Κουβαλάω κάποιον στην πλάτη, συνδυάζεται με το ρήμα παίρνω. Εμφανίζεται σε πελοποννησιακές διαλέκτους, ιδιαίτερα στη Μεσσηνία.
- Θα με πάρεις καλικούτσα γιατί κόπηκαν τα πόδια μου;
- Και σου 'λεγα να πάρουμε αυτοκίνητο αλλά δε μ' άκουγες!
Κουβαλάω κάποιον στην πλάτη, συνδυάζεται με το ρήμα παίρνω. Εμφανίζεται σε πελοποννησιακές διαλέκτους, ιδιαίτερα στη Μεσσηνία.
- Θα με πάρεις καλικούτσα γιατί κόπηκαν τα πόδια μου;
- Και σου 'λεγα να πάρουμε αυτοκίνητο αλλά δε μ' άκουγες!
Σε άλλες γλώσσες: pickaback, piggyback (αγγλικά), huckepack (γερμανικά)
Got a better definition? Add it!
Κάτι αόριστο για απασχόληση. Λέγεται συνήθως σε παιδάκια.
Πήγαινε στην γειτόνισσα να σού δώσει αλικομπενί...
Got a better definition? Add it!
Λέξη που χρησιμοποιείται κυρίως από τους Θεσσαλονικείς και σημαίνει πήγαινε.
Πάνε να φέρεις μια μπουγάτσα με κεριά για τα γενέθλια του Μιχάλη ρε Μήτσο!
Η προστακτική στην αργκό: -α, -έκα, -ω, έμπαινε, έφυγες, κατέβαινε, μπέκα, πάνε, πιάκε, τσάκω· ακόμη: προστακτική αντί για απαρέμφατο, συνεχής προστακτική ως στιγμιαία.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το λάστιχο για πότισμα που χρησιμοποιείται για κήπους, μπαλκόνια, αυλές και εξωτερικούς χώρους (τούρκικης προέλευσης).
- Πάρε το μαρκούτσο να πλύνεις την αυλή.
Got a better definition? Add it!
Είναι σύνθετη λέξη η οποία σημαίνει μπουκωμένα σκέλη (κοινώς πουτάνα).
Πόσο νασκελομπούκωτη είσαι;
Got a better definition? Add it!
Κοινώς: ηλίθιος...
Είσαι πιο χλωρός και απ' τα χόρτα....
Got a better definition? Add it!
Τα αρχίδια και η κατάσταση ατημελησιάς γενικότερα. Κυρίως σε περίοδο διακοπών, χύμα στο κύμα που λέμε.....
-Γιάγκοοοοο! Α'ι'ντε ρε μάζεψ' τα χαρχάλια σ', έρχονται οι κουμπάροι!.....
Got a better definition? Add it!
Νογάς, β' ενικό πρόσωπο.
Ρήμα που χρησιμοποιείται για να τονίσει την ανικανότητα του συνομιλητή να κατανοήσει, πραγματοποιήσει, ανταποκριθεί στις παρούσες προσδοκίες της περιστάσεως.
Got a better definition? Add it!
Γάιδαρος, ο. Τοπικός χαρακτηρισμός από την Κάσο.
Όπως λέει και ένα κασιώτικο παραδοσιακό τραγούδι, «ρίχνω του γάρου άχυρα».
Got a better definition? Add it!