Selected tags

Further tags

Η κουραβέλτα, όπως έδειξε το Πονηρόσκυλο εδώ, σχηματίζεται από το θέμα της ρομανί kur- (βλ. kuřipe = συνουσία, kurela = συνουσιάζομαι) και το ρήμα avel (=είμαι, γίνομαι, έρχομαι, φτάνω βλ. αβέλω). Σε αυτό προστίθεται και η ιδιαίτερα σλανγκενεργή κατάληξη -(ό)σημο και έχουμε το κουραβελτόσημο, που κατά τον Ηλία Πετρόπουλο σημαίνει επίσης τη συνουσία. Μπορεί επίσης να σημάνει ό,τι και το μπαρόσημο και το παράσημο, δηλαδή το αφροδίσιο νόσημα που κολλάει δίκην παρασήμου. Σε μία, τέλος, αστειατόρικη χρήση στο ιντερνέτι το βλέπω να σημαίνει κάτι σαν ένα φανταστικό ένσημο, που πρέπει να κολλήσει κανείς κατά τη σεξουαλική πράξη.

  1. Να οι µπράτες, να τα κουταλιάσματα, να τα ντέζια, να τα κοντροσόλια και οι τζόκες, αλλά νάκα κουραβελτόσημο. (Αποκατέ).
  2. Τελικά κλείνω το τηλέφωνο, χωρίς να του πω για την καριέρα που θα μπορούσε να κάνει εάν κόλλαγε κανένα κουραβελτόσημο από την πούλη με κανένα τσόλι! (Αποκατέ).
  3. Να επεμβει ο Κουτρουμανης , να επιβαλει κουραβελτοσημο, το οποιο απεφυγαν -εργαζομενος και εργοδοτης- να πληρωσουν. (Αποκατέ).

"Μόνο στις κουραβέλτες είμαι τυχερή"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί ψιλοδοκίμως για να χαρακτηρίσει ένα ινστιτούτο όπου προσφέρεται μασάζ. Είναι, όμως, και ένας από τους σημαντικούς όρους του μπουρδελικού ιδιώματος για να δηλώσει το "μασατζίδικο" (wink wink nudge nudge), δηλαδή το ευαγές ίδρυμα που υπό το πρόσχημα ή την αφορμή του μασάζ προσφέρει εντέλει υπηρεσίες φραπενείου, τσιμπουκάδικου ή και μπριζολάδικου. Πρόκειται για τα λεγόμενα "μασατζίδικα που γαμάς" (ή έστω "μασατζίδικα που φραπάς"), γνωστά και ως λαδάδικα ή λαδομάγαζα.

  1. Happy endings υπάρχουν μόνο στα μασατζίδικα. (Από το Twitter).
  2. ΑΡΧΙΜΠΡΑΒΟΣ- ΠΡΟΑΓΩΓΟΣ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΚΗΣ ΜΑΦΙΑΣ- ΣΚΛΗΡΟΣ ΝΤΙΛΕΡ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΜΕ “ΑΙΣΘΗΜΑ” ΣΕ ΠΑΡΑΝΟΜΟ ΜΑΣΑΤΖΙΔΙΚΟ ΚΑΙ ΤΑΤΟΥ ΤΟΥ ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ Ο ΜΑΝΙΑΚΟΣ 35ΧΡΟΝΟΣ ΠΟΥ ΜΑΚΕΛΕΨΕ 15 ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ. (Μακελειό).
  3. Για ξεκώλιασμα δεν ξέρω... Το κωλοδάχτυλο από μουνάρες σε συνδυασμό με πίπα όμως είναι ωραίο. Μου αρέσει να μου γλύφει τα αρχίδια και τον πούτσο και να έχει ΕΝΑ δαχτυλάκι στον κώλο μου απαλά. Το κάνουν και κάποιες μασατζούδες σε μασατζίδικα που γαμάς και μου αρέσει πολύ. (Από το Greek Foot).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το προφυλακτικό, η καπότα, ντε, στα Καρπάθικα. Τη λέξη την ξέρω από φίλη Καρπάθια. Η λέξη αναλύεται στα συνθετικά της και κάνει αυτό που λέει. Είναι η θήκη - προφύλαξη της τσουτσούς κατά την ερωτική πράξη, ώστε να μην ξεχυθούν οι χυμοί του έρωτα κι έχομε άλλα ντράβαλα μετά (γενετήσιο-αφροδίσια, ανεπιθύμητης στιγμής κουτσούβελα). Η πρώτη διαφήμιση ψωλοθήκαρου της σύγχρονης εποχής, στις αρχές του 18ου αιώνα, το ονόμαζε "μηχανή που προστατεύει από τα τραύματα του έρωτα".(!) http://users.itia.ntua.gr/soulman/ikseres.html (πώς να περιγραφεί αλλιώς μια εφεύρεση ταμπού;) Παλιά κατασκευάζονταν από λινάρι και λάστιχο (συνήθως από έντερα ζώων), ήταν πολλαπλών χρήσεων και η αποτελεσματικότητά τους εξαρτιόταν από τη βασταγερότητα του επιβήτορα! (μάλλον δεν είχαν πολλές ελπίδες). Το αγγλικό "vagina" απ' το λατινικό vagina - ae (θήκη ξίφους κυριολεκτικά και μετά , και τί ξίφους, ε;;;) συνδέεται εννοιολογικά, με αυτό των κουτσαβάκηδων. Η τσουτσού σε θήκη μπαίνει, σε ό,τι μοιάζει με θήκη. Πρωτοπόροι οι Ολλανδοί, που μόλις η εφεύρεση έγινε γνωστή, έσπευσαν πρώτοι να την κάμουνε δημοφιλή, αρχικά αναμεταξύ των...

- Και, ίντα γίνηκε με την κοπελιά; Έχωσές τηνε με ψωλοθήκαρο;
- Έχωσά τηνε, αλλά το παντέρμο θαρρώ πως έσπασε!

Χρησιμοποιώ την Κρητικήν, δε γνωρίζω πως διατυπώνεται στα Καρπάθικα... Όποιος ξέρει ας συμπληρώσει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη σεξοσλάνγκ είναι το γλείψιμο των αρχιδιών από αρχιδογλείφτρα, η ορχεολειχία.

  1. Εμενα με ποιανουν οι φοβοι και τις λεω να βαλει προφυλακτικο αλλα να μου γλυψει τα αρχιδια. Καραμελωμα τρομερο, πίπα πολύ καλη αν δεν την σταματαγα θα εχυνα αμεσως.
  2. Αλλά δε με χάλασε καθόλου γιατί όταν μου άρχισε τα φιλιά, τσιμπούκι, καραμέλωμα αρχιδιών κτλ έπαθα πλάκα!
  3. Την τιμητική τους είχαν τα @@ και όπως εκείνη με το δικό της τρόπο λέει "καραμέλωμα αρχιδιών". (Από διάφορα σάιτ για ενήλικες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπανεύκολο λολοπαίγνιο για το Μνημόνιο που λέγεται συχνά σαχλοποιώντας μια κατά τα άλλα δραματική συζήτηση για την οικονονομικοπολιτική κατάσταση της χώρας μας.

Επίσης, αυτός που θεωρεί ότι το Μνημόνιο δεν είναι και τόοοοσο κακό πράγμα, ότι έχει και καλές ρυθμίσεις, και ότι εν πάση περιπτώσει το Ελλαδιστάν για να γίνει Μεταρρυθμιστάν χρειάζεται να γίνει πρώτα Μνημονιστάν. Γενικότερα, εφόσον το μνημόνιο- αντιμνημόνιο είναι ο νέος διχασμός της χώρας μας (μετά τα Πασόκ-ΝΔ, Δεξιός- Αριστερός, παλαιοελλαδίτης- τουρκανάκατος, βασιλικός- βενιζελόμουτρο, κάτω ή πάνω απ' το αυλάκι, κλεφταρματολός ή ψαλιδόκωλος, ενωτικός ή ανθενωτικός και ταλιμπάν), έχουν εφευρεθεί και οι αντίστοιχες πολιτικές σλανγκιές. Λ.χ. οι μνημονιακοί λέγονται μνη στα πολιτικά κομμέ (θυμίζει μνι βασικά, μάλλον όχι τυχαία), ή πιο υβριστικώς μνημονόπανα και μνημούνια. Το τελευταίο σημαίνει ότι είναι και μουνιά / μουνάκια (τ. λαμο-γελάς, μουνάκι;). Θεωρούνται, επίσης, ως οι νέοι ενωτικοί στο νεο-βυζαντινιστάν. Από τους αντιπάλους τους συμφύρονται με τους νεοφιλελέδες, αν και οι αυθεντικοί φιλελέδες μάλλον θα ήταν εναντίον του τρόπου με τον οποίο πραγματώθηκαν (#not) οι μεταρρυθμίσεις από τους σαμαροβενιζέλους (ή και τους τσιπροκαμμένους ίσως στο μέλλον), ενώ και αντιστρόφως πολλά μνημούνια θέλουν ισχυρό κράτος και κράζουν τα φιλελέδια ως αιθεροβάμονες. Σε κάθε περίπτωση, λίγοι είναι αυτοί που θα πανηγυρίσουν το ότι είναι μνημονιακοί, παρόλο που υπάρχουν κι αρκετοί τέτοιοι τσεκουράτοι που τα λένε έξω απ' τα δόντια. Οι περισσότεροι θα αυτοχαρακτηριστούν ως ευρωπαϊστές. Από την άλλη, είναι οι αντιμνή στα κομμέ, αυτοί που πουλάνε αντιμνημόνιο, αυτοί που στο δίλημμα μνημούνια ή κομμούνια μάλλον θα προτιμούσαν το δεύτερο σκέλος, οι ανθενωτικοί του νεορωμιοσυνιστάν.

  1. Ξανά μανά, στους δρόμους, μνημούνια αυτοί, μάζωξη εμείς. Τι ρίξανε προχθές πάλι; Σιωνιστικό πράμα ήταν, ακόμη με τσούζουν τα μάτια. (Ksipnistere, παραδόξως με μικρογράμματη γραφή).
  2. Νά ἐξαθλιωθοῦμε πρό κειμένου νά συνειδητοποιήσουμε πώς σέ καμμίαν τῶν περιπτώσεων δέν μᾶς φταῖνε τά μνημόνια καί τά μνημούνια; (Πολυτονιστής που τον κόβω για μνη, εδώ).
  3. Στις δύο του Ιούνη με ξαναλές Μνημούνι. (Μπλογκ-άκης).
  4. Όλοι οι νεοφιλελεύθεροι τα μνημούνια μαζεύτηκαν εκεί. Μη σκοτώνετε τα κουνούπια. Αλλοι σας πίνουν το αίμα. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πολύ κοντό ή/και σκισμένο σορτς, συνήθως γυναικείο, που αφήνει να φαίνονται τα κωλομέρια
  2. (κατ’ επέκταση) Το τμήμα του σώματος που φαίνεται από το άνοιγμα αυτό

Περιφραστικά: ντεκολτέ του κώλου

- Ωραίο το σορτσάκι της Μαρίας σήμερα ε; Σχίσιμο πίσω, σχίσιμο μπροστά, ντεκωλέεε... μπράααβο το Μαράκι.
Ντεκωλέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκασίστ από σαπιοσέξουαλ.

Αυτός που γαμάει κυριολεκτικά (Α) ή μεταφορικά (Β) με το μυαλό του.

Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για αυθεντικό σαπιοσέξουαλ.

Στη δεύτερη διακίνουμε δύο υποπεριπτώσεις:

Υποπερίπτωση Β1. Αυτός που το μυαλό του γαμάει, δηλ. σκίζει, πετάει. Αυτή εκφεύγει των στόχων του παρόντος.

Υποπερίπτωση Β2. Αυτός που λόγω αντικειμενικών ή υποκειμενικών δυσκολιών, συνουσιάζεται μόνον "κατά νουν" ιστοριζόμενος, παλαιάς, ενδόξους εποχάς.

Παλιά έβλεπα με τα μάτια και γαμούσα με τον πούτσο. Τώρα βλέπω με τον πούτσο και γαμάω με τα μάτια! Έχω καταντήσει μυαλογάμης.

(Κλασσική έκφραση, παράπονο αλλά και "ψάρεμα" φιλοφρονήσεων του τύπου "τι λες αγάπη μου, εσύ είσαι σούπερ" από άνδρες κάποιας ηλικίας. Υπονοεί τον συνδυασμό πρεσβυωπίας και ελαττωμένης σεξουαλικής δραστηριότητας).

-Τι; Θέλεις κι άλλο; Εσύ δε μού'λεγες πως γαμάς με το μυαλό μόνο;

-Βασικά είμαι μυαλογάμης, επειδή δεν βρίσκω. Άμα βρω όμως ΓΑΜΑΩ!

(Διασκευή από παλιό ανέκδοτο.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέρος που είναι γεμάτο γυναίκες.

Συνώνυμα: μουνοθύελλα, Αιδοίον πέλαγος, μουνόλακκος κ.ά.
Αντώνυμα: αρχιδόκαμπος, πουτσοχώραφο κ.ά.

-Θα αλλάξουν λέει τη μυρωδιά του κόλπου με ειδικές βιταμίνες που θα τον κάνουν να μυρίζει ροδάκινο. Ελπίζω χωρίς το χνούδι γιατί έχω αλλεργία
-δηλαδή το Βελβεντό θα γίνει μουνόκαμπος;
-ο νομός θα γίνει ηβική χώρα
-ουτοπία, τα όνειρά μας παίρνουν σάρκα και οστά
-αντί για λεσβιακα θα βάζουν στις τσόντες γυναίκες να πίνουν χυμό ροδάκινο
-κατευθείαν να το γυρίσεις στο ρομαντικό εσύ
-Αφού είμαι ο Κωλέλιος (εδώ)

Γενικώς μουνόκαμπος η ΑΣΚΤ, γάμησέ τα. Ποτέ όμως δεν χέζω εκεί που τρώω οπότε ούτε με κοντάρι-ανύπαντρη/ ξανύπαντρη. Άσε που'ν'& αμόρφωτα...(εδώ)

-ρε φίλε πάλι εκεί θα πάμε για καφέ? εκει μαζεύει όλες τις φανταρίνες..
-ναι γάμα το.. μουνόκαμπος! #gynaikesstostrato

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

καυλερός, γκαβλερός

Είναι ο γαμάτος, ο καυλιάρης, με μια πρόσθετη αίσθηση ανθηρότητας, στιβαρότητας, θαλερότητας, γαμιστερότητας εν τέλει.

  • Χαλάστηκε η ΝΔ για την Κωνσταντοπούλου γιατί είναι κομματική. Ενώ ο Μεϋμαράκης ο Κένταυρος, ο ΟΝΝΕΔίτης ο καυλερός ήταν πρόσκοπος.

  • Αμα δεν προτεινετε κανενα καυλερό ακαουντ να αυτοπροταθω να τελειωνουμε (εδώ)

  • -τι έγινε, βρε Βάλια? Άκουσες να λέω υπόθετο και τρέμουνε τα χέρια σου απ'τις γκάβλες?
    -ναι είμαι πολυ γκαβλερή με την αρρώστια (εδώ)

"Δεν θυμάμαι να έχει βγει πιο καυλερό γκρουβ τα τελευταία είκοσι (τουλάχιστον) χρόνια"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανδρικό μόριο, το πέος στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Η χρήση της ακόμα και στη δεκαετία του '50 ήταν σχετικά περιορισμένη. Οι περισσότεροι χρησιμοποιούσαν τις πιο συνηθισμένες πανελληνίως ψωλή και πούτσος.

Αγνώστου (σε μένα) ετυμολογίας. Κάθε συνεισφορά ευπρόσδεκτη ως συνήθως. Προτείνω (ως αφετηρία προβληματισμού περισσότερο) δύο εκδοχές:

  1. Μια "δυτική": το ισπανικό cabeza ή το πορτογαλικό cabeça, που σημαίνουν κεφάλι.
  2. Μια "ανατολική": το τουρκικό kabak που σημαίνει κολοκύθι, φλασκί.

Όπως φαίνεται και στην από κάτω φωτογραφία, το σχήμα τους θα μπορούσε να δικαιολογήσει την σχετική παρομοίωση.

κολοκύθα (φλασκί)

"Ήτανε, που λες, τύφλα στο μεθύσι, είχε βγάλει τη καμπέκα του και κατουρούσε μες στη μέση του δρόμου!"

Κάποιοι αποκαλούσαν έτσι κοροϊδευτικά γυναίκες που εξακολουθούσαν να τις αποκαλούν "Μπεμπέκα" παρά την (προχωρημένη) ηλικία τους. (Συνήθως ήταν "ξενόφερτες" νύφες ή "ξενάρες", όπως αποκαλούνταν εκείνες, που δεν ήταν από το νησί).

"Τά 'μαθες Ερήνη μου; Ξενάρα πήρε κι ο Νικολός τση Ρηνιώς! Και ξέρεις ήντα τηνε λένε; Μπεμπέκα! Μωρέ Καμπέκα θα τηνε λέω εγώ κι οποιανού τ'αρέσει!"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified