Further tags

  1. Κορμός, συνήθως μεγάλου δέντρου.

  2. Χαρακτηρισμός για σωματαράδες άντρες ψηλούς και ογκώδεις συνώνυμο με αρκούδα, γομάρι, θηρίο, μπιλντέρι, (δίφυλλη) ντουλάπα (όπως και στον άλλο ορισμό). Το κατά πόσο υπονοείται το ατσούμπαλο ή το επιβλητικό της παρουσίας τους, εξαρτάται απ’ τα συμφραζόμενα.
    Ειρωνικά, μπορεί να σημαίνει τα ακριβώς αντίθετα.

  3. Στη ντοπιολαλιά του Πύργου Ηλείας: αδέσποτος σκύλος, κοπρόσκυλο, και μεταφορικά για πρόσωπα: αλήτης, αχαΐρευτος, άχρηστος, μούτρο, ρεμάλι, χαμένο κορμί, αυτός που αδιαφορεί να κάνει σωστά τη δουλειά του για ύποπτους λόγους.

Αυτή είναι κι η πιο συνηθισμένη χρήση του όρου ακόμη και σκωπτικά (εξού και τ’ ανέβασμα).

1i) «…Ενιότε, κάποια δένδρα και κυρίως δρύες, εκκρίνουν στα κορμάδια τους ένα υγρό και γίνονται σαν λαδωμένα…».

ii) «…μη κατεβαίνεις έτσι το βουνό για θα κολλήσεις σε κάνα κορμάδι ή θα αδειάσεις σε κάνα γκρεμό…».

2. «….η είσοδος του Σκαλαμπρίνε (2,04m) για τα τελευταία δευτερόλεπτα της 3ης περιόδου για να πάρει το τελευταίο σουτ. ….. Ο υπέρβαρος Γουάλας (2,11m) φαίνεται απίστευτο κορμάδι μπροστά στο Σκάλα...»

3i) «…Υπερβολική ρε μινάρα; Θεώρησε ότι είναι φράγμα ρε τρόμπα; Τι άλλο θα πείτε ρε κορμάδια;..».

ii) «…Έχουμε εδώ στην πόλη, κάτι κορμάδια για συνδικαλιστές και στο εργατικό κέντρο και στο δημόσιο. Ούτε για φτύσιμο δεν κάνουν. Και το παίζουν και βαρύ πεπόνι έτσι; Ρε πότε θα σαλτάρω και θα αρχίσω τις κλωτσές!....»

iii) «…Να κρατήσεις τα λεφτά σου να χτίσουμε κανένα σπίτι κορμάδι και να αφήσεις τους σταθμούς! Ορίστε μας!!..»

2 & 3) «…Δε με ενοχλεί τόσο που είμαστε πουθενάδες, δε με ενοχλεί που θ’ αποκλειστούμε από μια άθλια ομάδα. Με ενοχλεί που βλέπω 11 κορμάδια που δεν θυμώνουν με την ήττα…»

(όλα απ' το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανακεφαλαιώνοντας και συμπληρώνοντας:

Προέρχεται απ’ το βλάχικο čiona που σημαίνει σπουργίτι. (άσχετο: στ’ Αρβανίτικα τσόνι= βρίσκω -παθητική φωνή, τσόνεμ= βρίσκομαι)

Είναι το στρουθιόμορφο πουλί σπίνος - σπίζα η άγαμος - (επίσης πίπιζα και τσουνάς). Ακριβώς επειδή είναι στρουθιόμορφο και λόγω ετυμολογίας, πολλές φορές σημαίνει και το σπουργίτι και γενικότερα ένα οποιοδήποτε πουλάκι.

Καθότι μικρό, χαϊδευτικά «τσόνι μου»: μικρό μου / πουλάκι μου / παιδάκι μου.

Σημαίνει:

  1. Τον έξυπνο και συνετό άνθρωπο, που αποφεύγει τις παγίδες και ξέρει να επιβιώνει. Ειρωνικά, το ντεμέκ τζένιο που σ’ ό,τι μπλέκεται «τα χέζει» / «τα γαμάει τη μάνα» (βλ & 6).

  2. Σε κυνηγετικά σινάφια: μικρό θήραμα χωρίς αξία, που δεν γεμίζει το μάτι, ένα τίποτα.

  3. Η τσουτσούνα (της παιδικής slang) οπότε και το πέος.

  4. Στην Λαρισαίϊκη έκφραση – γείωση «Τρία π’λιά (πουλιά) κι ένα τσόν» σημαίνει ό,τι και τα: «Άσχετο», «άλλ’ αντί άλλων», «από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα», «Τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω» στην καλύτερη εκδοχή - και στη χειρότερη: «μιλούνε όλοι, μιλούν κι οι κώλοι» για κάποιον που πετάγεται σαν πούτσα / πορδή εκεί που δεν τον σπέρνουν.

  5. Στην έκφραση: «Μυαλό από τσόνι» σημαίνει ό,τι και το «μυαλό κουκούτσι» κι αναφέρεται σε βλάκες, ουγκ, στόκους δηλώνοντας κάτι που δεν υπάρχει και μοιάζει πολύ με το «Μαλλιά από τσόνια, και γάλα από χελώνες» (βλ σχόλιο του krepsinis στον έτερο ορισμό)

  6. Σε πιο slang χρήσεις μπορεί να σημαίνει (συνήθως υποτιμητικά):
    α) τον σφίχτερμαν / μπρατσαρά (απ’ το μπρατσόνι),
    β) τον μπάτσο (απ’ το μπατσόνι) των ΜΑΤ.

Αναφέρω παραδείγματα όπου γίνεται παιχνίδι με πολλές έννοιες ταυτόχρονα.

  1. - Εγώ λέω μπήκε ένα τσόνι κάτω απ’ τη σέλα ... λίγο πιο πάνω απ’ τη μπαταρία περίπου και κελαηδάει σε κάθε αλλαγή ταχύτητας γιατί γουστάρει τα γκάζια!!! πάντως ειλικρινά... δεν έχω καταλάβει τίποτα γι’ αυτό το θόρυβο... γι’ αυτό δεν μπορώ να δώσω σοβαρότερη απάντηση. Πάντως ψάξε και για το τσόνι, ποτέ δεν ξέρεις!
    - Τι είναι το τσόνι; Εδώ στο χωριό μου δεν τα ξέρουμε αυτά!
    - Χα χα χα!! Από πού είσαι;
    - Ανήκω στην φυλή των δρομιάρηδων. Εμείς δεν έχουμε τέτοια πράγματα. Μόνο γράσο, λάδι και καμένο λάστιχο!
    - Το ξέρεις το τσόνι! Σίγουρα! Είναι αυτό που κελαηδάει ανάμεσα απ’ τα πόδια σου όταν είσαι με κοπέλα! Εκτός αν είσαι απ’ το χωριό Συκιές. (αγορασμένο)

  2. - Κι αν είναι προβοκάτσια που λες, μη την ψάχνεις σε ξένες πρεσβείες! Αν ήταν τέτοια, θα την έστηνε μια χαρά ο Κ..κος, που ψάχνει εναγωνίως διάψευση ότι η ΝΔ του Σαμαρά, τον οποίον έτρεξαν να στηρίξουν τα πρώην τσόνια που τον είχαν προτιμήσει για τους λόγους που περιγράφονται, αρνείται την ανάγκη υπεράσπισης και τον ανένδοτο αγώνα για το όνομα!
    - Όχι ρε φίλε! Τσόνι είμαι! Πάω όπου μπορώ να σταθώ! Κοιτώντας αν μου παρέχουν ενδιαίτημα! Όχι Ξόβεργες! (από εφημερίδα)

  3. – Χτύπησες τίποτα;
    - Μπα!! Ούτε τσόνι, γαμώ την γκαντεμιά μου.

  4. «Μιλώντας ο υφυπουργός άκουσε τον Γ. Τ..κη να τον διακόπτει λέγοντας κάτι άσχετο με την ομιλία. Έτσι, λοιπόν, επιστράτευσε κάτι που λένε στην πατρίδα του για να του «κόψει τον αέρα». «Στη Λάρισα λέμε “τρία πλιά κι ένα τσόνι” κυνηγάνε τον Αντώνη»! (προσαρμοσμένο από το δίχτυ)

  5. – Μωρό μου; Γουστάρεις τις καινούργιες μου γόβες - στιλέτο;
    – Πού θα τις βάλεις μωρή;
    - Στην εκδρομή.
    - Στο Καϊμάκ για σκι; Ε!! ρε!! μυαλό από τσόνι.
    - Κλαψ! Λυγμ!. Κι εγώ που άκουσα ξεσκί.
    - Νταξ!! Μ’ αρέσει ο τρόπος που …ακούς.

  6. α. «…Ο C…la δεν είναι άγνωστος παίχτης αλλά είναι αστείο να αναφέρεται σαν λύση, επειδή είναι τσόνι και ντούκι! Ο τύπος είναι κοκάκιας και μπασκετικά δεν είναι και τίποτα σπουδαίο! Αλλά το μπάσκετ θέλει μυαλό και μετά μούσκουλα!...» (από μπλογκ)

ένα τσόνι  (από sstteffannoss, 07/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται για ζώα χωρίς κέρατα.

Κυκλοφορεί παντού στα Βαλκάνια (βλάχικα sut- αλβανικά shyt- σλάβικα šutu) με πιθανή λατινική ρίζα. Εδώ έφτασε απ’ τα Αλβανικά.

Είναι μειωτικός χαρακτηρισμός και σημαίνει:

  • Βλάκας, μπουνταλάς, ουγκ (αφού αναφέρεται σε ζώα).
  • Αυτόν που είναι του χεριού μου, που δεν φέρνει αντίσταση, που κωλώνει (αφού δεν έχει κέρατα - όπλα - μέσα άμυνας).
  • Χαντούμης, σεξουαλικά ανίκανος – ανήμπορος (το βαρβάτον των αρσενικών και το μέγεθος των κεράτων τους σχετίζονται τα μάλα, αναντάμ παπαντάμ, σε όλες τις βουκολικές μικροκενωνίες).

    Για το θηλυκό, σιούτα, ο Πετρόπουλος διασώζει την ερμηνεία:

  • Γυναίκα χωρίς στήθος, με στήθος σανίδα / πλάκα / κόντρα πλακέ / σιδερώστρα (επίσης απ’ την έλλειψη κεράτων).

  1. - Άι σιούτε, προυχώρα!!
    - Σα πού;
    - Στα γκρέμνα να γλιτώσου απ’ τα σένανε!!

  2. - Κι άφησες να σου κάνει τη μάπα θερινή αυτός ο σιούτος ρε μαλάκα;
    - Ήτανε κι ο Ντέρτι Χάρης μαζί του.

  3. - Ποιος ειν' ο μπροσταρόκριος;
    - Ου Μήτρους ου σιούτος.
    - Τσώπα!!
    - Έχεις χάσ’ λειτουργίες συ.

  4. - Γαμώ τον πούστη που ‘βγαλε το γουόντερμπρα.
    - Σιούτα η …Ντόλυ Πάρτον;
    - Εσύ μπροστά της έχεις βεράντες.
    - Να κεράσω σιλικόνη;
    - Έχεις τίποτε σε μπίο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκομερίτικος χαρακτηρισμός για κάποιον που δεν έχει καμία απολύτως αίσθηση της ποσότητας και του μέτρου (συχνά στα φαγώσιμα, αλλά όχι μόνο) και πάντα υπολογίζει - και αγοράζει ή παραγγέλνει - πολύ παραπάνω απ' όσο χρειάζεται.

Ο μπολμπολτζής θέλει να υπάρχει αφθονία. Όταν πάει για ψώνια, γυρίζει φορτωμένος με δεκαεφτά οικογενειακές συσκευασίες για κάθε είδος, αγνοώντας παντελώς τον παράγοντα «πού θα τα βάλουμε». Όταν πάει στη λαϊκή, γυρίζει με δέκα κιλά απ' το κάθε ζαρζαβατικό, αγνοώντας παντελώς τον παράγοντα «πότε θα τα φάμε». Αν χρειάζεται ένα κιλό χρώμα κι ένα πινέλο για να βάψει τα κάγκελα του μπαλκονιού, θα αγοράσει χρώματα και εργαλεία που φτάνουν για να βαφτεί ολόκληρο το Ολυμπιακό Στάδιο. Κι αν του πεις τίποτα, θα σου πει «ε, να βρίσκονται» ή «ε, να 'χουμε».

Ωστόσο, δεν πρόκειται τόσο για αρνητικό χαρακτηρισμό, όσο για πειραχτικό: ο μπολμπολτζής αποκλείεται να είναι τσιγγούνης και σφιχτοχέρης. Συνηθέστερα, όλο αυτό πάει πακέτο με το χουβαρνταλίκι. Και με τι καρδιά θα πεις κακιά κουβέντα για χουβαρντά άνθρωπο;

Ετυμ. > τουρκ. bol: πολύς, άφθονος (απ' όπου και το μπόλικος, βέβαια). Εις διπλούν, bol bol, είναι έκφραση που σημαίνει ακριβώς «μεγάλη αφθονία».

  1. - Ωραία τα σταφυλάκια, ε, γιαβρί μου; Πάρε, μπρε, μερικά μαζί σου, να 'χεις να τρατάρεις κανέναν άνθρωπο! Να σε γιομίσω μια σακουλίτσα, ε;
    - Άσε με, ρε μάνα, που θα φορτώνομαι σταφύλια κυριακάτικο!
    - Και τι να τα κάνω εγώ, πουλάκι μου; Είναι πολλά και θα χαλάσουνε, αμαρτία είναι! Αλλά ο πατέρας σου φταίει, που είναι μπολμπολτζής. Εγώ τον είπα να πάρει κάνα σταφυλάκι να βρίσκεται, που το τράβηξε η καρδιά μου, κι αυτός πήγε και μ' αγόρασε ολόκληρη κούφα! Να μη σε βάλω πεντέξι τσαμπιά;

  2. - Λοιπόν, για ορεκτικά λέω να πάρουμε τυροκροκέτες, τσιροσαλάτα, κολοκυθάκια και μελιτζάνες τηγανητές, τζατζικάκι, κολοκυθοκεφτέδες, σαρδελίτσες, τυροκαυτερή, μελιτζανοσαλάτα, ρώσικη, κιοφτεδάκια, γαρίδες κοκτέιλ, σαγανάκι, φέτα, τηγανιά, μπεκρή-μεζέ, μύδια και τρεις-τέσσερις μερίδες πατάτες. Και ουζάκι, βέβαια. Τώρα, για κύριο πιάτο...
    - Ώπα, ρε Ανανία! Τρία άτομα είμαστε, ποιος θα τα φάει όλα αυτά; Μα τι μπολμπολτζής που είσαι, βρε αδερφέ μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Μικρός πάσσαλος (παλουκάκι) που καρφώνεται στο χώμα και δένονται σ' αυτόν τα σκοινιά των ζώων. Υπάρχουν τα ξυλότζενα (φτιαγμένα από ξύλο) και τα σιντερότζενα / σιδερότζενα (φτιαγμένα από σίδερο).

Εξού τα:

  • τζενώνω/τζενιώνω (καρφώνω στη γη το τζένιο, στο οποίο είναι ήδη δεμένο το σκοινί κάποιου ζώου που μεταφορικά σημαίνει και σκλαβώνω),
  • ξετζενώνω (βγάζω απ’ τη γη το τζένιο - ελευθερώνω) και
  • το τζένωμα (το μπήξιμο, το χώσιμο, το κάρφωμα του τζενιού).

    Όλ’ αυτά λέγονται στην Κρήτη. Αλλού χρησιμοποιείται όπως ακριβώς και το παλούκι.

2. Επίσης, σημαίνει εργαλείο, εξάρτημα (μ’ αυτήν την έννοια το διασώζει ο Πετρόπουλος). Ειδικά: ξύλινο πασαλάκι που καρφώνεται στη διάστρα υποβοηθώντας τη διάστρουσα.

Εξού:

3. Ο πούτσος και

4. (στον πληθυντικό) τα τζένια (ντζένια -Καρπαθιώτικο) που σημαίνουν

  • τ’ αχαμνά,
  • τις γυναικείες ιδιοτροπίες.

    5. Κυριολεκτικά σημαίνει το άτομο με μεγάλη διάνοια, τη μεγαλοφυΐα, τον ταλαντούχο, που το μυαλό του γεννά συνέχεια κι οι ιδέες του είναι πρωτότυπες, αυτόν που είναι σπίρτο/τσακμακόπετρα/γάτα/Αϊνστάιν.

Συχνότερα ακούγεται ειρωνικά. Σημαίνει αυτόν που

  • είναι μπάζο, αλλά θεωρείται ή (και) το παίζει τζένιο
  • οι μηχανισμοί των ΜΜΕ τον σερβίρουν σαν τζένιο –οπότε έχει κι ανάλογο υφάκι.

    (Από το λατινικό genius -δαιμόνιο σε ρόλο φύλακα αγγέλου- από όπου προέρχονται: το τζίνι -ίσως και του παραμυθιού-, το τζίνιους -από το αγγλικό genius- που έχουν την ίδια έννοια κι αναφέρονται κι αλλού στο σάη).

  1. Τη σκέψη μου μια 'ργατινή / στο τζένιο δα τη δέσω / να δω χωρίς τσι έγνοιες σου / ανέ μπορώ να θέσω (Κρητική μαντινάδα από μπλογκ)

1α - 3. «Το εργαλείο (1ο μήδι) αφιερώνεται εξαιρετικά σε όλους τους πολιτικούς μας που εναγωνίως ψάχνουν τρόπους να μας «τζενιώσουν» ενόψει των … εκλογών. …θα έλεγα να μας αφήσουν πλέον ήσυχους και να το βάλλουν εκεί που ξέρουν….» (από μπλογκ)

  1. «…Αδύνατα τα τζένια του, λίγες οι κουμπάνιες, μα δεν πειράζει, πολύ του το κουράγιο. Το περιλάβαν οι φουρτούνες και οι άνεμοι. Φυτίλια τα πανιά, κομμάτια το τιμόνι». (από διήγημα του Βασίλη Λούλη)

  2. «Πάντως το τζένιο του αρχίζει και πονάει. Άκου μείωση μισθών και συντάξεων». (από μπλογκ)

4α. – Ρε μαλάκα, φόρα κανά σπασουάρ. Κάθε που σουτάρεις φαίνονται τα ντζένια σ’.
– Άσ' τα ν’ αερίζονται. Κλεμμένα τα ‘χω;

4β. «Η πολιτική τον καύχον της, αν νιώση και αγαπάτην, / και ρέγεται και θέλει την, συχνοχαροκοπά την, / ευρίσκει την και κάθεται σαν κακοκαρδισμένη, / και κάμνει και τα τζένια της σαν είναι μαθημένη» (από ποιητή του 15ου αι.).

  1. «Η Φ..η αφού μας βρήκε γιατρούς και νοσοκομεία τώρα θα ξεχαρβαλώσει και τα σχολεία μαζί με το άλλο τζένιο, τη Δ..λου (εδώ το καλό ΙΒ!!!).» (από μπλογκ χωρίς ολόκληρα τα ονόματα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να μην μπερδεύεται με το λήμμα κουράδας.

  1. Ο πολύ χοντρός άνθρωπος. Το κινούμενο βουνό από κρέας. Χρησιμοποιείται κυρίως όταν αναφερόμαστε σε άνδρα. Ο τύπος κουραδού, για μια γυναίκα, είναι σαφώς σπανιότερος, αλλά και πολύ περισσότερο υποτιμητικός-προσβλητικός.

Εννοιολογικά αναλύεται ως εξής: ο χοντρός άνθρωπος τρώει πολύ. Αυτός που τρώει πολύ, χέζει πολύ. Άρα, κάνει πολλές κουράδες. Επομένως, κουραδάς ίσον χοντρός.

  1. Ο αργοκίνητος, ο δυσκίνητος άνθρωπος. Κατά πάσα πιθανότητα είναι και γεματούλης έως και χοντρός, αλλά δεν είναι απαραίτητο.

Εννοιολογικά μπορούμε να πούμε ότι εκ των πραγμάτων ο υπέρβαρος είναι πιο δυσκίνητος σε σχέση με τον μέσο άνθρωπο. Από την φυσική γνωρίζουμε ότι μεγαλύτερη μάζα σημαίνει μεγαλύτερη αδράνεια. Με τον όρο Αδράνεια, στη Φυσική, ονομάζεται η χαρακτηριστική ιδιότητα των σωμάτων να αντιστέκονται στην οποιαδήποτε μεταβολή της κινητικής τους κατάστασης.

  1. Από τον δεύτερο ορισμό του κουραδά προκύπτει και μια καινούρια σημασία της λέξης κουράδα.
  1. Τάκης: - Αμάν ρε φίλε τι κουραδάς είναι αυτός πάνω στο μηχανάκι;
    Μάκης: - Δεν λες τίποτα φίλε, του έχει στραβώσει τα ζαντολάστιχα!!!!
    Τάκης: - Την τερματίζει τη ζυγαριά άγρια!!!!
    Μάκης: - Μωρέ της πετάει τα μάτια έξω!!!!

  2. - Μωρή κουραδού κάνε στην άκρη, μου κρύβεις τον ήλιο και κρυώνω!!!!

  3. - Άντε ρε κουραδά, πάρε τα πόδια σου, νυχτώσαμε!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαίμαργος, ο φαταούλας στην αργκό των Ιωαννίνων. Απαντάται συνήθως ως π'στόβλιακο.

- Πού είναι ρε η μπατσαριά;
- Την έφαγα.
- Ρε πουστόβλιακο!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ζωηρός, αυτός που κάνει ζημιές, αταξίες. Χαρακτηρισμός κυρίως για μικρά παιδιά. Ίσως το δεύτερο συνθετικό, αν πούμε ότι είναι σύνθετη λέξη, αναφέρεται στην ταραχή που προκαλεί ο χαρακτηριζόμενος.

- Αργυρώ, πού είναι το παιδί;
- Στο δωμάτιό του, διαβάζει σίγουρα.
- Μου αρέσει η σιγουριά σου... αυτός ο τζουχατάραχας πάλι καμιά διαολιά κάνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιωματισμός της Λέσβου που εκφράζει τον πολύ μεθυσμένο άνθρωπο. Συνώνυμο του κομμάτια. Από το τούρκικο davul που σημαίνει τύμπανο. Συνήθως το λάμδα και το γιώτα συγχωνεύονται στο τέλος, λόγω της Μυτιληναϊκής διαλέκτου.

Η γιανεπρόκουπους η γιάντρας 'ημ χθες γύρισι τα ξημηρώματα κι ήταν νταβούλ'. Θα' πινε παλ' ούζα μι τσ' φίλοι τ'...
(Ο ανεπρόκοπος ο άντρας μου χθες γύρισε πάλι τα ξημερώματα κι ήταν νταβούλι. Θα έπινε πάλι ούζα με τους φίλους του)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γιαγιά που τυγχάνει κατά κύριο λόγο να είναι και σλανγκομούνα. Όχι ότι αν δεν είναι λέγεται αλλιώς, αλλά να, εκεί στη Σετινσουλία, οι γιαγιάδες είναι όντως και πολύ άτομα.

Λέγεται φυσικά και βάβω, αλλά και νόνα.

- Μαλάκα μου τι θα ντυθούμε τσ' Αποκρές (χωρίς ι)
- Κοκολοΐστρες...
- Με τι κότολα ρε, πούθενε;
- Θα πάρουμε κρυφά τση βαβάς μου, έχει τρία - τέσσερα και δε θα το πάρει χαμπέρι.

βαβά του μόχθου. (από perkins, 02/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified