώει με τα μάτια», να επιμένει να γνωρίσει το σβάκι καινούργιους τόπους και εμπειρίες σε όλο το φάσμα της ζωής, δρώντας ως Πυγμαλίων, αυτό που την διαφοροποιεί από τον άντρα εραστή είναι ακριβώς το επίμαχο σημείο, το κρεβάτι, όπου ο αντρούτσος, θα απαρνηθεί την ιδιοτέλεια, θα κάνει προκαταρκτικά όσο μια ταινία Αγγελόπουλου (με καθαρό χρόνο και όχι συμπεριλαμβάνοντας τις πίπες), δεν θα κοιμηθεί μετά κ.τ.ό., ενώ πέρα από την διάθεση, θα έχει και την τεχνογνωσία για να ευχαριστήσει καυλύτερα την σύντροφὀ της. Ο σύνολος συνδυασμός ανδροπρέπειας και ευαισθησίας θα κάνει το σβάκι να αναγνωρίσει ότι «ένας άλλος εραστής είναι δυνατός και τον θέλουμε» και μέσω αυτής της αισίας επανεκδραμάτισης θα λυθούν ίσως τα όποια τραύματα είχε από προηγούμενες σχέσεις με άντρες.

  1. Ο αντρούτσος- butch μπορεί να περιγράφει όχι μια φις - πρίζα πάγια δομή μιας σχέσης, αλλά έναν περιστατικό ρόλο που μια λεσβία αναλαμβάνει στο πλαίσιο ενός role-playing (που λέμε και στα Τζιβιτζιλοχώρια). Πρόκειται δηλαδή περισσότερο για ένα στερεότυπο εμφάνισης, που η λεσβία ιδιοποιείται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ταυτίζεται παγίως μαζί του στο κρεβάτι ή στην υπόλοιπη συμπεριφορά. Ως εμφάνιση το butch αντρουτσοειδές στυλ είναι αρκετά συχνό.

Ένας αναγεννησιακός αντρούτσος είναι μηλαρού με τραγιάσκα (δόκιμη ή και μεταφορική), έχει προγούλι- διπλοσάγονο, και ντύσιμο αγγλάρα Tomboy από το Manchester, κατεβάζει μπυρόνια και περιπτερόμπυρα, είναι δε πάντα σε ετοιμότητα να παίξει ξύλο ένεκα η αγαπημένη της. Επίσης, διακρίνεται για μια συμπεριφορά αγοριού- εφήβου παρωχημένων δεκαετιών, λ.χ. δίνει ρέστα στο ποδοσφαιράκι και δη το κοκορέτσι. Βοηθάνε και οι μικροαστικές ή καυλύτερα οι προλεταριακές πολιτικές τοποθετήσεις.

Κυκλοφορεί, όμως, και σε διανοουμενέ στυλάκι με κοντοκουρεμένο αγορίστικο μαλλί, κομψό κυριλέησον ντύσιμο και ατάκες- ψαγμενιές λατέρνατιβ υπερκουλτουρίασης.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι η και καλούα αντρική επιμονή του αντρούτσου να κάνουν συνέχεια σεξ, επειδή δεν αντέχει να την βλέπει και καυλώνει, και η χρήση προσποιητά χυδαίων εκφράσεων γύρω από το σεχ, που όμως σε κάποια περίφτωση δεν αίρουν τον σεξουαλικό αλτρουισμό της. Αντιστοίχως, το σβάκι επιδεικνύει συμπεριφορά τρομερής προσκόλλησης στον αντρούτσο της, και ακόμα κι όταν αυτή είναι καταπιεστική και την κακομεταχειρίζεται (για χάρη του παιγνίου ρόλων), το σβάκι την υποστηρίζει έναντι των επικριτικών ματιών τρίτων, επιδεικνύοντας μια για τους έξω παράλογα ηρωική επιμονή, όπως υποτίθεται ότι δείχνουν οι πουτάνες για τον νταβατζή τους, ή κάποιες στερημένες γυναίκες για αυτόν που τους πήρε την παρθενιά και ταλιμπάν.

