Further tags

Αναστατώνομαι, εξάπτομαι, ανάβω (ερωτικά) στα Πατρινά.

- Αμάν ρε Κούλα είσαι και πολjύ γυναικάρα και με τρελαίνjεις...
- Μη μι λες τέτοια Θανάης, κι αναφανταλιάσκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρσενικός βάτραχος. Κρητική λέξη. Λέγεται επίσης και αβοθρακός. Χρησιμοποιείται για να δείξει άνθρωπο πολυάσχολο.

- Ήντα κάμεις μρε Μανωλιό;
- Άσε, μρε Γιώργη, τρέχω ωσάν τον αφορδακό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που, όταν πεθάνει, δε θα λυτρωθεί (α-λύτρωση).

Η λέξη απαντάται στην Κρήτη, αν και τείνει να εκλείψει.

Πανάθεμα σας, αλυτρούητοι!

02:28 (από deathphilosophy, 16/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλαβομακεδονική λέξη που σημαίνει κοπριές και προφέρεται με δασύ σίγμα. Απαντάται συνήθως στον πληθυντικό, οι λεπέσκες, αν και δεν είναι σπάνια η χρήση του ενικού, η λεπέσκα.

Παλιότερα στα χωριά οι χωματόδρομοι ήταν γεμάτοι από κοπριές αγελάδων και ήταν συχνές οι φράσεις που περιείχαν τη λέξη αυτή.
Σημειώνουμε ότι οι ξεραμένες λεπέσκες είναι εξαιρετική καύσιμη ύλη. Το συγκεκριμένο καύσιμο στα ποντιακά λέγεται κουσκούρ' με δασύ σίγμα.

- Λέλε, γέμισε ο δρόμος λεπέσκες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητική λέξη που σημαίνει κάτι το καλό, κάτι το κουλ. Συναντάται και ως «εκλεμπεριά».

- Καλό το καινούργιο Immortal;
- Έκλεμπερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητική έκφραση που σημαίνει «λίγο».

Βάλε μωρέ μια ολιά ρακή να πιούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεγόταν για τους Μικρασιάτες πρόσφυγες, σήμερα λέγεται για τους απογόνους τους, συνήθως με ελαφρά απαξίωση.

Η λέξη βγαίνει από την τουρκική λέξη «kabak» που σημαίνει κολοκύθι και πηγάζει από την εξής ιστορία, η οποία βέβαια δεν μπορούμε να ξέρουμε εάν είναι αληθινή:

Όπως είναι γνωστό κατά την διάρκεια της μικρασιατικής καταστροφής επικράτησε πανδαιμόνιο στο λιμάνι της Σμύρνης, στην προσπάθεια των εκεί Ελλήνων να επιβιβαστούν σε οποιοδήποτε πλωτό μέσο για να περάσουν στην Ελλάδα. Τα πλοία και οι βάρκες που υπήρχαν ήταν όμως πολύ λιγότερα από το πλήθος με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην μπορούν να πάρουν μαζί έστω και τα βασικότερα από τα υπάρχοντά τους, αλλά σε πολλές περιπτώσεις ούτε τον ίδιο τους τον εαυτό. Κάπου εκεί ήταν και κάποιος που κρατούσε στο ένα χέρι του το μωρό παιδί του και στο άλλο χέρι ένα κολοκύθι. Ήταν όμως αδύνατο να τα πάρει και τα δυο μαζί του. Τότε είπε κοιτώντας το μωρό: «Από αυτόν τον σπόρο έχουμε, από τον άλλο (κολοκύθι) θα βρούμε εκεί που θα πάμε;». Και έτσι προτίμησε να πετάξει το παιδί του στη θάλασσα παρά το κολοκύθι.

«Τι προσπαθείς να του ανοίξεις τα μάτια; Αφού είναι καμπαξής, αγύριστο κεφάλι...»

-Πελοπίδα, ο Γιάννης πόντιος είναι ρε;
-Όχι ρε, καμπαξης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικά:

  • Χιόνισε. Και το ‘στρωσε. Ας πούμε ένα γόνα και βάλε. Τι κάνεις; Παίρνεις το φτυάρι, ή ό,τι σαν φτυάρι, κι ανοίγεις κουπό. Τουτέστιν δρόμο, δηλαδή, μονοπάτι μέχρι ..το δρόμο. Κυκλοφορεί στα ορεινά.
  • Στην Αλόννησο, που δεν πολυκαταλαβαίνει από χιόνι, έτσι λένε λέει τα ίχνη που ακολουθεί ο σκύλος.

- Το ’στρωσε για τα καλά!!
- Σιγά το στρώσιμο. Σαν εσένα, όταν το ‘στρωνε, κάναμε ώρες ν’ ανοίξουμε κουπό με τον παππού σου.
- Τα καλά του θερμοκηπίου!

Κουπός. (από sstteffannoss, 03/03/12)Η κοινωνική της συνείδηση είναι συγκινητική. (από sstteffannoss, 03/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που βρίσκεται υπό την επήρεια αλκοόλ, αισθάνεται ευφορία και συχνά παραφέρεται.

Χτες το βράδυ ήπιαμε 4 μπουκάλια ουίσκυ και γίναμε γιάμπαλο!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητική λέξη, προερχόμενη -προφ- από το χαλικούτης, χαλικουτίζω, η οποία χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα μέρος που είναι τρομερά ακατάστατο ή/ και βρώμικο, και συνήθως κατοικείται από πολλούς. Προφέρεται με υποτιμητική διάθεση.

-Θα 'ρθείς στου Σήφη το βράδυ;
-Είντα λες μπρε, κουζουλός 'σαι; Εκειά μέσα είν' χαλικουταριό! Ούτε να μπεις δε χωρείς!

Χαρακτηριστικό παράδειγμα χαλικουταριού (από mafie, 20/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified