Further tags

Ονόμασια για τη βρώμα που πιάνουν τα αρχ..α μετά από 5 μέρες χωρίς μπάνιο.
Προέλευση: δυτική Μακεδονία.

-Πωωωω με ξύνουν τα αρχ..α μου έχω 6 μέρες να κάνω μπάνιο.
- Η μέρδα θα φταίει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων τη φράντζα παρατεταμένη και σε ορθή γωνία θυμίζοντας έτσι αγροτικό εργαλείο (τσάπα).

-Κοίτα αυτό το ήμο, το παράκανε με τη φράντζα. Σαν τσάπος είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οταν κάποιος είναι ανίκανος, άχρηστος ή γενικά ανεπρόκοπος σαν να έχει καεί από φωτιά. Κυκλαδίτικος ορος.

— Τον πήρε 25 λεπτά να αδειάσει το τασάκι, ενώ εμείς περιμέναμενε!!
— Ε τον μαλάκα τον φωτιοκαμένο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαρισαϊκός ιδιωματισμός για τα σκατουλάκια που κρέμονται επίμονα από τις κωλότριχες.

- Γαμώ την παναγία μου, πάλι λέρωσα το σωβρακό μου, αυτά τα μαλακισμένα τα ταρζανίδια φταίνε πάλι.

(από gizaha, 01/12/08)

Βλ. και ταρζανάκι, ταρζανέλια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που χρησιμοποιείται στην περιοχή Πηλίου και σημαίνει μαλακίζομαι, δεν κάνω τίποτα ουσιαστικό. Επίσης σε ερώτηση σημαίνει «πας καλά;», «είσαι καλά;»

- Πάμε για μπάνιο στη θάλασσα, Κωστή;
- Κουφομπλώνεις; Έχει κρύο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πομάκος είναι ο μουσουλμάνος της Θράκης. Όμως πλέον χρησιμοποιείται εκεί πέρα με την έννοια του βλάκα, του ηλίθιου.

- Πω δεν πήρα λεφτά για το σινεμά...
- Α ρε πομάκο... (=α ρε βλάκα...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Ελλαδίτης, και ιδιαίτερα ο Αθηναίος (κυπριακά).

(από το Ξενύχτικον «Μιραμπέλλα»)
Όσες εν αθήνα φκάλλουν τα μάθκια τους πάνω στους καλαμαράδες παντές τζιαι δεν εξανάδαν αρσενικό, χωρίς να καταλάβουν πως οι καλαμαράδες μας δουλέφκουν ούλλους σε ψιλό γαζί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά ο άνθρωπος του Θεού, ένας μουσουλμάνος ασκητής ο οποίος έχει πάρει όρκο φτώχειας. Για να πετύχει την θρησκευτική έκσταση, ο δερβίσης περιστρέφεται χορεύοντας (βλ. φωτο 1).

Για λόγους άγνωστους και ανεξήγητους, ο όρος δερβίσης στη Θεσσαλονίκη χρησιμοποιείται μεταξύ ανδρών (στην κλητική πάντα) εναλλακτικά προς άλλες δημοφιλείς προσφωνήσεις όπως καρντάση, πρόεδρε, αρχηγέ, δικέ μου, ψηλέα, αδελφέ, φιλάρα κλπ.

Απ' όλες τις εναλλακτικές προσφωνήσεις το δερβίση κάνει λίγο πιο μάγκικο (βλ. φωτο 2), ξεφεύγοντας πολύ από την ορίτζιναλ εκδοχή της λέξης (βλ. φωτο 1 και 2 εναλλάξ μέχρι να γίνει ξεκάθαρο).

- Έλα πασά μου, τι χαμπάρια; Δεν σε είδα στην Τούμπα την Κυριακή.
- Έλα ρε δερβίση... ήμουν Χαλκιδική με το μωρό και μου τα ζάλισε να φύγουμε λέει βράδυ για να μην έχει κίνηση, και πάει το ματσάκι. Πάμε για καμιά φραπεδιά να τα πούμε ρε δικέ μου;

(από acg, 01/05/08)(από acg, 01/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βυζούμπα, οι μεγάλοι βύζοι, τα βυζόμπαλα, τα μπαλκόνια, ο εξώστης, το θεωρείο, οι τορπίλες.

- Τά 'μαθες; Ο Σάββας έγινε Ουρογάμης!
- Γιατί το λες αυτό ρε μαλάκα;
- Αφού γάμησε την Πόπη την άβυζο.
- Καλά, φιλαράκο είσαι νυχτωμένος. Η Πόπη την είδε πλαστική και έφτιαξε τον μεγαλύτερο μπαχταλέ της πιάτσας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που χρησιμοποιείται κυρίως από αρβανίτες και ειδικότερα από τους αρβανίτες της Κούλουρης ως υποκοριστικό, συνήθως με το μω -που προέρχεται από το μωρέ- να προηγείται.

- Που σε μω μανάρι;
- Να, εδώ μωρέ.

(από GATZMAN, 10/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified