Further tags

γαΐρω, γαέρνω, γιαγέρνω

Ρήματα, που απαντώνται στην κρητική διάλεκτο και έχουν ακριβώς την ίδια σημασία: επιστρέφω, γυρίζω πίσω. Δεν είναι αρκετά συνηθισμένα όσο άλλες λέξεις τις κρητικής διαλέκτου, όμως το καθένα τους δίνει μερικά -λίγα- αποτελέσματα στο google.

Τα τρία αυτά ρήματα της κρητικής είναι ομόρριζα και ετυμολογικά συνδέονται με τα αρχαιότερα «γυρίζω, γυρνάω», τα οποία αναλύονται ετυμολογικά ως εξής (σύμφωνα με το λεξικό της κοινής νεοελληνικής): μσν. γυρίζω (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. γυρίζω (γῦρ(ος) -ίζω) `κυκλώνω΄• γυρ(ίζω) μεταπλ. -νώ με βάση το συνοπτ. θ. γυρισ- κατά το σχ.: κερασ- (κέρασα) - κερνώ. Το τελευταίο εξηγεί και τη μετεξέλιξη σε «γιαγέρνω» και «γαέρνω» της κρητικής.

Υποθέτω πως το «γαΐρω» είναι τύπος που δημιουργήθηκε αργότερα σε σχέση με τα δυο προηγούμενα, μιας και η σχέση αυτών με το αρχαιότερο «γυρίζω» είναι πιο άμεση.

-Παπα Μανώλη καλύτερα να γαΐρω σπίτι. Δεν είμαι εγώ για γλέντια και κακό θα σας εκάμω. Να σου ζήσει η κοπελιά και θα τα πούμε στο γάμο. (εδώ)

Παλεύω να 'βγεις απ' το νου, μα δε τα καταφέρνω, - στο κάθε κτύπο τσι καρδιάς, οπίσω σε γιαγέρνω. (εδώ)

Μα στον πέμπτο μήνα μέσα,
έκαμε ένα γιο η μπαμπέσα,
και μού κάνουν ούλοι χάζι:
«μώρε Σήφη, τίνος μοιάζει;»

Τη γυναίκα μου ρωτώ ντη,
πέφτουνε φωθιές και βρόντοι:
«Πρώτα με καβαλικεύεις,
και μετά δε με πιστεύεις...

δε θα νά 'σαι στα καλά σου,
μάζευ' τα συμπράγαλά σου...»,
με βαρά με τσι κλατσάρες,
και με διώχνει στσι μαδάρες.

«Στο μιτάτο μου γαέρνω,
κι ούλο χαμηλά στραφέρνω...» (εδώ)

Στην αρχή. (από Khan, 01/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκίνησα να γράφω για το λήμμα αυτό λόγω της τρίτης έννοιας που άκουγα από τα χείλη της σλανγκογιαγιάς μου. Ψάχνοντας ωστόσο για τον ορισμό βρήκα κι άλλες έννοιες ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσες. Σο, έχουμε και λέμε:

Ξόμπλι:
1. σχέδιο σε υφαντό, στολίδι γενικώς. Σέρρες, Κρήτη και γενικώς φαίνεται να είναι διαδεδομένο πανελληνίως και το 'χει κι ο Τριαντάφυλλος. Έχουμε ξόμπλι < μεσαιωνικό εξόμπλιον, υποκοριστικό του έξομπλον < λατινικό exemplum (= παράδειγμα, υπόδειγμα, άξιο προσοχής) [Παραδείγματα 1-2].

2: Κουτσομπολιό (κουτσομπολιό > ξομπολιό> ξόμπλι - εικασία ετύμου) [Παραδείγματα 3-5].

3: Γυναίκα (ή άτομο γενικώς) αποκρουστικά κακάσχημη, τερατώδης κι επίσης κατ' επέκταση μαλακισμένη και καρακατσουλιό κατωτάτου. Εκτιμάται ότι σε αυτή την έννοια προέρχεται από το εξάμβλωμα κι αν όχι ταιριάζει μια χαρά [Παραδείγματα 6-8].

  1. Στολίδι εδώ: – Κρήτη: «από τη δεύτερη κιόλας χρονιά της λειτουργίας µας φτιάξαµε το «Ξόµπλι», στολίδι δηλαδή, όπου οργανώνουµε εκθέσεις ζωγραφικής, χειροτεχνίας, φωτογραφίας, κεραµικής και αγγειοπλαστικής, που αφήνουν έντονο το στίγµα τους στα καλλιτεχνικά δρώµενα της Δυτικής Kρήτης».

  2. Στολίδι εδώ: Να ψωνίζουν οι χωριατοπούλες κάνα γιορτινό παπούτσι και κάνα ξόμπλι για τις μεγάλες μέρες του αρραβώνα και του γάμου-καλή του ώρα και να μην αργεί να ‘ρθει.

  3. Κουτσομπολιό: Διδώ Σωτηρίου «Οι νεκροί περιμένουν»: …ξεμύτισαν απ' την κουζίνα οι υπηρέτριες και οι βοηθοί τους, κύτταζαν με περιέργεια τους χορευτές κι έλεγαν ψιθυριστά διάφορα ξόμπλια, πνίγοντας τα γέλια τους.

  4. Κουτσομπολιό εδώ:…και πάνω που νομίσαμε πως ξεμπερδέψαμε από τα αγιακά και τα χριστουγεννιάτικα που απειλούσαν να μας βγάλουν από την λωτοφαγία μας, τις συνεστιάσεις και τα ξόμπλια (κουτσομπολιά) των πάντων και ακόμη μερικών, ήρθε και αυτός ο περίεργος και μουσάτος με το ακούρευτο μαλλί, για να μας κηρύξει, λέει, μετάνοια

  5. Κουτσομπολιό εδώ: Πιστεύω στους καπνούς και τις φωτιές
    Στα όνειρα της γης που μαραζώνει
    Στα ξόμπλια, στις κατάρες, στις ευχές
    Σ’ αυτούς που βγάζουν λόγο απ’ το μπαλκόνι...

  6. Κακάσχημη εδώ: Πολύ καλές ιδέες tsitum!Μόνο στη Kirsten Danst διαφωνώ γιατί είναι ένα ξόμπλι!

  7. Κακάσχημη εδώ: Το κακό παρατράβηξε. Και δε θα πεθαίνει εμένα η μάνα μου τις Κυριακές για κάθε ξόμπλι.

  8. Κακάσχημη κι εδώ: Οσο για το βιντεάκι απλά θεότρελλο !Η τύπισσα έχει πολύ περισσότερο μέλλον και ταλέντο από κάτι Britney και άλλα ξόμπλια..

(από Galadriel, 18/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες μαϊμουνίων:

  • Η μαϊμού, με παράγωγο την μαϊμουνιά, συνώνυμο της μαϊμουδιάς. Φέρεται να είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη λέξη στην Κρήτη.Εκ του τουρκοαραβικού maymūn.
  • Τα μαμούνια, ζωύφια, ζούδια. Ενίοτε εκφέρεται εν είδει γουτσισμού για μωράκια, τρυφερά ζωάκια, παστάκια, μπουμπούκους και πάει λέγοντας. Άλλοτε υποδηλώνει κάτι το κακό, πιχί ιό υπολογιστή (τελευταίο παράδειγμα).Υποκοριστικό του μάμμος (οικέτης).

- η ταινία üç maymun (τρεις πίθηκοι) μετράει σκληρά.
(Τζίζας, εδώ)

- Η απογραφή θα γίνει από 10-24 Μαΐου 2011 από την ελληνική στατιστική αρχή Ελστατ (γνωστή για τις μαϊμουνιές-τα λεγόμενα και greek statistics με το προηγούμενο όνομά της: Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος
(εκει)

- ΔΕΙΤΕ ΠΟΙΑ ΜΑΙΜΟΥΝΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΤΡΑΤΟ!!
(πιο πέρα)

- Κουβεντα δε λεει το μαιμουνι! :silly: μονο μπα-μπα-μπα, ντα-ντα-ντα,γκια-γκια-γκια..
(παραδίπλα)

- Τελικα αυτο το μαιμουνι τα κανει ολα κρυφα για να θορυβηθεις και να πειστεις οτι εχεις προβλημα και να αγορασεις το σωτηριο scanner του
(απ' τις μπάντες)

(από Khan, 29/11/11)(από soulto, 28/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοπικός ιδιωματισμός της Ρούμελης και της Καρδίτσας που σημαίνει πεδικλώθηκα κι έπεσα.

- Πω πω, πάλι απστόμσα έτσι με τις αρίδες σου απλωμένες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοπικός ιδιωματισμός της Ρούμελης και της επαρχίας γενικότερα, σύντμηση του να ήμουνα. Κλίνεται κανονικά, ήτοι: νάμαν, νάσαν, νάταν, νάμασταν, νάσασταν, νάνταν.

Σημείωση: πολλές φορές συνηθίζεται με το θα μπροστά, δηλαδή θα νάμαν κ.ο.κ.

- Ε, ρε και νάμαν 20 χρονών τι θα 'κανα!

- Λίγα περισσότερα λεφτά να 'χα και θα νάμαν τέλεια!

- πουλί νάμαν πουλί
Νάμαν πουλί να πέταγα
Νάμαν αμάν αμάν αμάν
(Νάμαν )

(από crystal_k, 29/11/11)(από Khan, 29/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επτανησιακή παραλλαγή του δάγκωσε τη γλώσσα σου.

Εναλλακτικά, «να δαγκάσεις τον κώλο σου».

- Ωπωπώ συφορά σου συντέλεια σου μαύρη άμα σας πιάκει ο πατέρας της καβάλα!
- Μπα που να δαγκάσεις τον κώλο σου ωρέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση χρησιμοποιούμενη κυρίως στην Πελοπόνησσο, ισοδύναμη με το «θα μου κλάσεις τ' αρχίδια» ή «θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια».

- Άμα έρθω εκεί ξέρεις τι έχεις να πάθεις;
- Ξέρω, θα μου κλάσεις τον γκιώνη!

Γκίωνης aka Otus scops (από Vrastaman, 30/11/11)(από GATZMAN, 02/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοναχικός, εγκαταλελειμμένος, περιθωριακός και απεριποίητος. Ενδεχομένως άσωτος, με άσχημο και έκλυτο βίο.

Θεσσαλικός ιδιωματισμός.

- Για΄ε μωρέ το γιαμόβα, πως κυκλοφορεί...ήντα ναι τουτανά που φορεί.
- Τι να κάνει ο άνθρωπος. Έσμπορος είναι ο φουκαράς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βλάκας, βραδύνους, ο άλαλος.

Αρκαδικό.

Τι κάνεις ρε μώκο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τουρλώνω (< τρούλος, βλ. 2ο σχόλιο στο σύνδεσμο) + κώλος: ανατρέπω, ρίχνω / γυρίζω κάτι τ' ανάποδα, με το κάτω μέρος προς τα πάνω. Αντίστοιχα για ανθρώπους, ρίχνω κάποιον /-α μπρούμυτα, ώστε ο κώλος τα τουρλωθεί (βλέπε και τουρλοκωλιάζομαι).

Παράγωγο επίρρημα: τουρλόκωλα.

  1. - Πω ρε τι μποτιλιάρισμα είναι αυτό; Σίγουρα έχει γίνει κάποιο ατύχημα...
    - Εμ βέβαια... Τον θυμάσαι τον γκαζοφονιά που μας προσπέρασε σα σίφουνας πριν από κανά δεκάλεπτο; Νά 'το το αμάξι του τουρλόκωλα εκεί στην άκρη της στροφής.

  2. - Κι εκεί που γυρίζω η μαύρη από την εκκλησία, μου πέφτουν απάνου δυο αλjήτες, με σπρώχνουν, μου τραβάνε το σταυρό από το λαιμό και γίνονται καπινός... πάλι καλά που δε με τουρλοκωλιάσανε να σπάσω καμιά λεκάνjη να έχω άλλα ντράβαλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified