Selected tags

Further tags

Μακαρᾶςμπαστέκα ἤ (ἐπίσημη ὀνομασία) τρόχιλος εἶναι μιὰ μηχανικὴ κατασκευὴ ποὺ χρησιμοποιεῖται, σἐ συνδυασμὸ μὲ σκοινιὰ, γιὰ τὴν ανύψωση βαρῶν. Μποροῦμε νὰ συνδυάσουμε δύο ἤ περισσότερους γιὰ νὰ φτιάξουμε τὸ παλάγκοσύσπαστο καὶ νὰ πετύχουμε τὸν ὑποπολλαπλασισμὸ τῆς δύναμης ποὺ ἀπαιτεῖται γιὰ τὴν ἀνύψωση ἑνὸς φορτίου. Ὁ μακαρᾶς εἶναι ξύλινος, ἐνῶ ἡ μπαστέκα μεταλλικὴ. ἐδῶ

ΜΑΚΑΡΑΣ ΜΠΑΣΤΕΚΑ

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ

μακαρὰς < τουρκ. makara < ἀραβ. بكرة (bakara). ἐδῶ

μπαστέκα: πιθανὴ ἐτυμολογία γαλλ. pasteque (καρποῦζι), ἴσως ἐπειδὴ τὸ σχῆμα της μοιάζει μὲ καρποῦζι.

Πολὺ βαρὺ τὸ φορτίο κι ἔτρεμε ἡ καρδιὰ μου μόλις τὸ σηκώσαμε μὲ τὸ παλάγκο. Ἤτανε βλέπεις παλιοὶ οἱ μακαρᾶδες καὶ φοβὸμουνα πὼς δὲ θ' ἀντέχανε.

Μὲ κατεβάσανε ἀπὸ τὸ καράβι μὲ τὸ βίντζι, μέσα στὴ βάρκα. Κι ὅπως ἤτανε ἀτζαμῆδες, ἀφήσανε ἀπὸτομα τὸ σκοινὶ, ἡ βάρκα κοπάνισε μὲ δύναμη στὴ θάλασσα κι ἐμένα μοῦρθε ἡ μπαστέκα στὸ κεφάλι.

βίντζι: μικρὸς γερανὸς

(Τὸ δεύτερο παράδειγμα ἀπὸ ἀφήγηση φίλου μου ποὺ ὑπηρέτησε σὲ ἀντιτορπιλικὸ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναυτικό παράγγελμα για ανάστροφη κωπηλάτηση, ώστε να ανακοπεί η πορεία του σκάφους

σλανγκασίστ: Σχόλιο - απορία του Χαν στο λήμμα σία κι αράξαμε

Ετυμολογία

σία < βενετικά sia, προστακτική του siar (επιβραδύνω το σκάφος, κωπηλατώντας ανάστροφα) (πβ. ιταλικά scia, προστακτική του sciare)

από εδώ

Σία γερά και πέσαμε στα βράχια!

(Από τα πρώτα παραγγέλματα που μαθαίναμε, μόλις αρχίζαμε να τραβάμε κουπί, τότε που για να φάς ψάρι δεν έφτανε μόνο να βρέξεις κώλο, αλλά και να κάνεις μπράτσα).

Το σχετικό ρήμα είναι: σιάρω

Με το που σιάρισα έσπασ' ο σκαρμός και κόντεψα να τρακάρω στο μόλο! Ίσα που πρόλαβα κι αβαράρισα, αλλιώς θα την είχα σπάσει τη βάρκα.

Σχετικές εκφράσεις:

σία κι αράξαμε

σία-βόγα: Ναυτικό παράγγελμα για αντίστροφη κωπηλάτηση με το ένα κουπί, ενώ με το άλλο εξακολουθούμε να κωπηλατούμε κανονικά. Με τον τρόπο αυτό η βάρκα στρίβει επί τόπου (το "τετ-α-κε" της κωπηλασίας).

Ετυμολογία

βογάρω: κωπηλατώ | πλέω ολοταχώς | ενεργώ από το ιταλικό vogare

από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To ξεμπουκάρισμα, δηλαδή η αιφνίδια έξοδος ή το ξεμάγκωμα από κάποια στενή (και ενίοτε δυσχερή) ατραπό. Μερικές συνήθεις σλανγκικές χρήσεις:

Α. Η δίοδος φυγής του διαρρήκτη.

- H ανεύρεση ξεμπούκας είναι το πρώτο μέλημα τού Καλού Διαρήκτη, πριν αρχίσει την κυρίως εργασία του. O Διαρήκτης μπορεί να διαλέξει για ξεμπούκα την πόρτα της κουζίνας, ένα παράθυρο πού δίνει στον κήπο, μια μπαλκονόπορτα, μια σκάλα πυρκαγιάς. H ξεμπούκα πρέπει να βλέπει στο πίσω μέρος τoύ σπιτιού. H ξεμπούκα χρησιμοποιείται μόνον όταν επίκειται ή σύλληψη του Διαρήκτη. Αποκεί θα φύγει δίχως καθυστέρηση αλλά όχι σπασμωδικά.
(Ηλία Πετρόπουλου, "Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη", Εκδ. Νεφέλη, 1979, σ. 44-45.)

Έχω και άλλη δίοδο

Β. Η απόδραση, αποφυλάκιση ή απελευθέρωση κάθε είδους κρατούμενου από την ψειρού.

♪♫ Το ΄πανε πως επίκειται ξεμπούκα ξαφνική
θα μ΄ άρεσε πάρα πολύ ν΄ αδειάσει το Λακκί ♪♫

(στίχος του τραγουδιού με τίτλο «Επίκειται» που προαναγγέλλει με χιούμορ την επικείμενη... ξεμπούκα (αποφυλάκιση, απόλυση των εξορίστων)), (εδώ).

- εκδήλωση που διοργανώνει ο "Σύνδεσμος Φυλακισθέντων-Εξορισθέντων Αντιστασιακών 1967-1974", αφιερωμένη στα τραγούδια της φυλακής και της εξορίας (...) Τότε που γράφαμε "μια λέξη μοναχά: ελευθερία" και με απεργίες πείνας ή με διαμαρτυρίες στο καζάνι διεκδικούσαμε την απελευθέρωσή μας, τη "μαγική ξεμπούκα". (εκεί)

Πότε θα κά- πότε θα κά-νει ξεμπούκα

Γ. Η ηρωική (ή μη) έξοδος ή απομάκρυνση τινός.

- Οι αυτοπροβεβλημένοι και χρήστες των κομματικών μηχανισμών προβολής συνταγματολόγοι, αυτοί που έσπρωξαν στη μαλακιώδη ξεμπούκα τον Βενιζέλο για αρχηγία (για να κυβερνήσουν αυτοί), το τρισάθλιο ΚΑΡΤΕΛ καταπάτησης των στοιχειωδών συνταγματικών δικαιωμάτων, ξανακτύπησε. (παραπέρα)

- Συγχρόνως, η παραλίγο να κυρηχθεί σε πτώχευση "NOVARTIS", κάνει νέα ξεμπούκα στις διεθνείς αγορές, με ίδρυση ή εξαγορά φαρμακοβιομηχανιών σε Ινδία, Ισπανία και αλλού. (παραδίπλα)

H ξεμπούκα του Minister of Silly Talks

Δ. Η έξοδος πλεούμενου από λιμάνι.

- Το λιμάνι μας έχει πρόβλημα στην μπούκα και ξεμπουκα του φερι-μποουτ από το Ρεθεμνιωτικο λιμάνι. (εκεί)

Η ξεμπούκα του Εωσφόρου

Εκ του γαμοσλανγκοτέτοιου ξε- και τση μπούκας (< λατ. bucca, είσοδος και στόμα). Πέον να σημειωθεί ότι οι ορισμοί του ξεμπουκάρω του Τριαντάφυλλου (εδώ) αλλά και του σαητόστ (εκεί) ανακριβώς περιγράφουν αιφνίδια εμφάνιση και ουχί εξαφάνιση.

Στα Γαλατικά: débouchage.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σοκολατιέρα είναι μια λέξη των καραβιών που αναφέρεται στα κορίτσια που καθόντουσαν μαζί σου μέχρι να σου πάρουνε κέρασμα μερικά ή πολλά ποτά.

Εργαζόμενα κορίτσια, άνευ συνοδού, που συνηθίζουν μόνα ή με συντροφιά να πηγαίνουν στις καφετέριες, στα μπαρ -συχνότερα-, στα πάρκα, στα χοροπηδάδικα, στα λούνα-παρκ για έναν καφέ ή ένα αναψυκτικό. Συζητούν, σχολιάζουν, χαχανίζουν, καπνίζουν το τσιγαριλίκι τους.

Οι ναυτικοί τις ονομάζουν χαϊδευτικά σοκολατιέρες. Ίσως απ' το γάλα με σοκολάτα που πίνουν. Έτσι τις ξεχωρίζουν από τις business-girls.

Μέχρι την παρέα και το κέρασμα όλοι συμφωνούν. Μετά οι γνώμες διίστανται ανάλογα με το τι έτυχε στον καθένα.

Συνήθως ψάχνουν για τσάμπα ποτό και παρέα με άγνωστο-ξένο ( μη ντόπιο στα μικρά μέρη, αλλοδαπό, που σήμερα είναι, αύριο δεν είναι) και μετά την κάνουν με ελαφρά πηδηματάκια. Σε κάποιες αρέσει και που καυλώνουν τους άντρες.

Ενίοτε -σπάνια πάντως- υπάρχει και συνέχεια. Εδώ το πράμα αλλάζει.

Μπορεί τελικά –βοηθούντος και του ποτού- να γουστάρησε τον συγκεκριμένο. Μπορεί μετά να ζητήσει και κάνα χαρτζηλίκι. (Στα φτωχά μέρη όλα μετράνε αλλιώς). Μπορεί να αποδειχτεί πόρνη μεταμφιεσμένη σε σοκολατιέρα (εξόριστη από τα κλασικά στέκια).

Ανθρώπινες σχέσεις. Όλα είναι πιθανά εξίσου.

Κοινοί συντελεστές: Η ανία, η μοναξιά, η φτώχεια, οι ανάγκες (για ποτό η/και ουσίες, σεξ) από τη μια και η ανία, η μοναξιά, οι ανάγκες (για σεξ, ποτό η/και ουσίες) από την άλλη.

-Να καθίσουμε εδώ. Ωραία είναι... Κι έχει και γκόμενες το μαγαζί.
-Μπα! Σοκολατιέρες είναι. Θα στα πιούνε και θα φύγουνε και θα μείνεις με τη ψωλή στο χέρι.
-Ας είναι. Πιο πολύ μου λείπει η γυναίκα παρά το μουνί... και που ξέρεις…
-Είσαι άξιος της μοίρας σου. Άμα βαρεθείς, ξέρεις που θα ΄μαι…
-Στη λάσπη, πού αλλού…
-Εγώ θα γαμήσω απόψε! Εσύ βάστα της το χεράκι.

Σλανγκασίστ, συνδρομή, παρακίνηση:

Ιησούς (Jesus)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκασίστ σφυρίζων: Πως λέμε νετάρω - θεώρησε το παραγγελιά :-) Από εδώ

Το νετάρω στην ναυτική ορολογία το βρίσκουμε με την έννοια του τελειώνω μιά δουλειά.

Μόλις νετάρουμε με το καλαφάτισμα του καϊκιού, θα πιάσουμε να μινιάρουμε. Τη μουράβια θα τη περάσουμε στο τέλος, λίγο πριν το ρίξουμε στη θάλασσα.

καλαφάτισμα: τοποθέτηση βαμβακερού κορδονιού στους αρμούς ξύλινου σκάφους για στεγανοποίηση.

μινιάρω: βάφω με μίνιο (υπόστρωμα για να "πιάσει" η μπογιά).

μουράβια: υφαλόχρωμα

Επίσης με την έννοια του ξεμπερδεύω κυριολεκτικά

Τι ρέματα ήτανε αυτά ρε φίλε! Το παραγάδι ήτανε όλο στριμένο, είδα κι έπαθα να το νετάρω.

και μεταφορικά

Πλάκωσε το λιμεναρχείο, δεν είχαμε και τις άδειες μαζί μας, πώς νετάραμε είναι θαύμα!

Τέλος το νετάρω χρησιμοποιείται και με την έννοια του εξαντλούμαι, που αναφέρεται σε κάθε είδους ασχολία, όχι κατ' ανάγκην ναυτική.

Ρε τί γυναίκα ηφαίστειο ήταν αυτή! Δε μ' άφησε να κοιμηθώ όλη νύχτα. Με νετάρισε!

Ετυμολογία: [βεν. netar -ω (ιταλ. [nettare])] από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελαφριά ανεμοριπή, που κάνει τη θάλασσα να ρυτιδιάζει. Την χρησιμοποιούν οι ναυτικοί και οι ψαράδες της Κύθνου. Πιστεύω πως πρέπει να χρησιμοποιείται και αλλού. (Τι λέει ο dry hammer επ' αυτού;) Πιθανή ετυμολογία από το τουρκικό ilkbahar που σημαίνει άνοιξη. (Υπάρχει και το, επίσης τουρκικό, bahriye που σημαίνει ναυτικό(ς), αλλά δεν το θεωρώ πιθανόν. Τι λένε οι τουρκομαθείς επ' αυτού;)

- Βλέπω τη θάλασσα να ρυτιδιάζει. Λες να πετάξει κανέναν αέρα;
- Δεν έχει ανάγκη! Μπαχαρίες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με την ευκαιρία της Πρωτομαγιάς, ιδού μερικά αποφθέγματα σχετιζόμενα με το μήνα Μάιο. Τυχόν συνεισφορές, σχόλια, ή διορθώσεις, ευπρόσδεκτα.

"Τον καιρό πού 'πρεπε δεν έβρεχε, το Μάη εδροσολόγα". Λέγεται για κάτι που γίνεται καθηστερημένα και πολλές φορές κανει κακό, αντί να καλυτερέψει τα πράγματα, όπως οι βροχές του Μάη κάνουν κακό σε καλλιεργειες, όπως τα σιτηρά.

Τι να μου κάνει το σπίτι της γιαγιάς τώρα που το κληρονόμησα ; Δεν πουλιέται, δεν νοικιάζεται και πρέπει να πληρώσω και το φόρο κληρονομιάς. Τον καιρό πού 'πρεπε δεν έβρεχε, το Μάη εδροσολόγα!

"Στον καταραμένο τόπο το Μάη μήνα βρέχει". Παραπλήσιο με το προηγούμενο, υποδηλώνει κακοτυχίες που πέφτουν μαζεμένες.

Δε φτάνει πού'χαμε τα χάλια μας οικονομικά, ήρθε κι η αρρώστια του Τάκη και τα συμπλήρωσε. Στον καταραμένο τόπο το Μάη μήνα βρέχει!

Του ναυτη η γυναίκα Μάη μήνα χήρεψε. Ναυτική έκφραση, που υποδηλώνει την αστάθεια του καιρού το Μάη, με τα ξαφνικά μπουρίνια που "πετάει".

Το νου σου! Μην ξεθαρεύεις, πού φτιαξ' ο καιρός και μην ξανοίγεσαι με το καρυδότσουφλο. Του ναυτη η γυναίκα Μάη μήνα χήρεψε!

Αφού σας "έφτιαξε" η διάθεση ας περάσουμε σε πιό ευχάριστα:

Νά'μουν το Μάη γάδαρος, τον Αύγουστο κριάρι, όλο το χρόνο πετεινός και γάτης το Γενάρη. Ο ακόρεστος πόθος των σερνικών "παλαιάς κοπής", που ποτέ δεν "το" χόρταιναν και ήταν πάντα "επί σκοπόν" και όχι με το "όπλο παρά πόδα", όπως είμαστε σήμερα.


Κλείνω με μερικά στιχάκια από το "Μάη", που αποτελεί ένα είδος "εθνικού ύμνου" για τους Θερμιώτες, όπως αποκαλούμαστε, όλοι όσοι έτυχε να γεννηθούμε σ' αυτόν τον αιγαιοπελαγίτικο βράχο (από τα "Θερμιά", μεσαιωνική ονομασία του νησιου, λόγω των θερμών, ιαματικών πηγών του).

Στα στιχάκια αυτά περιγράφεται η σκληρή αγροτική ζωή κατά το θερισμό (μέχρι τη δεκαετία του '60, έσπερναν κριθάρι σε ολόκληρο σχεδόν το νησί, στις αναβαθμίδες ή "σκάλες" στη ντοπιολαλιά, φτιαγμένες με ξερολιθιά για να συγκρατούν το λιγοστό και άγονο χώμα),αλλά και η εποχιακή μετανάστευση των νέων για να δουλέψουν στα "καμίνια", τα κεραμοποιεία της Αθήνας, που τότε λειτουργούσαν τους καλοκαιρινούς μήνες. Το ερωτικό στοιχείο όμως είναι διάχυτο.

Ο ΜΑΗΣ

Ήρχεν ο Μάης μάτια μου, ήρχε το καλοκαίρι
ήρχε ο καιρός πουλάκι μου για να γινούμε ταίρι.
Μάη μου με τα λουλούδια και με τα γλυκά τραγούδια.
Άλλο δεν εβαρέθηκα μόν' το βαρύ δρεπάνι
μέσα στη σκάλα τη φαρδιά με το κοντό κριθάρι.
Κρίθινο ψωμί και λίγο κι όλη μέρα μεσ' στον ήλιο.
Ανοίξαν τα σπαρθόπουλα*, φεύγουν τα θερμιωτόπουλα.

* σπαρθόπουλα: τα σπάρτα με τα χαρακτηριστικά κίτρινα λουλούδια που ανθίζουν το Μάη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φιλική συμμετοχή dryhammer

Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας

"Το «α βάρα» ήταν ένα φραγκολεβαντίνικο κοινό ναυτικό κέλευσμα. Είναι το αντίστοιχο του επίσημου κελεύσματος: «άπωσον!» (σημ. Δ.Μ. :σπρώξε μακριά)

Πρόκειται για δύο λέξεις “a vara”. Η λέξη βάρα σήμαινε ξύλο που, τιθέμενο πλαγίως, συγκρατεί το σκάφος. Κατ΄ επέκταση κάθε ξύλο που τίθεται πλαγίως.

Η σημασία του προστάγματος αβάρα ήταν: να πλεύσεις με τη βάρα, δηλ. σπρώχνοντας. Συνήθως το κέλευσμα «αβάρα!» δίνεται από τον λέμβαρχο προς τον πρόκωπο της λέμβου που προσπαθεί με τη βάρα να αποτρέψει τη συνέχεια της πλεύσης του σκάφους βάζοντας το κοντάρι (τη βάρα) ως αντέρεισμα (κόντρα) στο πλησιέστερο σταθερό έρεισμα (βράχο, προβλήτα, άλλο σκάφος ή και προς το βυθό όταν είναι ρηχά).Οταν επλεαν α βαρα τα αλλα μεσα προσωθησης ειναι αδρανη. Άρα τη βάρα χρησιμοποιούσαν και για να έλξουν το πλεούμενο. Για το σκοπό αυτό η βάρα είχε στην άκρη της μια μύτη σαν δόρυ αλλά και ένα γάντζο όπως και η πίκα.

ΣΥΝΩΝΥΜΑ (σημ. Δ.Μ. για τη βάρα): πίκα και στάλιξ ή σταλίκι

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ

Από το Λατινικό ρήμα varare που σημαίνει διασχίζω, περνώ.

Φαίνεται να σχετίζεται με το αρχαίο βαρέω = πιέζω που ήταν εν χρήσει με μεταφορική σημασία. Το βαρώ με την σημασία του κτυπώ προέκυψε στο μεσαίωνα. Κατά τον Μπαμπινιώτη 171 από την βαρεία σφύρα την σημερινή βαριά." Από εδώ

Τα παραπάνω (από το Στουγιαννίδη) δείχνουν την εξέλιξη του όρου. Στις μέρες μας εξακολουθεί να χρησιμοποιείται από τους ανθρώπους της θάλασσας ως προστακτική του ρήματος αβαράρω που επίσης χρησιμοποιείται. Στα μικρά σκάφη γίνεται με τα χέρια, αν και είναι επικίνδυνο να πιαστούν αυτά ανάμεσα στο σκάφος μας και το "απωθούμενο" σκάφος ή την προκυμαία.

  1. ΑΒΑΡΑ ΜΑΛΑΚΑ! Πέσαμε απάνω στο ξένο καΐκι! Θες να πληρώνουμε κερατιάτικα πρωί-πρωί;

(Ένα πλεονέκτημα του προστάγματος αυτού είναι ότι είναι ευδιάκριτο και χάρη στα "α", προσφέρεται για πολύ δυνατές κραυγές. Αν συνδυαστεί δε με το "μαλάκα", το αποτέλεσμα είναι πιο εμφατικό).

Δεν έπιασε το "ανάποδα" κι όπως πήγα ν' αβαράρω μού 'πιασε το χέρι η κουπαστή. Ίσα που πρόλαβα να το τραβήξω με κάτι γρατζουνιές. Λίγο ήθελε να μου το κάνει λιώμα!

Επίσης χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια του "μακριά" (από κάποιον).

Ήρθε πάλι και μου τό' παιζε φίλος. Λες και δεν ξέρω τι κουφάλα είναι! Ρε αβάρα!

Ο Τσιφόρος χρησιμοποιεί (με την προηγούμενη έννοια) την έκφραση:

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι η λαϊκή τραγουδίστρια εκ των καημός και μπουρού (δηλαδή το όστρακο που αντηχεί και κάνει βουητό, εκ του τουρκικού boru). Είναι 'λαδή σαν να λέμε αυτή που βουίζει με καημό. Κατ' επέκταση και όποιος άλλος βουίζει ή βοά με καημό και οδύνη.

Αγαπημένες καλιαρντές φιλεναδίτσες, οι ντελεκτουέλ κατσικοπόδαρες και καημομπουρούδες, άσεφτες αβέλωτες κακομοίρες, σας αβέλω καλιαρντομπέναμα... Προσέξτε καλά... θα αρπάξω την ψωμοσάκουλα και θα αβέλω καλιαρντά χαλέματα... Προσέξτε θα πάτε ατζινάβωτες απ'το καλιαρντό ντούπ και απ'το τσουρνό... Θα σας αβέλω συνεχώς στο ανεμοτζάσιμο και στην γκοντάχαλη μέχρι να τζάσουν τα παγκριά σας και να αφρίσουν τα μουτζά σας... Όσο για εσάς τις άλλες τις σαρμελοτζουσαριστές, θα σας βγάλω στο γυρωδιακονιάρισμα... Λούγκρες Έλλεεινες... Σας αβέλω κόντρα τέμπο σε όλους τους κατέδες που μπενάβουν καλιαρντά. Θα σας αβέλω μπαξ και λατσή καλιαρντό τζαστικό μέχρι η πούλη σας να κροταλάει στον κατήφορο. Σας δικέλω να τζάτε τα τιραχά και να αδικοκουτιαζόσαστε. Αυτά λοιπόν καλιαρντές φιλενάδες μου ούψα και στο λατσοδίκελμα, μπλαντορούφες καλιαρντές. Σας ΑΓΑΠΩ. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ναυτική (αλλά και τελευταίως στην αεροναυτική) slang, γαλατάς (και γαλατάδικο), ονομάζεται το σκάφος -από μικρό καϊκάκι μέχρι μεσαίο φορτηγό- που εκτελεί, πολλές φορές καθημερινά, συγκεκριμένα δρομολόγια τροφοδοσίας.

Στα μεγαλύτερα παπόρια, ο γαλατάς περιφέρεται από λιμάνι σε λιμάνι, κάνοντας σκάντζα φορτία, πολλές φορές χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Τέτοια πλοία, συνήθως σκυλοπνίχτες, χρησιμοποιούταν, παλαιότερα ιδίως, για μεταφορά πάσης φύσεως λαθραίου, ναρκωτικού και όπλων.

Τελευταία όμως, μία από τις βασικές και νομιμοφανείς χρήσεις τους είναι η μεταφορά νόμιμων μεν φορτίων, αλλά η χρήση του μεταφερόμενου προϊόντος χρησιμοποιείται για να χρηματοδοτήσει παράνομους σκοπούς. Αγαπημένα λιμάνια των γαλατάδων είναι το Μογκαντίσου, η Μομπάσα, το Λάγκος και η Μονρόβια.

  1. - Ποιος ρε ο Μπάμπης; Παράτησε την γέφυρα και έχει γίνει γαλατάς! Κάθε μέρα, πάνω-κάτω Ερμιόνη-Ύδρα-Σπέτσες-Ερμιόνη.
    - Ε, του το'χα πει, αυτή μέχρι μουστάκι θα τον βάλει να ξυρίσει!

  2. Σε νηοψία από Νατοϊκούς νερόμπατσους, έξω απ΄το Άντεν:
    - Μα αγαπητέ κύριε μου, κοιτάξτε το cargo manifest, όλα είναι εντάξει δηλωμένα! Εκατό τόνοι ζάχαρης για Mογκαντίσου! - Τι λες ρε μαγκίτη, κι αυτοί που σε περιμένουν με τα αντι-αρματικά για να το παραλάβουν, τι θα κάνουν με τόση ζάχαρη, μαλλί της γριάς;
    - Εγώ δεν ξέρω μίστερ, γαλατάδικο κουμαντάρω! Αλλά έχω ακούσει ότι αυτοί οι Σομαλοί, πίνουν το τσάι σερμπέτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified