Further tags

Έκφραση που εκφέρεται σε περίπτωση πολυκοσμίας σε ένα μέρος. Προέρχεται από τον τίτλο του βιβλίου του Τσιφόρου Ο κόσμος και ο κοσμάκης και κατά κάποιον τρόπο σημαίνει ότι είναι μαζεμένος κάπου κόσμος και κοσμάκης.

- Δεν χωράμε εδώ μέσα... του Τσιφόρου γίνεται!!!

Δες και της πουτάνας το σχήμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γοητεία.

Από το τούρκικο al beni= πάρε με.

- Πολύ αρχοντομούνα η τύπισσα, έχει το αλμπενί της.

(από iwn, 04/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γλυκοκοιτάζω, κάνω καμάκι. Παλαιάς κοπής σλανγκιά τση σχολής του Τσιφόρου.

Περισσότερα τσιφορικά εις ῥίχνω: ρίχνω κοκκαλιές (παίζω ζάρια), ρίχνω κολατσό (κάνω το τραπέζι), ρίχνω μπαταρέλα (κοροϊδεύω), ρίχνω προζύμι (δίνω πληροφορίες), ρίχνω χαλίκι (προετοιμάζω).

  1. - Έριξα λουκούμι στην Καυλάουρα μήπως ρίξω έναν κρύο!
    - Τελικά σού έριξε άκυρο;
    - Όχι, μού έριξε δυο μουνιά <3
    - Άτιμη κενωνία, άλλοι γλυκοτσούτσουνοι κι άλλοι χερογλύκανοι...

  2. ῥίχνω λουκούμι = κάνω κόρτε
    (Γλωσσάρι Νίκου Τσιφόρου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντερλικώνω, χλαπακιάζω, γουρουνιάζω, σαβουρώνω, τρώω τον αγλέουρα, περιδρομιάζω. Τα γατοκέφαλα που κατεβάζω φτάνουν μέχρι την νοητή ταράτσα τση κοιλίας μου. Πρόκειται για σλανγκιά του Τσιφόρου.

Παραλλαγή: την κάνω ταράτσα. Αγγλικανιστί: to pig out, to stuff oneself.

1.
Εγω τουλαχιστον γεμιζω μια φρατζολα ψωμι με ντοματα,φετα,ελιες,κρεμμυδι τσακωνω και ενα μπουκαλι Coca-Cola και την ταρατσωνω...

2.
Τα χρόνια πέρασαν, ο Έλληνας την “ταράτσωσε”, μπήκε στα φτηνά δανεικά με το ισχυρό ευρώ και στη Βαλχάλα περνούσαν καλά…. κάναμε και Ολυμπιακούς Αγώνες, πλούσια- πλούσια, για να τους δείξουμε πως οι Έλληνες ξέρουμε να γλεντάμε…Κάποια στιγμή η Βαλχάλα έμεινε χωρίς σπόνσορες, τους πήραν χαμπάρι τους κληρονόμους οι κουτόφραγκοι, και έκλεισαν την κάνουλα…

1.
ΟΤΑΝ ΤΑ ΑΝΑΡΧΟΚΟΥΜΟΥΝΙΑ ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΙ ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΠΕΙΝΑΝΕ ΠΑΝΕ ΣΤΑ ΣΥΣΣΙΤΙΑ ΚΑΙ ΞΕΡΟΓΛΥΦΟΝΤΑΙ..ΑΦΟΥ ΧΟΡΤΑΣΟΥΝ ΚΑΙ ΤΑΡΑΤΣΩΣΟΥΝ ΤΗΝ ΣΑΠΙΟΚΟΙΛΙΑ ΤΟΥΣ ΦΕΥΓΟΥΝ ΚΑΙ ΑΡΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΠΑΡΛΑΠΙΠΙΖΟΥΝ..ΒΡΩΜΟΣΚΥΛΑ ΤΟΥ ΚΕΡΑΤΑ ΣΟΥ ΛΕΩ!

(από σφυρίζων, 21/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσκολλώμαι, γίνομαι σόσιαλ μύδι, μουνόψειρα, στενός κορσές, καβουρογαμόψειρα.
Η πεταλίδα, όπως το μύδι και το στρείδι είναι μαλάκια, τα οποία προσκολλώνται στα βράχια. Μάλιστα, σύμφωνα με τελευταίες έρευνες τα δόντια της πεταλίδας είναι το ισχυρότερο βιολογικό υλικό στη γή, με αντοχή σε πίεση 4,9 GPa και μπορούν να συγκριθούν με τα ισχυρότερα ανθρακονήματα.

Με βάση τα προηγούμενα, δικαίως η έκφραση χρησιμοποιείται από παλιά, κυρίως από τους ανθρώπους της θάλασσας και όχι μόνο. Ο Τσιφόρος, για παράδειγμα την χρησιμοποιεί συχνά και με την ίδια έννοια και μάλιστα δεν την περιλαμβάνει στο ειδικό γλωσσάρι (βλ. του Τσιφόρου...), επειδή προφανώς την θεωρεί αρκετά διαδεδομένη.

Ρε ό,τι και να λέγαμε, είχε πεταλιδώσει και δεν ξεκόλλαγε με τίποτα! Τι να 'κανα κι εγώ; Λέω της Μαίρης:
«Δεν πάμε για ύπνο αγάπη μου, μήπως θέλει να φύγει ο Τάκης;» Ξέρεις τι μου απάντησε το ζώον;
«Α μπα, δε βιάζομαι να φύγω!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πανωφόρι, το παλτό, αλλά και το παλτό. Το αναφέρει ο ΝΤΙΝΟΣ στο λεξικό του μάγκα.
Πρωτοακούστηκε το 1932 στην παρλάτα του Πέτρου Κυριακού, "ΤΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΜΑΓΚΑ" Πέτρος Κυριακός - Το λεξικό του μάγκα

♪♫ Σπλάχνο λέω τη γκόμενά μου και τη μάνα μου γριά μου
Το παρλάν λέω oμιλώντα, το παλτό Επαμεινώντα
Λέω τον πλούτο μπερεκέτι και την πιάτσα λέω κουρμπέτι
Το απών το λέω ερήμη, τ ακακαΐδι καρντερίμι
Ξέρω κι άλλα αλλά δεν τα σκάω μύτη και πουλεύω σαν σπουργίτι
♪♫

Ο Νίκος Τσιφόρος, στα "Παιδιά της Πιάτσας" (1960), το εξηγεί καλυτερότερα:

«Κάποτε ένας μάγκας χρειάστηκε ένα παλτό να περάσει το χειμώνα. Βρήκε μια χλαίνη που είχε κλέψει ένας φίλος του φαντάρος, που τον λέγαν Επαμεινώντα. Ο μάγκας έβαψε την χλαίνη μπλε για να μη γνωρίζεται, τηνε κόντηνε, γιατί το κοντό παλτό ήτανε τότε μόδα και, μια και του την είχε δώσει ένας Επαμεινώντας, τη βάφτισε «Παμεινώντα». Η λέξη έμεινε στην argot για παλτό / πανωφόρι».

στο "λεξικό του μάγκα"

Το τελευταίο διάστημα σημειώνεται ασυνήθιστα έντονη σλανγκική δραστηριότητα στα ΜΜΕς, που οφείλεται κτγμ στην είσοδο του ντελαμαγκέν Μεϊμαράκη στη πρώτη γραμμή της πολιτικής επικαιρότητας. Ωσεκτουτού εμφανίζεται πρώτο τραπέζι κάλτσα, όλη η ετοιμόσλανγκη Ελλαδούλα πού 'βοσκε μέχρι τούδε σε τριτοτέταρτους λειμώνες.

Μέχρι στιγμής ο Μεϊμαράκης έχει πει τον Τσίπρα: ψευτράκο, αλητάκο, πονηρούλη και αυτοφωράκια. Στο ντιμπέιτ θα τον πει κουραμπιέ, μαρίκα, σελέμη, μπανιστηρτζή και κουραδόμαγκα. Και η υψηλού επιπέδου πολιτική αντιπαράθεση θα λήξει την Παρασκευή πριν τις εκλογές με τους χαρακτηρισμούς σορόκα, χαλβά, μπεμπέ, λούγκρα και Παμεινώντα... (matrix24)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ζίου ζίτσου. Πετούμενη και μελωδική χαριτωμενιά, αφ' ενός γουγλιζόμενη και αφεδύο αρκετά παλιά, όπως φαίνεται από το τελευταίο, Τσιφόρειο παράδειγμα που παραθέτω χοντρικά και από μνήμης.

Όταν "αγαπητέ βλάκα" μια μέρα που πηγαίναμε στο τσίου-τσίου και υπήρχε το ΜΕΓΑ δίλημμα μεταξύ των παιδιών μετά το τέλος της προπόνησης ΣΤΑΛΟΝΕ Ή ΣβΑΤΖΕΝΕΓΚΕΡ (ποια ταινία να δούμε στην τηλεόραση) και πλακωνόντουσαν ποιος είναι πιο καραγκαγκάν-ουάου εμείς είχαμε το θάρρος να τους πούμε να μη δουν κανέναν απο τους δυο, πως και οι δυο είναι το ίδιο μπούρδες... εδώ

- Άμα σε πετύχω πουθενά θα σου σπάσω το κεφάλι.
- Πάω 7 χρόνια ζιου-ζιτσου δε σε παίρνει γι' αυτό μη μιλάς...
- Και γω κάνω τσιου τσιου και κάνω και την καινούργια πολεμική τέχνη που είναι της μόδας την ''τονπαιρνωκαιαποπισου'' εκεί

Σηκώθηκε ο Καρδερίνας που είναι μποξέρ και πήγε να τον βαρέσει, αλλά κάτι του έκανε ο άλλος και μετά ο Καρδερίνας κάθισε και πονούσε και είπε "αυτά τα πράματα είναι τσίου τσίου". (Και μην αρχίσουμε τα βαριά, έχει ζημιές). Τσιφόρος, κάπου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που, απ' όσο ξέρω, δεν χρησιμοποιείται πιά στον καθημερινό λόγο, αλλά βλέπω πως ψιλοεπιβιώνει στο ίντερνετ. Παναπεί : ισχυρό πίσω-μωρή-κουφάλες πλήγμα που καταφέρεται σε αντίπαλο. Στη λογοτεχνία μας αφορά συνήθως κάποια μάχη εκ παρατάξεως. Κανείς κερατάς δεν έχει την ετυμολογία, αν και φέρνει σε ιταλοτέτοιο, το οποίο, παρά τις διάφορες εικασίες μου, δυστυχώς δεν μπόρεσα να εντοπίσω με βεβαιότητα. Δεν ξέρω αν έχεις χέσει με τη (λατινογενή κατά Μπάμπη και Τριαντά) σφαλιάρα.

  1. Αί! νάχαμε τότε τουφέκια οπισθογεμή, τι θα γινότανε ! Αλλά και το σισανεδάκι εδούλεψε περίφημα. Πολλά γιουρούσια κάμανε, αλλά τους δίδαμε σπαλιώρα και γύριζαν πίσω.
    (Ι. Κονδυλάκης «Σκούρα», από το «Όταν ήμουν δάσκαλος», εκδ. Νεφέλη 1988.)

  2. Εδώ κανονικά θα έμπαινε κάτι από Τσιφόρο, ο οποίος έχει χρησιμοποιήσει τη λέξη αρκετές φορές. Αλλά με χωρίζουν κάτι χιλιόμετρα από τα βιβλία του και έχω κι άλλες δουλειές ξέρετε...

  3. [...] οι Ελληνες, ησαν ηδη ανεπτυγμενοι στο θεατρο και μπορουσε ο Λυμπερης να δωση μια μικρη σπαλιορα στην δυτικη Ιμια κατα το καμποϋκο αξιωμα «πυροβολα και μετα κανεις ερωτησεις».
    (εδώ)

  4. Τωρα που φαγε τη σπαλιορα απο σενα,θα βρει κανενα αλλο να του πρηζει τα....καταλαβες.
    (αντρειωμένος με ενθουσιώδες κοινό εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μακαρία τη λήξει σλανγκιά που σημαίνει βάζω κάτι σκοπό, πείσμα, αμέτι μουχαμέτι. Η (μαύρη) αλήθεια είναι ότι την έκφραση την έχω βρεί μερικές φορές μόνο σε κείμενα του Τσιφόρου, παναπεί στα '50-'60.

Ετυμολογικώς θα ποντάριζα στην προέλευση από το αγγλ. steam = ατμός, κινητήρια δύναμη. Όπερ αν ισχύει, το λήμμα μυρίζει θάλασσα. Αλλιώς υπάρχει και το ιταλ. stimolare = διεγείρω, προτρέπω, παρακινώ. Διαλιέχτε. Συντακτικώς (και από μνήμης ) η έκφραση πάει κατά κύριο λόγο με το ρήμα τρώω, καθόσον αυτός που το βάζει στήμη σκοπεύει να φάει του θύματος το μπαγιόκο, το αντικείμενο, το γκομενάκι και ό,τι άλλο βρει στην τελική.

Τραβάγανε το πρωί, έμπαινε σε μαγαζί πατουμενάδικο ο Σπόρος μοναχός του, μοστράρηζε κανά-δυο κατοσταρικάκια, να δούνε πως τάχει κι έλεγε με μισοκακόμοιρο ύφος:
-«Θέλω ένα ζευγαράκι, αλλά μέχρι εκατόν ογδόντα, όχι παραπάνου».
Του δίνανε, διότι εκατόν ογδόντα είναι ακριβά λεφτά να πούμε, δοκίμαζε, τόφερνε στα νερά του, ζήταγε και τ' αριστερό. Τα φόραγε και τα δυο, χαμογέλαγε:

Μέγκλες παπουτσάκια», έλεγε, «να βγω και στη πόρτα να τα δω στο φως»; κι έβγαινε τώρα στη πόρτα. Πλάι του ο υπάλληλος να τον έχει το νου και να του λέει πια πως το παπούτσι είναι η μεγαλύτερη εφεύρεση της ανθρωπότητας, ότι του πάνε μια χαρά κι ότι, να πούμε, το δικό τους το μαγαζί είναι το καλύτερο σε δέρματα και τρώει όλη την οικουμένη σε κατασκευή, καθόσον τόχε βάλει στήμη να φάει τις εκατόν ογδόντα ο υπάλληλος και τόθελε να ρίξει τον ατζαμή τον πιτσιρή και να του τα πασσάρει τα παλιοσεβρά με τις τσόντες.

Εδώ Τα Σκαθαράκια, από τα Παιδιά της Πιάτσας του Ν. Τσιφόρου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στόμα στην ντούρα σλανγκ, ειδικά όταν αυτό εκφέρει λόγια βαρυσήμαντα (με την καλή ή την κακή έννοια).

- Εγώ πάντως μ' αυτά και μ' αυτά ξαναθυμήθηκα Μαλβίνα και συνειδητοποίησα πόσο λείπει. Τι θα είχε πει ο στόμας της αν ζούσε (εδώ)

- Ooόοοοoo τάπα Κανέλλη ΤΩΡΑ - Tι λέει ο στόμας της ωρέ παιδιά; (εκεί)

- Απ’ όλα τα θεϊκά που έβγαλε ο στόμας του Σταύρου στα γραφεία του πρόταγκον πριν μερικές μέρες ήταν το παρακάτω: «Εγώ τώρα, δε θα πάω στην Ευρωβουλή. Δεν έχω ίσως και τα προσόντα. Καλά καλά δεν ξέρω ξένες γλώσσες. Θα μείνω λοιπόν στην Ελλάδα. Το τι θα κάνω θα εξαρτηθεί πάλι από εσάς. …» (παραπέρα)

Του Τσιφόρου, σύμφωνα με την Ironick (εδώ).

Απαντά ως ιδιωματισμός σε διάφορα μέρη της Ελλάδας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified