Further tags

Η γοητεία.

Από το τούρκικο al beni= πάρε με.

- Πολύ αρχοντομούνα η τύπισσα, έχει το αλμπενί της.

(από iwn, 04/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεγότανε παλιά για το λεπτό και ίσιο μουστάκι που είχαν οι κομψοί μάγκες. Το χρησιμοποιεί ο Τσιφόρος σε ένα διήγημά του...

Και το μουστάκι περισπωμένη.

Μουστάκι σε διαφορετικές γραμματοσειρές (από Khan, 29/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κωλοπετσωμένη και ψιλοσπασμένη πλην καυλιάρα σαρανταφεύγα μιλφού. Το μουνί της μπορεί να έχει αρχίσει να πατινάρει, αλλά η μπογιά της ακόμα μισοπερνάει.

Χλευαστικά, η Ντάμα του αντιπάλου στο σκάκι. Συνώνυμο επίσης τση πουτάνας, σύμφωνα με τον σενσέι Ηλία Πετρόπουλο. Προσφιλής λέξη των Καρκαβίτσα και Τσιφόρου.

Πάσα: HODJAS, deinosavros και malakia (από Δ.Π.)

- Τωρα κολακευεσαι με την 15 χρονια μικροτερη σου που σε θελει ακομα και γαμπρο! Αμα η επομενη ειναι καμμια μισοτριβη ξερεις τι κουρελιασμα θα παθει η ψυχολογια σου ειδικα οταν θα βλεπεις πιπινια να τριγυρνανε γυρω σου;

- Εμάς τι μας ενδιαφέρει αν μια μισότριβη καλλιτέχνης άλλαξε γκόμενο;

- Μυξιάρης. Ζητάει ελεημοσύνη από μια μισότριβη καμπαρετζού με κυτταρίτιδα ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να δεί την καλτσοδέτα της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πανωφόρι, το παλτό, αλλά και το παλτό. Το αναφέρει ο ΝΤΙΝΟΣ στο λεξικό του μάγκα.
Πρωτοακούστηκε το 1932 στην παρλάτα του Πέτρου Κυριακού, "ΤΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΜΑΓΚΑ" Πέτρος Κυριακός - Το λεξικό του μάγκα

♪♫ Σπλάχνο λέω τη γκόμενά μου και τη μάνα μου γριά μου
Το παρλάν λέω oμιλώντα, το παλτό Επαμεινώντα
Λέω τον πλούτο μπερεκέτι και την πιάτσα λέω κουρμπέτι
Το απών το λέω ερήμη, τ ακακαΐδι καρντερίμι
Ξέρω κι άλλα αλλά δεν τα σκάω μύτη και πουλεύω σαν σπουργίτι
♪♫

Ο Νίκος Τσιφόρος, στα "Παιδιά της Πιάτσας" (1960), το εξηγεί καλυτερότερα:

«Κάποτε ένας μάγκας χρειάστηκε ένα παλτό να περάσει το χειμώνα. Βρήκε μια χλαίνη που είχε κλέψει ένας φίλος του φαντάρος, που τον λέγαν Επαμεινώντα. Ο μάγκας έβαψε την χλαίνη μπλε για να μη γνωρίζεται, τηνε κόντηνε, γιατί το κοντό παλτό ήτανε τότε μόδα και, μια και του την είχε δώσει ένας Επαμεινώντας, τη βάφτισε «Παμεινώντα». Η λέξη έμεινε στην argot για παλτό / πανωφόρι».

στο "λεξικό του μάγκα"

Το τελευταίο διάστημα σημειώνεται ασυνήθιστα έντονη σλανγκική δραστηριότητα στα ΜΜΕς, που οφείλεται κτγμ στην είσοδο του ντελαμαγκέν Μεϊμαράκη στη πρώτη γραμμή της πολιτικής επικαιρότητας. Ωσεκτουτού εμφανίζεται πρώτο τραπέζι κάλτσα, όλη η ετοιμόσλανγκη Ελλαδούλα πού 'βοσκε μέχρι τούδε σε τριτοτέταρτους λειμώνες.

Μέχρι στιγμής ο Μεϊμαράκης έχει πει τον Τσίπρα: ψευτράκο, αλητάκο, πονηρούλη και αυτοφωράκια. Στο ντιμπέιτ θα τον πει κουραμπιέ, μαρίκα, σελέμη, μπανιστηρτζή και κουραδόμαγκα. Και η υψηλού επιπέδου πολιτική αντιπαράθεση θα λήξει την Παρασκευή πριν τις εκλογές με τους χαρακτηρισμούς σορόκα, χαλβά, μπεμπέ, λούγκρα και Παμεινώντα... (matrix24)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσκολλώμαι, γίνομαι σόσιαλ μύδι, μουνόψειρα, στενός κορσές, καβουρογαμόψειρα.
Η πεταλίδα, όπως το μύδι και το στρείδι είναι μαλάκια, τα οποία προσκολλώνται στα βράχια. Μάλιστα, σύμφωνα με τελευταίες έρευνες τα δόντια της πεταλίδας είναι το ισχυρότερο βιολογικό υλικό στη γή, με αντοχή σε πίεση 4,9 GPa και μπορούν να συγκριθούν με τα ισχυρότερα ανθρακονήματα.

Με βάση τα προηγούμενα, δικαίως η έκφραση χρησιμοποιείται από παλιά, κυρίως από τους ανθρώπους της θάλασσας και όχι μόνο. Ο Τσιφόρος, για παράδειγμα την χρησιμοποιεί συχνά και με την ίδια έννοια και μάλιστα δεν την περιλαμβάνει στο ειδικό γλωσσάρι (βλ. του Τσιφόρου...), επειδή προφανώς την θεωρεί αρκετά διαδεδομένη.

Ρε ό,τι και να λέγαμε, είχε πεταλιδώσει και δεν ξεκόλλαγε με τίποτα! Τι να 'κανα κι εγώ; Λέω της Μαίρης:
«Δεν πάμε για ύπνο αγάπη μου, μήπως θέλει να φύγει ο Τάκης;» Ξέρεις τι μου απάντησε το ζώον;
«Α μπα, δε βιάζομαι να φύγω!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ουσιαστικό του ρήματος ρεφάρω. Συναντάται με δύο έννοιες:

  1. Η επενάκτηση των χαμένων (π.χ. σε τυχερά παιχνίδια).

    Είμαι στην ψιλορέφα. Δέν παίζω άλλο, να μη χάσω και τα σώβρακα.

  2. Οικονομικά ανταλλάγματα, μίζα, λάδωμα.

    Από το τραγούδι κάτω στα λεμονάδικα του Βαγγέλη Παπάζογλου.
    "Κυρ αστυνόμε μη βαράς γιατί κι εσύ το ξέρεις
    πως η δουλειά μας είν' αυτή και ρέφα μη γυρεύεις."

Επίσης υπάρχει και στα "Παιδιά της Πιάτσας" του Τσιφόρου η έκφραση

"θά'χετε ρέφες"

με την προαναφερόμενη έννοια. (Δυστυχώς έχω δώσει το βιβλίο "δανεικό κι αγύριστο" και δεν μπορώ να δώσω άλλες λεπτομέρειες. Αν τό'χει κάποιος, ας βοηθήσει).

Με βάση την δεύτερη έννοια μπορούμε να κατευθυνθούμε και σε άλλη ετυμολογία, από το τουρκικό refah που σημαίνει ευημερία, αφθονία, ευκολία εδώ. (Το θεωρώ πιθανότερο η "ρέφα" του πρόσφυγα Βαγγέλη Παπάζογλου να προέρχεται από το τουρκικό refah, που είναι και εννοιολογικά εγγύτερο στο συγγεκριμένο στίχο, από το ιταλικό rifare).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γλυκοκοιτάζω, κάνω καμάκι. Παλαιάς κοπής σλανγκιά τση σχολής του Τσιφόρου.

Περισσότερα τσιφορικά εις ῥίχνω: ρίχνω κοκκαλιές (παίζω ζάρια), ρίχνω κολατσό (κάνω το τραπέζι), ρίχνω μπαταρέλα (κοροϊδεύω), ρίχνω προζύμι (δίνω πληροφορίες), ρίχνω χαλίκι (προετοιμάζω).

  1. - Έριξα λουκούμι στην Καυλάουρα μήπως ρίξω έναν κρύο!
    - Τελικά σού έριξε άκυρο;
    - Όχι, μού έριξε δυο μουνιά <3
    - Άτιμη κενωνία, άλλοι γλυκοτσούτσουνοι κι άλλοι χερογλύκανοι...

  2. ῥίχνω λουκούμι = κάνω κόρτε
    (Γλωσσάρι Νίκου Τσιφόρου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που, απ' όσο ξέρω, δεν χρησιμοποιείται πιά στον καθημερινό λόγο, αλλά βλέπω πως ψιλοεπιβιώνει στο ίντερνετ. Παναπεί : ισχυρό πίσω-μωρή-κουφάλες πλήγμα που καταφέρεται σε αντίπαλο. Στη λογοτεχνία μας αφορά συνήθως κάποια μάχη εκ παρατάξεως. Κανείς κερατάς δεν έχει την ετυμολογία, αν και φέρνει σε ιταλοτέτοιο, το οποίο, παρά τις διάφορες εικασίες μου, δυστυχώς δεν μπόρεσα να εντοπίσω με βεβαιότητα. Δεν ξέρω αν έχεις χέσει με τη (λατινογενή κατά Μπάμπη και Τριαντά) σφαλιάρα.

  1. Αί! νάχαμε τότε τουφέκια οπισθογεμή, τι θα γινότανε ! Αλλά και το σισανεδάκι εδούλεψε περίφημα. Πολλά γιουρούσια κάμανε, αλλά τους δίδαμε σπαλιώρα και γύριζαν πίσω.
    (Ι. Κονδυλάκης «Σκούρα», από το «Όταν ήμουν δάσκαλος», εκδ. Νεφέλη 1988.)

  2. Εδώ κανονικά θα έμπαινε κάτι από Τσιφόρο, ο οποίος έχει χρησιμοποιήσει τη λέξη αρκετές φορές. Αλλά με χωρίζουν κάτι χιλιόμετρα από τα βιβλία του και έχω κι άλλες δουλειές ξέρετε...

  3. [...] οι Ελληνες, ησαν ηδη ανεπτυγμενοι στο θεατρο και μπορουσε ο Λυμπερης να δωση μια μικρη σπαλιορα στην δυτικη Ιμια κατα το καμποϋκο αξιωμα «πυροβολα και μετα κανεις ερωτησεις».
    (εδώ)

  4. Τωρα που φαγε τη σπαλιορα απο σενα,θα βρει κανενα αλλο να του πρηζει τα....καταλαβες.
    (αντρειωμένος με ενθουσιώδες κοινό εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στόμα στην ντούρα σλανγκ, ειδικά όταν αυτό εκφέρει λόγια βαρυσήμαντα (με την καλή ή την κακή έννοια).

- Εγώ πάντως μ' αυτά και μ' αυτά ξαναθυμήθηκα Μαλβίνα και συνειδητοποίησα πόσο λείπει. Τι θα είχε πει ο στόμας της αν ζούσε (εδώ)

- Ooόοοοoo τάπα Κανέλλη ΤΩΡΑ - Tι λέει ο στόμας της ωρέ παιδιά; (εκεί)

- Απ’ όλα τα θεϊκά που έβγαλε ο στόμας του Σταύρου στα γραφεία του πρόταγκον πριν μερικές μέρες ήταν το παρακάτω: «Εγώ τώρα, δε θα πάω στην Ευρωβουλή. Δεν έχω ίσως και τα προσόντα. Καλά καλά δεν ξέρω ξένες γλώσσες. Θα μείνω λοιπόν στην Ελλάδα. Το τι θα κάνω θα εξαρτηθεί πάλι από εσάς. …» (παραπέρα)

Του Τσιφόρου, σύμφωνα με την Ironick (εδώ).

Απαντά ως ιδιωματισμός σε διάφορα μέρη της Ελλάδας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως προκύπτει από το α' παράδειγμα, μάλλον χαρτοπαικτικής προέλευσης εξαφανισμένη, ρετρό έκφραση που (κατέληξε να) σημαίνει κάτι που έχουμε πρόχειρο, σε πρώτη ζήτηση, καταπώς μας τα λέει το β' τοιούτον. Ως άσχετος με τον τζόγο του 19ου αιώνα (και των επόμενων δηλαδή αλλά ας μην το κάνουμε θέμα), αγνοώ τι ακριβώς σήμαινε η φράση στα χαρτοπαικτικά συμφραζόμενα, και το β' παράδειγμα είναι από μνήμης, δηλαδή ο Πολυχρόνης, οι εύζωνοι και άλλα τέτοια ωραία. Άμα ξέρει κανείς, ας πει.

- Ποιός θα κόψη, ανεφώνησεν ο Θεμιστοκλής κρατών υπό την χείρα του την τράπουλα των παιγνιοχάρτων.
Ο κύριος με το στρατιωτικόν μούσι εκράτει ήδη το σπαθί και τα χαρτιά εκόπησαν.
- Έτοιμα!...Τα γυρίζω.
Ο άσος ευρέθη φάτσα και ο ρήγας εις τον πρώτον λύκον και οι δύο δυνατοί πονταδόροι έχασαν.

Ι. Κονδυλάκης Οι Άθλιοι των Αθηνών (1895), εκδ. Νεφέλη.

Σε κάποιο κείμενό του ο Τσιφόρος γράφει πως οι γυναίκες έχουνε το κλάμα στον πρώτο λύκο για να τουμπάρουν τους άντρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified