Ξεθερμάω, ξεθερμίζω: Κάνω λάντζα, πλένω πιάτα. Έκφραση από νησιά.
Ενίοτε λέγεται καί σκέτο ξεθερμίζω, αλλά μπορούμε να προσθέσουμε τα πιάτα, αν και είναι πλεονασμός γιατί εννοείται.
Έχω να ξεθερμίσω τα πιάτα και μετά θα αράξω.
Ξεθερμάω, ξεθερμίζω: Κάνω λάντζα, πλένω πιάτα. Έκφραση από νησιά.
Ενίοτε λέγεται καί σκέτο ξεθερμίζω, αλλά μπορούμε να προσθέσουμε τα πιάτα, αν και είναι πλεονασμός γιατί εννοείται.
Έχω να ξεθερμίσω τα πιάτα και μετά θα αράξω.
Βλ. και αξεθέρμιστα
Got a better definition? Add it!
Λέγεται στην Κρήτη, συνήθως ως ερώτηση: «εφυρομυάλιασες;» που σημαίνει: «εχάζεψες;», «εμπουντάλιασες;», «εκουρκούθιανες;» κ.λπ.
Εκ του «φύρα + μυαλό».
- Μωρή Λίλιαν, μού πλυνες το σώβρακο;
....
- Μανώλη, εφυρομυάλιασες μωρέ; Ίντα Λίλιαν μωρέ Μανώλη μου λέεις; Μανώλη, με απατάς μωρέ σκύλε;
- Όχι Ζαμπία μου, όχι, κάτι εδιάβαζα στο ιντερνέτι κι εμπερδεύτηκα...
- Τσι γδυμνές μωρέ εξάνοιγες πάλι...;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κρητικο-σλανγκιά. Σημαίνει:
Το ρήμα υπάρχει και με ενεργητική διάθεση, όπου «φχερώ κάτι» σημαίνει το σκορπάω στο πάτωμα. Ετυμολογικά δεν μπορώ να βρω/σκεφτώ κάτι: φαντάζομαι ότι θα είναι παραφθορά του «ευχειρώ» ή κάτι τέτοιο. Ή ίσως του «ευκαιρώ» με την έννοια του διαθέτω - οπότε θά’ πρεπε με «αι»...
Ετόνα ρε κοπέλια δεν μπόρω να καταλάβω ακόμης, και πείτε εσείς που κατέτε από τσι σκυφτές (σ.ς.: χαμηλές) μηχανές.
Γιάντα όντε στρίβω τσι στροφές στ' Αδελιανού (σ.ς.: κάμπος στα ανατολικά του Ρεθύμνου), γκίζει ο πόδας μου χάμες, μια από την μια μπάντα και μια από την άλλη; Μην κάνω πράμα κακό; Μη μπα να φχερέσω καμιά ώρα ετσέ; Και όι πράμα άλλο, μόνο ακόμα τηνε χρωστω και ανε μισερωθώ πως θα πιαίνω (σ.ς.: πηγαίνω) στα οζά (σ.ς.: πρόβατα) να βγάλω κανένα παρά; Παρακαλώ πείτε μου, θα μισερωθώ ή όχι;
(Από μοτοφόρουμ).
- Να κάτσομε στη μπάρα ρε κοπέλια, ίντα λέτε; - Πάμε μρε στσι καναπέδες απού 'χουνε πλάτη να φκερέσομε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέξι τῆς Καστρινῆς διαλέκτου τῆς τοπολαλιᾶς τῶν Ἰωαννίνων, ποὺ σημαίνει γαμάω. Ταυτόσημος, μὲ διαφορετικὴ ὅμως διάθεσι, ἡ περίφρασις «ντινέρω πιτχά».
Τὸ ἔτυμον ἀναζητεῖται.
Ἡ Καστρινὴ διάλεκτος ὡμιλεῖτο ἐντὸς τοῦ περιβόλου τοῦ Κάστρου Ἰωαννίνων· ἀντιστοιχεῖ σὲ ἕνα εἶδος τοπικῆς κουτσαβακικῆς.
Αὐθεντικὴ ἀτάκα· γυρνᾶμε ξημερώματα στὸ σπίτι Γιαννιώτη συμφοιτητοῦ γιὰ ὕπνο. Ἄθελά μας, ξυπνάμε τὸν Μίμη, τὸν ἀδελφό του. Ἐκεῖνος, μὲ τὸ ἕνα μάτι ἀνοικτὸ καὶ μὲ μισὸ στόμα μᾶς λέει:
- Χαραφλώσαταν ὠρέ, ἢ χαραφλωθήκαταν;
Τουτέστιν:
- Γαμήσατε ρέ, ἢ σᾶς γαμήσανε;
Got a better definition? Add it!
(κρητική διάλεκτος)
Κλείνω το μάτι σε κάποιον.
Κουτσοκαμνίζω: κλείνω το μάτι σε κάποια γρήγορα για να μην με καταλάβουν.
Αυτός της κουτσοκάμνισε κι εκείνη γέλασέ του
και λέει από μέσα της «πρέπει πως άρεσέ του».
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σε κάποια τοπικά ιδιώματα είναι συνώνυμο του «γεμίζω» και, ολίγον πιο μεταφορικά, του «χορταίνω» (γεμίζω την κοιλιά μου, δηλαδή).
Σλανγκικώς, λέγεται σε περιπτώσεις ρίψης μεταφορικής τάπας σε κάποιον, όταν δηλαδή τα επιχειρήματα της επικρατούσας πλευράς είναι τόσο ατράνταχτα και αποστομωτικά, που η άλλη έχει κατά κάποιον τρόπο κατακλυσθεί (χορτάσει) από αυτά και το μόνο που την παίρνει να κάνει είναι τουμπεκί.
Από το Δ.Π: Mes
- Όταν καπνίζει ο λουλάς, εσύ δεν πρέπει να μιλάς...
- Kαλά, πιάσε μια Amstel.
- Μη μιλάς λέω... σε ρούπωσα... (να ν' καλά το slang.gr...)
Got a better definition? Add it!
Κλέβω, αρπάζω, αφαιρώ κάτι ύπουλα. Στην ντοπιολαλιά των Ιωαννίνων.
Ωραίο ρολογάκι! Το τσάλεψες από πουθενά;
Got a better definition? Add it!
Τοπικός ιδιωματισμός της Ρούμελης και της Καρδίτσας που σημαίνει πεδικλώθηκα κι έπεσα.
- Πω πω, πάλι απστόμσα έτσι με τις αρίδες σου απλωμένες.
Got a better definition? Add it!
Τοπικός ιδιωματισμός της Ρούμελης και της επαρχίας γενικότερα, σύντμηση του να ήμουνα. Κλίνεται κανονικά, ήτοι: νάμαν, νάσαν, νάταν, νάμασταν, νάσασταν, νάνταν.
Σημείωση: πολλές φορές συνηθίζεται με το θα μπροστά, δηλαδή θα νάμαν κ.ο.κ.
- Ε, ρε και νάμαν 20 χρονών τι θα 'κανα!
- Λίγα περισσότερα λεφτά να 'χα και θα νάμαν τέλεια!
- πουλί νάμαν πουλί
Νάμαν πουλί να πέταγα
Νάμαν αμάν αμάν αμάν
(Νάμαν )
Got a better definition? Add it!
Δηλαδή «την ξέντησα». Έκφραση των ανθρώπων του βουνού και της στάνης που απαντάται όμως και σε πιο σαλονάτες καταστάσεις.
Γκζέντσα κι τγάμσα.
Got a better definition? Add it!