Further tags

Η σεξουαλικά ακόρεστη γυναίκα, η τσούλα, η πόρνη.

Λέξη της κρητικής ιδιολέκτου -σε μικρή χρήση σήμερα- προερχόμενη από τη λέξη καμπανός (παλαιός τύπος φορητής ζυγαριάς, αποτελούμενης από μία μακρυά μεταλική ράβδο, δύο γάντζους -έναν για να κρεμιέται από ένα σταθερό σημείο και έναν για να κρεμιέται το προς ζύγιση αντικείμενο- και ένα αντίβαρο) + ψωλή. Κατά κυριολεξία σημαίνει την γυναίκα που συνεχώς και αδιαλείπτως ασχολείται με ποικιλία ανδρικών μορίων, τα ζυγίζει, τα αγοράζει και έχει εν γένει ενδιατρίψει επαγγελματικά στο αντικείμενο.

- Καλή κοπελιά η Χ;
- Ναι, ήντα να σου πω, καλή ψωλοκαμπανίστρα είναι και του λόγου τζη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όστις μονίμως ψωλαρμενίζει υπό την γενετήσια ορμή τση κάτω κεφαλής του, γράφοντας στον ζμπόυτσο τόυ το μέλλον του κι άλλα σοβαρά πράγματα.

- μην περιμένετε να τελειώσει πανεπιστήμιο αυτός ο ψωλάρμπεης. (Δημήτρης Τσαφαράς, Λαγκαδινό Λεξικό, Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 231).

Τοπική σλανγκιά από την ορεινή Αρκαδία.

Εκ του ψωλαρά και του γαμοσλανγκοτέτοιου μπέης (< τουρκ. bey, "άρχοντας").

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που είναι εύκολη και γυρνάει με πολλούς άντρες.

  1. Ναι τη ξέρω, δεν κάνει για γάμο, είναι χωραφιάρα.

  2. Την είδα προχθές με τον νίκο και εχθές με τον παναγιώτη. Ε, μη δίνεις σημασία είναι χωραφιάρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κυριολεκτικός ορισμός είναι «βρικόλακας». Η λέξη είναι ποντιακή, και σημαίνει μεταφορικά «ξενύχτης». Μπορεί επίσης να χαρακτηρίσει και κάποιον που έχουν κοκκινίσει τα μάτια του για διάφορους λόγους.

Η λέξη πιθανόν να είναι τούρκικη.

Ο τεμέτερον παιδάς άμον το χοτλάχ έρθεν οψές...

Δες ακόμη: σερίφης, χτεσινός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός του βλάκα στη Ρόδο, στην τοπική διάλεκτο.

Ρε συ ο Τσαμπίκος πολύ χλωρός, όλο βλακείες κάνει...

%

Βλ. και Τσαμπικία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς: ηλίθιος...

Είσαι πιο χλωρός και απ' τα χόρτα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαζός του χωριού, ο χάχας.

Προσωπικά, το άκουσα πρώτη φορά στο χωριό μου, κάπου στην ανατολική Πίνδο.

Κατόπιν πληροφοριών, προέρχεται από το αρχαίο κοχλιάριον (κουτάλι) > χλιάρ' > χλιάρας.

- Ρε φίλε, μόλις καταχώρισα το πρώτο μου λήμμα στο slang.gr! Αν μου βάλουν όλοι 5 αστέρια θα είμαι πρώτος στη βαθμολογία!
- Μα πόσο χλιάρας είσαι; Τσίμπα 2 κουλούρια από μένα για αρχή να γουστάρει ο λαός και τα λέμε αύριο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος που σε ζαλίζει λέγοντας με στόμφο κοινότυπα πράγματα.

Ρε Μάκη τελικά είσαι μεγάλος χλιάμπουρας, τόση ώρα μας πρήζεις τ´ αυτιά χωρίς λόγο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απο την πρόταση «(Να) το χαρώ», με αλλαγή θέσης του άρθρου. Γλυκιά προσφώνηση, συνήθως σε μικρά παιδιά και όχι μόνο.

Χρησιμοποιείται και σε όμορφα κορίτσια και ως «Χαρωτάκι».

  1. - Έλα χαρώτο να φας το φαγάκι σου μην κρυώσει.

  2. - Χαρώτο γω ένα κουκλάκι που 'χω 'γώ.

  3. - Κοίτα μια κούκλα εκεί...
    - Πού;; Πω Πω ενα χαρωτάκι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified