Συνουσία.
Ρήμα: φιστικώνω.
Συνώνυμο: Της ξηγήθηκα αλμυρό φιστίκι!
Ωραία κοπέλα αυτή, προβλέπω να πέσει τρελό φιστίκωμα!
Συνουσία.
Ρήμα: φιστικώνω.
Συνώνυμο: Της ξηγήθηκα αλμυρό φιστίκι!
Ωραία κοπέλα αυτή, προβλέπω να πέσει τρελό φιστίκωμα!
Got a better definition? Add it!
Τα αρχίδια στην Κέρκυρα.
- Δεν την αντέχω άλλο, μού 'χει ζαλίσει τα κολομπόκια.
Got a better definition? Add it!
Ξενέρωτη αστεΐστικη παραλλαγή της λέξης πούτσες.
Θυμόσαστε εκείνο το παμπάλαιο ηλίθιο ανέκδοτο με την έκφραση «Πίτσες από την Βιλγαρία»; Από κει είναι η λέξη. Όποιος θυμάται το ανέκδοτο θα καταλάβει καλύτερα. Επίσης μπορεί να το προσθέσει εδώ γιατί δεν το θυμάμαι.
Got a better definition? Add it!
Έχω κολλήσει με τις γκόμενες και το σεξ, σε βαθμό που δεν ασχολούμαι με τίποτε άλλο. Εξαιτίας αυτού φέρομαι προκλητικά, ίσως και πρόστυχα, στις γυναίκες.
- Άσε, από τότε που έγινε εκείνο το σκηνικό με τα δύο πιπινάκια στο πάρτι, έχω ξεμπουρδελιάνει τελείως!
- Ρε μαλάκα, πώς μιλάς έτσι στα γκομενάκια στη δουλειά; Όλο βρώμικα υπονοούμενα τους πετάς! - Δεν μπορώ ρε φίλε, έχω ξεμπουρδελιάνει τελείως, μ' έχει τρελάνει το μουνί! - Κοίτα μόνο μη φας καμιά απόλυση στο τέλος!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που έχει συνευρεθεί με γαϊδούρι (κυρίως θηλυκό) ή που κατά συνήθεια το πράττει. Εκφράζει απαξία.
Ο Μήτσος είναι στάνταρ γαϊδουρογάμης, κοιτάει τη γαϊδούρα του μες στα μάτια και λιώνει!
Βλ. και γιδογάμης.
Got a better definition? Add it!
Πουνάνι (punany ή poonani) σημαίνει αιδοίο. Είναι λέξη Ινδικής προελεύσεως - απαντάται στην Κάμα Σούτρα - και είναι δημοφιλής στους κύκλους των μαύρων του LA και των Τζαμαικάνων του Λονδίνου.
"You only love me when you want punanι!" (Από άλμπουμ του Τόμμι Λη)
"Hear me now. Riiiiide the punany. Ride the punany" (Ali G)
Do you want to smell my poonani? (Ανωνύμου)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τα αρχικά της υπηρεσίας που σήμερα ονομάζεται Ε.Κ.Α.Β., τα οποία μάλιστα είχαν τυπωθεί και σε ασθενοφόρο πριν οι υπεύθυνοι συνειδητοποιήσουν το τραγικό τους λάθος. Προερχόταν από τα αρχικά των λέξεων Κέντρο Αμέσου Βοηθείας Λεκανοπεδίου Αττικής. Όταν το κατάλαβαν το όνομα άλλαξε αμέσως.
Πάρε τηλέφωνο το Κ.Α.Β.Λ.Α. γρήγορα! Ο πατέρας σου παθαίνει ανακοπή!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Άκρως Επικίνδυνος Λόγω Παρατεταμένης Αγαμίας.
- Ρε συ, γιατί αυτή γιατί κάνει έτσι τον τελευταίο καιρό;
- Είναι υστερικιά. Α.Ε.Λ.Π.Α.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ιδιαίτερη κατηγορία γυναικών με ιδιαιτέρως μικρό στήθος (το επονομαζόμενο και «πλάκα») και με οπίσθια που δεν γεμίζουν ακριβώς το παντελόνι.
- Το είδες το Τζενάκι; Κουκλί μονάχο!
- Καλή φάτσα, δε λέω, αλλά αβύζου και ακώλου γωνία ρε παιδάκι μου.
Βλ. και κόντρα πλακέ, αβυζαλέο, το.
Got a better definition? Add it!
Τραβάω μαλακία.
Κάνω άχρηστα πράγματα, δεν είμαι συνεπής, κλπ.
- Πώς πάει ο μικρός;
- Πώς να πάει, μεγάλωσε και μου φαίνεται ότι έχει αρχίσει να τον πουλοπαίζει.
- Γιατί αργεί τόσο ο μαλάκας;
- Ξέρω γω, κάπου θα είναι και θα πουλοπαίζει.
Got a better definition? Add it!