  1. Ουουουυυυ τι να σου πω κούκλες είναι.....
    φυσικά αυτές οι θεές που βλέπεις σε τσόντες μόνο λεσβίες δεν είναι, αν δεις καθαρόαιμη λεσβία θα καταλάβεις τι εννοώ. Φορτηγατζής ένα πράμα, πολύ κοντό μαλλί, χοντρές κλπ κλπ. Και ούτε να δουν άντρα...
    Φαντάσου το αντίστοιχο της κραγμένης σε γυναίκα όμως, δηλαδή αντρούτσος. (Εδώ).

  2. Η άλλη ήταν εντελώς str8 πριν από αυτή τη σχέση όμως άμα τη δεις είναι ένας αντρούτσος με τα όλα του και αν εξαιρέσεις το μίσος της για τις λεσβίες κατά τα άλλα δεν είχε πρόβλημα π.χ. να φιλιέται δημοσίως. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να τονίσουμε την τάση ενός ατόμου να προδίδει. Το καρφί, ο δοσίλογος.

- Του είπα τι έγινε χθες και το μοιράστηκε με όλο τον κόσμο ο Αρτέμης Μάτσας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο προδότης, ο χαφιές.

Αρτέμης Μάτσας σε ταινίες Β' ΠΠ: -Παραδώστε τα όπλα σας, οι Γερμανοί μας αγαπούν, είναι φίλοι μας.

- Μη πεις του Μάτσα οτι ξενοπηδάω γιατί θα με δώσει στη δικιά μου.

(από Τσακ εις την μέσην, 12/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βλάκας. Αυτός που δεν του κόβει. Χρησιμοποιείται όταν δε θέλουμε να καταφύγουμε σε χυδαίες εκφράσεις εναντίον κάποιου.

Τι λέει ο αστραπόγιαννος;

Αστραπόγιαννος (από GATZMAN, 02/06/10)

Χαρακτηρισμοί με κύριο όνομα για συνθετικό: αστραπόγιαννος, βιαστικοθοδώρα, βουβαντώνης, γερολάζαρος, γυναικοθόδωρος, λωλοστεφανής, μαλακαντρέας, μαλακαντώνης, μουγγοθόδωρος, ντελημπάσχος, ντελήσαββας, παστρικοθοδώρα, στραβόγιαννος, τρελαντώνης, τρεμολάζαρος, τρομπογιώργης, τρυπαντωνάκης, ψευτοθόδωρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρηλόντεντ παραλλαγή του πάλι ποτέ βάστα Ρόμμελ!, προσαρμοσμένη στα χρόνια τση μνjημονιακής χολέρας.

Χρησιμοποιείται αφενός από μνjημονιακούς (που αναπροσδιορίζονται μεταρρυθμιστές) όταν πανηγυρίζουν επειδή θεωρούν ότι οι μνjημονιακές «μεταρρυθμίσεις» αποδίδουν καρπό (όταν δεν αποδίδουν λόγω συντεχνιακών πιέσεων το γυρίζουν στο πιο σκληρό Μέρκελ, τράβα την πρίζα!) Και αφεδύο από είρωνες αντιμνjημονιακούς, σε βάρος της επονομαζόμενης κατοχικής κυβέρνησης.

Δράττομαι τση ευκαιρίας να πανηγυρίσω το τέλος του μνjημονίου (είτε με εντολή Σαμαρά, είτε επειδή θα το σχίσει ο Αλέξης) με ένα σλανγκαπάνθισμα σλανγκισμώνε, εκφράσεων, λολοπαιγνίωνε και ξύλινης και μη νεογλώσσας που εν πολλοίς αγνοούσαμε πριν ο Γ.Α.Π. εκφωνήσει το κύκνειο άσμα του στο Καστελόριζο:

  • αγανακτίστας: κύκνειο λήμμαν του Ζανουάρ για τους νοικοκυραίους που με ιαχές τ. εεε...ωωω..πάρτε το μνjημόνιο και φύγετε από δω (Ουστ!), δεν πληρώνω δεν πληρώνω, το ελικόπτερο και πουλ, απάλλαξαν τον μελαγχολικό Τζέφρι από τα δυσβάσταχτα καθήκοντά του.
  • αγορές: το μνjημονικό Ιερό Δισκοπότηρο, εκεί που πασχίζαμε να καταλήξουμε ώστε πάλι με χρόνια και καιρούς να δανειζόμαστε όπως παλαιά.
  • αλλαγή νοοτροπίας: να πάψουμε δηλαδή να φερόμεθα ως κλασικοί Έλληνες μαλάκες αλλά ως Ολλανδοί. Έχει και τα καλά του πάντως, οι γκόμενες θα πληρώνουν τον μισό λογαριασμό στη ταβέρνα και την μισή βενζίνη.
  • ανταγωνιστικότητα: εύκολο - να έχουμε μισθούς σχεδόν σαν της Σερβίας (η πικρή αλήθεια όμως είναι ότι η Σερβία δεν είναι ανταγωνιστική γιατί έχει γραφειοκρατία σχεδόν σαν την δική μας :Ρ )
  • αντιμνημονιακoί: μεταξύ άλλων, οι οπαδοί του ΣφΥΡΙΖΑ, οι Καμμένοι Έλληνες, τα χρυσά αυγά και τα στρατευμένα κουτσουμπονιάτα του Κόμματος.
  • ανυπακοή: σ.σ. δηλαδή σε ο,τιδήποτε εκτός από τα όσα προτάσσει το Κόμμα.
  • ασημικά: Αγοράζω παλιά που τραγουδούσε ο Τζορντανέλλι. Με εξαίρεση τον Ριχάρδο, κανένας διεθνής επενδυτής (q.v.) δεν έχει εισέτι σκάσει μύτη.
  • βαράω κανόνι: Βλ. Πρώτο μήδι.
  • βαρβαρότητα ή σοσιαλισμός: προσφιλές σύνθημα του ΓΑΠ
  • βαυαρότητα ή σοσιαλισμός: λολοπαίγνιοτου Τριπραλέξ στο ως άνω σύνθημα του ΓΑΠ (ως γνωστόν, πας Γερμαναράς Βαυαρός εστί).
  • γκέουρο: φρανκενδραχμή που θα αντικαταστήσει το Ευρώ σε περίπτωση γκρέξιτ.
  • γκόου μπακ: κουφάλες τροΐκανοί εδώ είναι Ελλάδα, εδώ είναι Ελλάδα, Ανατολή είμαστε όλοι αραπάδες, είμαστε όλοι αραπάδες, Τσιγγάνοι, Γύφτοι Μοϊκανοί, Μοϊκανοί.
  • γκρέξιτ: ο δραχμαγεδδών (q.v.)
  • δεν θα μας πάρεις τα καγιέν, Ολι Ρεν Ολι Ρεν! προσφιλής αντιμνjημονιακή ιαχή από τα ακριτικά Καγιενοχώρια.
  • διεθνής τοκογλυφία: η ΕΚΤ, το ΔΝΤ και η Κομισιόν που καταχρηστικά μας δανείζουν με 1,5%.
  • δουνουτάς, ΔΝΤ, δονητής: το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ως δονητάρι. Ξαπλώστε, κλείστε τα τα μάτια σας και απολαύστε.
  • δραχμαγεδδών: το γκρέξιτ (q.v.) και οι ολέθριες συνέπειές του.
  • επενδύσεις: παράδειγμα προ κρίσεως: πράσινη οικονομία, τουτατέστιν η επιδοτούμενη ανέγερση ανεμόμυλων και η πώληση προς την κρατική ΔΕΗ κιλοβάτ, με επιβάρυνση του προϋπολογισμού. Παράδειγμα στα χρόνια του Μνjημονίου: πωλήσεις δημοσίων εταιρειών ή οικοπέδων, προκειμένου να αποπληρώνονται οι διεθνείς τοκογλύφοι (q.v.)
  • εισφορά αλληλεγγύης: το χαράτσι, στην μνjημονιακή νεογλώσσα.
  • επιμήκυνση: μας επιτρέπει να πληρώσουμε €700 δις σε 20 χρόνια αντί για €100 σε δέκα. Ωσεκτουτού, επιμήκυνση του τροϊκανού πέοντα.
  • γενιά των 700 ευρώ: η σημερινή γενιά των 500 ευρώ τους αναπολεί και κλαίει.
  • η κρίση ως ευκαιρία: Το’ πε κι ο Παγκαλέων: «Το μνjημόνιο είναι ευκαιρία για τον τόπο. Είναι και ευτυχία για τον τόπο». Ειδικά εάν έχεις δικηγορικό οίκοι, εταιρεία συμβούλων, εκκαθαριστής, ο Ριχάρδος, ή οπαλάκιας.
  • ήμουν κι εγώ στην Λίστα Λαγκάρντ: το αμαρτωλό κότερο των Λαζοπουλοψινάκηδων ψωλαρμενίζει στην Βελβετία.
  • κατοχική κυβέρνηση: η λεγόμενη χούντα του σαμαροβενιζέλου, που διαδέχτηκε την επίσης κατοχική κυβέρνηση Παπαδήμ(ι)ου. #Τράγκας.
  • κόκκινη γραμμή: διαπραγματευτικά, το ασάλιωτο πρωκτικό. Στην ρεαλ πολιτίκ όμως η καλή νοικοκυρά όλα τα αλέθει.
  • κούρεμα: το συμβολικό και / ή ουσιαστικό ξεγύμνωμα ανθρώπων, θεσμών, πολιτισμών, νομισμάτων.
  • λεφτά υπάρχουν: είπε ο Τζέφρι, στέλνοντας όλους μας στις κάλτσες.
  • Μάνταμ Μέρκελ: η ευθυμοτυπικά ορθή ΣφΥΡΙΖουσα προσφώνηση τση Καγκελαρίου με το αβυσσαλέο ντρκολτέ.
  • με εντολή Σαμαρά: ο Τσακ Νόρις βρήκε τον μάστορά του στο πρόσωπο του Φον Αντωνάκη.
  • μεταρρύθμιση: τα σκληρά αλλά αναγκαία μέτρα, κολποσκόπηση και χημειοθεραπεία ένα πράμα.
  • μνjημονιακή υποχρέωση: πάσης φύσεως ακάποτο μπιφτέκωμα με εντολή Σαμαρά (q.v.).
  • μνημονιακοί: νεοφιλελέδες, οπαδοί της Νέας Δημοπρασίας και του νεοπασόκ, ΔημΑριστές, ο Βράσταμαν κ.ά. σουργελέισον.
  • νήσος του Πάσχου: νησί που ξεπουλάει από η κατοχική κυβέρνηση (q.v.) στα ξένα και ντόπια αρπαχτικά.
  • ξεπούλημα: το μπιρ παρά σκότωμα κρατικής περιουσίας σε ξένα και ντόπια αρπαχτικά. Η πικρή αλήθεια είναι ότι ελάχιστοι ξένοι επενδυτές έχουν δείξει πραγματικό ενδιαφέρον για τα ασημικά μας, έστω και σκοτωμένα.
  • οι Γερμανοί είναι φίλοι μας: λένε με θαυμασμό οι βλαχοφιλελέ και ειρωνικά οι μη.
  • οι Γερμενοί ξανάρχονται: η άνοδος τση Χρυσής Αυγής σαν συνέπεια της μνjημονιακής malaise.
  • όλοι μαζί τα φάγαμε: εμβληματική πλην ρεντουξιονιστική ατάκα του Μέγα Παγκαλέωντος.
  • πιστωτικό γεγονός: η πορδή εκείνη που θα πυροδοτούσε την χρεοκοπία και τον δραχμαγεδδώνα.
  • πορδοσάλτε: μνjημονιάκος δημοσιοκάφρος του ΣΚΑΙ. Μαζί με τον Πάσχο Μανδραβέλη (βλ. νησί του Πάσχου), το κόκκινο πανί κάθε στρατευμένου αντιμνημονιακού.
  • πουτσολήπτης: ο έχων πουστοληπτική ικανότητα στις αγορές.
  • πρωκτογενές πλεόνασμα: το πρωτογενές πλεόνασμα που για να επιτευχθεί έκανε «έτσι» το κωλαράκι μας.
  • προσαρμογή: βλ. σοκ και πέος.
  • σακάτης: o Σόϊμπλε, κακοχρονονάχει (ναπαγαμηθεί η κορεκτίλα!)
  • σπρεντ: διαφορά μεταξύ του πόσο τουρλώνει τον πρωκτούλη του ο Έλληνας για να δανειστεί, έναντι του αντίστοιχου πρωκτουρλώματος ενός Γερμανού.
  • σορτάκιας: ο αδερφός του ΓΑΠ που έβγαλε τις κάλτσες του ποντάροντας στον καταποντισμό της οικονομίας.
  • στεγνώσαμε: δεν υπάρχει σάλιο στα ταμεία όπως είπε κι ο ημέτερος Shabba Ranks.
  • τασκ φορς: τριμελής επιτροπής από πέντε-έξι τοποτηρητές τροϊκανούς με κακόηχα τευτονικά ονόματα τ. Φούχτελ.
  • τεστ αντοχής: άνευ ουσίας μείς οι Έλληνεςγιατί είμαστε λοκατζήδες. Για τους καψιμιτζήδες, υπάρχει και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
  • τραπεζοτσολιάς: άλλοτε κυριλέ επάγγελμα καταδικασμένο στην συνείδηση του λαού που ωστόσο τραβάει ζόρι λόγω αναδουλειάς και ελλείψει μπόνους κλαψ, κλαψ, σνιφ, σνιφ.
  • τροϊκανός: κύκνειο λήμμαν του Πανούλις, before Troikans were was cool.
  • Τσολάκογλου: ο Παπαδήμ(ι)ος, οι Σαμαροβενιζέλος, ο κάθε πουλημένος στην διεθνή τοκογλυφία (q.v.) δωσίλογος.
  • Φούχτελ: τεύτων ούννος επίτροπος που μας φουχτώνει τον ποπό.
  • ψαλίδι: σε μισθούς, συντάξεις, παροχές, λίμπιντο.
  • ψεκασμένος: τι μας κάνουν μάνα μου τα αρεοπλάνα των μνjημονιακών σιωνιστώνε κ.ά. όχι και τόσο δημοκρατικών δυνάμεων; Βάστα σύντροφε Καμμένε!

Τέλος, για να μην μου τη πέσουν τα σλανγκαρχίδια παραθέτω και ορισμένα παραδείγματα του Βάστα Μέρκελ!

- Βάστα Μέρκελ!! Πλήρη απελευθέρωση του επαγγέλματος των φαρμακοποιών ζητά η Τρόικα

- Οι μαυραγορίτες, από την πλευρά τους, έχοντας επιλέξει να συνδέσουν την επαγγελματική τους πορεία με την εκμετάλλευση των συμπολιτών τους, δεν μπορεί παρά να ελπίζουν σε παράταση της κρίσης και της εξαθλίωσης. Όπως και οι προκάτοχοί τους, δεν μπορεί παρά να αναφωνούν: «βάστα Μέρκελ!»

- Επί Γερμανικής Κατοχής αυτοί που έλεγαν «Βάστα Ρόμελ» ήταν οι μαυραγορίτες και το σάπιο κατεστημένο που συνέχιζε την προδοτική στάση του με πρωτεργάτες τους «συνεργάτες» των κατακτητών. Σήμερα, αυτοί που πρέπει να λένε «Βάστα Μέρκελ» είναι ο απλός λαός. Ναι, μη δίνεις τη δόση, εάν δεν βεβαιωθείς ότι δεν θα τη διασπαθίσουν τα γνωστά λαμόγια, οι σύγχρονοι μαυραγορίτες και οι συνεργάτες τους.

- ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΑ ΜΑΥΡΑ Ο ΟΣΕ (ΒΑΣΤΑ ΜΕΡΚΕΛ): για πρώτη φορά ο ΟΣΕ εμφανίζει θετικό πρόσημο στα λειτουργικά του αποτελέσματα», τα οποία έφτασαν τα 25,1 εκατ. ευρώ, αντί ζημιών -121 εκατ. ευρώ το 2010 και -282 εκατ. ευρώ το 2009

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποκαλούνται οι πολεμιστές θηλυκού γένους, οι οποίες απαρτίζουν τις σκανδιναβικές θηλυκές ορδές που κατακλείουν τα ελληνικά νησιά το καλοκαίρι, και οι οποίες βρίσκουν τρε καβλωτίκ, τον μαυροτσούκαλο και τριχωτό τύπο του νεοέλληνα.

Βεβαίως πρέπει να δώσουμε τα εύσημα στο σουηδικό σύστημα εκπαίδευσης, που εμποτίζει αυτά τα χαριτωμένα ξανθά κεφάλια (εμάς βέβαια ως φυλή, μας ενδιαφέρει το υπόβαθρο), με την έννοια του φιλελληνισμού. Διότι όλα ξεκινούν από το μυαλό.

- Τι έγινε χθες το βράδυ;
- Προσπάθησα να κρατήσω την εικόνα του έθνους ψηλά, αλλά παραδόθηκα...
- Δηλαδή;
- Αντί να τη ξεζουμίσω εγώ την Πενίλα, με ξεζούμισε αυτή. Μετά το τρίτο, αποκοιμήθηκα, και αυτή συνέχισε μόνη της.
- Γιατί δεν τηλεφώναγες ρεεεε;
- Ρε τσίσια, να βρεις την δικιά σου βίκινγκ ζουλιάρη. Ε, ζουλιάρη. Ζέχνει ο τόπος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχαίες φυλές, συγγενείς των Βησιγότθων και των Οστρογότθων αντίστοιχα, που αποσχίστηκαν από τις φυλές τους λόγω της αδιαφορίας τους για τα τσεκούρια και τους πολέμους και της παράφορης εμμονής τους για τα βυζιά και τους γοφούς (κώλους-μπούτια τα πάντα όλα) αντίστοιχα.

Έπειτα από την απόσχισή τους, καταλαβαίνετε ότι, λόγω της πολυγαμικότατης ζωής τους, αφιερώθηκαν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη στο αχαλίνωτο πήδημα και σαν φυλή αναμίχθηκε και χάθηκε. Τα γονίδιά τους όμως τα κληρονομήσαμε όλοι και σώζονται μέχρι σήμερα.

Για αυτό και χαρακτηρίζουμε σήμερα σαν Οστρογόφο κάποιον που αδιαφορεί γενικά για το μπούστο και τρελαίνεται με τις απανταχού μπουτοκωλάρες και, ανάλογα, Βυζιγότθο αυτόν που ξεφεύγει με τη θέα των βυζιών και συνήθως δεν μπορεί να κοιτάξει ποτέ μια βυζαρού στα μάτια όταν του μιλάει.

  1. - Τι θα έλεγες για μια ισπανική αγόραρέ μου;
    - Μπα είμαι ξερός Οστρογόφος, οπότε σκύψε και αρχίζω τη λίπανση.

  2. - Γεια τι κάνεις Μπάμπη;
    - Εεε, γνωριζόμαστε;
    - Ε, που να με θυμάσαι φατσικά, προχθές που μου μίλαγες για την ορειβασία μόνο τα βυζιά μου κοίταζες..
    - Σόρρυ, αλλά μπέρδευα τα όρη!

Δες και κωλάκιας, βυζάκιας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέος ή γέρος, fun της Goth μουσικής και lifestyle, που χλαπακιάζει ασυστόλως burgers, πατατάκια, πίτσες και παιδάκια με το αίμα τους, με αποτέλεσμα να γίνεται παχύσαρκος και να μεγαλώνουν τα βυζιά του. Επιμένει να φορά όμως κολλητά μαύρα και δερμάτινα και μπιχλιμπίδια και να γίνεται ρόμπα στους Goth κύκλους. Από Βισιγότθος.

- Ακούνε οι ελέφαντες Goth; - Ο Λάκης είναι, ο Βυζιγότθος.

(από xalikoutis, 02/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified