Further tags

Εργασία που δεν απαιτεί ιδιαίτερες δεξιότητες αλλά είναι πολύ μανουρατζίδικη, το ψιλολόι, η χαμαλοδουλειά.

Ιδιαίτερα όταν η δουλειά είναι μορφοποίηση στο γουόρντι και πρέπει να μετακινούνται ή να αποκόπτονται πεδία. Ακόμα σε ηλεκτρολογικές εργασίες όταν η κοπή και ένωση καυλωδίων είναι το ζητούμενο.

Έχω τελειώσει τη διπλωματική μου και τώρα χέσε μέσα, πρέπει να κάτσω να τη γράψω και σιχαίνομαι την κοψεκούνα...

Ο ένας εναερίτης στον άλλο: «Άντε ρε μλκ τελείωνε με την κοψεκούνα καμιά ώρα να πάμε σπίτια μας, δεν είναι παστίτσιο. Τον έχουμε δαγκώσει δω πάνω...

Από τις προστακτικές κόψε και κούνα, βλέπε και κόψε-ράψε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε είδος ηλεκτρονικής μουσικής, αλλά και ηλεκτρονικά στοιχεία σε άλλα είδη μουσικής.

Ωραίο το κομμάτι, αλλά το κούρασες με τα μπλιμπλίκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. κάνω download, βλ. και κατεβαστήρι. Αντίθετο: ανεβάζω.
    Από τις λίγες μεταφράσεις ξένων όρων της τεχνολογίας, οι οποίες έγιναν αβίαστα και προτιμήθηκαν από τις ξένες ή τεσπα χρησιμοποιούνται εξίσου.

  2. πίνω / τρώω τον άμπακο, χλαπακιάζω.

  3. χώνω μπουνιά: κατεβάζω / μου κατεβάζουν ένα μπουκέτο

  4. ρήμα πασπαρτού ως πρώτο συνθετικό εκφράσεων: κατεβάζω μούτρα, κατεβάζω ασφάλειες, γατοκέφαλα, καντήλια, παροχή, ρολά, τη μάπα κάποιου, τον γενικό.

  1. Τι θα γίνει ρε Στέλιο, κόφ' το να κατεβάζεις, σέρνεται το γαμίδι, δε μπορώ να κάνω τη δουλειά μου.

  2. - Τόφαλος έγινε πάλι ο Νώντας.
    - Εμ δεν είδε χθες τι κατέβασε το άτομο; Αν τρώει κάθε μέρα έτσι...

  3. Μουνάς, γελάκι; Θα σου κατεβάσω καμία και θα δούμε αν θα γελάς μετά.

(από Khan, 14/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουμπανιασμένο, θεωρείται κάτι που βρίσκεται στα απώτερα όρια του. Προφ, η λέξη προέρχεται από το τέντωμα του δέρματος πάνω στο ξύλο, ώστε να κατασκευαστεί ένα αξιοπρεπές και αποτελεσματικό τύμπανο.

Βάση αυτού του χαρακτηριστικού του τύμπανου, η λέξη έχει σλανγκοποιηθεί σε άπειρους τομείς. Οι κυριότεροι από αυτούς:

  • auto moto: α) τουμπανιασμένο αυτοκίνητο είναι αυτό που μετά τις μετατροπές, καταλαμβάνει τον διπλάσιο όγκο. Αεροτομές, φτερά, τριπλάσια λάστιχα, προβολείς. Τουμπανιασμένη μηχανή είναι αυτή που επίσης έχει πάνω της όλα τα έξτρα αξεσουάρ του εργοστασίου, συν ότι aftermarket έχει κυκλοφορήσει. β) τουμπανιασμένος κινητήρας είναι αυτός που έχει φτάσει τα όρια του. Άλλος ένας ίππος και μπουμ!
  • γυμναστική: από τις ντόπες και την γυμναστική, γίνεσαι τούμπανο, τουμπανιάζεις. Δλδ τσιτώνουν οι μυς όπως το δέρμα του τύμπανου, και φαίνεται ότι λίγο να σφιχτείς, θα σκιστεί το δέρμα. Προ τουμπανιάσματος αγόραζες Μ(edium), και μετά XXL(large). Σαν το ανθρωπάκι της Michelin ένα πράμα.
  • φαγητό μέχρι σκασμού: η λαϊκή (ακροβατούμε μεταξύ σλάνγκ και κυριολεξίας) μεταφορά του επιστημονικού όρου «τυμπανισμός». Αμάν έχεις φτάσει σε αυτό το σημείο, μία γουλιά νερό μπορεί να σε σκάσει. Επιστημονικά ο «τυμπανισμός» είναι το φούσκωμα, είτε από δυσλειτουργία του πεπτικού, είτε από εκτεταμένη ασιτία, είτε από πνιγμό. Στη σλανγκ, μιλάμε για κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας φαγητού ή ποτού, ή και τα δύο.
  • οικονομικά / τεχνολογία: α) για πιστωτικές κάρτες που είτε είναι στα όρια τους, ή τα έχουν περάσει, και πληρώνεις κάπου 30% τόκο! η χαρά του τραπεζίτη! β) φορτωμένες κάρτες, ή σκληροί δίσκοι.

auto / moto
...........
Σήμερα το έκλεισα.Πολύ καλό σαν καινούριο πραγματικά και τουμπανιασμένο με top case μπαγκαζιέρες bagster παροχή ρεύματος ψηλή ζελατίνα Givi.Ο φίλος το σκότωσε πραγματικά γιατί ήταν κοντούλης και πήρε ένα CBF
...........

γυμναστική
............
Τουμπανιασμένος δεν θα γίνει ούτως ή άλλως για΄τι η εφεδρίνη δεν προκαλεί πρήξιμο. ...........

(από electron, 04/09/10)(από electron, 05/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρωματικά με τον άλλον ορισμό, ανεβάζω (upload στα αγγλικά) σημαίνει μεταφορτώνω ένα αρχείο ή μια πληροφορία από τον δικό μου υπολογιστή σε κάποια θέση ενός δικτύου, κυρίως του ίντερνετ, κάνοντάς το διαθέσιμο για θέαση, ακρόαση ή κατέβασμα.

Κατεβάζω (download στα αγγλικά) σημαίνει:

  1. Μεταφορτώνω τα προαναφερθέντα σε δικό μου αρχείο που αποθηκεύω τοπικά, στον υπολογιστή μου, ώστε να τα έχω διαθέσιμα χωρίς να καταφεύγω στο δίκτυο.
  2. Κάνω κάτι να μην είναι πια διαθέσιμο, το αφαιρώ από την κοινή χρήση, το βγάζω από το σάιτ.

Τόσο κοινά ρήματα τώρα πια, κι όμως, ο Τριανταφυλλίδης αγνοεί αυτές τις σημασίες.

Στον μικρόκοσμο του slang.gr, ανεβάζω στα σχολιασμένα σημαίνει σχολιάζω έναν ορισμό με συνέπεια αυτός να εμφανίζεται πρώτος, πάνω από τους υπολοίπους, όταν κλικάρουμε το κουμπί «Σχολιασμένα». Συνηθισμένο παιχνίδι αργκόσχολων σε απόγνωση.

  1. - Τι φωτογραφίες ανεβάζεις στο facebook ρε μαλάκα;
    - Απ' το πάρτυ λες; Γιατί τι έγινε;
    - Γιατί εσείς χαμογελάτε σα μαλάκες μπροστά, με τα μπουκάλια αγκαλιά, κι από πίσω φαίνεται ο Τζίμης να καπνίζει, ο Τάσος να μπαλαμουτιάζεται με την Μαίρη, την γκόμενα του Βαλάντη και ν' απλώνει χέρι ταυτόχρονα και στην Ντέπυ κι όλα αυτά μόνο από την δεξιά μεριά της φωτογραφίας. Το μυαλό στην κωλότσεπη τό 'χεις;
    - Στ' αρχίδια μου. Ας πρόσεχαν.
    - Το ότι φαίνεται που φοράς στριγκάκι δε σε χαλάει;
    - Και δεν μου λες, πώς κατεβαίνει τώρα αυτό το πράμα;

  2. Από εδώ:
    [Το aDSL] είναι μία από της μορφές της οικογένειας τεχνολογίας Dsl. Σημαίνει Asymmetric ή Asynchronous Digital Subscriber Line. Το χαρακτηριστικό της είναι ότι η ταχύτητα κατεβάσματος δεδομένων (download speed) είναι πολύ μεγαλύτερη από την ταχύτητα της αντίθετης κατεύθυνσης - ανεβάσματος δεδομένων (upload speed). Το γεγονός ότι είναι η πιο διαδεδομένη είναι λογικό επακόλουθο της επιθυμίας - συνήθειας των χρηστών που πιο πολύ τους ενδιαφέρει να λαμβάνουν δεδομένα (σερφάρισμα - κατέβασμα αρχείων ή προγραμμάτων) παρά να ανεβάζουν δεδομένα.

  3. Από εδώ: > Και, να, ο εφιάλτης ξανα-ανεβαίνει ψηλά στα «σχολιασμένα» αχααχου! Ποιος να το 'λεγε πάντως αυτός ο ορισμός ότι θα γίνει οθονιά από τα σχόλια...> Mes

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση δανεισμένη απ 'τον κόσμο των πισί. Σημαίνει την καβάτζα ή και την προνοια εξασφάλισης σε ό,τι αναφέρεται ο ομιλών - σλανγκιστής (μην ξεχνάμε την αξιωματική ισχύ του Μέρφυ!).
Η οξυδέρκεια του να έχει κάποιος μπακάπ, συνήθως συνοδεύεται με συναισθήματα ανακούφισης. Πιστεύω ότι δεν χρειάζεται να περιγράψω τι συμβαίνει στην αντίθετη περίπτωση.

  1. - Πού 'τσαι ρε, μία ώρα σε περιμένω, κοντεύει να τελειώσει κι ο γκαϊφές.
    - Τράκαρα το Μαράκι και με χασομέρησε, σόρυ.
    - Ποιο Μαράκι, με τη Σούλα δε νταραβερίζεσαι τώρα;
    - Κρύβε λόγια ρε, το Μαράκι είναι μπακάπ.

  2. - Κι αν δε φτάσουν τα λεφτά για ξίδια, παίζει κι η κάρτα του μπαμπά για μπακάπ, αλλιώς τι σκατά πάρτυ θα κάνουμε;
    - Καλύτερα ρεφενέ, μπρο, αλλιώς μας βλέπω για λουρίδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαδίζω με την ταχύτητα του φωτός υψωμένη στη δύναμη -100. Ο διπλανός που βαδίζει, με ακολουθούσε στο προηγούμενο και θα προηγείται στο επόμενο βήμα. Έτσι όπως πάω θα φτάσω σπίτι του χρόνου.

Βέβαια, τα πάντα είναι σχετικά όπως μας επισημοποιεί ο Αλβέρτος. Έτσι λοιπόν στην αυτοκίνηση το σούπερ ντούπερ αυτοκινητάκι μου σέρνεται μπροστά σε μια μερσέντα η οποία με τη σειρά της σέρνεται μπροστά σε μία λαμποργκίνι.

Στην κομπιουτερική, ένα μηχανάκι (υπολογιστής) σέρνεται όταν το έχουμε φορτώσει με 224 προγράμματα, εκ των οποίων χρησιμοποιούμε ταυτόχρονα τα 199, έχουμε γεμίσει τον δίσκο με τις 55 πιο πρόσφατες ταινίες που κατεβάσαμε από τα torrents και κάνουμε επικοινωνία με web cam. Προσπαθούμε δε να ανοίξουμε το κοίτα έξω (outlook) για να στείλουμε e-mail. Αν ανοίξει, χέσε με.

Ας πάρουμε ένα ταξί, δε βλέπεις; Σέρνομαι (χικ)

(από Stravon, 04/09/09)

Βλ. και σέρνεται

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που εκφωνείται σε περιπτώσεις, όπου ο ένας εκ των δύο συνομιλητών, είτε λόγω οργανικών αιτιών, είτε άλλων, αδυνατεί να κατανοήσει, να επεξεργαστεί ή να ανταποκριθεί επαρκώς στην αρχική διατύπωση του προφορικού μηνύματος με αποτέλεσμα την διακοπή της επικοινωνίας. Μ' άλλα λόγια, κουρούμπελο η συζήτηση...

Η έκφραση χρησιμοποιείται επίσης και σε περιπτώσεις, όπου ο χρήστης επιθυμεί να δηλώσει κάτι ξεκάθαρα, σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην υπάρχουν πλέον περιθώρια παρερμηνείας και/ ή παρεξήγησης.

Εικάζεται πως η παραπάνω έκφραση καθιερώθηκε ταυτόχρονα με την διάδοση της επικοινωνίας με ηλεκτρονικά μέσα όπως sms, chat, msn κ.α. και γενικά δηλώνει πως, ακόμη και στο θέμα της αλληλοεπικοινωνίας και της αλληλοκατανόησης, το πάνω χέρι το έχει πλέον η τεχνολογία. Ως άμεση απόρροια των ανωτέρω, εξετάζεται και η αλλαγή διαφόρων πατροπαράδοτων εκφράσεων και ο εκσυγχρονισμός τους, όπως π.χ. στις περιπτώσεις των το πάει το γράμμα ->το στέλνει το e-mail και τον έχω γραμμένο στ' αρχίδια μου -> τον έχω καταχωρήσει στον χαρτοφύλακα μου, κ.ο.κ.

(Απόσπασμα αληθινού διαλόγου σε μπαράκι)

- Μα ρε Μαιρούλα, τι σου ζήτησα ρε;
- Όχι. Στο' πα μία, στο' πα δύο, ε τι σκατά θες πια; Να στο πληκτρολογήσω;

(Απόσπασμα αληθινού διαλόγου #2, αστικό λεωφορείο)

- Τελικά βγήκες μαζί του;
- Πας καλά με τον χλέμπουρα; Σιγά μη του κάτσω. Μ' έχει φάει ένα μήνα τώρα και δεν ακούει τίποτα. Θα του το πληκτρολογήσω μπας και το πάρει χαμπάρι.

(Απόσπασμα αληθινού διαλόγου #3: Πλατεία Κάνιγγος)

- Κυρία, κυρία να σας πω λίγο...
- Τι θες ρε μαλάκα και μ' έχεις πάρει από πίσω τόση ώρα; Βλέπεις δεν γυρνάω, τι στον πούτσο γουστάρεις πια; Γκαγκά είσαι; Δεν καταλαβαίνεις; Θες να στο πληκτρολογήσω;

(από Stravon, 04/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την παλιά καλή εποχή του DOS, κι ακόμα παλιότερα.

Τα αρχεία στον υπολογιστή τότε είχαν ονόματα του τύπου «FILENAME.EXT», όπου FILENAME το όνομα, και EXT ο τύπος του (= τί περιείχε, π.χ TXT για κείμενο, WKS για φύλλα Lotus 1-2-3, GIF για εικόνες κ.ο.κ.)

Για να επιλέξει κανείς (για διαγραφή π.χ.) παραπάνω από ένα αρχείο, χρησιμοποιούσε χαρακτήρες πασπαρτού (ελληνιστί wildcards), τους εξής δύο:

  • Αστεράκι (*) σήμαινε «κανένας, ένας ή μέχρι και άπειροι χαρακτήρες».
  • Αγγλικό ερωτηματικό (;) σήμαινε «ακριβώς ένας χαρακτήρας».

    Το πρώτο αστεράκι = «όλα τα ονόματα αρχείων, ανεξαρτήτως μήκους»...

Το δεύτερο αστεράκι = «όλοι οι τύποι αρχείων, ανεξαρτήτως μήκους»...

Ο συνδυασμός, με την υποχρεωτική τελεία στη μέση = «ό,τι αρχείο βρεις» = «τα πάντα όλα»...

Για όσους προλάβαμε κουμπιούτερ από τότε που βγήκαν οι λάσπες, το αστεράκι και το αγγλικό ερωτηματικό είναι από τα clopyright που ο Βασιλάκης ο Πόρτας «δανείστηκε» από το Unix...

- Μήτσο μου, να πάρω ροζ κραγιόν ή πορφυρό;
- Τι με λε ρε, πάρε αστεράκι τελεία αστεράκι και παράτα με...

για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι... (από panman_gr, 14/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λειτουργικό σύστημα που έκατσε στο σβέρκο της παγκόσμιας κοινωνίας της Πληροφορικής, καταδικάζοντάς την να κάνει βήματα πιο αργά κι από τον Έβερτ.

Λέγεται ότι ο ιδρυτής της Μικρομαλακιάς, Βασιλάκης Πόρτες, ονόμασε το δημιούργημά του «Παράθυρα» οραματιζόμενος την ελληνική νομοθεσία, η οποία χαρακτηρίζεται από παραθύρια, τρύπες, κενά, τσόντες, μπαλώματα, παραπομπές, αντιφάσεις, πασαλείμματα και εξυπηρετικά «πακέτα».

Βλέποντας μπροστά, με θάρρος και αυτογνωσία, ο οραματιστής Πόρτες, δεν δίστασε να βγάλει το πράμα του, το μαγαζί του, «Μικρομαλακιά» και αυτό είναι κάτι που η ανθρωπότητα πρέπει να του αναγνωρίσει.

Από την άλλη μεριά, ο Πόρτες λατρεύεται σαν θεότητα από τους υπαλλήλους των εταιριών παρασκευής αντι-ιϊκών, οι οποίοι κάθε μεσημέρι στρέφονται προς το Ερυθρομόνδιο της Πλυντηριούπολης και γονατίζουν σαν Πέντιουμ ΙΙΙ με Παράθυρα ΧρωΠη.

- Σούλα μου! Το πισί μου αρρώστησε.
- Στα λεγα γω Πόπη μου. Κόψε την Μικρομαλακιά να δεις φως.

(από baznr, 28/04/09)(από baznr, 28/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified