Further tags

Γάλλος ονομάζεται επίσης και ο νεοσύλλεκτος στην Αεροπορία.

Παραταγμένοι παρουσιάζονται όλοι ταυτόχρονα και απ' έξω ακούγονται σαν γαλοπούλες (ή γάλλοι... κάτω απ' τ' αυλάκι).

- Ρε σειρούλα δεν πας σκοπιά για μένα; Νυστάζω...
- Ποια σειρούλα και μαλακίες ρε κωλογάλλε!!! Προχώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία άλλη εκδοχή του πασίγνωστου ακρωνυμίου σε όλο το μοδιστρόκοσμο είναι: «124 Πούστηδες Βασανίζουν Εσένα».

Ουδέν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαραίτητη προϋπόθεση για χρήση της παραπάνω έκφρασης είναι η προηγούμενη διατύπωση ορισμένου αιτήματος ή άποψης από το συνομιλητή και η ύπαρξη κάποιας μορφής του ρήματος «μπορώ» μέσα σε αυτή.

Η έκφραση μπορέλι καταδεικνύει την αδυναμία εκπλήρωσης του προαναφερθέντος αιτήματος εκ μέρους του ομιλητή ή τη διαφωνία του ως προς τις απόψεις του συνομιλητή.

Προέρχεται από τη ρίζα του ρήματος «μπορώ», ενώ ο αγαπημένος πρώην παίκτης του Παναθηναϊκού μπορεί να αντικατασταθεί και με άλλα (πάντα σχετικά με μπάλα) ονόματα.

Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δίνεται στην ηχητική ομοιότητα του επιλεγμένου όρου με τη μορφή του ρήματος «μπορώ» που έχει προηγηθεί, ενώ, για έμφαση ή ειρωνεία, προτιμάται η «ξερή» χρήση (βλ. παραδείγματα).

  1. (Χρήση μέσα σε πρόταση, φιλικά - εδώ στο τηλέφωνο)
    - Έλα ρε Γιάνναρε... Απεργούνε οι ταρίφες και μόλις κατέβηκα απ'το ΚΤΕΛ. Μπορείς να έρθεις να με πετάξεις μία σπίτι να μη γαμηθώ στα λεωφορεία;
    - Καλώς μας ήρθες φίλε αλλά δυστυχώς μπορέλι, το αμάξι είναι συνεργείο εδώ και δυο βδομάδες, έχω χτίσει πολυκατοικίες στην κίτρινη φάρα...

  2. (Μονολεκτική πρόταση για ειρωνική διάθεση)
    - Αν η ΑΕΚ κάνει 1-2 καλές μεταγραφές τον Ιανουάριο μπορεί να χτυπήσει πρωτάθλημα.
    - Μπορμπόκης.

  3. (Έμφαση στην ηχητική ομοιότητα}
    - Τι έγινε τελικά με το γκομενίδι που φάσωνες χτες;
    - Αν δεν ήμουν κομμάτια θα μπορούσα να την είχα πάρει σπίτι αλλά μετά από τόσα σφηνάκια μπορούσια...

Δες και και μπορέλι, χοσέ μπορέλι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει, μεταξύ άλλων:

  • Σκουραίνω την επιφάνεια αντικειμένου λόγω διάβρωσης π.χ. υγρασία, θερμότητα, καπνός, ουσίες κλπ.
  • Αποκτώ μπρονζέ επιδερμίδα κάνοντας ηλιοθεραπεία ή εκτελώντας χειρωνακτική εργασία στην ύπαιθρο.
  • Ψηφίζω αρνητικά / θάβω κάποιον υποψήφιο. Προέρχεται από τις προ αιώνος εκλογές με μολυβένια σφαιρίδια στην γκαζον τενεκεδένια κάλπη, που ήταν μισή μαύρη «ΟΧΙ» και μισή άσπρη «ΝΑΙ» εξ ου και το «μαύρο δαγκωτό» ως δεδηλωμένη αρνητική ψήφος.
  • Στεναχωριέμαι / πήζω.
  • Πέφτει η στρατιωτική μονάδα σε δυσμένεια κατόπιν άνωθεν διαταγής λόγω παράβασης π.χ. κλοπής πολεμικού υλικού / αυτοκτονίας κληρωτού κλπ.
  • Αλλάζει status η στρατιωτική μονάδα κι από βυσματική γίνεται τσατσοπαγίδα (για τους μη εγκαίρως πληροφορημένους) είτε λόγω δυσμένειας όπως ανωτέρω, είτε λόγω έλλειψης εργατικών χεριών π.χ. αποφασίζεται η επόμενη ΕΣΣΟ να πάρει λιγότερους κληρωτούς είτε λόγω αλλαγής διοικητή π.χ. έρχεται κάνας στρατοκαβλάντης.
  • Πλακώνω στο ξύλο και χρωματίζω τον αντίπαλο στην απόλυτη εκδήλωση του μπλε-μαραίν.
  1. - Είδες πως έχει καταντήσει ο Τάκης; Έχουν μαυρίσει τα δόντια του απ’ τη ζου.

  2. - Πού μαύρισες έτσι χειμωνιάτικα; Για σκι ήσουνα;
    - Ναι, είπα να κάνω διακοπές.
    - Αράχοβα;
    - Όχι, Μεγάλο Πεύκο...

  3. - Μετά τα γεγονότα του Δεκέμβρη και τις πυρκαγιές του καλοκαιριού, ο κοσμάκης είδε κι απόειδε, τη μαύρισε την κυβέρνηση στις εκλογές κι ο πρωθυπουργός έφυγε νύχτα.

  4. - Έχει μπει η άνοιξη, όλος ο κόσμος διασκεδάζει έξω κι εγώ τη βγάζω στο γραφείο από σκοτάδι σε σκοτάδι. Έχω μαυρίσει ρε πούστη μου!

  5. - Τα’ μαθες; Ανακαλούνται όλες οι άδειες!
    - Γιατί ρε γαμώτο;
    - Έπεσε μαζική δηλητηρίαση στην ταξιαρχία, ακούστηκε απ’ τα Μ.Μ.Ε., έφτασε στ’ αυτιά του Α/ΓΕΣ, πλακώσανε Ε.Δ.Ε. και τα τέτοια, γάμησέ τα!
    - Καλά κι εμείς τί φταίμε;
    - Ε, δεν καταλαβαίνεις; Ο δίκας έχει χεστεί γιατί τρίζει η καρέκλα του, θα’ ρθουν και τίποτα κλάραμπελ (Σ.Σ. γαλονάδες με διπλά φύλλα δρυός στο κεραμίδι του πηλικίου, «κλάρες») για επιθεωρήσεις, άντε ξανά-μανά βαψίματα και καθαρισμοί, είναι άρρωστοι κι οι μισοί φαντάροι, ετοιμάσου για πούτσα με λέπι φίλο!
    - Πανάθεμα το μάγειρα που μας μαύρισε τη μονάδα καλοκαιριάτικο!

  6. - Πού θα δηλώσεις μετάθεση;
    - Δέλτα-δέλτα Σαλαμύκονος (Διεύθυνση Διοικήσεως), αφού είναι μισή ώρα απ’ το σπίτι μου στο Περιστέρι, άσε που σημαίνει «Δεν Δουλεύω» απ’ οτι μου’ πανε...
    - Δεν τα ξέρεις καλά! Το καλό που σου θέλω βάλε γρήγορα βύσμα για πλας Σούδα να σε παίζει 15-10 οφφ, γιατί στη Μπακαουκία πάνε όλα τα μαμούθ! Το μεγάλο βύσμα τρώει το μικρό κι εσένα σε βλέπω να λιώνεις στα καζάνια! 100 υπηρετούν στη δέλτα-δέλτα, 10 εμφανίζονται στην πρωινή κλήση και 3 μένουν για αγγαρείες, χώρια που σε ξαποστέλνουν σε άλλες υπηρεσίες για θελήματα. Έχει μαυρίσει η δέλτα-δέλτα! Ξέρεις πώς τη λένε τώρα; «Δανείζουμε Δούλους»...

  7. - Έκανε να σηκωθεί ο Μητσάρας, να πει την κουβέντα του στην απέναντι παρέα λόγω παρεξήγησης και πριν τελειώσει, πλακώνουνε κάτι μπεχλιβάνηδες και τον κάνουνε τόπι! Μιλάμε, τον μαυρίσανε για τα καλά! Εμ, βλέπεις ήθελε να κάνει φιγούρα στη γκόμενα ότι δε μασάω κι έβαλε και στα μπατζάκια του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαλακιοβόλο άνευ οπισθοδρομήσεως.

Τουβλοβόλο άνευ οπισθοδρομήσεως.

Στρατιωτική αργκό για τα φανταράκια μας όταν λένε διάφορα περίεργα / χαζά / παλαβά.

Το άνευ οπισθοδρομήσεως αναφέρεται στο Π.Α.Ο, αρχικά του «πυροβόλο άνευ οπισθοδρομήσεως». Όπως λοιπόν όταν αυτό το όπλο βάλλει κατά του στόχου δεν παράγει οπισθοδρόμηση, έτσι και οι μαλακίες εκτοξεύονται χωρίς ο εκτοξευτής να οπισθοδρομεί σε αυτά που λέει.

Δεν παραθέτω περισσότερες πληροφορίες για το ανωτέρω όπλο. μιας και είναι απόρρητο από το Βιετνάμ!!!

Τι λε ρε παλιόψαρο που μας γέμισες με Μ.Α.Ο και Τ.Α.Ο με αυτές τις μαλακίες που λες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απευθείας μεταφορά της αγγλικής λέξης off που σημαίνει, πολύ χοντρικά, εκτός. Υπάρχουν ευάριθμες ελληνοποιημένες χρήσεις της λέξης, με διαφορετική σλανγκική αξία η καθεμία (από εξαιρετική έως καθόλου), τις οποίες θα προσπαθήσουμε να καταγράψουμε σε μία καταχώρηση. Κάθε συμπλήρωση ευπρόσδεκτη.

1. Στην έκφραση είμαι οφ.

α) Έχω εξαντληθεί τόσο πολύ που έχω βγει «εκτός μάχης», έχω κατεβάσει ασφάλειες, είμαι χώμα. Πιθανώς σχετίζεται και με την ομώνυμη αγγλική ένδειξη σε συσκευές και μηχανές (on-off). Λέγεται και ως βγαίνω οφ.

i. - Πώς είσαι έτσι ρε σαν το πούτσο μου ξενύχτη;
- Φίλε, από χθες το απόγευμα είμαι στην γύρα. Από μπαρότσαρκα σε μπουρδελότσαρκα τρέχω. Έχω βγει οφ εντελώς.

ii. - Θα στρώσουμε σήμερα το λάπτοπ όπως μου υποσχέθηκες;
- Να τ’ αφήσουμε για αύριο μωρό μου; Όλο το πρωί γαμήθηκα στους δρόμους και τώρα είμαι οφ, λέω να την πέσω.

β) Είμαι τελείως λάθος. Έχω παρανοήσει ολοκληρωτικά μια κατάσταση. Βρίκομαι εκτός θέματος. Αν αυτό επαναλαμβάνεται και με χαρακτηρίζει, έχω ξεφύγει, είμαι αλλού. Πρβλ. και την σχετική χρήση του άκυρος. Επίσης πρβλ. την αγγλική αντίστοιχη to be off που για ανθρώπους σημαίνει βρίσκομαι εκτός, αναχωρώ, ενώ για μηχανές παρουσιάζω βλάβη, είμαι αρρύθμιστος.

i. - ... και με ρωτάει «σ’ αρέσει ο Αλμοδοβάρ;». Ε, και την λέω «για αλλαγή του Χαβίτο καλός είναι». Και γυρίζει και με λέει...
- Αρχηγέ, εδώ ήσουν οφ εντελώς. Ο Αλμοδοβάρ ρε συ δεν είναι αυτός που έγραψε τον δον κιχώτη;

ii. - Μίλα παιδάκι μου σε μένα, πες μου, σε δέρνει ο αλήτης; Γιατί κάτι σφαλιάρες ακούω κάθε βράδυ, κάτι βογκητά...
- Γιαγιά είσαι τελείως οφ, άλλος τις τρώει και βογκάει σ’ αυτή τη σχέση...

iii. - Για πείτε, κι εσείς με προσφυγή στο συμβούλιο της επικρατείας το απαντήσατε;
- ...
- Τι με κοιτάτε ρε παιδιά, τι απαντήσατε στο πρακτικό;
- Μάλλον είσαι οφ. Σήμερα δίναμε ποινικό αν θυμάσαι.
- Ναι ρε, τελευταίο μου μάθημα για πτυχίο είναι.
- Δεν πιστεύω να ξενοίκιασες κιόλας;

iv. - Μπορείς να μου πεις τώρα αυτός τι σκάλωμα έφαγε με μένα; Γιατί με κοιτάει και γελάει, να σηκωθώ και να τα κάνω όλα πουτάνα μες στο λεωφορείο;
- Ξεκόλλα, δεν τον βλέπεις που είναι οφ το άτομο;

γ) Η συμπεριφορά μου, από ηθικής άποψης, έχει ξεπεράσει τα όρια, έχω παρεκτραπεί. Και εδώ προσιδιάζει στο «άκυρος», με την άλλη του σημασία αυτήν την φορά. Αξίζει να αναφέρουμε και τα συνώνυμα ποδοσφαιρικά: είμαι φάουλ και είμαι οφσάιντ, το οποίο μάλιστα περιέχει και την εξεταζόμενη λέξη.

- Αφού χωρίσατε ρε φίλος, τι ζόρι τραβάς που της είπα να βγούμε;
- Είσαι πολύ οφ ρε συ, είσαι πολύ οφ... Αλλά δε φταις εσύ, εγώ φταίω που σε θεωρούσα κολλητό και σου τά ’λεγα όλα...

δ) Ως σύντομη εναλλακτική του είμαι οφλάιν (offline).

- Είσαι στο msn να σου στείλω ένα γαμάτο λινκ;
- Όχι, είμαι οφ τώρα, στείλ' το όμως και θα το δω όταν μπω.

2. Στην Αεροπορία και το Ναυτικό.

Το ρεπό του φαντάρου, αυτή είναι ίσως η πιο ταιριαστή λέξη.

Στους δυο αυτούς κλάδους, λόγω διαφορετικής νοοτροπίας και παραδόσεων από τον στρατό ξηράς, μεγαλύτερων απαιτήσεων για τεχνική εξειδίκευση, λιγότερων εγκαταστάσεων, αλλά και λόγω εισόδου περισσότερων κληρωτών απ' όσων πραγματικά χρειάζονται, πολλοί σμηνίτες και ναύτες μένουν με λίγα ή καθόλου πρωινά καθήκοντα (μάγειρες, γραφείς, σιτιστές κλπ). Όταν λοιπόν συμβαίνει ο κληρωτός να μην έχει υπηρεσία το βράδυ, όχι μόνο βγαίνει εξοδούχος ή διανυκτερεύων, αλλά, κατά παγία πρακτική, μένει εκτός στρατοπέδου έως το μεσημέρι της ημέρας που έχει υπηρεσία, χωρίς να χρεώνεται άδεια. Και αυτό, συνοπτικά, είναι το οφ.

- Πάλι έξω είσαι ρε μουνί;
- Έκανα δυο υπηρεσίες κολλητά και πήρα δέκα οφάκια μαζεμένα.
- Α ρε μοδίστρα, να σ' είχα εγώ στο Πολύκαστρο... Αναβολή θα χτυπούσες με το εικοσιπέντε-μία το δικό μας... Γαμώ τα οφ σας γαμώ...
- Δεν σε χαλούλου καθολούλου...

3. Στην έκφραση οφ τόπικ (off topic).

Σημαίνει εκτός θέματος και χρησιμοποιείται απολύτως κυριολεκτικά σε διαδικτυακές συζητήσεις όπου κάποιος πετάει άσχετα και γαμάει την συζήτηση.

Από εδώ:
«Οπαδικό φόρουμ είμαστε και φυσικά θα υπάρχει και πλακίτσα! Και νομίζω πως σποραδικά οφ-τοπικ δεν μας πειράζουν! Αλλα δυστυχως πολλές φορές χάνεται η ουσία του εκάστοτε τόπικ! Υπάρχει και το Ο,τι να 'ναι για οφ τοπικ που είναι ον τοπικ!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο στρατιωτικό ιδιόλεκτο, σημαίνει χαφιές - ρουφιάνος.

Το δεύτερο συνθετικό μάλιστα, που παραπέμπει στη συνοικία Ρουφ των Αθηνών, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και αυτονομημένα επιτυγχάνοντας τον υπαινιγμό του καταδότη, σπιούνου, σε φράσεις όπως «Κατάγεται από / Είναι δημότης του Ρουφ» κ.τ.ο.

Η λαϊκή θυμοσοφία έχει επινοήσει και ειδικό χαρακτήρα στρατευσίμου, τον ΔΕΑ (ΡΟΥΦ), δόκιμο έφεδρο αξιωματικό δηλαδή, που ειδικεύεται στο ρουφιάνεμα των συστρατιωτών του.

Εγώ είμαι ο υπάλληλος που ξέρουνε οι πάντες
Κοιτάζω τους εργάτες αν χτυπάνε τις κάρτες
Τους βλέπω αν δουλεύουν ή αν ξύνουνε τους όρχεις
Το ρουφιάνεμα είναι ταλέντο, ή το 'χεις ή δεν το 'χεις

Χαφ ρουφ, χαφ ρουφ,
Εισπράκτορα της Στάζι
Ρουφιάνο με φωνάζουνε
Μα εμένα δε με νοιάζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασαφής μονάδα μέτρησης μήκους. Πιθανώς αποτελεί υποπαράγωγο του αντιδραστικού-ανεγκέφαλου-αντιπρακτικού αγγλοσαξονικού συστήματος μέτρησης, που παραδοσιακά ταλαιπωρεί το υπόλοιπο της επιστημονικής και όχι μόνο κοινότητας που χρησιμοποιεί το SI (système international) ή μετρικό σύστημα, επί το ελληνικότερον.

Το μετρικό σύστημα έχει ως ακρογωνιαίο του λίθο το δέκα και τις δυνάμεις του. Η ουσία της δεκάδας, προερχόμενης βεβαίως από τα δέκα δάκτυλά του ανθρώπου, διατυπώθηκε στους ελληνικούς αριθμούς δεκα=ι', ένδεκα=ια' και είκοσι=ζ', αλλά και έπειτα στους αραβικούς με την ίδια επανάληψη του δεύτερου ψηφίου. Αντιθέτως στης αγγλοσαξονικές μονάδες έχουμε 1ft=12in=0,33yards κλπ.

Το κλικ πρωτοεμφανίστηκε στον ελληνικό στρατό μαζί με την υπόλοιπη αμερικλανίστικη φρασεολογία του τύπου ψάρι, δηλ. newfish, αλλά και την συνοδευόμενη καψωνολογία, bunnies δηλ. λαγουδάκια (ναι, ναι, αυτά της αεροπορίας, αυτά που καταστρέφουν τα γόνατα των μαθητών της Ικάρων και μελλοντικών χειριστών και τους καθιστούν ανίκανους για πτήση στα 30). Ο ελληνικός στρατός αμερικανοποιήθηκε μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, οπότε και ήρθαν οι περιβόητοι μεγάλοι αμερικανοί εκπαιδευτές να εφαρμόσουν ό,τι ακριβώς έκαναν στους ανυπάκουους νέγρους, αλλά και γενικότερα ότι ακριβώς συμβαίνει στην αμερικανική κοινωνία - για να γίνεις ηγούμενος πρέπει να σε γαμήσει ο προηγούμενος. Και όχι μόνο με τις gay προεκτάσεις, αλλά με την γενική ερμηνεία που υπαγορεύει στον παλιό να γαμήσει τον νέο, ανεξαρτήτως αν αυτό θα καταστρέψει την συνοχή του στρατεύματος, ή θα προκαλέσει περαιτέρω ανυπακοή.

Το αποτέλεσμα όλων αυτών των αλλαγών ήταν η απομάκρυνση του ελληνικού στρατού από τις γαλλικές του, ίσως πιο φλωρè, καταβολές -όμως απολύτως επιτυχημένες πλην του 1897- και η μετατροπή του σε έναν απέραντο δημοσιοϋπαλληλικό παράδεισο για τα μόνιμα (ανιστόρητα και γενικώς ανεκδιήγητα) στελέχη, αλλά και ένα θέατρο του παραλόγου για τους κληρωτούς (φωνές, βλαχιές, μαγκιές, κλανιές και κωλοφινιστρινιές). Περιττό, δε, να ειπωθεί πως, από το 1950 και έπειτα, ο απολογισμός των θερμών επεισοδίων στις οποίες ενεπλάκη η 51η πολιτεία των ΗΠΑ (δηλ. Ελλαδίτσα) έχει μόνο αποτυχίες, όπως ακριβώς και των άλλων ΗΠΑ (βιετνάμ, κόλπος, 8 χρόνια κυνηγάμε κάτι τύπους με νεροπίστολα και στρινγκοπαντόφλα που τους λένε ταλιμπάν κλπ.)

- Λόχος. Ημί---ανάς! Πουώς είστι έτσι ρε κουωλόψαρα παρατεταγμίνοι;
Όλος αυτός ο στοίχους ένα κλικ αριστερά!!
- (ψελλίζοντας στην παράταξη) ...Τι ένα κλικ ρε πουσταρά κωλόβλαχε, το ήξερες και στο χωριό σου το κλικ!

τυφέκιο (sic) Μ1- διακρίνονται τα ρυθμιστικά με τα κλικ (από dryhammer, 15/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα διακριτικά των ανθυπασπιστών μοιάζουν με Δ και, αφού έχουν δυο, έμαθα ότι σημαίνουν «Δεν Δουλεύω». Σύμφωνα με πολύ κόσμο (ένστολο) είναι ο πιο λούφα βαθμός του στρατού.

1

Διακριτικό ανθυπασπιστή (εδώ αεροπορίας). (από patsis, 18/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι τσάντες Vouis Luitton (Βοή Λουδητών κατά κάποιους) και γενικά το οιοδήποτε παρελκόμενο έχει γίνει σούπα, π.χ. το κινητό, τα ipod, τα Burberrys, τα Ray-Ban κτλ.

Ο χαρακτηρισμός κάποιου αντικειμένου ως Μ71 απαιτεί την πλήρωση δύο όρων:

  1. Ενώ αρχικά ο/η κατέχων/ουσα πωλούσε όψιν, άμα τη αποκτήσει του αντικειμένου και υπό της Μαρίας Κ. (άτομο με κινησιακά προβλήματα), η, όποια, αίγλη μετεβλήθη σε λεπτό αέρα,

  2. Καίτοι το αντικείμενο έχει απωλέσει πλέον την καινοτομική του χροιά, τείνει να επιβληθεί ως απαραίτητο για την κοινωνικά αποδεκτή εμφάνιση του/της φέροντος/φέρουσας.

Ο όρος προέρχεται από το ατομικό σακκίδιο εκστρατείες υποδείγματος αρ. 71 (Μ71 κατά την αμερικάνικη ονοματοδοσία), το οποίο φέρει ο Έλλην οπλίτης στην πλάτη του, εκδράμων να υπερασπιστεί την πατρίδα από τις επιβουλές των εχθρών αυτής. Είναι κάτι που το έχουν όλοι, το φέρουν υποχρεωτικά, περιέχει πάντα τα ίδια είδη (χειρόκτια, ποδόκτια, περισκελίς, σαπωνοθήκη μετά σάπωνος, συλλογή ξυριστικών, συλλογή στοματικής υγιεινής, είδη εστίασης κτλ. ξεχάσαμε κάτι;).

Μπορεί κανείς να φανταστεί κάποιον να πουλά μούρη επειδή έχει Μ71;

- Ήταν καλά στο Social;
- Στην αρχή ναι, αλλά μετά αποβιβάσθηκε ένας ουλαμός μύγες με Μ71 και την κάναμε για Διαγώνιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified